Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεοελληνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Η δράση της βουλγαρικής «Οχράνα» κατά τη διάρκεια της κατοχής στην περιοχή της Μακεδονίας.

Το 1941, η Γερμανική Ύπατη Διοίκηση ενέκρινε την ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης στη Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι οργάνωσαν προμήθειες τροφίμων για τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας, με στόχο να κερδίσουν την επιρροή και την εμπιστοσύνη του εκει πληθυσμού που βρισκόταν στις γερμανικές και ιταλικές ζώνες. Το 1942, η βουλγαρική λέσχη ζήτησε βοήθεια από την Ύπατη Αρχή για την οργάνωση ένοπλων μονάδων μεταξύ του σλαβόφωνου πληθυσμού στη βόρεια Ελλάδα. Αξιωματικοί, κυρίως οπαδοί του Ιβάν Μιχαήλωφ της ΕΜΕΟ, ανέλαβαν τη δημιουργία της πολιτοφυλακής. 

Το πρώτο απόσπασμα δύναμης 80 ατόμων δημιουργήθηκε το 1943 στην Καστοριά από τον βούλγαρο πράκτορα Κάλτσεφ, με την υποστήριξη του επικεφαλής των ιταλικών αρχών κατοχής στην Καστοριά, Συνταγματάρχη  Βενιέρι. Αυτοί παρείχαν όπλα και στολές με ραμμένη την επιγραφή « Ιταλοβουλγαρική Επιτροπή - Ελευθερία ή Θάνατος», πιο συγκεκριμένα με τα Βουλγαρικά αρχικά ΒΚ SIS Belgarskί Komitet, Βουλγαρικό Κομιτάτο και Svoboda ili Smrt, Ελευθερία ή Θάνατος, την επίσημη αναφορά της ΕΜΕΟ. 

Μέλη της βουλγαρικής παραστρατιωτικής οργάνωσης
«Οχράνα» («Ασφάλεια») στα Λακκώματα,
στην Ορεστίδα Καστοριάς.


Πρώτη τους ενέργεια στις 5/3/1943 ήταν η εκτέλεση 21 πολιτών για «συνεργασία με τους Έλληνες». Η στρατολόγηση συνεχίστηκε και στην περιοχή της Φλώρινας. Μετά την επιτυχία σε συμπλοκή με ελληνικά τμήματα αντίστασης, απευθύνθηκαν στη γερμανική διοίκηση Έδεσσας προκειμένου να εδραιωθουν και εκεί. Η «Επιτροπή» στη Φλώρινα και στην Καστοριά κατάφερε να οπλίσει ένα σημαντικό μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού των περιοχών, μετά από σφοδρο κύμα βίας, που στράφηκε κυρίως εναντίον των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Τέλη του 1943 έφτασαν να αριθμούν 3.000 άτομα υπό τον Αντών Καλτσέφ και τους Σαρακίνωφ και Μλαντένωφ, με κύριο στόχο την καταδίωξη όλων των  Ελλήνων, του τοπικού πληθυσμού, των σλαβόφωνων, των Βλαχων, εναντίον του προφυγικού πληθυσμού και σε όποιον θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας. Όπως αναφέρουν και οι ίδιοι συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους άνδρες της ΠΑΟ, Πανελλήνιας Απελευθερωτικής Οργάνωσης, στην περιοχή της Κρυας Βρύσης Γιαννιτσών και δεν είχαν εκεί τα επιδιωκώμενα αποτελέσματα. Ακόμη, αναφέρουν αντίσταση από τμήμα του Μιχάλαγα Παπαδόπουλου, και παρομοιάζουν την επικρατούσα κατάσταση ως «νέα φάση του μακεδονικού αγώνα». 

Τον Αύγουστο του 1943, ο Ιβάν Μιχαήλφ, κατέφθασε στο Ζάγκρεμπ και μετά σε ανεπίσημη περιοδεία στη Γερμανία, όπου επισκέφθηκε την έδρα της Υπηρεσίας Ασφαλείας. Εκεί έλαβε τη έγκριση να δημιουργήσει εθελοντικά τάγματα οπλισμένα με γερμανικά όπλα. Αυτά τα τάγματα - 3 στον αριθμό σε Καστοριά, Έδεσσα και Φλώρινα με την ονομασία «εθελοντικά τάγματα ΕΜΕΟ» - μπήκαν στην επιχειρησιακή διοίκηση του Ραϊχσφύρερ Χάινριχ Χίμλερ. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το φθινόπωρο και η ανάγκη ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο ανάγκασαν τους Γερμανούς στην προσφορά επέκτασης της επιρροής των Βουλγάρων στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. 

Οι Βούλγαροι της Οχράνα ή γνωστής και ως Κεντρικής Επιτροπής Βουκγαρομακεδόνων, υπό γερμανική διοίκηση πλέον, συμμετείχαν στη σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς όπου βρήκαν τον θάνατο 250-270 άμαχοι. Η σφαγή έγινε μετά από επίθεση του ΕΛΑΣ σε προπορευόμενο τμήμα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 3 με 8 Γερμανών και μερικών κομιτατζήδων. Ο ΕΛΑΣ που εξυπηρετούσε την κομμουνιστικη ατζέντα της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία είχε τα δικά της σχέδια για τη Μακεδονία, και επίσης δεν ήθελε άλλον αντίπαλο σε καμία περιοχή, δημιούργησε στις 25 Δεκεμβρίου 1943 στο Πολυάνεμο Καστοριάς και στις 26/27 Δεκεμβρίου στη Δροσοπηγή Φλώρινας, ως πόλο έλξης των Σλαβόφωνων και των σλάβων στην εθνική τους συνείδηση, το Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ-Славјаномакедонскиот народноослободителен фронт). 

