Ιστορία

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Μάχη του Αγίου Ιάκωβου, 26/8/1444, 1.500 επιτίθενται σε 30.000.


Η μάχη του Αγίου Ιακώβου διεξήχθη μεταξύ της παλαιάς Ελβετικής Ομοσπονδίας και της Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Μπιρς.

Η παλαιά Ελβετική Ομοσπονδία έστειλε 1.300 άνδρες απο τη φρουρά του Φάρνσμπουργκ μαζί με 200 από την Βάζελ Λάντσαφτ να αντιμετωπίσουν τους πανοπλους Γάλλους του μετέπειτα βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ'. Ενθουσιώδεις οι Ελβετοί, πέτυχαν τοπικές νικές με εμπροσθοφυλακές στο Πράτερνλ και Μούτελν. Μόλις αντίκρυσαν τον υπόλοιπο γαλλικό στρατό αποφάσισαν την άμεση επίθεση.

Οπλισμένοι με τις μακριές λόγχες τους σε πυκνούς και συμπαγείς σχηματισμούς 3 τμημάτων τετραγώνων, εφόρμησαν ενάντια σε έναν εχθρό που υπερτερούσε τουλάχιστον 20 προς 1 και έμεινε άναυδος.

Κατέκοψαν το εχθρικό ιππικό που έσπασε στον "γρανιτενιο" Ελβετικό βράχο και συνέχισαν την προέλαση, "βγάζοντας τα βέλη από τις βαλλιστρες από το σώμα τους συνεχίζοντας την μάχη, ακόμα και όταν είχαν κατακοπει από τους αντιπάλους και ειχαν μείνει χωρίς χέρια" , σύμφωνα με τον Αινεία Σίλβιους (μετέπειτα Πάπα Πιο Β').

Αφηνιασμενος ο Λουδοβίκος διατάζει να τους κυκλωσουν και επιτέλους να τους ξεπαστρεψουν. Οι Ελβετοί κάνουν τετράγωνο με καρφωμενες τις λόγχες, το "hedgehog"(σκαντζοχοιρος) αποκρούουν τις νέες επιθέσεις, ενώ ένας Αυστριακός ευγενής που προτείνει παράδοση λιθοβολειται.

Μετά από 10 ώρες μάχης οι 700 εναπομείναντες Ελβετοί τοξευονται και κανονιοβολουνται (κατέφυγαν σε ένα νοσοκομείο) σχεδόν μέχρις ενός. Επέζησαν 10.

Παρ' ολα αυτά στρατηγικά νίκησαν. Ο φρικαρισμενος Λουδοβίκος με τους 2.500-4.000 νεκρούς, αναβάλλει την εκστρατεία, επιστρέφει στην Γαλλία, συνάπτει συμμαχία με την Ελβετία και αρχίζει να προσλαμβάνει Ελβετούς μισθοφόρους.

Η μάχη αποτέλεσε σύμβολο του αγωνιστικού πνεύματος και της ανωτερότητας και συνέβαλε στο μύθο του ηρωϊκού της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σε όλη την Ευρώπη. Συνέχισε να τραγουδιέται στον πρώην Ελβετικό εθνικό ύμνο "Call Fatherland", που ίσχυε μέχρι το 1961.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην αρχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας.


Παράγοντας που θα διαμορφώσει σε μέγα βαθμό την έναρξη, τη μορφή και την πορεία που πήρε η Μικρασιατική Εκστρατεία είναι τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και η εξέλιξη αυτών.

Συγκεκριμένα η Γαλλία έχει οικονομικά συμφέροντα καθώς έχει διαθέσει το 60.31% των ξένων κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ποσό που υπολογίζεται στα 250 δις Γαλλικά φράγκα.[1] [2]Οι Γαλλικές Ιδιωτικές Επιχειρήσεις έχουν επενδύσει άλλα 1,1 δις φράγκα ενώ ανέλαβε κατασκευή και εκμετάλλευση σιδηροδρομικής γραμμής μήκους 2.077 χιλιομέτρων.[3]Συνεπώς εύλογα συμπεραίνουμε ότι έχει μακρόπνοα σχέδια, ενώ βραχυπρόθεσμα επιθυμεί έναν κρατικό μηχανισμό που θα της εγγυηθεί τις παραπάνω επενδύσεις. Η εξυπηρέτηση των Γαλλικών συμφερόντων θα γίνονταν καλλίτερα από ένα βιώσιμο Τουρκικό Κράτος, ενώ η Κυβέρνηση επιθυμούσε την αποτροπή της μετατροπής της Ελλάδος σε δορυφόρο της Αγγλίας.[4]



Η Βρετανία έχει και αυτή οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα καθώς επιθυμεί τον έλεγχο των Δαρδανελλίων και των πετρελαίων της Μοσούλης, θα αποτελέσει σύμμαχο της Ελλάδας κατά μέγα μέρος στο διπλωματικό επίπεδο και θα στηρίξει τις Ελληνικές διεκδικήσεις, αν και αυτό θα αποτελέσει κυρίως έργο του Πρωθυπουργού Λόυντ.

Η Ιταλία από την πλευρά της, απαιτεί τις διεκδικήσεις από την μυστική συμφωνία του Αγ. Ιωάννη της Μοριένης (26/4/1917) που της παραχωρούσε μεταξύ άλλων και το Βιλαέτι Αϊδινίου, συνεπώς και την Σμύρνη. Γι’ αυτό τον λόγο θα αποχωρήσει από τη Συνδιάσκεψη και θα πάρει την πρωτοβουλία να αποβιβάσει στρατεύματα στην Αττάλεια το Μάρτιο του 1919. Η στάση της προς την Ελλάδα θα είναι εχθρική και συνήθως με απροκάλυπτο τρόπο.

Οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία αναζητούν σύμμαχο στη διεθνή σκηνή και θα προσεγγίσουν τις εθνικιστικές δυνάμεις των Τούρκων, αφού πλέον ο Σουλτάνος αποτελεί υποχείριο των Συμμαχικών Δυνάμεων. Η βοήθεια που έλαβαν οι εθνικιστές του Κεμάλ δεν αφορούσε μόνο το οικονομικό και στρατιωτικό σκέλος αλλά και διπλωματικά ένα θεμέλιο, με την αναγνώριση που πρόσφερε. Τέλος, η στάση των Η.Π.Α. του Προέδρου Τόμας Ουίλσον θα χαρακτηριστεί από δισταγμό και ουδετερότητα.



Συμπερασματικά η απόφαση για την απόβαση στην Ιωνία αποτελούσε το καθεαυτό δόγμα του αλυτρωτισμού, συμπίπτει χρονολογικά με την πολιτική του Βενιζέλου ,που βασίζονταν σε παράτολμα-όχι όμως ανέφικτα- κριτήρια για την υλοποίησή του. Η υψηλή στρατηγική της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας αφορούσε την κάλυψη του κενού που άφηνε η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εξάρτηση με τα- συνήθως αντικρουόμενα- συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.[5] Το τελευταίο αυτό στοιχείο δυστυχώς το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η Τουρκική πλευρά.

