Ιστορία

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Οι Αγριάνες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τον Αίμο έως την Φοινίκη. (Μέρος Α')

Οι Αγριάνες ήταν μια φυλή η οποία είχε εγκατασταθεί κυρίως στην περιοχή απ' όπου ξεκινάει ο ποταμός Στρυμόνας, στη σημερινή Βουλγαρία. Αποτελούσαν το ελαφρύ πεζικό του μακεδονικού στρατού ενσωματωμένοι σ' αυτόν ως πελταστές. Συνήθως τοποθετούνταν για να καλύψουν τη δεξιά πτέρυγα του στρατού στη μάχη, δίπλα στο ιππικό των Εταίρων, μια τιμητική θέση. Αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα, ιδίως σε αποστολές που απαιτούσαν ταχύτητα κίνησης ή σε ανώμαλο έδαφος. Ήταν οπλισμένοι με αρκετά ακόντια, σπαθί, με ελαφριά ασπίδα που ήταν συνήθως πέλτη και δεν έφεραν πανοπλία, ενώ αρκετοί είχαν κράνος, φρυγικού τύπου. Κινούνταν σε αραιούς και χαλαρούς σχηματισμούς ιδίως όταν αντιμετώπιζαν εχθρικό βαρύ και δυσκίνητο πεζικό. Εκτόξευαν τα ακόντιά τους κατά βούληση στον εχθρό και, χωρίς επιβάρυνση από θωράκιση ή βαριές ασπίδες, αποχωρούσαν εύκολα και πειθαρχημένα.


Στις επιχειρήσεις απέναντι στους Θράκες και τους Ιλλυριούς.

Στην πρώτη αναφορά του Αρριανού, τους συναντάμε, έχοντας βασιλιά τον Λάγγαρο, στις επιχειρήσεις ενάντια στις φυλές των Θρακών που βρίσκονταν επί της οροσειράς του Αίμου. Οι δυνάμεις τους, οι οποίες αποτελούνταν από έναν ισχυρό αριθμό πολεμιστών,  είχαν πιάσει τα στενά μιας ανηφορικής ανάβασης που θα διάβαινε ο στρατός του Αλέξανδρου. Στο σημείο εκείνο μάλιστα, συγκέντρωσαν άμαξες και τις τοποθέτησαν μπροστά τους, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν ως προμαχώνα. Παράλληλα όμως είχαν στο μυαλό τους να αφήσουν τις άμαξες αυτές να πέσουν επάνω στη φάλαγγα των Μακεδόνων, η οποία όντας πυκνή σε σχηματισμό όταν θα την χτυπούσαν οι άμαξες, τόσο περισσότερες απώλειες και σύγχυση θα προκαλούσαν. Ο Αλέξανδρος διέταξε τους οπλίτες του κάθε φορά που ρίχνονταν από ψηλά τα αμάξια καταπάνω τους,  να λύσουν τον σχηματισμό τους, να αραιώνουν προς τα πλάγια, έτσι ώστε οι άμαξες να περνούν ανάμεσά τους ή και να πέφτουν στη γη τοποθετώντας από πάνω τους τις ασπίδες κολλητά τη μια στην άλλη, ώστε  να μην προκαλείται καμία απώλεια. Στη συνέχεια, μετά το επιτυχημένα αυτό εγχείρημα, επιτέθηκε. Οι Αγριάνες ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο, στην αριστερή πτέρυγα μαζί με τη σωματοφυλακή και τους υπασπιστές. Οι Θράκες τελικά οπισθοχώρησαν γρήγορα αφήνοντας πίσω περίπου 1.500 νεκρούς.

Αγριάνας πολεμιστής με πέλτη, σπαθί, ακόντια
και φρυγικό κράνος.