Ο καθένας επιθυμούσε την προσχώρηση των Σλαβόφωνων για τα δικά του σχέδια, οι της Οχράνα για τη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας, οι του ΕΛΑΣ με τον ΣΝΟΦ που ακολουθούσε την εξυπηρέτηση των κομμουνιστικών σχεδίων , την «Ανεξάρτητη Μακεδονία». Υπήρχαν άτομα μέσα στον ΕΛΑΣ που αντιδρούσαν σε αυτές τις ενέργειες και αποτέλεσαν αργότερα τους λόγους της διάλυσης του ΣΝΟΦ. Ο Svetozar Vukmanovic, απεσταλμένος του Τίτο, ισχυρίζεται ότι ο Σιάντος συμφώνησε προφορικά πως στους Μακεδόνες» πρέπει να λέγεται ότι μετά την απελευθέρωση θ’ αποκτήσουν το δικαίωμα της «εθνικής απελευθέρωσης και ισότητας». Τελικά, στον ΣΝΟΦ προχώρησαν άνω των 2.000 ατόμων, πολλοί πρώην Οχρανίτες και που θα πολεμούσαν αργότερα τον Ελληνικό Στρατό στον συμμοριτοπολεμο με τον ΔΣΕ. Το «Σλαβομακεδονικό Τάγμα», επίσημα II/28 Τάγμα, έφτασε τον Σεπτέμβρη του 1944 να έχει δύναμη 800 ανδρών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν πρώην Οχρανίτες. 

Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (SNOF)
σε συνέδριο στο Δενδροχώρι Καστοριάς, Απρίλιος 1944.
Πολλοί εξ αυτών ήταν πρώην Οχρανίτες. 




Στις 5 Ιουνίου 1944, ομάδα 28 ατόμων της Οχράνα αιχμαλωτίστηκε από τον ΕΛΑΣ. Στις 21 Αυγούστου 1944 τμήμα της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ επιτέθηκε με επιτυχία στο προπυργιο των Βουλγάρων, το χωριό Πολυκέρασο. Κατά τη διάρκεια της μάχης, αναφέρθηκαν 11 με 20 άνδρες της Οχράνα νεκροί και δεκάδες αιχμάλωτοι (αναφέρονται ως αριθμοί 150 με 300). Τον Σεπτέμβριο, δύο ακόμα λόχοι της Οχράνα εξοντωθηκαν στην υπεράσπιση της Έδεσσας από επίθεση του ΕΛΑΣ.

Τα υπολείμματα της Οχράνα αποχώρησαν και προς Βουλγαρία αλλά κυρίως προς τη μεριά των Σκοπίων όπου εντάχθηκαν στον ΝΟΦ/NOF (Narodno Osloboditelen Front) που είχε έδρα στα Σκόπια, από τον Απρίλιο του 1945 και ως σκοπό την «απελευθέρωση της Μακεδονίας του Αιγαίου» .Μετά την απελευθέρωση, οι Ελληνικές Αρχές εξαπέλυσαν κύμα διώξεων εναντίον των πρώην μελών της παραστρατιωτικής αυτής οργάνωσης. Περισσότερα από 2.000 άτομα παραπέμφθηκαν στα έκτακτα στρατοδικεία δοσιλόγων που συστάθηκαν με βάση την Συντακτική Πραξη 6/1945 της κυβέρνησης Πλαστήρα. Οι περισσότεροι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, όπως και στην περίπτωση των Τσάμηδων, οι περιουσίες τους δημεύθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο και όσοι γλύτωσαν διέφυγαν στα Σκόπια. Ο Αντον Κάλτσεφ καταδικάσθηκε σε θάνατο και τουφεκίσθηκε στην Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο 1948.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Μια άγνωστη πτυχή εξοπλισμού του κεμαλικού στρατού.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος


Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, ενδεικτικό της πολυπλοκότητας του πολέμου, της σημασίας των υπόγειων ενεργειών αλλά και άλλων γεγονότων που συνέβαλλαν λιγότερο ή περισσότερο στην διάσπαση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922..

Η ελληνική κυβέρνηση πραγματοποίησε διάβημα (υπ.Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής) προς τον Ρουμάνο αντιπρόσωπο στην Αθήνα με σκοπό να πληροφορήσει την κυβέρνησή του για τη μεταφορά πυρομαχικών και οπλισμού (πυροβόλα Σκόντα και πυρομαχικά αυτών) μέσω του ποταμού Δούναβη προς τον Κεμαλικό στρατό.


Η Ρουμανική κυβέρνηση πραγματοποίησε με τη σειρά της έρευνα και ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση για τα παρακάτω: Οβίδες πυροβόλων Σκόντα (ένα από τα πιο σύγχρονα πυροβόλα του Αυστροουγγρικού στρατού και «υπεύθυνο» για το τρομακτικό μπαράζ πυροβολικού στις ελληνικές γραμμές στις 13/8/1922) φορτώθηκαν στο Πρεσβούργο (σμρ. Μπρατισλάβα) σε ..οίκο της οικογένειας Ρόθτσιλντ(Ροσχιλντ). 

Τέλη Σεπτεμβρίου του 1921 τα πυρομαχικά έφθασαν στη Βουλγαρία, η οποία με τη σειρά της τα παρέδιδε στον Κεμάλ, όπου και διαπιστώθηκε ότι δεν αφορούσε τον εξοπλισμό της χώρας(άλλωστε απαγορευόταν από τη Συνθήκη του Νεϊγύ) με σλέπια (δεξαμενόπλοια) υπό γερμανική σημαία κάτω από οπωροπευτικά είδη δηλωμένα ως..μηχανές ατμόπλοιων.
Στοιχείο πυροβολικού της Ανεξάρτητης Μεραρχίας κατά την
ώρα βολής με πυροβόλο Skoda 105χιλ.


Υπογράφεται από τον Δημήτριο Πανά, Έλληνα δραστήριο διπλωμάτη και πρέσβη στο Βουκουρέστι από το 1921. Στάλθηκε 26 Νοεμβρίου 1921,με το νέο ημερολόγιο,και ελήφθη την επομένη.

Πηγή: ΙΑΥΕ/φακ.« Ενίσχυση Κεμαλικού Στρατού από Γάλλους, Ιταλούς και Ρώσους-Λαθρεμπόριο όπλων», αρ.πρ. 2586.

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Η δράση και ο θάνατος του Αθανάσιου Μπρούφα στο Μακεδονικό αντάρτικο του 1896.