Το στοιχείο της πολιτικής , που δεν είναι ανεξάρτητο από το στρατιωτικό κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύγκρουσης, στην Μικρασιατική Εκστρατεία είχε εξαιρετικά βαρυσήμαντο ρόλο. Οι πολιτικές εξελίξεις όχι απλώς εξελίσσονταν παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και τις επηρέαζαν και επηρεάζονταν σε σημαντικό βαθμό από αυτές.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος



[1] Ψυρούκης Νίκος, «Η Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήνα 1982, Επικαιρότητα Ο.Ε σ.48
[2] Horton George, «Αναφορικά με την Τουρκία, Προξενικά Ντοκουμέντα των Η.Π.Α.» ,Αθήνα 1992,Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη σ.211. Ο Horton σημειώνει επίσης ότι όλες οι επενδύσεις είχαν γίνει σε χρυσό.σς.213-214
[3] Horton George, όπως παραπάνω. σ.212
[4] Ο Γάλλος Υπ. Εξωτερικών Α.Pilot  μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η Γαλλία «δεν ήθελε να χρησιμεύσει η Ελλάδα ως όργανο της Αγγλικής πολιτικής,(…)επιβάλλεται να θέσει φραγμό εις τοιούτου είδους ενέργειες της Αγγλίας.» Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922» σ.153
[5]   Η ικανότητα της χρήσης όλων των διαθέσιμων μέσων του Κράτους – οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, λαός , ένοπλες δυνάμεις κ.α.- για την επίτευξη των ιεραρχημένων και προσδιορισμένων στόχων. Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922» σ. 82

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Η μάχη της Νάρβας (1700). Οι Σουηδοί κατατροπώνουν τον τσαρικό στρατό.

Από το 1611 έως το 1721, η Σουηδία ήταν μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, κυρίαρχη στην προσπάθεια ελέγχου της Βαλτικής Θάλασσας και με μια μικρή αριθμητικά, αλλά τρομερή στρατιωτικά δύναμη.


Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που ονομάζεται Stormaktstiden (Η εποχή της Μεγάλης Δύναμης), η σουηδική αυτοκρατορία κατείχε μια επικράτεια πάνω από το διπλάσιο του μεγέθους των σύγχρονων συνόρων της και μία από τις πιο επιτυχημένες στρατιωτικές δυνάμεις εκείνης της εποχής, αποδεικνύοντας πολλές φορές σε πεδία μάχης. 

Ένα από αυτά ήταν και η Νάρβα το 1700. Ο Σουηδός βασιλιάς Κάρολος Ιβ' -ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 1697, παρά την νεαρή ηλικία του, αποδείχθηκε αποφασιστικός κυβερνήτης και "ήταν ερωτευμένος με τον πόλεμο"- αντιμετώπισε τους Ρώσους υπό τον Ευγένιο ντε Κρουί. 

Οι τελευταίοι με 35-40.000 άνδρες και 195 κανόνια πολιορκούσαν τους 1.800 υπερασπιστές του φρουρίου της Νάρβας και ο Σουηδός βασιλιάς έσπευσε να λύσει την πολιορκία με 10.500 άνδρες και 37 κανόνια. Οι Σουηδοί προσέγγισαν τον ρωσικό στρατό στις 10 π.μ. και άρχισαν να προετοιμάζονται για την επίθεση. Ο Ντε Κρουί ανησυχούσε για το μικρό μέγεθος του σουηδικού στρατού και θεωρούσε ότι αυτό ήταν μόνο η εμπροσθοφυλακή των κυριότερων δυνάμεων.

Στις 2 μ. μ. οι Σουηδοί ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Εκείνη τη στιγμή ο άνεμος άλλαξε και η χιονοθύελλα έπεφτε στα μάτια των Ρώσων. Μερικοί Σουηδοί αξιωματικοί ζήτησαν να αναβάλουν την επίθεση μέχρι το τέλος της καταιγίδας, αλλά ο Κάρολος άδραξε την ευκαιρία και προέλασε στις ρωσικές θέσεις υπό την κάλυψη του καιρού.

Οι Σουηδοί επιτέθηκαν με δύο συμπαγείς ομάδες, πλησίασαν γρήγορα τις ρωσικές θέσεις και έβαλαν μια ομοβροντία κατά την οποία οι Ρώσοι "έπεσαν σαν στάχυα ". Αρχικά, οι Ρώσοι αντιστάθηκαν : «Απάντησαν με ομοβροντία και σκότωσαν πολλούς », αλλά μέσα σε 15 λεπτά οι Σουηδοί πλησίασαν τα ορύγματα , έσπασαν την εχθρική αμυντική γραμμή και ξεκίνησε μια «τρομερή σφαγή». 


Ενεργώντας σύμφωνα με το σχέδιο, οι πειθαρχημένοι Σουηδοί μετακινήθηκαν στα νότια και στα βόρεια κατά μήκος της γραμμής οχύρωσης, συνθλίβοντας τη ρωσική άμυνα. Επιτέθηκαν στα ρωσικά συντάγματα και τα εξόντωναν ένα προς ένα. Υπήρξε πανικός και χάος, οι Ρώσοι στρατιώτες άρχισαν να σκοτώνουν τους αξιωματικούς και ο Κροΐ με το προσωπικό του έσπευσε να παραδοθεί. Πανικοβλημένες μάζες στρατευμάτων των Ρώσων έσπευσαν στην παρακείμενη γέφυρα του Καμπέρχολμ, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της αμυντικής γραμμής. Σε ένα κρίσιμο σημείο, η γέφυρα κατέρρευσε κάτω από τα υποχωρούντα ρωσικά στρατεύματα. Στη δεξιά (βόρεια) πλευρά των Ρώσων, μόνο δύο συντάγματα διατήρησαν τη σειρά μάχης. Αναδιπλώθηκαν σε τετράγωνα και αυτοσχέδιες οχυρώσεις φορταμαξών μαζί με ένα μέρος των υποχωρούντων στρατιωτών. 

Η μάχη της Νάρβας ήταν μια τρομερή ήττα για το ρωσικό στρατό. Συνολικά, οι Σουηδοί αιχμαλώτισαν 10 στρατηγούς και 10 συνταγματάρχες, 173 πυροβόλα, προκάλεσαν 18.000 απώλειες στον εχθρό, υφιστάμενοι 667 νεκρούς(31 αξ/κοι) και 1.247(66 αξ/κοι) τραυματίες.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Ο Οθωμανικός στόλος τον 18ο αιώνα.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Ο βασικός στόλος των Οθωμανών, ο «Μεγάλος Στόλος»(Kebir Donanma) βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούνταν από τα μεγάλα πολεμικά πλοία, τα πλοία της γραμμής, ενώ τις υπόλοιπες ναυτικές μονάδες(Ince Donanma), τις αποτελούσαν συνδυασμένες δυνάμεις από γαλέτες, κανονιοφόρους και κωπήλατα πλοία. Η διαβάθμιση των πλοίων από τους Οθωμανούς γίνονταν σύμφωνα με το μήκος κάθε ναυτικής μονάδας, από την πρύμνη ως την πλώρη της, μετρημένης σε zira, ίσο με 75 εκατοστά.[1]
Η ναυμαχία του Τσεσμέ τον Ιούλιο του 1770. Η ήττα
των Οθωμανών ήταν συντριπτική.