Σειρά είχε το ιλλυρικό φύλο των Ταυλάντιων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πέλλιου, ένα απόσπασμα υπό τον Φιλώτα στάλθηκε για την εξερεύνηση της γύρω περιοχής και την ανεύρεση τροφής και διαφόρων εφοδίων. Το απόσπασμα όμως αποκλείστηκε από μια μεγάλη δύναμη εχθρών που ήταν υπό τον Γλαυκία και κατέλαβε όλα τα γύρω υψώματα. Ο Αλέξανδρος, ανέλαβε προσωπικά να διασώσει το απόσπασμα και γι αυτόν τον λόγο πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τετρακόσιους περίπου ιππείς. Η επιλογή του χαρακτηριζόταν από την ανάγκη για ευκινησία των ελαφρών σωμάτων, μεταξύ αυτών και των Αγριάνων. Η άφιξη και μόνο του μακεδονικού σώματος ανάγκασε σε υποχώρηση τους Ταυλάντιους. Στις επόμενες κινήσεις του κατά τη διάβαση ενός παραπλήσιου ποταμού, πάλι με ένα σώμα περίπου 2.000 ανδρών που η σύστασή του είχε πάλι Αγριάνες, τοξότες και ιππικό και έτρεψε σε φυγή τους αντιπάλους. Μετά από τρεις ημέρες βρήκε μια νέα ευκαιρία. Οι Ταυλάντιοι είχαν επιλέξει μια κακή τακτικά τοποθεσία στην ύπαιθρο για στρατοπέδευση. Και ενώ ήταν ακόμη νύχτα, Αλέξανδρος  αποφάσισε να εκτελέσει μια καταδρομική κίνηση, να περάσει τον ποταμό χωρίς να τον αντιληφθούν, παίρνοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους Αγριάνες, και τους τοξότες, καθώς και τα τάγματα του Περδίκκα και του Κοίνου. Είχε διατάξει να ακολουθήσει η υπόλοιπη στρατιά· όταν όμως είδε ότι ήταν ευκαιρία να επιτεθεί, χωρίς να περιμένει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις του, εξαπέλυσε τους τοξότες και τους Αγριάνες. Ακολούθησε πανικός και σφαγή. Άλλοι σκοτώνονταν ενώ ήταν ακόμη στα στρωσίδια τους, άλλοι αιχμαλωτίζονταν εύκολα από το σοκ της απρόσμενης επίθεσης, ενώ πολλοί έχασαν τη ζωή τους κατά την αποχώρηση που έγινε με αταξία και πανικό.

Πελταστής με στρογγυλόσχημη ασπίδα, εφοδιασμένος με 3 ακόντια, σπαθί
και φρυγικό κράνος.

Στην κατάπνιξη της επανάστασης στη Θήβα.

Οι αμέσως επόμενες επιχειρήσεις ήταν στη Νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θήβα που είχε επαναστατήσει. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο , τον γιο του Λάγου,ο Περδίκκας, που είχε τοποθετηθεί με το τάγμα του στην εμπροσθοφυλακή και δεν απείχε πολύ από το εχθρικό οχύρωμα, χωρίς να περιμένει να δοθεί το σύνθημα της μάχης από τον Αλέξανδρο, προσέβαλε πρώτος το οχύρωμα και αφού το διέσπασε, όρμησε επάνω στις θηβαϊκές προφυλακές. Όταν αντιλήφθηκε την τροπή αυτή ο Αλέξανδρος, επειδή φοβήθηκε μήπως αποκοπούν από τους Θηβαίους, οδήγησε προς τα εκεί και τον υπόλοιπο στρατό του. Έδωσε λοιπόν σήμα και οι τοξότες με τους Αγριάνες αφού έριξαν μεριές βολές από ακόντια και βέλη, όρμησαν ταχύτατα  μέσα στο οχύρωμα. 