Ως αφετηρία για την απαρχή μιας νέας φάσης του μακεδονικού ελληνισμού υπήρξε το επαναστατικό κίνημα του 1878. Αν και δεν πέτυχε την ένωση της Μακεδονίας, εντούτοις έγινε εμφανέστατη η αντίθεση των Ελλήνων της Μακεδονίας στην προσάρτησή τους σε μια Μεγάλη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η διπλωματική θέση της Ελλάδας στη μη υλοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η προαναφερόμενη διαμάχη Βουλγάρων, Σέρβων, Τούρκων και Ελλήνων οδήγησε στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας στις 12 Νοεμβρίου 1894, η οποία απαλλαγμένη από την κρατική επίδραση, θα προκαλούσε «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων του υπόδουλων Ελλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών δια πάσης θυσίας». 
Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, εξέγειρε το φρόνημα των Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων.

Ανατέθηκε στον υπεύθυνο της Εταιρείας στα Τρίκαλα, Εμμανουήλ Λυκούδη να βρει Μακεδόνες και άλλους πρόθυμους αγωνιστές που διέμεναν στη Θεσσαλία. Αυτός είχε εύκολο σχετικά έργο καθώς ζούσαν τότε στη Θεσσαλία 2 με 3 χιλιάδες Μακεδόνες, πολλοί εκ των οποίων ήταν βετεράνοι της επανάστασης του 1878. Του ανατέθηκε επίσης να βρει ασφαλές πέρασμα στη συνοριογραμμή με τη βοήθεια των ντόπιων είτε προσεγγίζοντας αξιωματικούς του στρατού. Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει την απόφαση να απαγορέψει την είσοδο των ανταρτών στα εδάφη των Οθωμανών και να προβεί σε καταδιώξεις σε περίπτωση ανυπακοής.
Ως αρχηγός του κινήματος ορίσθηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας, Μακεδόνας από το Παλιοκριμίνι Κοζάνης, βετεράνος της επανάστασης του 1878 όπου μάλιστα πούλησε την οικία του και εξόπλισε δικό του σώμα, αποτελούμενο από 70 άνδρες.
 Η επικεφαλίδα της προκηρύξεως της Εθνικής Εταιρείας. Ήταν
αχρονολόγητη και στη θέση της υπογραφής έφερε τη
σφραγίδα της Εταιρείας. Σε τέσσερις σειρές αναγράφεται
: «ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ/ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ/
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ /ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΓΕΝΟΣ».

 Δόθηκαν οδηγίες να προσέχουν οι αντάρτες την συμπεριφορά τους στο χριστιανικό στοιχείο, να μην παίρνουν τρόφιμα και εφόδια από κατοίκους χωρίς πληρωμή αλλά με χρήματα που χορηγήθηκαν γι’ αυτό το σκοπό και διατυπώθηκε ο όρκος τους.(2) Στη σύσταση των σωμάτων κυριαρχούσε το δυτικομακεδονικό στοιχείο με πολλούς από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, ακολουθούσαν πολλοί Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες ενώ αγωνιστές εντάχθηκαν από την Ανατολική Ρωμυλία ως την Κρήτη και τους Έλληνες της Ρωσίας. Τα σώματα είχαν αρχηγό, υπαρχηγούς και μπουλουξήδες (ομαδάρχες/δέκαρχοι). Η στολή τους ήταν μια λευκή φουστανέλα με κάπα, μαύρο σκούφο στον οποίο οι αρχηγοί έφεραν χρυσοκέντητο σιρίτι. Άπαντες διέθεταν σακίδιο (ντορβά) και οι αρχηγοί διέθεταν κιάλια και δερμάτινες πλατιές ζώνες (σιλάχια). Έφεραν ομαδικούς ασκούς με νερό και ο οπλισμός τους αποτελούταν από μακρύκαννα τυφέκια Γκρά με ξιφολόγχες. Ο καθένας είχε 200-250 φυσίγγια σε φυσεκλίκια στη ζώνη και χιαστί στους ώμους. Τα σώματα διέθεταν και δυναμίτιδα για δολιοφθορές. 


Το πρώτο σώμα, δυνάμεως 89 ανδρών, καταρτίστηκε αρχές Ιουλίου και είχε αρχηγό τον Αθανάσιο Μπρόυφα και υπαρχηγούς τους Δημήτριο Κανναβό, Τάκη Νάτσιο, Ιωάννη Γεωργαντά, Ιωάννη Τσάμη, Βασίλη Οικονόμου και Λάζο(Λάζαρο) Βαρζή. Οι αντάρτες επιβιβάσθηκαν σε πλοίο στις 6 Ιουλίου που τους αποβίβασε στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου Πιερίας. Έπειτα διέγραψε πορεία μέχρι τα νοτιοδυτικά υψώματα πλησίον της Βέροιας. Συγκροτήθηκε τότε μια δύναμη 150 περίπου ανδρών του τακτικού Οθωμανικού στρατού, με επικεφαλή μάλιστα τον εξωμότη Τσάμη, πατέρα του υπαρχηγού του ελληνικού σώματος, συνεπικουρούμενο από ατάκτους και συγκρούσθηκε στις 9 Ιουλίου στη θέση Καρά Τσάϊρ στο Ξηρολίβαδο Βερμίου. Οι αντάρτες έλαβαν κατάλληλες θέσεις και σύντομα οι τουρκικές απώλειες μεγάλωναν. Μια επιπλέον ενίσχυση Τούρκων χωρικών από τα κοντινά χωριά δεν άλλαξε τον ρου της μάχης που διήρκησε 5 ώρες, από τις 10 το πρωί ως τις 3 το μεσημέρι. Οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν άτακτα αφήνοντας πίσω τους 40-100 νεκρούς (τουρκικές και ελληνικές αναφορές αντίστοιχα) και 18 αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων έναν ανθυπολοχαγό. Οι Έλληνες αντάρτες είχαν 3 νεκρούς και 4 αγνοούμενους. Οι τελευταίοι, ενώ μάχονταν έχασαν την επαφή με το ελληνικό σώμα και μετά από μια περιπετειώδη πορεία έφτασαν την 1η Αυγούστου σε ελληνικό έδαφος. Οι αιχμάλωτοι έτυχαν άψογης συμπεριφοράς και περίθαλψης και μετά από λίγο απελευθερώθηκαν διαμηνύοντας τις τουρκικές αρχές ότι το αντάρτικο σώμα στρεφόταν κατά της βουλγαρικής επιβολής. 