            Τα μεγαλύτερα πλοία ονομάζονταν
uc ambarh, με 100 κανόνια πάνω σε τρεις σειρές καταστρώματος. Ο κύριος όγκος του Οθωμανικού στόλου αποτελούνταν από σκάφη με δύο σειρές καταστρωμάτων τα οποία χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες : 1) Στις μεγάλες γαλέρες (Kebir Kalyon) που διέθεταν 74 με 86 κανόνια και 2) στις μικρές γαλέρες (Sagir Kalyon) με 54 έως 70 κανόνια. Το 1768 υπήρχαν 5 σκάφη του πρώτου τύπου γαλέρας εκ των οποίων τα 3 χάθηκαν στη ναυμαχία του Τσεσμέ. 

Οι δεύτερες είχαν πιο υποστηρικτικό ρόλο. Στις εκστρατείες που έλαβαν μέρος στη Μαύρη Θάλασσα, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε το Ναυτικό είχαν κυρίως μεταφορικό και αποβατικό σκοπό. Υπήρχε και ένας τελευταίος τύπος γαλέρας, η καραβέλα, με δύναμη 48 κανονιών που ενεργούσαν ως καταδρομικά, ενώ το μικρό τους βύθισμα, τους επέτρεπε την προσέγγιση σε πολλά παραλιακά σημεία. Τέλος, οι Οθωμανοί διέθεταν και πυρπολικά(bomba firkateyni) και τα ευκίνητα πλοία που προτιμούσαν οι πειρατές και οι κουρσάροι, τα ζιμπέκ(xebecs ή sehtiye) με 24 έως 30 κανόνια.[2] 

Τα γενικά χαρακτηριστικά του Οθωμανικού στόλου, τον 18ο αιώνα, είναι ότι διέθετε κοντά σε μάκρος πλοία, φαρδιά και ευρύχωρα, με ψηλές πρύμνες, ελαφρύ σκελετό έχοντας συνήθως λιγότερο οπλισμό από τον προβλεπόμενο, αλλά υπερβολικά μεγάλο αριθμό προσωπικού. Το πλήρωμα των πλοίων απαρτιζόταν από όλα σχεδόν τα σώματα, Γενίτσαρους, τιμαριούχους, azabs, levends κοκ, οπλισμένους με μουσκέτα.


[1] Emir Yener, «Ottoman Sea Power and Naval Technology during Catherin’s II Turkish Wars 1768-1792»,International Naval Journal, 2016, Vol(9), Is.1 pp 4-15, 2016,Instanbul University, σελ.5
[2] Emir Yener, «Ottoman Sea Power and Naval Technology during Catherin’s II Turkish Wars 1768-1792», σελ. 8

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Υβρίας ο Κρης.

Ο Υβρίας ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής και μισθοφόρος με καταγωγή από την Κρήτη ο οποίος έζησε περίπου το 600 π.Χ. Το μόνο σωζόμενό του έργο, είναι ένα «σκόλιον», ένα είδος λυρικής ποίησης που καλλιεργήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και τραγουδιόνταν στα επίσημα αριστοκρατικά συμπόσια, για τον εορτασμό κάποιου σημαντικού γεγονότος, εκθειάζοντας τις αρετές των θεών ή των ηρώων. Στο συγκεκριμένο που απαγγέλλει ο Υβρίας αναφέρεται η αγάπη για τα όπλα και τη μάχη.
Μισθοφόρος τοξότης από την Κρήτη.

Ο Υβρίας προφανώς το χορεύει και το τραγουδά ενόπλως χτυπώντας το δόρυ του και τη μικρή ασπίδα.

Πλούτη έχω κοντάρι και σπαθί μεγάλο, 

και για φύλαξή μου ασπίδα δυνατή

με αυτό οργώνω, με αυτό θερίζω

και με τ' άλλο μεσ' τ' αμπέλι 

το γλυκό κρασί πατώ


Και είμαι αφέντης της σκλαβολογιάς ατός μου,

κι όσοι άρματα δεν έχουν, καρδιά, νουν

γονατίζουν άψυχα κουφάρια ομπρός μου

βασιλέα με κράζουν και με προσκυνούν.


Μετάφραση από το «Στέφανος, εκλογαί αρχαίων ποιημάτων κατά μετάφρασιν Σίμου Μενάρδου, εκ. Ι.Ν.Σιδέρης, Αθήνα, 1924, σελ. 30.
Το αρχαίο κείμενο.

Τα σκόλια εκτελούνταν από τους ευπατρίδες στα επίσημα συμπόσια με τους εξής δύο τρόπους.

α)Όλοι μαζί οι συμποσιαστές ξεκινούσαν τραγουδώντας ένα χορικό τραγούδι, στη συνέχεια ο κάθε συνδαιτυμόνας τραγουδούσε μόνος του και στο τέλος τραγουδούσαν οι καταλληλότεροι, ανεξαρτήτως αξιώματος.

β)Ο συμποσιαστής τραγουδούσε τα σκόλια κρατώντας στο ένα του χέρι ένα κλαδί μυρσίνης που μετά το παρέδιδε σ' εκείνον που θεωρούσε ότι ήταν άξιος να τραγουδήσει. 

(Πηγή από Βικιπαίδεια: Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος (2013). «Σκόλια». ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Αθήνα: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε., σελ. 312).

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Οι Τάταροι στον Οθωμανικό στρατό τον 17ο και 18ο αιώνα.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος
Το ελαφρύ άτακτο ιππικό των Οθωμανών στις μάχες των Οθωμανών με τους Ρώσους το είχαν αναλάβει οι Τάταροι. Αυτοί διαδραμάτισαν τον ρόλο που είχαν οι ακιντζήδες ( διαλύθηκαν το 1595), αποτελούνταν από εθελοντές επιδρομείς των οποίων η κύρια πηγή εισόδων, πέραν από την καλλιέργεια της γης από την οποία είχαν φοροαπαλλαγή,  ήταν από τις λεηλασίες των επιδρομών τους. Αυτές μπορεί να γίνονταν κατά τη διάρκεια μιας διατεταγμένης εκστρατείας αλλά και από ανεξάρτητες επιδρομές στις συνοριακές γραμμές. Σημαντικό μέρος της λείας που αποκόμιζαν ήταν οι αιχμάλωτοι που πωλούνταν ως σκλάβοι. Υπολογίζεται ότι το Χανάτο της Κριμαίας κατά το διάστημα του 15ου-18ου αιώνα πούλησε ως σκλάβους περισσότερους από 3 εκατομμύρια αιχμαλώτους. Οι επιδρομές τους στις ανατολικές περιοχές των Σλάβων ήταν καταστροφικές. Μόνο σε μια επιδρομή, το 1688, έσυραν στην επιστροφή τους 60.000 αιχμαλώτους προς πώληση στα σκλαβοπάζαρα.
Δεινοί ιππείς, ικανοί για συνεχή πορεία έως και 13 ώρες, ήταν εξαιρετικοί στην συνεχή παρενόχληση του εχθρού, στην καταστροφή των εχθρικών γραμμών εφοδιασμού αλλά τελείως απείθαρχοι και πολλές φορές αποδείχτηκαν αναξιόπιστοι. Το πεδινό έδαφος της Ουκρανίας και της Κριμαίας με τις απέραντες στέπες ευνοούσε τις πολεμικές τακτικές των Τατάρων, χτύπημα και φυγή, που πολεμούσαν συνήθως ελαφρά οπλισμένοι με σπαθί και δόρυ ενώ ήταν και εξαιρετικοί ιπποτοξότες.