Στο σημείο αυτό ο Περδίκκας, ενώ προσπαθούσε να εισχωρήσει στο δεύτερο οχύρωμα, τραυματίσθηκε με πολλή δυσκολία διασώθηκε από τους συμπολεμιστές του. Παρ᾽ όλα αυτά οι Αγριάνες που είχαν εισορμήσει μαζί του και οι τοξότες που έστειλε ο Αλέξανδρος απέκλεισαν τους Θηβαίους στην κοίλη οδό, η οποία οδηγεί προς τον ναό του Ηρακλή. Ακολούθησε σκληρή σύγκρουση στα στενά της πόλης αλλά οι Θηβαίοι σταδιακά υποχωρούσαν παρά τις αντεπιθέσεις και εν τέλει αποχώρησαν άτακτα για να ακολουθήσει η σφαγή κυρίως από τους Φωκείς, τους Πλαταιείς και τους υπόλοιπους Βοιωτούς που βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση για τα δεινά που είχαν υποστεί από τους Θηβαίους. Όσον αφορά τον ρόλο των Αγριάνων στην πολιορκία μιας ισχυρής ελληνικής πόλης φάνηκε ότι αντεπεξήλθαν απόλυτα στον ρόλο τους και αυτή τη φορά όχι σε κάποιο ορεινό έδαφος απέναντι σε χαλαρά πειθαρχημένες φυλές αλλά σε αστικό περιβάλλον με Έλληνες οπλίτες και λοιπούς στρατιώτες.

Στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία. 

Στη μάχη του Γρανικού οι 700 περίπου Αγριάνες στην αρχή της εκστρατείας, παρατάχθηκαν στο δεξί άκρο της παράταξης μαζί με τους τοξότες και τους εταίρους ιππείς υπό τον Φιλώτα έχοντας απέναντι τον Μέμνων μαζί με τον Αρσαμένη και το πολυάριθμο ιππικό του καλύπτοντας τη βασική επίθεση που διεξήχθη στο κέντρο της παράταξης. Μετά τη νίκη των ελληνικών όπλων, ο Αλέξανδρος συνέχισε προς τις Σάρδεις, την Έφεσο τις οποίες κατέλαβε αναίμακτα και κατόπιν έφτασε στη Μίλητο. Το εξωτερικό τείχος καταλήφθηκε με ορμητική έφοδο στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Αγριάνες και λοιποί Θράκες. Οι υπερασπιστές της πόλης επιχείρησαν μερικές αποτυχημένες αντεπιθέσεις που τους οδήγησαν τελικά στον αποκλεισμό τους στην ακρόπολη. Προκειμένου να μη χρονοτριβεί, ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του αφήνοντας τρεις χιλιάδες πεζούς μισθοφόρους και διακόσιους περίπου ιππείς με αρχηγό τον Πτολεμαίο, για να φρουρούν την Αλικαρνασσό και την υπόλοιπη Καρία και ξεκίνησε για τη Φρυγία. 

Εκεί προχωρώντας προς την πόλη Σαλαγασσό, ένας τοπικός λαός οι Πισίδες, είχαν καταλάβει τον λόφο που βρισκόταν μπροστά στην πόλη τους, γιατί ήταν οχυρός για άμυνα  και ανέμεναν τα μακεδονικά στρατεύματα. Οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου επιτέθηκαν στον λόφο που κατείχαν οι Πισίδες και βρίσκονταν στο πιο απόκρημνο σημείο της αναβάσεώς του. Τη στιγμή εκείνη, στο στενό σημείο, δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση οι δυο μακεδονικές πτέρυγες. Αρχικά, τράπηκαν σε φυγή τους τοξότες, επειδή και ελαφρά οπλισμένοι ήταν και οι πρώτοι που έφτασαν κοντά, αλλά οι Αγριάνες κράτησαν τις θέσεις τους για να κερδίσουν όσο χρόνο χρειάζονταν. Στη συνέχεια κατέφθασε και το βαρύ πεζικό που τελικά απώθησε τους αντιπάλους αλλά δεν μπορούσε να τους καταδιώξει προκαλώντας τους 500 περίπου νεκρούς. Στη συνέχεια της εκστρατείας, κατακτήθηκε η Γαλατία, παραδόθηκε η Παφλαγονία μέσω αντιπροσώπων και ενσωματώθηκε και η Καππαδοκία. Φτάνοντας στις Κιλίκιες Πύλες, πληροφορήθηκε την παρουσία σημαντικών εχθρικών φρουρών στο σημείο. Με την κλασική τακτική για μια ακόμη φορά, επιχείρησε νυχτερινή έφοδο και πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, και τους αναπόσπαστους Αγριάνες. Αν και τελικά έγιναν αντιληπτοί από τους Πέρσες, οι τελευταίοι νομίζοντας ότι επρόκειτο για ολόκληρο το στράτευμα αποχώρησαν άτακτα. 