Στις 11 Ιουλίου το σώμα χωρίστηκε σε 2 τμήματα για να είναι πιο ευέλικτα. Το σώμα στο οποίο ήταν ο Μπρούφας έπειτα από αρκετές συμπλοκές και κοπιώδη πορεία πέρασε το Μορίχοβο (ορεινή περιοχή στη ΒΔ πλευρά του όρους Βόρα) και έφτασε στις Σιδηρές Πύλες (Ντεμίρ Καπού) στις 19 Ιουλίου. Εκεί έδωσαν σκληρή μάχη 14 ωρών με τουρκικό σώμα 200 ανδρών συνεπικουρούμενο από Τούρκους χωρικούς. Εν τέλει υποχώρησε με 7 νεκρούς, 3 τραυματίες και 4 αιχμαλώτους ενώ η αντίπαλη πλευρά υπέστη 78 νεκρούς και 12 τραυματίες. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο Μπρούφας ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην οικία μιας ηλικιωμένης. Προδόθηκε όμως από Βούλγαρους και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο καταφύγιο και τον σκότωσαν, ενώ μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι απλώς υπέκυψε στα τραύματά του. Η Εθνική Εταιρεία κράτησε μυστικό τον θάνατό του ως τις αρχές του επόμενου έτους, αφού ο Έλληνας οπλαρχηγός είχε πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία. Οι υπόλοιποι μετά από μια απόπειρα εκτροχιασμού τραίνου με Αλβανούς βοηθητικούς του Οθωμανικού στρατού, επέστρεψαν στην Ελλάδα.


Η δράση του Αθανάσιου Μπρούφα δοξάστηκε από τους Έλληνες της Μακεδονίας που τον ύμνησαν με πλήθος δημοτικών τραγουδιών:
Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,το λέει κι ο πετροκότσυφας σ' αντάρτικα λημέρια.Οι αντάρτες εσκορπίσανε, γινήκανε μπουλούκια ο Μπρούφας στο Μορίχοβο, Ζαρκάδας στα Καϊλάρια,κι ο Τάκης ο περήφανος ψηλά στο Περιστέρι. Kαι πάλιν εσυνάχτηκαν στην Παναγιά Λιμνίτσακι εκείθεν στέλνουν προσταγές και την Τουρκιά τρομάζουν:Τούρκοι, καθήστε φρόνιμα! Σας καίμε τα χωριά σας.Δεν είναι ο περσινός καιρός, Βούλγαροι αρκουδιαραίοι μόν' είναι Ελληνόπουλα, που ζούνε στα λαγκάδια και πολεμούνε την Τουρκιά και νύχτα και ημέρα.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 263,Φεβρουάριος 2019)

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Η αντίσταση, οι σφαγές και τα γεγονότα στη Φώκαια μέσα από έκθεση του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσόστομου

Τους πρώτους μήνες του 1914 οι μεταναστεύσεις των μουσουλμάνων από Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα προς τη Μικρά Ασία, έδωσαν την αφορμή και το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση, να εκδιώξει τους εκεί κατοικούντες Έλληνες. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους στις αρχές του 1914, ενώ τον Μάιο οι διωγμοί επεκτάθηκαν και στη Δυτική Μικρά Ασία.

Τσέτες φορτωμένοι λάφυρα. Πίσω τους, Έλληνες της Φώκαιας
έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο σπίτι του Σαρτιώ
 με τη γαλλική σημαία να τους προστατεύει
Σε αυτές τις διώξεις υπάρχει μια εκούσια ή ακούσια τάση της καταγραφής μόνο των σφαγών των ελληνικών πληθυσμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παράβλεψη του αγώνα που έκαναν οι λιγοστοί και πενιχρά εξοπλισμένοι Έλληνες απέναντι στις τουρκικές ορδές που κατέκλυσαν τους ελληνικούς οικισμούς, κάτι που προφανώς τους αδικεί κατάφωρα.

Ο Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης καθώς και μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης έκανε μια εξαιρετικά εκτεταμένη και γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων στις μακροσκελείς, πολυσέλιδες και αναλυτικές εκθέσεις του προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παρακάτω αναφέρονται τα γεγονότα που εξιστορεί σε μια από αυτές που συνέταξε την 1η Ιουλίου 1914.

Στις 31 Μαΐου το χωριό Σουλουτζούκιο που βρισκόταν ανάμεσα από την Μαινεμένη και την Παλαιά Φώκαια με πληθυσμό 150 χριστιανικές οικογένειες, δέχθηκε την επίθεση από 500 περίπου Τούρκους. Οι Έλληνες χωρικοί αντέδρασαν άριστα, αφού πρώτα εξασφάλισαν τη σωτηρία των γυναικόπαιδων τα οποία έστειλαν στην Παλαιά Φώκαια αλλά και στο Εγγλεζονήσι με πλοιάρια και στη συνέχεια έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τους επιτεθέμενους με ό,τι όπλο μπορούσαν να φέρουν.
Η σύγκρουση κράτησε από τις 05.00 έως τις 11.00 όταν και άρχισε να γίνεται εμφανής η εξάντληση των εφοδίων. Σε εκείνο το σημείο υποχώρησαν με τάξη, αποβιβάστηκαν σε πλοιάρια και κατέφυγαν στις απέναντι νησίδες. Φυσικά το χωριό έγινε παρανάλωμα αλλά ο πληθυσμός, άμαχος και μη, είχε σωθεί.

Η φλεγόμενη Φώκαια, κατά τη διάρκεια των σφαγών
από τουρκικές συμμορίες ατάκτων. Φωτ. Αρχείο Σαρτιώ.
Μανιασμένα τα τουρκικά στίφη ενώθηκαν και άλλα από τα χωριά Ουλού-Μπουνάρ, Σοούκ-Κογιού, Γενή-Κιοΐ και Κοτζά Μεχμέτ και κινήθηκαν προς την Παλαιά Φώκαια. Εκεί, ενώθηκαν με άνδρες της χωροφυλακής και τον καϊμακάμη, δηλαδή με κρατικά όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με αχθοφόρους του αλατιού από τη Βεγγάζη και ξεκίνησαν τις σφαγές. Οι κάτοικοι, έντρομοι αναζήτησαν σωτηρία σε ένα βρετανικό ατμόπλοιο που ήταν πλησίον και ένα φορτηγό ιστιοφόρο. Όσοι δεν πρόλαβαν, περίπου 800 στον αριθμό, κατέφυγαν στη γαλλική αρχαιολογική αποστολή που παρευρισκόταν στο σημείο υπό τον φιλέλληνα Σαρτιώ και τους Γάλλους πολίτες Ντάντρια και Καρλιέ. Η κίνηση αυτή απέβη τελικά σωτήρια καθώς ο καϊμακάμης αναγκάστηκε να στείλει και 3 χωροφύλακες για την προστασία των Γάλλων.

Η πόλη όμως ήταν στο έλεος των Τούρκων. Ολόκληρα τετράγωνα πυρπολήθηκαν, άλλοι απαγχονίστηκαν («..απαγχόνησαν τον αρτοποιόν Παναγιώτην Σκεμπέν..»),άλλοι κατακρεουργήθηκαν και δεν γλίτωσαν ούτε παιδιά, γέροι ή άτομα με πνευματική και σωματική αναπηρία.(«εφονεύθησαν οι εξής: Βασίλειος Θεοδωράκης γέρων ογδοηκοντούτης, Ιωάννης Χιώτης, χωλός αυτός, μη δυνάμενος να φύγη, οικογένεια Κρομμύδα αποτελούμενη εκ 4-6 κορασίων(..)Ιωάννης Καραμπιμπέρης παράλυτος γέρων, Παναγιώτης Αντωνάκη, ηλίθιος αλλ’ ακίνδυνος παράφρων, η ανάπηρος Βενετιά, ο θιός του Κοντομανώλη Μιχαήλ, ετών 14ων, Λωρέντζης γέρων και σακάτης 80 ετών..»). Ο κεντρικός ναός της Αγίας Ειρήνης βεβηλώθηκε, οι οικίες λεηλατήθηκαν και στο τέλος η πολυάριθμη ελληνική κοινότητα με τις 1.800 οικίες αποτελούσε παρελθόν. Μερικά ρακένδυτα γυναικόπαιδα έτυχαν της φροντίδας αποστολής από τη Σμύρνη ενώ στάλθηκαν και 2 ατμόπλοια για την παραλαβή των διασωθέντων.
Σχέδιο της Φώκαιας το 1913 από τον Γάλλο Σαρτιώ.

Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίστηκαν και στην πέριξ περιοχή. Όπως γράφει ο μητροπολίτης εκτυλίχθηκαν σκηνές που επανέφερε «εις την μνήμην τας ηρωϊκάς μάχας και εποποιίας των Σουλιωτών και των άλλων ηρωϊκών χωριών του 1821». Στο χωριό Σρε-Κιοϊ οι κάτοικοι παρείχαν στέγη και φροντίδα στους ομόφυλούς τους από το κατεστραμμένο πλέον Γκερέν-Κιοϊ και επέλεξαν να αντιτάξουν άμυνα. Πενιχρά εξοπλισμένοι με 30 Γκρα και 50-60 κυνηγετικά όπλα, έσκαψαν πρόχειρα χαρακώματα και αποφάσισαν να αμυνθούν σκληρά και να «μην εγκαταλείψωσι την πάτριον γενέθλιον γην ανυπεράσπιστον». Οι μάχη εκτυλίχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας αλλά στις 3 π.μ. έφθασαν χιλιάδες μουσουλμάνοι από τα γύρω χωριά ( Χαρμανδαλή, Μπαλατζίκ, Κεσέ-Κιοϊ, Μουσαμπέκιοϊ, Χαλβατζήκιοϊ και Γιαμανλάρ), ξανά με τη συνοδεία από έφιππους και πεζούς χωροφύλακες, εξοπλισμένοι με τυφέκια Μάουζερ, Μαρτίνι Χένρι και κυνηγετικά όπλα και περικύκλωσαν το χωριό. Η αντίσταση συνεχίστηκε λυσσαλέα για άλλες 5 ώρες, ως τις 8 π.μ., με αρκετές απώλειες για τους επιτεθέμενους που μεταξύ των άλλων είχαν και νεκρούς υπαξιωματικούς και χωροφύλακες.

Ελληνίδες προσπαθούν να διαφύγουν από τα
τουρκικά στίφη, 13 Ιουνίου 1914.
Τότε όμως εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά των Ελλήνων οι οποίοι κατέληξαν σε συμφωνία με τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα τους με τον όρο να φύγουν από το χωριό. Όπως ήταν φυσικό, οι Τούρκοι δεν κράτησαν τον λόγο τους και ξεκίνησαν ξανά το όργιο σφαγής σκοτώνοντας περίπου 40-60 αμάχους, μεταξύ αυτών και μικρά παιδιά. Οι υπόλοιποι αναζητώντας έξοδο διαφυγής έφτασαν έξω από το Κορδελιό Σμύρνης όπου και πάλι έδωσαν πολύωρη μάχη με άτακτα στίφη Τούρκων και τμήματα της Χωροφυλακής, ενώ μετέβη στο σημείο ο Μητροπολίτης Εφέσου προκειμένου να σώσει όσους είχαν κατορθώσει να παραμείνουν ζωντανοί.

Οι λεηλασίες και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν και στο Ουλουτζάκι, που απείχε μια ώρα σιδηροδρομικώς από τον Σρεν-κιοϊ, στα Σόμα και στο Καρα-Μπουνάρ. Οι ελληνική μητρόπολη έστειλε πλοία και ψωμιά για τους διασωθέντες που έτρεχαν στα παράλια και τις μικρές νησίδες για ασφάλεια. Σε μια μόνο περίπτωση ρυμουλκό βρήκε και διέσωσε 300 άτομα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Φώκαιας και τους μετέφερε στη Μυτιλήνη. Η κατάσταση παρέμενε εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ελληνικό πληθυσμό, τέτοια που ο μητροπολίτης χαρακτηρίζει ως «τόσον σκοτεινή και ολεθρία, όσον δεν θα εδημιουργείτο, εάν όλη οι αλάστορες δαίμονες της Κολάσεως ειργάζοντο επί πολλούς αιώνας».

Το φρόνημα όμως παρέμενε ακμαίο. «Χρωστούμεν αξίως προς τας παραδόσεις της φυλής μας ν’ αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν ταύτην μετά μεγαλοψυχίας και αν είνε της μοίρας μας εν πλήρει εικοστώ αιώνι,, υπό των αγρίων ορδών του Ισλάμ, να εκδιωχθούμεν του γενεθλίου τόπου μας και ν’αναχωρήσωμεν προς αναζήτησιν άλλης πατρίδος, τουλάχιστον να πέσωμεν ενδόξος». Ο υπουργός εσωτερικών Ταλαάτ που κατέφθασε στο σημείο επιβεβαίωσε ότι τα κρατικά όργανα είναι οι ενορχηστρωτές των σφαγών.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 

1914 – Διωγμοί Ελλήνων στην Τουρκία, ειδικός φάκελος Α/21η 1914 

Εκθέσεις Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου περί των Μ. Ασία φόνων, απελάσεων προς το Πατριαρχείον Κων/πολεως

Έκθεσις Δ’ Μητροπολίτου Χρυσόστομου, 1 Ιουλίου 1914.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Ο θάνατος των λήσταρχων Γιαγκούλα και Μπαμπάνη.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος


«Οι τρομεροί αρχιλησταί Γιαγκούλας και Μπαμπάνης οι οποίοι είχον καταστή το φόβητρον ολόκληρων επαρχιών(..) εξοντώθησαν επιτέλους προχθές είς τον Όλυμπον, κατόπιν πολυώρου συμπλοκής.

Οι δυο λήσταρχοι διατελέσατες άλλοτε συναρχηγοί της αυτής συμμορίας είχον χωρισθή κατά τα τέλη του παρελθόντος έτους (1924) αποτελέσαντες χωριστάς συμμορίας. Μετά την ενταθείσαν όμως καταδίωξιν των από τον παρελθόντα Φεβρουάριον, οπότε διαπράχθη ο φόνος του ανθυπομοίραρχου Αποστόλου εις Τσαπουρνιά (..) οι δυο λήσταρχοι εμφανίζονται πάλι ηνωμένοι(..) και δρώσιν από κοινού εις τας περιφερείας Κατερίνης και Ελασσόνος.

Αδιαφορούντες προς τα καταδιώκοντα αυτούς αποσπάσματα ενεφανίσθησαν προ ημερών έξωθι της Λαρίσης και αιχμαλωτίζουσι τους παίδας Δημήτριο και Νικόλαο Ράπτη ζητώντες ως λύτρα 3 εκ. Δραχμές.»


Με αυτά τα γραφόμενα παρουσιάζεται ο θάνατος των δυο μυθικών για εκείνη την εποχή λήσταρχων της Ελλάδας. Η δράση του Φώτη Γιαγκούλα που μετρούσε ήδη 6 χρόνια είχε καταστεί μυθική. Δεκάδες απαγωγές, δολοφονίες, συμπλοκές με την Χωροφυλακή και μια μυθιστορηματική απόδραση από τραίνο εν κινήση, με τις χειροπέδες επί 8 ημέρες(!) αποτελούν μερικά μόνο από τα κατορθώματά του. Πλέον η σύλληψή του ή η εξόντωσή του αποτελούσε ζήτημα τιμής. Το ίδιο ίσχυε και για την περίπτωση του Πάνου Μπαμπάνη που είχε στο ενεργητικό του 15 δολοφονίες. Την 19η Σεπτεμβρίου 1925 και ώρα 12.00 απεστάλη τηλεγράφημα από τη Θεσσαλονίκη προς το Αρχηγείο Χωροφυλακής που ανέφερε την κινητοποίηση αποσπασμάτων από Κατερίνη, Βέροια, Κοζάνη και Γρεβενά. 

Ο 35χρονος υπομοίραχος Εμμανουήλ Πετράκης, με καταγωγή από την Ιεράπετρα της Κρήτης, επικεφαλής του αποσπάσματος Κατερίνης, ξεκίνησε αμέσως να συναντήσει τους ληστές, καλώντας προς ενίσχυση τα αποσπάσματα Λαρίσης και Ελασσόνας.

Μόλις βρήκε το καταφύγιό τους, αξιοποιώντας τις πληροφορίες που είχε, ξεκίνησε μια συμπλοκή που διήρκησε 7 ώρες, από τις 10.00 έως τις 17.00, πλησίον της θέσης Κλεφτόβρυση,ένα σημείο «απόκρυμνον και δασώδες». Οι λήσταρχοι αμέσως σκότωσαν τον έναν αιχμάλωτο (αναφέρεται ως θύτης ο Γιαγκούλας) και τραυμάτισαν τον άλλον. Ο Γιαγκούλας αμύνθηκε απεγνωσμένα και μια ώρα μετά την έναρξη της συμπλοκής προσπάθησε να διαφύγει από το μονοπάτι του Κλειστού, κάτι που αποτράπηκε την τελευταάι στιγμή από δύο χωροφύλακες. Τελικά μετά από την πολύωρη μάχη από τα πυρά της Χωροφυλακής έπεσαν νεκροί  οι Φώτης Γιαγκούλας, Πάντος Μπαμπάνης και ο Τσαμέσκας (ή Τσαμίσκας)ενώ ο τέταρτος ληστής, ο Λεωνίδας Μπαμπάνης διέφυγε εκμεταλλευόμενος το πυκνό δάσος. Αιχμαλωτίστηκε όμως λίγες μέρες αργότερα και κατά τη διάρκεια της μεταγωγής του στην κράτηση αυτοκτόνησε πέφτοντας από γκρεμό 200 μέτρων.
Από τη μεριά της Χωροφυλακής φονεύθηκε ο χωροφύλακας Κωνσταντίνος Σαλιώρας από τη Λεπτοκαρυά Κατερίνης, ενώ τραυματίστηκε ο οδηγός του αποσπάσματος, πολίτης Θεόδωρος Αριοκώτσιος(ή Αγριόκωτσος όπως αναφέρεται σε τηλεγράφημα προς ενημέρωση του Αρχηγείου της Χωροφυλακής) από την Κονταριώτισσα Πιερίας. Μικρή αμυχή είχε ο ενωμοτάρχης Καλογήρου ενώ ο Πετράκης είχε οπές από σφαίρες στο αδιάβροχό του. Σημειώνεται ότι ο φονευθέντας χωροφύλακας Σαλιώρας επειδή είχε λήξει η θητεία του την 8η Σεπτεμβρίου χωρίς να έχει συμμετάσχει στην εξόντωση του Γιαγκούλα, προέβη εθελοντικά στην επέκτασή της για τη διάρκεια ενός εξαμήνου. Τελικώς η επιθυμία του ολοκληρώθηκε όμως δεν επέζησε να την πανηγυρίσει.
Η εξόντωση των λήσταρχων έγινε γνωστή με τηλεγράφημα στις 21 Σεπτεμβρίου στις 10.30. Τα κεφάλια των Γιαγκούλα και Μπαμπάνη εκτέθηκαν σε δημόσια θέα και στην συνέχεια απεστάλησαν στην Αθήνα για κρανιολογική εξέταση, ενώ γνώρισε την αποθέωση ο μοίραρχος Πετράκης. Ο τελευταίος δέχθηκε τα συγχαρητήρια από τον υπουργό Εσωτερικών Ανδρέα Παναγιωτόπουλο και προήχθη σε ταγματάρχη.


Πηγές: Φύλλα Εφημερίδων «Μακεδονία», «Εμπρός», «ΣΚΡΙΠ» από 21/9 έως 25/9 του έτους 1925.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η μάχη του Νιδρουζίου, 1896.Οι αντάρτες της Εθνικής Εταιρείας απέναντι στους Οθωμανούς.


Η σφραγίδα της Εταιρείας. Κυκλική με ουράνιο σήμα 
ακτινοβολούντος σταυρού, την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»,
δύο διασταυρωμένα αμφίστομα ξίφη μεταξύ δυο «ΕΕ»,
τη χρονολογία ιδρύσεως και τέλος τη φράση «Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ».
 Το ερυθρό χρώμα ήταν συμβολικό της Αναστάσεως
Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, το 1896, εξέγειρε το φρόνημα των Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων. Η απόφαση για τη συγκρότηση και την αποστολή των σωμάτων ελήφθη όταν διαδραματίζονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα, στις 10 Απριλίου 1896 και απέστειλε ανταρτικά σώματα στον χώρο της Μακεδονίας.
Μετά από σκληρές μάχες που έδωσαν τα ελληνικά τμήματα το θέρος του 1896, η εντεταλμένη επιτροπή της Εθνικής Εταιρείας αποφάσισε την αποστολή ενός τελευταίου σώματος με επικεφαλή τον Γούλα Γκρούτα από την επαρχία Βοΐου Κοζάνης. Βετεράνος και αυτός της επανάστασης του 1878, πλέον 40 ετών, είχε επιδείξει πολλάκις την ανδρεία του, ενώ ένα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι καταδίκασε σε θάνατο τον αδελφό του επειδή έγινε καταδότης των επαναστατών στους Τούρκους. Η δύναμη που είχε ανερχόταν στους 43 άνδρες συμπεριλαμβανομένων των 7 ανδρών του Καρβέλα(αναφέρεται και ως Καρβελάς) που διασώθηκαν από την αποτυχημένη αποβίβαση του σώματος Βερβέρα. Έκαστος αντάρτης προμηθεύτηκε 350 φυσίγγια ενώ το τμήμα διέθετε σημαιοφόρο και σαλπιγκτή.
Ο επικεφαλής του τελευταίου σώματος Γούλας
Γκρούτας. (εφημ. «Άστυ», 28 Σεπτεμβρίου 1896).

            Οι αντάρτες λειτούργησαν και κοινώνησαν σ’ ένα μοναστήρι στο Κόρμποβο, πάνω από τα Τρίκαλα και αναχώρησαν στο παραμεθόριο χωριό Ασπροκλησιά. Την επομένη, στις 14 Σεπτεμβρίου, το σώμα βάδισε προς τα Χάσια  και έπειτα πέρασε έξω από το χωριό Πλέσσια (σμρ. Μελίσσι Αιμιλιανού Γρεβενών) που ήταν τσιφλίκι ενός Τούρκου μπέη. Οι κάτοικοι τον πληροφόρησαν ότι ο Αλβανός φύλακας του χωριού είχε διαπράξει πολλά εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων. Ο Γκρούτας έστειλε αντάρτες να τον συλλάβουν και τον πήρε μαζί του όταν αποχώρησε. Συγκρότησε ανταρτοδικείο το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Η εκτέλεσε πραγματοποιήθηκε με τσεκούρι για να μην προσελκύσουν τα πυρά τουρκικά αποσπάσματα. Συνέχισε την πορεία του στο εσωτερικό του σημερινού νομού Γρεβενών περνώντας έξω από αρκετά χωριά. Σε μια στάση κοντά στο χωριό Ανάβρυτα, δύο αντάρτες απομακρύνθηκαν καθώς μπήκαν σ’ ένα αμπέλι να φάνε σταφύλια. Ένας Αλβανός αγροφύλακας (δραγάτης) τους αντιλήφθηκε και ειδοποίησε το πλησιέστερο τουρκικό απόσπασμα. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο ένας αντάρτης διέφυγε και ο δεύτερος σκοτώθηκε αφού πρώτα όμως είχε σκοτώσει 2 στρατιώτες (νιζάμιδες) και έναν δεκανέα (ομπάση).
Αναφορά στη δράση του Π. Καρβέλα
στη μάχη Νιδρουζίου  (εξώφυλλο
 εφημερίδας «Εμπρός», 7 Δεκεμβρίου 1896).
            Ο Γκρούτας γνωρίζοντας ότι οι πυροβολισμοί θα είχαν ως αποτέλεσμα την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων έδωσε εντολή να πιάσουν οι αντάρτες τις δυο κορυφές του βουνού Νιδρουζίου και να ταμπουρωθούν. Σε απόσταση 1,5 χλμ υπήρχε τουρκικός σταθμός 80 ανδρών και 25 από αυτούς με έναν ανθυπολοχαγό έτρεξαν να στα υψώματα να παρατηρήσουν τι συμβαίνει. Οι αντάρτες τους υποδέχθηκαν με πυκνά πυρά και οι Οθωμανοί σκόρπισαν αιφνιδιαζόμενοι φωνάζοντας «τεσλίμ» (παραδίνομαι). Ο Γκρούτας έδωσε διαταγή για κατάπαυση πυρός, όμως δυο τρεις αντάρτες σε απομακρυσμένες θέσεις δεν το αντιλήφθηκαν. Οι Τούρκοι αμέσως ανέλαβαν ξανά τα όπλα τους και ο Γκρούτας που είχε εν τω μεταξύ βγει από το ταμπούρι του για να τους συλλάβει κραύγασε «Βαράτε τα σκυλιά!» πετυχαίνοντας τον ανθυπολοχαγό. Ο ακόλουθος του τελευταίου όμως ανταπέδωσε, πέτυχε τον Γκρούτα και έσπασε την αριστερή του κνήμη. Ο τελειόφοιτος της ιατρικής Σπυρόπουλος έδεσε πρόχειρα το τραύμα και τέσσερις συμπολεμιστές του τον μετέφεραν σε ασφαλές σημείο. Περίλυπος που αδυνατούσε να συνεχίσει τον αγώνα πήρε μαζί με τους τέσσερις αντάρτες τον δρόμο της επιστροφής. Οι κινήσεις τους όμως έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους οι οποίοι έστησαν ενέδρα. Σε αυτήν, δύο αντάρτες πρόλαβαν και διέφυγαν ενώ οι άλλοι δύο σκοτώθηκαν μαζί με τον αρχηγό τους αφού πρώτα ο τελευταίος σκότωσε δυο Τούρκους. Μετά το τέλος της μάχης το κομμένο κεφάλι του μεταφέρθηκε ως τρόπαιο στην πόλη των Γρεβενών.
            Εν τω μεταξύ τη θέση του Γκρούτα ανέλαβε ο Καρβέλας. Οι αντάρτες διατήρησαν τις ισχυρές αμυντικές τους θέσεις προκαλώντας νέες απώλειες στο απόσπασμα που οπισθοχώρησε. Μετά από λίγη ώρα νέο τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών κατέφθασε. Οι Έλληνες το άφησαν να πλησιάσει στα 500 μ. και το υποδέχθηκαν με ομοβροντία. Γρήγορα οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν για ακόμη μια φορά, θέλοντας να επαναλάβουν την επίθεση με ακόμα μεγαλύτερες δυνάμεις. Κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τις Οθωμανικές δυνάμεις από ένα τάγμα Αλβανών Γκέγκηδων με επικεφαλή τον συνταγματάρχη Ρετζέπ αγά. Οι Οθωμανικές δυνάμεις αναθάρρησαν και επανέλαβαν τη επίθεση με σάλπιγγες και αλαλαγμούς. Τότε με διαταγή του Καρβέλα, ο σημαιοφόρος ξεδίπλωσε τη σημαία του σώματος, την οποία μέχρι τότε έφερε στην κοιλιακή χώρα, και την έστησε στην κορυφή του λόφου, ενώ οι αντάρτες ζητωκραυγάζαν υπέρ της Μακεδονίας και του Ελληνισμού και υποδέχονταν τους Τουρκαλβανούς με εύστοχα πυρά. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν επανειλημμένως αλλά οι Οθωμανοί επέδειξαν μεγάλο πείσμα.
Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να περιφέρουν τα κομμένα κεφάλια
των ανταρτών με σκοπό να καταβαραθρώσουν το ηθικό
των υπόδουλων πληθυσμών. Στη φωτογραφία μια
ομάδα Τούρκων στρατιωτών, με τους επικεφαλής
των θυμάτων τους.
            Την κρίσιμη στιγμή και ενώ η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους αντάρτες, η αυτόνομη ομάδα του Ναούμ Σπανού από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς, που ήταν πλησίον άκουσε τους πυροβολισμούς και κατέφθασε να συνδράμει στον αγώνα. Με την άφιξή του, δεν κατέστη εφικτή η κύκλωση των ανταρτών που επιχείρησαν οι Τουρκαλβανοί, αφού πλευροκόπησε τους τελευταίους επιφέροντάς τους επιπρόσθετες απώλειες. Με την έλευση της νύχτας οι αντάρτες διέφυγαν προς τα δυτικά του Νιδρουζίου εγκαταλείποντας τις κάπες τους, τα μαχαίρια και ένα πρόχειρο φαρμακείο. Εξαίρεση αποτέλεσε ένας νεαρός αντάρτης 17 ετών, ο Γεώργιος Ζορμπάς που δεν απέρριψε τίποτα αλλά εξακολουθούσε να φέρει τον βαρύ σάκο με καλαμπόκια που είχε επωμιστεί για να θρέψει τους συμπολεμιστές του. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαριές απώλειες, μεταξύ αυτών και δύο αξιωματικοί καθώς και ο συνταγματάρχης Ρετζέπ που απεβίωσε από τα τραύματά του τρείς μέρες μετά. Οι Έλληνες είχαν μόλις έναν νεκρό, έναν τραυματία και δυο αιχμαλώτους οι οποίοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν.
            Ο Καρβέλας συνέχισε την πορεία του με 19 αντάρτες αφού οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα. Δέχθηκαν όμως επίθεση τουρκικού αποσπάσματος μεταξύ Σαμαρίνας και Επταχωρίου που τους στοίχισε 5 νεκρούς και έναν αιχμάλωτο. Μετά από αυτό οι εναπομείναντες αντάρτες πήραν την κατεύθυνση προς τα σύνορα. Ο ηρωικός θάνατος τους Γκρούτα και η γενναιότητα με την οποία οι αντάρτες αντιμετώπισαν επιτυχώς τους δεκαπλάσιους Τουρκαλβανούς προκάλεσε συγκίνηση και θαυμασμό στους Έλληνες εντός και εκτός του ελληνικού κράτους.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 263,Φεβρουάριος 2019)

Βιβλιογραφία: 
(1)   Κ.Βακαλόπουλος, Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (1894-1904), Εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη, 1986.

(2)   Γ. Λυριτζή, Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΙΣ ΑΥΤΗΣ, Κοζάνη, 1970.
(3)   Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΤΟΥ «ΑΣΤΕΩΣ», Άστυ, Αθήνα, 1896.
(4)   D. Dakin, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1897-1913, Εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996.
(5)   Κ.Βακαλόπουλος, ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1894-1904), Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, Εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999.
(6)   ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897, Αθήνα, 1993.