Κοζάκοι μάχονται με Τάταρους πολεμιστές του χανάτου της Κριμαίας.
Πίνακας του Μπράντ Τζόζεφ (1845-1910) το 1890.
Οι συντονισμένες επιδρομές τους στα μετόπισθεν του εχθρού μπορούσαν να φέρουν καίρια πλήγματα στην τροφοδοσία του. Παραδείγματος χάριν, η εκστρατεία των Ρώσων το 1736, που έληξε με την αποχώρησή τους από την Ουκρανία χωρίς να έχουν καταφέρει τίποτα ουσιαστικό, αποτέλεσε μια καταστροφή πρώτης τάξεως. Η συνεχής φθορά από τους Τατάρους στις εφοδιοπομπές σε συνδυασμό με την τρομερή ανεπάρκεια στον τομέα της μέριμνας είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 30.000 ανδρών εκ των οποίων μόλις οι 2.000 ήταν στο πεδίο της μάχης. Βασιζόμενοι στην παραπλάνηση, οι Τάταροι τοποθετούσαν ανθρώπινα ομοιώματα από άχυρο στα ελεύθερα άλογα τους για να φαίνονται πιο πολυάριθμοι ενώ συνεχώς διέδιδαν σκόπιμα ψευδείς και αντικρουόμενες φήμες σχετικά με τη δύναμή τους και τα σχέδιά τους. Με την τακτική της καμμένης γης απέτρεψαν δυο φορές (1687 και 1689) μεγάλες εκστρατείες των Ρώσων τους οποίους εξανάγκασαν σε υποχώρηση.
Χαρακτηριστικός τύπος Τάταρου ιπποτοξότη.

Παροιμιώδης όμως υπήρξε και η απειθαρχεία τους και η αναξιοπιστία τους στο πεδίο της τακτικής μάχης. Στο Πετροβαραντίν (1716) αποχώρησαν χωρίς καν να εμπλακούν στη μάχη όταν διαφάνηκε η ήττα, στην πολιορκία του Οτσάκωφ (1737) λιποτάκτησαν μαζικά με αποτέλεσμα να λυθεί η πολιορκία, ενώ τα έτη 1736-1738 υποχώρησαν από όλο το πολεμικό μέτωπο αφήνοντας εκτεθειμένες τις οθωμανικές φρουρές, μεταξύ αυτών και του Άζοφ, στο έλος των Ρώσων προκαλώντας τη δυσμένεια του Οθωμανού σουλτάνου για την ανικανότητά τους όπως ανέφερε και την εκθρόνιση των χάνων τους Καπλάν και Φατίχ Γκιρέι. Τέλος στη μάχη του Καγκούλ, τον Αύγουστο του 1770, παρά τους τεράστιους αριθμούς τους δεν ενεπλάκησαν στο πλευρό των Οθωμανών που υπέστησαν πανωλεθρία.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η μάχη του Μαράς, 1920. Η έναρξη του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 
Στις 21 Ιανουαρίου 1920, ο Γάλλος στρατηγός Κιερέτ έκανε ένα θλιβερό απολογισμό της κατάστασης. Η τραγική έλλειψη σε εφόδια και η αδυναμία ασφαλούς ανεφοδιασμού δεν του άφηνε πολλά περιθώρια και σκεφτόταν σοβαρά την ιδέα εγκατάλειψης της πόλης. Την ίδια μέρα ακούστηκαν πυρά από την πλευρά που ήταν το γερμανικό νοσοκομείο. Η πολιορκία του Μαράς είχε αρχίσει. Οι κεμαλικοί ξεκίνησαν τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Γάλλους. 

Ομάδες ενόπλων, σε συνεννόηση με Τούρκους κατοίκους της πόλης, κατέλαβαν σπίτια σε καίρια σημεία σκοτώνοντας αρκετούς Γάλλους στρατιώτες και χριστιανούς αμάχους. Οι Γάλλοι απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πολυβόλων και σύντομα ξέσπασε σκληρή μάχη. Ο αντισυνταγματάρχης Τιμπόλτ εντυπωσιάστηκε από το άγριο και επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Κάθε χριστιανικό σπίτι που έπεφτε στα χέρια τους ήταν σίγουρο ότι δεν θα είχε κανέναν επιζώντα. Την επόμενη μέρα, πολλοί άμαχοι βρήκαν προστασία στα σχολεία και τις εκκλησίες, ενώ οι επικοινωνίες προς Άινταμπ και Άδανα είχαν κοπεί εντελώς. Ο Τούρκος ιστορικός Σαράλ περιγράφει τις σκληρές μάχες των τριών πρώτων ημερών με τα γαλλικά πυρά να καταστρέφουν πολλά σπίτια, τους Τούρκους να έχουν υποστεί πολλές απώλειες στα σημεία που οι υπερασπιστές ήταν Αρμένιοι αλλά «με την πλάστιγγα να γέρνει σταθερά προς την τουρκική πλευρά.» Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 50 στρατιώτες με χιλιάδες αμάχους, εγκλωβίστηκαν σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο και σώθηκαν μόνο χάρις τις υπεράνθρωπες προσπάθειες ενός γαλλικού λόχου. Από τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους που έμειναν πίσω δεν επέζησε κανείς.
Η πόλη Μαράς στις φλόγες. Οι υλικές ζημιές και οι ανθρώπινες απώλειες των αμάχων ήταν τεράστιες
           
Οι επίσημες αναφορές της τουρκικής στρατιωτικής ιστορίας αποκαλύπτουν ότι η σύγκρουση στο Μαράς δεν ήταν απλώς μια τοπική εξέγερση στην πόλη αλλά αντιπροσώπευε την έναρξη του εθνικιστικού κινήματος στην Κιλικία με στόχο την εκδίωξη των Γάλλων και τον αφανισμό, που προφανώς δεν το αναφέρει, των Αρμενίων. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν συστηματικά να διαλύουν ολοσχερώς την αρμενική συνοικία βάζοντας φωτιές σε κάθε σπίτι. Περίπου 500 με 600 Αρμένιοι που βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και προέβαλλαν κάποια αντίσταση κάηκαν ζωντανοί όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να την περικυκλώσουν και να την κατακάψουν με κηροζίνη. Στη συνοικία Κουμπέτ και την εκκλησία του Αγίου Σαρκίς η αντίσταση ήταν μεγαλύτερη και προκάλεσε αρκετές απώλειες στους Τούρκους, αλλά οι υπερασπιστές μαζί με 3.000 Αρμένιους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις νέες αφίξεις Τούρκων ατάκτων. 
Μια μαρτυρία του χειρούργου ιατρού Γκαζαριάν στο Γερμανικό νοσοκομείο της πόλης αναφέρει ότι μια ομάδα που έσφαξε περίπου 3.000 Αρμένιους αποτελούνταν από Τούρκους, Κούρδους και Τσερκέζους με επικεφαλή τον Βαγιαζήτ Ζαντέ Σουκρί. Στον ναό του Ασντβαντσατζίν 50 λεγεωνάριοι κράτησαν σθεναρή αντίσταση έως ότου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν δύο τρύπες και να ρίξουν κηροζίνη μέσα στον ναό. Από τους 50 ένοπλους και τους 2.000 χριστιανούς αμάχους που επιχείρησαν έξοδο ελάχιστοι επέζησαν. Στη συνοικία Τας Χαν οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πλησιάσουν καθώς η γαλλική αντίσταση ήταν σθεναρή και μάλιστα έχασαν μια ολόκληρη ομάδα που επιχείρησε να βάλει φωτιά μαζί με τον επικεφαλή τους, Εβλιγιέ Εφέντι. Την πέμπτη μέρα της μάχης, στις 24 Ιανουαρίου 1920, το ηθικό στη γαλλοαρμενική πλευρά ήταν χαμηλό. Έβλεπαν μέρα με τη μέρα, τη μια συνοικία μετά την άλλη να πέφτουν σε τουρκικά χέρια και να λαμπαδιάζουν. Πολλοί Γάλλοι αξιωματικοί αρνήθηκαν να εμπλακούν στη διάσωση του χριστιανικού στοιχείου της πόλης. Οι προσπάθειες για επαφή με τις άλλες φρουρές κατέστη αδύνατη και οι αγγελιοφόροι θανατώνονταν καθοδόν από τους τσέτες.

Γαλλικό ορειβατικό πυροβόλο των 75 χλστ. σε πεδίο ασκήσεων. Τα πυροβόλα αυτού του τύπου έτυχαν ευρείας χρήσης στον γαλλοτουρκικό πόλεμο
            

Στο μεταξύ στη Βυρηττό, ο στρατηγός Γκουρόντ πληροφορήθηκε στις 8 Ιανουαρίου τις συγκρούσεις μεταξύ Γάλλων και Τούρκων. Θεώρησε ότι πρόκειται για μπλόφα και ότι μια μικρή αποστολή θα μπορούσε να επιτύχει μια φιλική συμφωνία. Για την αποστολή κάλεσε τον αντισυνταγματάρχη του μηχανικού Ρόμπερτ Νορμάντ. Του ανέθεσε να πάει στο Ντιάρμπεκιρ, στο Μαρντίν και στην Ούρφα μεταφέροντας μηνύματα καλής θελήσεως των Γάλλων για να αποκατασταθεί η τάξη. Προφανώς η γαλλική διοίκηση δεν είχε αντιληφθεί την κατάσταση στην Κιλικία. Όλως παραδόξως εκτέλεσε την αποστολή του και γύρισε πίσω ζωντανός. Ο Γκουρόντ πληροφορήθηκε για τη δυσχερή κατάσταση στην Ούρφα και έλαβε επίγνωση για το Μαράς. Οργάνωσε λοιπόν ένα εκστρατευτικό σώμα από τρία τάγματα αλγερινού πεζικού, τέσσερις ίλες ιππικού, δύο πυροβολαρχίες ορεινού πυροβολικού, μια νοσοκομειακή μονάδα και μια ομάδα με ασύρματο τηλέγραφο για να αποκατασταθεί η επικοινωνία. 
Σημειώθηκε μεγάλη καθυστέρηση καθώς η δύναμη ξεκίνησε μόλις στις 2 Φεβρουαρίου. Στην πορεία, στις 5 Φεβρουαρίου, 135 από τις 250 φορτωμένες καμήλες εξαφανίστηκαν καθώς οι Γάλλοι εμπιστεύτηκαν τη φύλαξή τους σε.. Τούρκους χωροφύλακες. Ένα τάγμα του Νορμάντ βρήκε μερικούς Αρμένιους λεγεωνάριους να πολιορκούνται στο Μπελ Πουνάρ, όπου φύλασσαν μια στρατιωτική αποθήκη, από 200 Τούρκους. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν εύκολα από τους Γάλλους. Η φάλαγγα έφθασε στο Ακ Σου στις 7 Φεβρουαρίου όπου η εμπροσθοφυλακή απέκρουσε επίθεση από Τούρκους με στολές του τακτικού Οθωμανικού στρατού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφθασαν στην πόλη Μαράς. Η άφιξη των ενισχύσεων προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στις καταπονημένες δυνάμεις της φρουράς της πόλης. Νωρίς το πρωί της επομένης, το αλγερινό πεζικό μαζί με το ιππικό και κάθε στοιχείο του πυροβολικού παρέσυραν 250 Τούρκους που ήταν στα ορύγματά τους και πραγματοποίησαν μια θυελλώδη έφοδο. Μέχρι τις 09.00 οι Τούρκοι απωθήθηκαν και από δεύτερη γραμμή άμυνας ενώ η αναθαρρημένη φρουρά επιτέθηκε και κατέλαβε τα απολεσθέντα τμήματα της πόλης. 
Όμως η κατάσταση ήταν ακόμη κρίσιμη. Χωρίς τρόφιμα και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης αποστολής ενός κομβόι με εφόδια δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εκκένωση της πόλης. Ο στρατηγός Κιερέτ βρισκόταν σε δίλλημα. Ως ανώτερος αξιωματικός και διοικητής της φρουράς του Μαράς είχε την ευθύνη για το αν έπρεπε ή όχι να εγκαταλείψουν την πόλη Ο Νορμάντ έχοντας εκμηδενίσει την τουρκική αντίσταση μέσα στο Μαράς είχε το δικαίωμα να επιστρέψει στο Ισλαχιγιέ και εξήγησε τους λόγους που δεν μπορούσε να παραμείνει. Οι άνδρες του έτρωγαν τη μισή μερίδα συσσιτίου και υπέφεραν από τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες –συνεχής χιονόπτωση και έως μείον 18 βαθμούς Κελσίου- χωρίς καταφύγιο. Τα μεταφορικά κτήνη δεν είχαν ζωοτροφή για πολλές μέρες και ήταν υποχρεωμένος να ενισχύσει τη φρουρά της Ούρφα. Τα πολεμοφόδια έφθαναν μόλις για 4 ημέρες και κάθε προσπάθεια να τα αναπληρώσει από το Άινταμπ ή το Μπελ Πουνάρ είχε αποτύχει. Το αποκορύφωμα ήταν η αποχώρηση του ταγματάρχη Κορνελούπ με 13 λόχους χωρίς καν να πάρει εξουσιοδότηση από τον ανώτερό του. 
Αναμφίβολα η προδιαγραφόμενη τύχη των Αρμένιων βάραινε τη συνείδηση του Γάλλου στρατηγού. Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει η γαλλική δύναμη μυστικά και να εγκαταλείψει τους πρόσφυγες, διότι θα δυσχέραιναν την επιστροφή. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Φεβρουαρίου οι Γάλλοι αποχώρησαν, όμως οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι που ήταν μαζί τους, έντονα δυσαρεστημένοι από την ωμή εγκατάλειψη των ομόφυλών τους, ειδοποίησαν τους συμπατριώτες τους. Ο εξοπλισμός που δεν μπορούσε να μεταφερθεί, καταστράφηκε. Περίπου 4 με 5 χιλιάδες Αρμένιοι ακολούθησαν τη γαλλική φάλαγγα και πολλοί από αυτούς πέθαναν από την εξάντληση και τα κρυοπαγήματα στη διαδρομή έως το Ελ Ογλού όπου διανυκτέρευσαν. Ελάχιστοί είχαν υποδήματα για χειμερινή πορεία ενώ ξύπνησαν την επόμενη μέρα καλυμμένοι με 20 εκατοστά χιόνι. Μετά από 3 μέρες πορείας έφθασαν στο Ισλαχιγιέ.

Σενεγαλέζου στον Γαλλικό Στρατό, Ιανουάριος 1918. Συμμετείχαν στις περισσότερες
συγκρούσεις του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Η υποχώρηση προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο ηθικό των Γάλλων. Οι απώλειες των τελευταίων υπολογίζονται στους 1.200 άνδρες. Το έξοχο 412 Σύνταγμα είχε 223 απώλειες εκ των οποίων οι 122 νεκροί. Ο Νορμάντ ανέφερε μόνο 11 νεκρούς και 35 τραυματίες στρατιώτες από το τμήμα του αλλά είχε και 150 κρυοπαγημένους. Τα τμήματα των Σενεγαλέζων και Αλγερινών υπέστησαν απώλειες 630 ανδρών. Οι τουρκικές απώλειες έτσι όπως παρουσιάζονται στη γενική έκθεση του προσωπικού ήταν 200 νεκροί και 500 τραυματίες, αλλά πιθανότατα αυτοί οι αριθμοί αντιπροσωπεύουν τις απώλειες που υπέστησαν μονάχα τα τακτικά σώματα της 3ης Μεραρχίας Καυκάσου της 9ης Στρατιάς και δύο ιλών ιππικού. Ο τοπικός μουτασερίφης, ο κυβερνήτης της διοικητικής διαίρεσης ενός σαντζακίου, ανέφερε στις 29 Φεβρουαρίου 1920 ότι υπολόγιζε τους νεκρούς του Μαράς σε 6 με 8 χιλιάδες εκ των οποίων οι 4 χιλιάδες Αρμένιοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι άτακτοι και άμαχοι. Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσαν οι Αρμένιοι άμαχοι. Πριν την πολιορκία η πόλη Μαράς είχε περίπου 24.000 Αρμένιους κάτοικους, ενώ μετά την αποχώρηση των Γάλλων στις 11 Φεβρουαρίου 1920 είχαν μείνει στην πόλη μόλις 9.700. Αν συνυπολογίσουμε και τους 1.000-1.200 από αυτούς που πέθαναν από τις κακουχίες της μετάβασης στο Ισλαχιγιέ φτάνουμε στον αριθμό των 12.700-13.700 επιζώντων από τον αρχικό αριθμό των 24 χιλιάδων ήτοι περίπου το μισό του αρχικού Αρμενικού πληθυσμού της πόλης.

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 266, Μάιος 2019.
(

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Η κατάσταση και οι ελληνικοί πληθυσμοί στη Μικρά Ασία πριν το 1919, η Ελλάδα έχει πλέον την ευθύνη υπεράσπισης των ομόφυλών της.

Ο Χένρυ Μοργκεντάου ήταν Αμερικανός, Εβραίος
στην καταγωγή, πρέσβης
στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1916.
 
Ο αριθμός των Ελλήνων στα εδάφη της Τουρκίας κυμαινόταν στα 2.400.000, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτού στα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.[1]Οι διώξεις του Ελληνικού στοιχείου μπορούν να χωριστούν σε δύο φάσεις. Αρχικά, οι διωγμοί που ξεκίνησαν με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων και κυρίως κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην φάση αυτή σκοπός ήταν η εκδίωξη του Ελληνικού πληθυσμού μέσα από τακτικές τρομοκρατίας, λεηλασίας και καταστροφής. Ο πρέσβης των Η.Π.Α. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ,Χένρυ Μοργκεντάου, σημειώνει την «αποφασιστικότητα στον εκριζωμό κάθε μη Τουρκικού στοιχείου».[2] Η γενοκτονία των Αρμενίων λάμβανε χώρα, πάντα σύμφωνα με τα προσυμφωνημένα σχέδια των Νεότουρκων, ενώ οι Ελληνικοί πληθυσμοί γλίτωσαν την σφαγή, ώστε να μην αναγκασθεί η Ελλάδα να προσχωρήσει στο πλευρό της Αντάντ. Ξεκίνησε συστηματική στρατολόγηση των Ελλήνων στον Οθωμανικό Στρατό και άμεση υπαγωγή στα «αμελέ ταμπουρού», τα τάγματα εργασίας, όπου χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους. Ο διωγμός των μη Τούρκων αποτέλεσε τον άξονα της εσωτερικής Τουρκικής πολιτικής. 

Η δεύτερη φάση θα επέλθει με την άνοδο του Κεμαλισμού και θα αφανίσει το Ελληνικό στοιχείο στη Μικρά Ασία. Συμπερασματικά, η καταστροφή των Ελληνικών κοινοτήτων ήταν αναπόσπαστο τμήμα του εκτουρκισμού της Τουρκίας και η απόβαση τον Μάιο του 1919 αποτέλεσε την ενέργεια αποτροπής αυτού.
Ο Βενιζέλος για να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού αποφασίζει την συμμετοχή με 2 Μεραρχίες στην Εκστρατεία της Κριμαίας  (7/1/1919-28/4/1919) με τα ελληνικά στρατεύματα να κερδίζουν εγκωμιαστικά σχόλια για την πολεμική τους απόδοση παρά την συνολική αποτυχία της επιχείρησης.  Επί της ουσίας αποτελούσε την ανταλλαγή στην υποστήριξη της Γαλλίας στις Ελληνικές θέσεις.[3]Είχε ήδη προηγηθεί στις 30/12/1918 στο Παρίσι από την Ελληνική αντιπροσωπεία, υπόμνημα για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στη Μικρά Ασία με βάση ιστορικά, εθνολογικά και ηθικά στοιχεία και με τη θέση ότι «η Ελλάδα δεν πηγαίνει εκεί όπου της λείπει η εθνολογική της βάσις».

Η απόφαση για την απόβαση στην Ιωνία αποτελούσε το καθεαυτό δόγμα του αλυτρωτισμού, το οποίο συμπίπτει χρονολογικά με την πολιτική του Βενιζέλου, που βασίζονταν σε παράτολμα-όχι όμως ανέφικτα- κριτήρια για την υλοποίησή του. Η υψηλή στρατηγική της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας αφορούσε την κάλυψη του κενού που άφηνε η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εξάρτηση με τα- συνήθως αντικρουόμενα- συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.[4]  Το τελευταίο αυτό στοιχείο δυστυχώς το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η Τουρκική πλευρά. Το στοιχείο της πολιτικής  , που δεν είναι ανεξάρτητο από το στρατιωτικό κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύγκρουσης, στην Μικρασιατική Εκστρατεία  είχε εξαιρετικά βαρυσήμαντο ρόλο. Οι πολιτικές εξελίξεις όχι απλώς εξελίσσονταν παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και τις επηρέαζαν και επηρεάζονταν σε σημαντικό βαθμό από αυτές.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

[1] Ενδεικτικά, σύμφωνα με επίσημα Τουρκικά (1910) και Ελληνικά(1912) στοιχεία το Ελληνικό στοιχείο ανέρχονταν στο 43,71% ή 50,8% (Τουρκικά και Ελληνικά αντίστοιχα) στην Ανατολική Θράκη, στο 30% ή 28,2 στην Κωνσταντινούπολη, και στο σύνολο των Οθωμανικών εδαφών σε Ασία και Ευρώπη στους 2.400.000 με μεγάλα ποσοστά στις επαρχίες Αϊδινίου, Ισμίτ, Τραπεζούντας και  με συμπαγείς μικρότερους πληθυσμούς στην υπόλοιπη ενδοχώρα. Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919»,Θεσσαλονίκη 1978,Institude for Balkan Studies. σ.341-347
[2] Morgenthau Henry, «Ambassador Morgenthau's Story, New York 1919», Double Day-Page and Company σ.285 Ο Χένρυ Μοργκεντάου, πρέσβης των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα 1913-1915, αναφέρει επίσης ότι «πράγματι οι Έλληνες είναι τα πρώτα θύματα αυτής της εθνικιστικής ιδέας»(σελ.323) και υπολογίζει σε 100.000 τους Έλληνες που βρήκαν καταφύγιο στα Ελληνικά νησιά, μέσα σε διάστημα 4 μηνών. Μαζί με τους Αρμένιους , χιλιάδες Έλληνες ξυλοκοπήθηκαν, βασανίστηκαν, απήχθησαν για με την αιτιολογία της «έλλειψης πίστης» στο Οθωμανικό καθεστώς.(σελ.324-325)
[3] Ο Κλεμανσώ ανέφερε σε δήλωσή του : «Η Γαλλία θα αναλάβει πρωτοβουλία προς εδαφική επέκταση της Ελλάδος εις την Θράκη και εκθύμως θα υποστηρίξει πάσα υπέρ Ελλάδος λύσιν του ζητήματος της Σμύρνης…»Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922». Αθήνα 2010, Εκδόσεις Ποιότητα, σελ.127
[4]   Η ικανότητα της χρήσης όλων των διαθέσιμων μέσων του Κράτους – οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, λαός , ένοπλες δυνάμεις κ.α.- για την επίτευξη των ιεραρχημένων και προσδιορισμένων στόχων. Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922» σελ. 82

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Οι σχέσεις Καρόλου του Μεγάλου και Βυζαντίου (768-800).


Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Από το πρώτο τέταρτο του 8ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε καταστεί αρκετά απόμακρο για τη Δύση. Ο ανηλεής και συνεχής αμυντικός αγώνας απομόνωσε το ενδιαφέρον των Βυζαντινών και η Δύση παραμελήθηκε. Στη δεύτερη σύνοδο της Νίκαιας, η επονομαζόμενη και έβδομη οικουμενική σύνοδος όπου πραγματοποιήθηκε η αναστήλωση των εικόνων, το φθινόπωρο του 787, οι απεσταλμένοι του Αδριανού εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους για τον «πνευματικό υιό» του πάπα, Κάρολο, βασιλιά των Φράγκων.[1]
Ο χάρτης της Ευρώπης περίπου το 800 μ.Χ.
            Οι Βυζαντινοί πληροφορήθηκαν για τα επιτεύγματά του όχι μόνο στη βόρεια Ιταλία και το γεγονός ότι είχε κατακτήσει ολόκληρη τη Δύση, αλλά κυρίως ότι είχε υποτάξει βαρβαρικές φυλές και τις εκχριστιάνισε. Ένας «βάρβαρος» για τους Βυζαντινούς βασιλιάς, πραγματοποιούσε ότι μονάχα αυτοί έπρεπε να κάνουν. Ο οικουμενικός ρόλος τους ήταν αναντικατάστατος και έτσι έπρεπε να παραμείνει. Η  δεδομένη κατάσταση στη Δύση έπρεπε να υποβαθμιστεί ή ακόμα κι αν ήταν εφικτό να αποσιωπηθεί. Συνεπώς, το τμήμα των λεγόμενων του πάπα δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά.
            Το 781 η αυτοκράτειρα Ειρήνη έστειλε τον σακελλάριο Κώνσταη και τον πριμικήριο Μάμαλο -υπεύθυνο επί της σακέλλης, δηλαδή του αυτοκρατορικού ταμείου και εκκλησιαστικό αξιωματούχο αντίστοιχα- στον Κάρολο προκειμένου να πραγματοποιηθεί συνοικέσιο μεταξύ Καρόλου και Ειρήνης.[2] Ο γάμος τελέστηκε μεταξύ του Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της κόρη του Καρόλου Ροτρούδη (Ερυθρώ). Η αυτοκράτειρα, που υπέγραφε ως «βασιλεύς» και όχι ως βασίλισσα, συμμάχησε με τους Φράγκους ενάντια στους Λομβαρδούς. Αυτό αποτέλεσε και στρατηγική της Ειρήνης προκειμένου η προσέγγιση με τη Δύση να αποφέρει μια σταθεροποίηση στο θρόνο. Δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει τα «προαιώνια» δικαιώματα των «Ρωμαίων» αυτοκρατόρων. Αυτό συμπεραίνουμε και από την διάσταση που έδωσε στην οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας, όπου γινόταν λόγος για έναν «νέο Κωνσταντίνο, τον ΣΤ’, και μια νέα Ελένη», που θα προσέδιδαν ξανά την αγνότητα στη χριστιανοσύνη. Μάλιστα, ο ίδιος ο πάπας αναγνώριζε τον οικουμενικό χαρακτήρα της συνόδου.[3]
Η Βυζαντινή αυτοκράτειρα
Ειρήνη Αθηναία.
            Ο Κάρολος αρνήθηκε να συνταχθεί με τα παραπάνω σχέδια και σύντομα τα παραπάνω σχέδια ναυάγησαν. Το συνοικέσιο αποδείχθηκε βραχύβιο και διαλύθηκε το 788 όπως και η συμμαχία. Η Ειρήνη που επί της ουσίας κινούσε τα νήματα, έστειλε τον Ιωάννη, σακελλάριο και λογοθέτη του στρατιωτικού, προς ενίσχυση του Θεόδοτου των Λομβαρδών και κατόπιν κατέφθασε και ο στρατηγός Σικελίας, Θεόδωρος. Οι Βυζαντινοί εκστράτευσαν εναντίων των Φράγκων στο Μπενεβέντο. Στη μάχη που ακολούθησε οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν κατά κράτος και ο Ιωάννης αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε.[4] Οι Φράγκοι με επικεφαλής τους Γκρίμοαλντ και Χίλντεμπραντ είχαν ελάχιστες απώλειες σε άνδρες και εξοπλισμό και επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους με πλούσια λεία και πολλούς αιχμαλώτους.[5] Παρ’ όλα αυτά ο Κάρολος δεν κατάφερε ποτέ να επιβάλλει πλήρως την κυριαρχία του στον δούκα του Μπενεβέντο  παρά τις συνεχείς εκστρατείες του τα έτη 791, 792-793, 800, 801-802.[6]
            Ο Κάρολος είχε προσδέσει το βασίλειο της Ιταλίας στο φραγκικό βασίλειο ήδη από το 774. Μετά τις εκστρατείες που πραγματοποίησε στο κράτος των Αβάρων, η βυζαντινή Δαλματία αποδέχθηκε την χαλαρή επικυριαρχία των Φράγκων ειρηνικά. Παράλληλα με το στρατιωτικό σκέλος, Κάρολος συνέχιζε να υπονομεύει την πνευματική ανωτερότητα των Βυζαντινών.
            Τα πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας στάλθηκαν στη Ρώμη το 790 και στη συνέχεια στη φραγκική αυλή, μεταφρασμένα στα Λατινικά. Ο κλήρος γύρω από τον Κάρολο είχαν εξάγει σημαντικά συμπεράσματα. Φάνηκε γι’ αυτούς ότι πλέον η εκκλησία «των Γραικών» δεν διατηρούσε μια θεολογικά ορθή και αξιόπιστη θεώρηση του Χριστιανισμού. Υποστήριζαν ότι αυτοί είχαν αντιληφθεί των ρόλο των εικόνων που ήταν ουδέτερος, την ίδια στιγμή που η σύνοδος, έτσι όπως μετέφρασαν τα πρακτικά, πρότεινε την λατρεία τους. Οι Γραικοί, όπως συμβούλεψαν οι κληρικοί στον Κάρολο, είχαν εξαντλήσει την ενέργειά τους στα εσωτερικά ζητήματα και είχαν δείξει δείγματα φθοράς και παρακμής. Ο μελλοντικός αρχιεπίσκοπος της Ορλεάνης, Θεοδούλφος, ανέφερε ότι δεν έπρεπε να παρθεί αυτή η πρωτοβουλία αλλά να ζητηθεί η γνώμη και των υπολοίπων εκκλησιών.
            Είναι προφανές ότι ο Φράγκος ηγεμόνας, όντας  στο απόγειο της ισχύος του, θεώρησε υποτιμητικό για την Εκκλησία του να αποδεχθεί αποφάσεις που είχαν παρθεί στην Ανατολή. Εκδόθηκαν λοιπόν τα δικά του διατάγματα, τα Libri Carolini (Opus Caroli Regis Contra Synodum).
            Τα διατάγματα της συνόδου απορρίφθηκαν και περιφρονήθηκαν εξ ολοκλήρου.[7] Η φιλοδοξία του Καρόλου ήταν να αναδειχτεί μια νέα τάξη πραγμάτων από την μεταρρύθμιση της Λατινικής Εκκλησίας ως ολότητας. Το θρησκευτικό ζήτημα πολιτικοποιήθηκε λοιπόν τάχιστα από τη διαφοροποίηση με την Ανατολή, με σκοπό την οικειοποίηση του αυτοκρατορικού ρόλου. Η πεποίθηση ότι ζούσαν σε μια μοναδική και προνομιούχα Χριστιανοσύνη έγινε ξεκάθαρη από τη σύνοδο της Φρανκφούρτης το 794, όπου το ζητούμενο ήταν η καταδίκη των Γραικών και της Ανατολικής Εκκλησίας και λιγότερο το θρησκευτικό σκέλος της λατρείας των εικόνων. Πρέπει να αναφερθεί και ο σημαίνοντας ρόλος του Καρόλου σε αυτή τη σύνοδο, καθώς η εποπτεία του επί των επισκόπων ήταν απόρροια του καθήκοντος να προστατέψει την εκκλησία, κάτι που μαρτυρά και ο χαρακτηρισμός «επίσκοπος των επισκόπων» (episcopus episcorum).[8]
            Την ίδια στιγμή στο Βυζάντιο η αυτοκράτειρα μετά από μια συνεχή υπονόμευση του υιού της, τον οποίο και τελικά τύφλωσε, έμελλε να κυβερνά μόνη της από το 797. Αυτό αποτέλεσε και μια ακόμα αφορμή για την νομιμοποίηση της στέψης του Καρόλου αφού δεν υπήρχε άρρην στον θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τον Σαλικό νόμο μάλιστα τον Φράγκων, στον οποίο αναφέρεται ότι κανένα τμήμα της γης ή κληροδότημά της δεν μπορεί να ανήκει σε γυναίκα, αλλά στα αρσενικά μέλη, προκύπτει ένα «βολικό» κενό στη διαδοχή της αυτοκρατορίας.
Ο Φράγκος βασιλιάς Κάρολος Α', ο επονομαζόμενος και
Κάρολος ο Μεγάλος.
            Αναφέρεται ότι το επόμενο έτος, το 798, Έλληνες πρέσβεις εμφανίστηκαν ενώπιων του Καρόλου διατεθειμένοι να κινηθούν διαδικασίες προκειμένου να μεταβιβασθεί η αυτοκρατορική εξουσία σε αυτόν (ut traderent ei imperium). Όπως ήταν επόμενο ο Κάρολος τους απέπεμψε και το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενισχύσουν το ηθικό των Φράγκων. Ο λόγιος και ποιητής Αλκουίνος της Υόρκης, μας παρουσιάζει την οπτική από το φραγκικό στρατόπεδο όταν το 799 αναφέρει ότι «..η ασφάλεια της χριστιανικής εκκλησίας, πλέον, βρίσκεται στους ώμους τους Καρόλου, του επικεφαλής της Χριστιανοσύνης, που ήταν υπέρτερος από τον πάπα και τον αυτοκράτορα μαζί..».[9]



[1] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ.405
[2] Theophanis Chronographia, ed. B.G. Niebuhr, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, 43,  (Bonn: Impensis ed Weberi, 1839), σελ. 705 «Τούτω τω έτει απέστειλεν Ειρήνη Κωνταντίνον σακελλάριον και Μάμαλον πριμικήριον προς Κάρουλον ρήγα των Φράγγων, όπως την αυτού θυγατέρα, Ερυθρώ λεγόμενην, νυμφεύσηται τω βασιλεί Κωνσταντίνω τω θιώ αυτής
[3] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange, σελ. 67
[4] Niebuhr, Theophanis, σελ.718. «αποστείλασα δε Ειρήνη Ιωάννην τον σακελλάριον και λογοθέτην του στρατιωτικού εις Λογγιβαρδίαν μετά και Θεοδότου του ποτέ ρηγός της μεγάλης Λογγιβαρδίας προς το ει δυνηθείεν αμύνασθαι του Καρόλου, και αποσπάσαι τινάς εξ αυτού. Και κατήλθον ουν συν Θεοδώρω πατρικίω και στρατηγό Σικελίας. Και πολέμου κρατηθέντος, εκρατήθη υπό των Φράγκων ο αυτός Ιωάννης, και δεινώς ανηρέθη.»
[5] Pertz, Annales Regni Francorum,  σελ.83 « Commisso immodicam ex eis multitudinem ceciderunt ae sine suo suorumque gravi dispendio I magnum captivorum ac spoliorum numerum in sua castra retulerunt».
[6] Pirenne, Mohammed and Charlemagne, σελ.230.
[7] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ.406.
[8] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange, σελ. 59. Φυσικά αυτό δε σήμαινε ότι ο Κάρολος δεν είχε αυτογνωσία και ότι θεωρούσε τον εαυτό του ως τον ανώτατο ιερέα της εκκλησία του Χριστού.
[9] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange, σελ.73.