Η επόμενη αποστολή των Αγριάνων βρισκόταν στα όρη της Κιλικίας. Εκεί, ο Μακεδόνας βασιλιάς πραγματοποίησε μια μικρή εκστρατεία μιας εβδομάδος, παίρνοντας μαζί του τρία τάγματα Μακεδόνων, όλους τους τοξότες και τους Αγριάνες, συντρίβοντας κάθε στράτευμα που παρέτασσαν οι Κίλικες. Στους Σόλους ο νικηφόρος Αλέξανδρος θυσίασε στον Ασκληπιό, έκαμε πομπή με όλον τον στρατό του, τέλεσε λαμπαδηδρομία και διεξήγαγε γυμνικούς και μουσικούς αγώνες. Το ίδιο διάστημα ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος έφτασε στην Ισσό όπου περίμενε να δώσει αποφασιστική μάχη με τα ελληνικά στρατεύματα.

Οι αντίπαλες παρατάξεις στη μάχη της Ισσού. Οι Αγριάνες
τοποθετήθηκαν στη δεξιά πτέρυγα στους πρόποδες του βουνού.

Στη μάχη, οι Αγριάνες με επικεφαλής τον Άτταλο, καθώς και μερικούς ιππείς και τοξότες, τοποθετήθηκαν στους πρόποδες του όρους δεξιά τους καλύπτοντας τα νώτα του στρατού. Δίπλα τους ήταν οι «γείτονές» τους Παίονες, με επικεφαλής τον Αρίστωνα. Μόλις ξεκίνησε η σφοδρή μάχη με τη διάσπαση της αριστερής περσικής πτέρυγας και την εξαιρετικά σκληρή ιππομαχία στις εκβολές του Πίναρου οι Αγριάνες εξετέλεσαν με επιτυχία την αποστολή τους, και μαζί με τοξότες και με ένα τμήμα Ελλήνων μισθοφόρων, επιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή το αντίπαλο ελαφρύ πεζικό που απειλούσε τα νώτα του ιππικού των Εταίρων. Μετά τη μεγάλη νίκη στην Ισσό, ο Αλέξανδρος συνέχισε με την κατάληψη της Φοινίκης βρίσκοντας ως πρώτο εμπόδιο την εξαιρετικά οχυρή πολή-νησί της Τύρου.  Εκεί, ενώ οι Μακεδόνες κατασκεύαζαν τον μόλο που θα τους οδηγούσε στα τείχη, πήρε υπασπιστές και τους Αγριάνες και ξεκίνησε για τη Σιδώνα, για να συγκεντρώσει όσα πλοία του ήταν ήδη εκεί. Η πόλη παραδόθηκε αμέσως με τα 80 πλοία της και έτσι οργανώθηκε για το επόμενο βήμα.Κατόπιν, οι Αγριάνες,  συμμετείχαν σε μια μικρή αποστολή διάρκειας 10 μαζί με μερικές ίλες ιππικού, τους υπασπιστές, και τους τοξότες υπέταξαν όλες τις πόλεις της οροσειράς του Αντιλιβάνου, είτε με τη δύναμη των όπλων είτε κατόπιν συμφωνίας.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Πηγές 

Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις» (έως (3.11.8-3.12.5), Μτφρ. Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, 1998, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών.

Πλούταρχος, «Βίος Αλέξανδρου» Μτφρ. Γιαγκόπουλος-Μαλαθούνη, 2012, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ.