Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρασιατική εκστρατεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρασιατική εκστρατεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην αρχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας.


Παράγοντας που θα διαμορφώσει σε μέγα βαθμό την έναρξη, τη μορφή και την πορεία που πήρε η Μικρασιατική Εκστρατεία είναι τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και η εξέλιξη αυτών.

Συγκεκριμένα η Γαλλία έχει οικονομικά συμφέροντα καθώς έχει διαθέσει το 60.31% των ξένων κεφαλαίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ποσό που υπολογίζεται στα 250 δις Γαλλικά φράγκα.[1] [2]Οι Γαλλικές Ιδιωτικές Επιχειρήσεις έχουν επενδύσει άλλα 1,1 δις φράγκα ενώ ανέλαβε κατασκευή και εκμετάλλευση σιδηροδρομικής γραμμής μήκους 2.077 χιλιομέτρων.[3]Συνεπώς εύλογα συμπεραίνουμε ότι έχει μακρόπνοα σχέδια, ενώ βραχυπρόθεσμα επιθυμεί έναν κρατικό μηχανισμό που θα της εγγυηθεί τις παραπάνω επενδύσεις. Η εξυπηρέτηση των Γαλλικών συμφερόντων θα γίνονταν καλλίτερα από ένα βιώσιμο Τουρκικό Κράτος, ενώ η Κυβέρνηση επιθυμούσε την αποτροπή της μετατροπής της Ελλάδος σε δορυφόρο της Αγγλίας.[4]



Η Βρετανία έχει και αυτή οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα καθώς επιθυμεί τον έλεγχο των Δαρδανελλίων και των πετρελαίων της Μοσούλης, θα αποτελέσει σύμμαχο της Ελλάδας κατά μέγα μέρος στο διπλωματικό επίπεδο και θα στηρίξει τις Ελληνικές διεκδικήσεις, αν και αυτό θα αποτελέσει κυρίως έργο του Πρωθυπουργού Λόυντ.

Η Ιταλία από την πλευρά της, απαιτεί τις διεκδικήσεις από την μυστική συμφωνία του Αγ. Ιωάννη της Μοριένης (26/4/1917) που της παραχωρούσε μεταξύ άλλων και το Βιλαέτι Αϊδινίου, συνεπώς και την Σμύρνη. Γι’ αυτό τον λόγο θα αποχωρήσει από τη Συνδιάσκεψη και θα πάρει την πρωτοβουλία να αποβιβάσει στρατεύματα στην Αττάλεια το Μάρτιο του 1919. Η στάση της προς την Ελλάδα θα είναι εχθρική και συνήθως με απροκάλυπτο τρόπο.

Οι Μπολσεβίκοι στη Ρωσία αναζητούν σύμμαχο στη διεθνή σκηνή και θα προσεγγίσουν τις εθνικιστικές δυνάμεις των Τούρκων, αφού πλέον ο Σουλτάνος αποτελεί υποχείριο των Συμμαχικών Δυνάμεων. Η βοήθεια που έλαβαν οι εθνικιστές του Κεμάλ δεν αφορούσε μόνο το οικονομικό και στρατιωτικό σκέλος αλλά και διπλωματικά ένα θεμέλιο, με την αναγνώριση που πρόσφερε. Τέλος, η στάση των Η.Π.Α. του Προέδρου Τόμας Ουίλσον θα χαρακτηριστεί από δισταγμό και ουδετερότητα.



Συμπερασματικά η απόφαση για την απόβαση στην Ιωνία αποτελούσε το καθεαυτό δόγμα του αλυτρωτισμού, συμπίπτει χρονολογικά με την πολιτική του Βενιζέλου ,που βασίζονταν σε παράτολμα-όχι όμως ανέφικτα- κριτήρια για την υλοποίησή του. Η υψηλή στρατηγική της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας αφορούσε την κάλυψη του κενού που άφηνε η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εξάρτηση με τα- συνήθως αντικρουόμενα- συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.[5] Το τελευταίο αυτό στοιχείο δυστυχώς το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η Τουρκική πλευρά.

Το στοιχείο της πολιτικής , που δεν είναι ανεξάρτητο από το στρατιωτικό κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύγκρουσης, στην Μικρασιατική Εκστρατεία είχε εξαιρετικά βαρυσήμαντο ρόλο. Οι πολιτικές εξελίξεις όχι απλώς εξελίσσονταν παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και τις επηρέαζαν και επηρεάζονταν σε σημαντικό βαθμό από αυτές.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος



[1] Ψυρούκης Νίκος, «Η Μικρασιατική Καταστροφή», Αθήνα 1982, Επικαιρότητα Ο.Ε σ.48
[2] Horton George, «Αναφορικά με την Τουρκία, Προξενικά Ντοκουμέντα των Η.Π.Α.» ,Αθήνα 1992,Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη σ.211. Ο Horton σημειώνει επίσης ότι όλες οι επενδύσεις είχαν γίνει σε χρυσό.σς.213-214
[3] Horton George, όπως παραπάνω. σ.212
[4] Ο Γάλλος Υπ. Εξωτερικών Α.Pilot  μεταξύ άλλων ανέφερε ότι η Γαλλία «δεν ήθελε να χρησιμεύσει η Ελλάδα ως όργανο της Αγγλικής πολιτικής,(…)επιβάλλεται να θέσει φραγμό εις τοιούτου είδους ενέργειες της Αγγλίας.» Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922» σ.153
[5]   Η ικανότητα της χρήσης όλων των διαθέσιμων μέσων του Κράτους – οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, λαός , ένοπλες δυνάμεις κ.α.- για την επίτευξη των ιεραρχημένων και προσδιορισμένων στόχων. Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922» σ. 82

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η μάχη του Μαράς, 1920. Η έναρξη του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 
Στις 21 Ιανουαρίου 1920, ο Γάλλος στρατηγός Κιερέτ έκανε ένα θλιβερό απολογισμό της κατάστασης. Η τραγική έλλειψη σε εφόδια και η αδυναμία ασφαλούς ανεφοδιασμού δεν του άφηνε πολλά περιθώρια και σκεφτόταν σοβαρά την ιδέα εγκατάλειψης της πόλης. Την ίδια μέρα ακούστηκαν πυρά από την πλευρά που ήταν το γερμανικό νοσοκομείο. Η πολιορκία του Μαράς είχε αρχίσει. Οι κεμαλικοί ξεκίνησαν τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Γάλλους. 

Ομάδες ενόπλων, σε συνεννόηση με Τούρκους κατοίκους της πόλης, κατέλαβαν σπίτια σε καίρια σημεία σκοτώνοντας αρκετούς Γάλλους στρατιώτες και χριστιανούς αμάχους. Οι Γάλλοι απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πολυβόλων και σύντομα ξέσπασε σκληρή μάχη. Ο αντισυνταγματάρχης Τιμπόλτ εντυπωσιάστηκε από το άγριο και επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Κάθε χριστιανικό σπίτι που έπεφτε στα χέρια τους ήταν σίγουρο ότι δεν θα είχε κανέναν επιζώντα. Την επόμενη μέρα, πολλοί άμαχοι βρήκαν προστασία στα σχολεία και τις εκκλησίες, ενώ οι επικοινωνίες προς Άινταμπ και Άδανα είχαν κοπεί εντελώς. Ο Τούρκος ιστορικός Σαράλ περιγράφει τις σκληρές μάχες των τριών πρώτων ημερών με τα γαλλικά πυρά να καταστρέφουν πολλά σπίτια, τους Τούρκους να έχουν υποστεί πολλές απώλειες στα σημεία που οι υπερασπιστές ήταν Αρμένιοι αλλά «με την πλάστιγγα να γέρνει σταθερά προς την τουρκική πλευρά.» Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 50 στρατιώτες με χιλιάδες αμάχους, εγκλωβίστηκαν σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο και σώθηκαν μόνο χάρις τις υπεράνθρωπες προσπάθειες ενός γαλλικού λόχου. Από τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους που έμειναν πίσω δεν επέζησε κανείς.
Η πόλη Μαράς στις φλόγες. Οι υλικές ζημιές και οι ανθρώπινες απώλειες των αμάχων ήταν τεράστιες
           
Οι επίσημες αναφορές της τουρκικής στρατιωτικής ιστορίας αποκαλύπτουν ότι η σύγκρουση στο Μαράς δεν ήταν απλώς μια τοπική εξέγερση στην πόλη αλλά αντιπροσώπευε την έναρξη του εθνικιστικού κινήματος στην Κιλικία με στόχο την εκδίωξη των Γάλλων και τον αφανισμό, που προφανώς δεν το αναφέρει, των Αρμενίων. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν συστηματικά να διαλύουν ολοσχερώς την αρμενική συνοικία βάζοντας φωτιές σε κάθε σπίτι. Περίπου 500 με 600 Αρμένιοι που βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και προέβαλλαν κάποια αντίσταση κάηκαν ζωντανοί όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να την περικυκλώσουν και να την κατακάψουν με κηροζίνη. Στη συνοικία Κουμπέτ και την εκκλησία του Αγίου Σαρκίς η αντίσταση ήταν μεγαλύτερη και προκάλεσε αρκετές απώλειες στους Τούρκους, αλλά οι υπερασπιστές μαζί με 3.000 Αρμένιους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις νέες αφίξεις Τούρκων ατάκτων. 
Μια μαρτυρία του χειρούργου ιατρού Γκαζαριάν στο Γερμανικό νοσοκομείο της πόλης αναφέρει ότι μια ομάδα που έσφαξε περίπου 3.000 Αρμένιους αποτελούνταν από Τούρκους, Κούρδους και Τσερκέζους με επικεφαλή τον Βαγιαζήτ Ζαντέ Σουκρί. Στον ναό του Ασντβαντσατζίν 50 λεγεωνάριοι κράτησαν σθεναρή αντίσταση έως ότου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν δύο τρύπες και να ρίξουν κηροζίνη μέσα στον ναό. Από τους 50 ένοπλους και τους 2.000 χριστιανούς αμάχους που επιχείρησαν έξοδο ελάχιστοι επέζησαν. Στη συνοικία Τας Χαν οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πλησιάσουν καθώς η γαλλική αντίσταση ήταν σθεναρή και μάλιστα έχασαν μια ολόκληρη ομάδα που επιχείρησε να βάλει φωτιά μαζί με τον επικεφαλή τους, Εβλιγιέ Εφέντι. Την πέμπτη μέρα της μάχης, στις 24 Ιανουαρίου 1920, το ηθικό στη γαλλοαρμενική πλευρά ήταν χαμηλό. Έβλεπαν μέρα με τη μέρα, τη μια συνοικία μετά την άλλη να πέφτουν σε τουρκικά χέρια και να λαμπαδιάζουν. Πολλοί Γάλλοι αξιωματικοί αρνήθηκαν να εμπλακούν στη διάσωση του χριστιανικού στοιχείου της πόλης. Οι προσπάθειες για επαφή με τις άλλες φρουρές κατέστη αδύνατη και οι αγγελιοφόροι θανατώνονταν καθοδόν από τους τσέτες.

Γαλλικό ορειβατικό πυροβόλο των 75 χλστ. σε πεδίο ασκήσεων. Τα πυροβόλα αυτού του τύπου έτυχαν ευρείας χρήσης στον γαλλοτουρκικό πόλεμο
            

Στο μεταξύ στη Βυρηττό, ο στρατηγός Γκουρόντ πληροφορήθηκε στις 8 Ιανουαρίου τις συγκρούσεις μεταξύ Γάλλων και Τούρκων. Θεώρησε ότι πρόκειται για μπλόφα και ότι μια μικρή αποστολή θα μπορούσε να επιτύχει μια φιλική συμφωνία. Για την αποστολή κάλεσε τον αντισυνταγματάρχη του μηχανικού Ρόμπερτ Νορμάντ. Του ανέθεσε να πάει στο Ντιάρμπεκιρ, στο Μαρντίν και στην Ούρφα μεταφέροντας μηνύματα καλής θελήσεως των Γάλλων για να αποκατασταθεί η τάξη. Προφανώς η γαλλική διοίκηση δεν είχε αντιληφθεί την κατάσταση στην Κιλικία. Όλως παραδόξως εκτέλεσε την αποστολή του και γύρισε πίσω ζωντανός. Ο Γκουρόντ πληροφορήθηκε για τη δυσχερή κατάσταση στην Ούρφα και έλαβε επίγνωση για το Μαράς. Οργάνωσε λοιπόν ένα εκστρατευτικό σώμα από τρία τάγματα αλγερινού πεζικού, τέσσερις ίλες ιππικού, δύο πυροβολαρχίες ορεινού πυροβολικού, μια νοσοκομειακή μονάδα και μια ομάδα με ασύρματο τηλέγραφο για να αποκατασταθεί η επικοινωνία. 
Σημειώθηκε μεγάλη καθυστέρηση καθώς η δύναμη ξεκίνησε μόλις στις 2 Φεβρουαρίου. Στην πορεία, στις 5 Φεβρουαρίου, 135 από τις 250 φορτωμένες καμήλες εξαφανίστηκαν καθώς οι Γάλλοι εμπιστεύτηκαν τη φύλαξή τους σε.. Τούρκους χωροφύλακες. Ένα τάγμα του Νορμάντ βρήκε μερικούς Αρμένιους λεγεωνάριους να πολιορκούνται στο Μπελ Πουνάρ, όπου φύλασσαν μια στρατιωτική αποθήκη, από 200 Τούρκους. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν εύκολα από τους Γάλλους. Η φάλαγγα έφθασε στο Ακ Σου στις 7 Φεβρουαρίου όπου η εμπροσθοφυλακή απέκρουσε επίθεση από Τούρκους με στολές του τακτικού Οθωμανικού στρατού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφθασαν στην πόλη Μαράς. Η άφιξη των ενισχύσεων προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στις καταπονημένες δυνάμεις της φρουράς της πόλης. Νωρίς το πρωί της επομένης, το αλγερινό πεζικό μαζί με το ιππικό και κάθε στοιχείο του πυροβολικού παρέσυραν 250 Τούρκους που ήταν στα ορύγματά τους και πραγματοποίησαν μια θυελλώδη έφοδο. Μέχρι τις 09.00 οι Τούρκοι απωθήθηκαν και από δεύτερη γραμμή άμυνας ενώ η αναθαρρημένη φρουρά επιτέθηκε και κατέλαβε τα απολεσθέντα τμήματα της πόλης. 
Όμως η κατάσταση ήταν ακόμη κρίσιμη. Χωρίς τρόφιμα και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης αποστολής ενός κομβόι με εφόδια δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εκκένωση της πόλης. Ο στρατηγός Κιερέτ βρισκόταν σε δίλλημα. Ως ανώτερος αξιωματικός και διοικητής της φρουράς του Μαράς είχε την ευθύνη για το αν έπρεπε ή όχι να εγκαταλείψουν την πόλη Ο Νορμάντ έχοντας εκμηδενίσει την τουρκική αντίσταση μέσα στο Μαράς είχε το δικαίωμα να επιστρέψει στο Ισλαχιγιέ και εξήγησε τους λόγους που δεν μπορούσε να παραμείνει. Οι άνδρες του έτρωγαν τη μισή μερίδα συσσιτίου και υπέφεραν από τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες –συνεχής χιονόπτωση και έως μείον 18 βαθμούς Κελσίου- χωρίς καταφύγιο. Τα μεταφορικά κτήνη δεν είχαν ζωοτροφή για πολλές μέρες και ήταν υποχρεωμένος να ενισχύσει τη φρουρά της Ούρφα. Τα πολεμοφόδια έφθαναν μόλις για 4 ημέρες και κάθε προσπάθεια να τα αναπληρώσει από το Άινταμπ ή το Μπελ Πουνάρ είχε αποτύχει. Το αποκορύφωμα ήταν η αποχώρηση του ταγματάρχη Κορνελούπ με 13 λόχους χωρίς καν να πάρει εξουσιοδότηση από τον ανώτερό του. 
Αναμφίβολα η προδιαγραφόμενη τύχη των Αρμένιων βάραινε τη συνείδηση του Γάλλου στρατηγού. Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει η γαλλική δύναμη μυστικά και να εγκαταλείψει τους πρόσφυγες, διότι θα δυσχέραιναν την επιστροφή. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Φεβρουαρίου οι Γάλλοι αποχώρησαν, όμως οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι που ήταν μαζί τους, έντονα δυσαρεστημένοι από την ωμή εγκατάλειψη των ομόφυλών τους, ειδοποίησαν τους συμπατριώτες τους. Ο εξοπλισμός που δεν μπορούσε να μεταφερθεί, καταστράφηκε. Περίπου 4 με 5 χιλιάδες Αρμένιοι ακολούθησαν τη γαλλική φάλαγγα και πολλοί από αυτούς πέθαναν από την εξάντληση και τα κρυοπαγήματα στη διαδρομή έως το Ελ Ογλού όπου διανυκτέρευσαν. Ελάχιστοί είχαν υποδήματα για χειμερινή πορεία ενώ ξύπνησαν την επόμενη μέρα καλυμμένοι με 20 εκατοστά χιόνι. Μετά από 3 μέρες πορείας έφθασαν στο Ισλαχιγιέ.

Σενεγαλέζου στον Γαλλικό Στρατό, Ιανουάριος 1918. Συμμετείχαν στις περισσότερες
συγκρούσεις του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Η υποχώρηση προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο ηθικό των Γάλλων. Οι απώλειες των τελευταίων υπολογίζονται στους 1.200 άνδρες. Το έξοχο 412 Σύνταγμα είχε 223 απώλειες εκ των οποίων οι 122 νεκροί. Ο Νορμάντ ανέφερε μόνο 11 νεκρούς και 35 τραυματίες στρατιώτες από το τμήμα του αλλά είχε και 150 κρυοπαγημένους. Τα τμήματα των Σενεγαλέζων και Αλγερινών υπέστησαν απώλειες 630 ανδρών. Οι τουρκικές απώλειες έτσι όπως παρουσιάζονται στη γενική έκθεση του προσωπικού ήταν 200 νεκροί και 500 τραυματίες, αλλά πιθανότατα αυτοί οι αριθμοί αντιπροσωπεύουν τις απώλειες που υπέστησαν μονάχα τα τακτικά σώματα της 3ης Μεραρχίας Καυκάσου της 9ης Στρατιάς και δύο ιλών ιππικού. Ο τοπικός μουτασερίφης, ο κυβερνήτης της διοικητικής διαίρεσης ενός σαντζακίου, ανέφερε στις 29 Φεβρουαρίου 1920 ότι υπολόγιζε τους νεκρούς του Μαράς σε 6 με 8 χιλιάδες εκ των οποίων οι 4 χιλιάδες Αρμένιοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι άτακτοι και άμαχοι. Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσαν οι Αρμένιοι άμαχοι. Πριν την πολιορκία η πόλη Μαράς είχε περίπου 24.000 Αρμένιους κάτοικους, ενώ μετά την αποχώρηση των Γάλλων στις 11 Φεβρουαρίου 1920 είχαν μείνει στην πόλη μόλις 9.700. Αν συνυπολογίσουμε και τους 1.000-1.200 από αυτούς που πέθαναν από τις κακουχίες της μετάβασης στο Ισλαχιγιέ φτάνουμε στον αριθμό των 12.700-13.700 επιζώντων από τον αρχικό αριθμό των 24 χιλιάδων ήτοι περίπου το μισό του αρχικού Αρμενικού πληθυσμού της πόλης.

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 266, Μάιος 2019.
(

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Η κατάσταση και οι ελληνικοί πληθυσμοί στη Μικρά Ασία πριν το 1919, η Ελλάδα έχει πλέον την ευθύνη υπεράσπισης των ομόφυλών της.

Ο Χένρυ Μοργκεντάου ήταν Αμερικανός, Εβραίος
στην καταγωγή, πρέσβης
στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1916.
 
Ο αριθμός των Ελλήνων στα εδάφη της Τουρκίας κυμαινόταν στα 2.400.000, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτού στα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.[1]Οι διώξεις του Ελληνικού στοιχείου μπορούν να χωριστούν σε δύο φάσεις. Αρχικά, οι διωγμοί που ξεκίνησαν με το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων και κυρίως κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην φάση αυτή σκοπός ήταν η εκδίωξη του Ελληνικού πληθυσμού μέσα από τακτικές τρομοκρατίας, λεηλασίας και καταστροφής. Ο πρέσβης των Η.Π.Α. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ,Χένρυ Μοργκεντάου, σημειώνει την «αποφασιστικότητα στον εκριζωμό κάθε μη Τουρκικού στοιχείου».[2] Η γενοκτονία των Αρμενίων λάμβανε χώρα, πάντα σύμφωνα με τα προσυμφωνημένα σχέδια των Νεότουρκων, ενώ οι Ελληνικοί πληθυσμοί γλίτωσαν την σφαγή, ώστε να μην αναγκασθεί η Ελλάδα να προσχωρήσει στο πλευρό της Αντάντ. Ξεκίνησε συστηματική στρατολόγηση των Ελλήνων στον Οθωμανικό Στρατό και άμεση υπαγωγή στα «αμελέ ταμπουρού», τα τάγματα εργασίας, όπου χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους. Ο διωγμός των μη Τούρκων αποτέλεσε τον άξονα της εσωτερικής Τουρκικής πολιτικής. 

Η δεύτερη φάση θα επέλθει με την άνοδο του Κεμαλισμού και θα αφανίσει το Ελληνικό στοιχείο στη Μικρά Ασία. Συμπερασματικά, η καταστροφή των Ελληνικών κοινοτήτων ήταν αναπόσπαστο τμήμα του εκτουρκισμού της Τουρκίας και η απόβαση τον Μάιο του 1919 αποτέλεσε την ενέργεια αποτροπής αυτού.
Ο Βενιζέλος για να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού αποφασίζει την συμμετοχή με 2 Μεραρχίες στην Εκστρατεία της Κριμαίας  (7/1/1919-28/4/1919) με τα ελληνικά στρατεύματα να κερδίζουν εγκωμιαστικά σχόλια για την πολεμική τους απόδοση παρά την συνολική αποτυχία της επιχείρησης.  Επί της ουσίας αποτελούσε την ανταλλαγή στην υποστήριξη της Γαλλίας στις Ελληνικές θέσεις.[3]Είχε ήδη προηγηθεί στις 30/12/1918 στο Παρίσι από την Ελληνική αντιπροσωπεία, υπόμνημα για τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στη Μικρά Ασία με βάση ιστορικά, εθνολογικά και ηθικά στοιχεία και με τη θέση ότι «η Ελλάδα δεν πηγαίνει εκεί όπου της λείπει η εθνολογική της βάσις».

Η απόφαση για την απόβαση στην Ιωνία αποτελούσε το καθεαυτό δόγμα του αλυτρωτισμού, το οποίο συμπίπτει χρονολογικά με την πολιτική του Βενιζέλου, που βασίζονταν σε παράτολμα-όχι όμως ανέφικτα- κριτήρια για την υλοποίησή του. Η υψηλή στρατηγική της Ελληνικής πολιτικής ηγεσίας αφορούσε την κάλυψη του κενού που άφηνε η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε εξάρτηση με τα- συνήθως αντικρουόμενα- συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων.[4]  Το τελευταίο αυτό στοιχείο δυστυχώς το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η Τουρκική πλευρά. Το στοιχείο της πολιτικής  , που δεν είναι ανεξάρτητο από το στρατιωτικό κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύγκρουσης, στην Μικρασιατική Εκστρατεία  είχε εξαιρετικά βαρυσήμαντο ρόλο. Οι πολιτικές εξελίξεις όχι απλώς εξελίσσονταν παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και τις επηρέαζαν και επηρεάζονταν σε σημαντικό βαθμό από αυτές.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

[1] Ενδεικτικά, σύμφωνα με επίσημα Τουρκικά (1910) και Ελληνικά(1912) στοιχεία το Ελληνικό στοιχείο ανέρχονταν στο 43,71% ή 50,8% (Τουρκικά και Ελληνικά αντίστοιχα) στην Ανατολική Θράκη, στο 30% ή 28,2 στην Κωνσταντινούπολη, και στο σύνολο των Οθωμανικών εδαφών σε Ασία και Ευρώπη στους 2.400.000 με μεγάλα ποσοστά στις επαρχίες Αϊδινίου, Ισμίτ, Τραπεζούντας και  με συμπαγείς μικρότερους πληθυσμούς στην υπόλοιπη ενδοχώρα. Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919»,Θεσσαλονίκη 1978,Institude for Balkan Studies. σ.341-347
[2] Morgenthau Henry, «Ambassador Morgenthau's Story, New York 1919», Double Day-Page and Company σ.285 Ο Χένρυ Μοργκεντάου, πρέσβης των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα 1913-1915, αναφέρει επίσης ότι «πράγματι οι Έλληνες είναι τα πρώτα θύματα αυτής της εθνικιστικής ιδέας»(σελ.323) και υπολογίζει σε 100.000 τους Έλληνες που βρήκαν καταφύγιο στα Ελληνικά νησιά, μέσα σε διάστημα 4 μηνών. Μαζί με τους Αρμένιους , χιλιάδες Έλληνες ξυλοκοπήθηκαν, βασανίστηκαν, απήχθησαν για με την αιτιολογία της «έλλειψης πίστης» στο Οθωμανικό καθεστώς.(σελ.324-325)
[3] Ο Κλεμανσώ ανέφερε σε δήλωσή του : «Η Γαλλία θα αναλάβει πρωτοβουλία προς εδαφική επέκταση της Ελλάδος εις την Θράκη και εκθύμως θα υποστηρίξει πάσα υπέρ Ελλάδος λύσιν του ζητήματος της Σμύρνης…»Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922». Αθήνα 2010, Εκδόσεις Ποιότητα, σελ.127
[4]   Η ικανότητα της χρήσης όλων των διαθέσιμων μέσων του Κράτους – οικονομία, τεχνολογία, διπλωματία, λαός , ένοπλες δυνάμεις κ.α.- για την επίτευξη των ιεραρχημένων και προσδιορισμένων στόχων. Τσιριγώτης Διονύσιος ,«Η Ελληνική Στρατηγική στη Μικρά Ασία 1919-1922» σελ. 82

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Μια άγνωστη πτυχή εξοπλισμού του κεμαλικού στρατού.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος


Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έγγραφο, ενδεικτικό της πολυπλοκότητας του πολέμου, της σημασίας των υπόγειων ενεργειών αλλά και άλλων γεγονότων που συνέβαλλαν λιγότερο ή περισσότερο στην διάσπαση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922..

Η ελληνική κυβέρνηση πραγματοποίησε διάβημα (υπ.Εξωτερικών Γεώργιος Μπαλτατζής) προς τον Ρουμάνο αντιπρόσωπο στην Αθήνα με σκοπό να πληροφορήσει την κυβέρνησή του για τη μεταφορά πυρομαχικών και οπλισμού (πυροβόλα Σκόντα και πυρομαχικά αυτών) μέσω του ποταμού Δούναβη προς τον Κεμαλικό στρατό.


Η Ρουμανική κυβέρνηση πραγματοποίησε με τη σειρά της έρευνα και ενημέρωσε την ελληνική κυβέρνηση για τα παρακάτω: Οβίδες πυροβόλων Σκόντα (ένα από τα πιο σύγχρονα πυροβόλα του Αυστροουγγρικού στρατού και «υπεύθυνο» για το τρομακτικό μπαράζ πυροβολικού στις ελληνικές γραμμές στις 13/8/1922) φορτώθηκαν στο Πρεσβούργο (σμρ. Μπρατισλάβα) σε ..οίκο της οικογένειας Ρόθτσιλντ(Ροσχιλντ). 

Τέλη Σεπτεμβρίου του 1921 τα πυρομαχικά έφθασαν στη Βουλγαρία, η οποία με τη σειρά της τα παρέδιδε στον Κεμάλ, όπου και διαπιστώθηκε ότι δεν αφορούσε τον εξοπλισμό της χώρας(άλλωστε απαγορευόταν από τη Συνθήκη του Νεϊγύ) με σλέπια (δεξαμενόπλοια) υπό γερμανική σημαία κάτω από οπωροπευτικά είδη δηλωμένα ως..μηχανές ατμόπλοιων.
Στοιχείο πυροβολικού της Ανεξάρτητης Μεραρχίας κατά την
ώρα βολής με πυροβόλο Skoda 105χιλ.


Υπογράφεται από τον Δημήτριο Πανά, Έλληνα δραστήριο διπλωμάτη και πρέσβη στο Βουκουρέστι από το 1921. Στάλθηκε 26 Νοεμβρίου 1921,με το νέο ημερολόγιο,και ελήφθη την επομένη.

Πηγή: ΙΑΥΕ/φακ.« Ενίσχυση Κεμαλικού Στρατού από Γάλλους, Ιταλούς και Ρώσους-Λαθρεμπόριο όπλων», αρ.πρ. 2586.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Οι «ελληνικές ωμότητες» στη Μικρασιατική εκστρατεία το θέρος του 1919



Έχει γίνει πολλάκις αναφορά περί «ελληνικών μαζικών εγκλημάτων» κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας από διάφορους «ύποπτους» κύκλους. Αρχής γενομένης από αναφορές σε «συνωστισμούς» γίνεται μια προσπάθεια εξισορρόπησης των εγκλημάτων που προέβησαν οι Τούρκοι. Η αλήθεια είναι όμως εκ διαμέτρου αντίθετη.
Ο αριθμός των Ελλήνων στα εδάφη της Τουρκίας κυμαινόταν στους 2.400.000, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτού στα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.[1] Εκμεταλλευόμενη λοιπόν τις περιστάσεις και τις συγκυρίες, η Ελληνική Κυβέρνηση με  εντολή πλέον από τους Συμμάχους, διατάζει τον Ελληνικό Στρατό να αποβιβασθεί στη Σμύρνη. 
Η αποβίβαση τελικά πραγματοποιείται στις 2/5/1919 μέσα σε μία εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα[2] και ελλιπώς σχεδιασμένη, καθώς τα ελληνικά τμήματα δεν απέκοψαν τις οδούς διαφυγής των Τούρκων που βρίσκονταν στην τουρκική συνοικία, ένα μέτρο που πιθανόν να τους αποθάρρυνε να προβάλλουν αντίσταση.[3] Την ώρα της αποβίβασης ενώ τα πλήθη των Ελλήνων πολιτών υποδεχόντουσαν τα στρατιωτικά τμήματα, Τούρκοι ακροβολιστές προσέβαλλαν τους Έλληνες στρατιώτες. Οι ελληνικές δυνάμεις απάντησαν, με αποτέλεσμα η συμπλοκή να εξελιχθεί σε κανονική μάχη. Οι Έλληνες είχαν 2 νεκρούς και 34 τραυματίες στρατιώτες και 9 ιδιώτες τραυματίες, οι Τούρκοι 5 νεκρούς και 16 τραυματίες, ενώ ιδιώτες διάφορων εθνοτήτων υπέστησαν 47 νεκρούς. 
Τα ελληνικά τμήματα επικράτησαν γρήγορα αλλά το αποτέλεσμα ήταν να συνοδευτεί η απόβαση από πικρόχολα σχόλια των Συμμάχων.[4] Ως πολιτικό γεγονός είχε ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία, και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Παρ’ όλα αυτά οι όποιες αδικίες κι αν έγιναν, επανορθώθηκαν γρήγορα και εκτελέστηκαν υπαίτιοι κάτι που κανείς δεν έλαβε υπ όψιν.[5] [6] Τα τμήματα των Τούρκων που διέφυγαν, περίπου 3.000, ενώθηκαν με ένοπλους χωρικούς και απειλούσαν ότι θα σκοτώσουν τον ελληνικό πληθυσμό.

Το 4ο Σύνταγμα Πεζικού στη Σμύρνη μετά την απόβαση

            Μια ακόμα παράμετρος που θα προκαλούσε πολλά προβλήματα, κυρίως σε αυτή την πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ήταν το γεγονός ότι δεν επετράπη από την Διασυμμαχική Επιτροπή ο αφοπλισμός του τουρκικού πληθυσμού και ως εκ τούτου ο Ελληνικός Στρατός είχε πλέον να αντιμετωπίσει και τις ένοπλες ομάδες εντός της κατεχόμενης ζώνης.[7] Το μέτρο αυτό φυσικά δεν θα έλυνε το πρόβλημα των αντάρτικων ομάδων, καθώς πολλές ήταν εκτός της κατεχόμενης ζώνης, αλλά θα αποτελούσε δραστικό μέτρο για την αντιμετώπιση και την αποτροπή ενίσχυσης αυτών.
            Στις 2/6 η Πέργαμος δέχθηκε επίθεση από Τσέτες (άτακτα στρατιωτικά σώματα των Τούρκων), Τουρκαλβανούς χωροφύλακες και αποστρατευμένους στρατιώτες του οθωμανικού στρατού.[8] Ο διοικητής του σώματος (1/8 Τάγμα Κρητών), Συρμακέζης, υποχώρησε, παρά τις σημαντικές απώλειες των Τούρκων που ήταν περίπου 70,  με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός να υποστεί σφαγές. Με την ανακατάληψη της πόλης από τον Νίδερ στις 7/6, έγινε αντιληπτό το μέγεθος της σφαγής και αποκαλύφθηκαν οικτρές εικόνες κακοποιημένων πτωμάτων (86 σφαγιασθέντες με τοποθετημένα τα γεννητικά όργανα στο στόμα). Αυτό μοιραία οδήγησε σε αντίποινα από την πλευρά των Ελλήνων όταν νεαροί κυρίως στρατιώτες επηρεασμένοι από τα γεγονότα στην Πέργαμο, χωρίς αφορμή και με τους διοικητές τους να μην μπορούν να τους ελέγξουν, ξέσπασαν πάνω σε άμαχο πληθυσμό και άφησαν πίσω τους 200 νεκρούς.[9] [10] [11] Το βράδυ της 6ης Ιουνίου το τμήμα που κατείχε την πόλη Ναζιλί, αποχώρησε μετά από πληροφορίες για επικείμενη επίθεση και τις επόμενες ώρες, τουρκικά τμήματα λεηλάτησαν τις εκεί ελληνικές περιουσίες και σκότωσαν Έλληνες πολίτες.[12]           

Μετά από δύο ημέρες όμως τουρκική αντεπίθεση οργανωμένη από το έδαφος της Ιταλικής ζώνης κατοχής, κάτι που ο Horton θεωρεί «απόλυτα διασταυρωμένο» προσέβαλλε τις ελληνικές δυνάμεις στο Αϊδίνι.[13] [14] Καθ’ όλη την διάρκεια της εκστρατείας, υπήρχε μια συνεχή παροχή στρατιωτικής βοήθειας, σε εφόδια αλλά και σε επίπεδο πληροφοριών.[15] Ο Συνταγματάρχης Σχοινάς δεν διατήρησε την ψυχραιμία του στην σύγκρουση που ακολούθησε και υποχώρησε. Η πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων με επίλογο την τραγική τελευταία αντίσταση ευζώνων του 38ου Συντάγματος Ευζώνων και των Προσκόπων. Ο Βενιζέλος διέταξε την άμεση ανακατάληψη, διότι η πόλη αποτελούσε κομβικό σημείο και έτσι θα διακινδύνευε η κατοχή της πεδιάδας του Μαιάνδρου. Τελικά στις 20/6  η πόλη πέρασε ξανά στην κατοχή των ελληνικών δυνάμεων αλλά είχε υποστεί ήδη τρομερές καταστροφές. Οι μισές οικίες είχαν καεί ή καταστραφεί και όλες οι υπόλοιπες λεηλατήθηκαν. Εσφάγησαν εκατοντάδες ή χιλιάδες πολίτες με εκτιμήσεις για τους Έλληνες νεκρούς που ξεκινάνε από τους 900 νεκρούς και φτάνουν μέχρι τις 2000, με μεγάλο ποσοστό από γυναικόπαιδα και 4.000 πρόσφυγες ενώ από τη μήνη δεν ξέφυγαν ακόμη και οι Τούρκοι πολίτες που πλήρωσαν επίσης βαρύ τίμημα σε αίμα.[16]
Η απάντηση των ελληνικών δυνάμεων ήταν άμεση. Ο Κονδύλης αντεπιτέθηκε πέραν του ποταμού Μαιάνδρου, νικώντας  σώματα Τσετών αλλά ερχόμενος και σε αντιπαράθεση με τους Ιταλούς, καθώς διάβηκε  βιαίως τον ποταμό που φρουρούσαν οι εκεί ιταλικές δυνάμεις και προωθήθηκε μέχρι 20-30 χλμ βαθιά στην ζώνη τους για να καταστρέψει το στρατόπεδο της Τσίνας. Οι Ιταλοί περιορίστηκαν στην αποστολή παραπόνων για την ορμητική συμπεριφορά των Ελλήνων.[17]
            Εν γένει ο Έλληνας στρατιώτης στην πρώτη αυτή φάση των επιχειρήσεων υπήρξε πειθαρχημένος και πράγματι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία προσπάθησε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό που υπήρχε, δικαιολογημένα, στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού αλλά και στο ελληνικό στοιχείο των παραλίων της Μικράς Ασίας. Οι ενέργειες που έγιναν (Μενεμένη, Σμύρνη) αφορούσαν ή απάντηση σε επιθετική ενέργεια ή πράξεις αντεκδικήσεων σε φρικτά εγκλήματα πάνω σε μάχιμους και αμάχους. Άλλωστε δεν υπήρχε και σοβαρός λόγος για να διαπραχθούν ως μέτρο σταθεροποίησης μέσω τρομοκρατίας αφού η τουρκική αντίσταση συνθλιβόταν κατευθείαν, έστω και μετά από τις τοπικές αντεπιθέσεις. Επίσης, η εν γένει συμπεριφορά αποτελούσε και την μετουσίωση της πολιτικής του Βενιζέλου. Η Ελλάδα δεν είχε ακόμα κάποιο κεκτημένο, μια συνθήκη, αλλά μονάχα μια προφορική εντολή η οποία δόθηκε και πρόχειρα συνεπώς η κατάσταση ήταν εξαιρετικά εύθραυστη.
Έλληνας εύζωνας στη Μικρά Ασία. Η Μικρασιατική εκστρατεία
αποτέλεσε το ζενίθ της πολεμικής αρετής του Έλληνα στρατιώτη
 τα νεότερα χρόνια.
Η δεδομένη κατάσταση όμως, όπου δύο προαιώνιοι εχθροί έρχονται αντιμέτωποι με μια συγκλονιστική αντιστροφή σχέσης που ίσχυε για μισή χιλιετία, δεν μπορούσε να αφήσει πολλά περιθώρια. Ο αντικειμενικός σκοπός του Βενιζέλου να προσαρτήσει τα πιθανά εδάφη με την επικείμενη συνθήκη με όσο το δυνατόν λιγότερο αίμα -οι απώλειες μέχρι το τέλος του Ιουνίου ανέρχονταν στον μικρό σχετικά αριθμό των 722 αξιωματικών και οπλιτών-ήταν επιτυχημένος παρά την καυστική στάση των Συμμάχων.
Φυσικά οι πολυπληθείς κριτικές των τελευταίων για την Ελληνική διοίκηση εξυπηρετούσαν πολιτικές σκοπιμότητες ,κάτι που το παραδέχεται ο εκπρόσωπος του Κάλθροπ, Μόργκαν, αναγνωρίζοντας την αποτελεσματικό χειρισμό της Ελληνικής Χωροφυλακής.[18] [19]. 

Όμως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της «αμερόληπτης» Διασυμμαχικής Επιτροπής είναι η αναφορά του Στεργιάδη, ο οποίος πολλάκις έχει κατηγορηθεί για μεροληψία υπέρ των Οθωμανών κατοίκων, στις 29 Αυγούστου 1919( ΙΑΥΕ/φακ. «Ανακριτική Επιτροπή Σμύρνης», Α5/VI,αρ.πρ. 8565). Σε αυτήν αναφέρεται η αναφορά του έφεδρου αξιωματικού Βρετανού Χόνδερ ο οποίος παρουσίασε τους 3.500-4.000 σφαγιασθέντες του Αϊδινίου ως..Τούρκους από τους Έλληνες όταν ακόμα και Γάλλος στρατηγός παραδέχθηκε ότι αυτές οι αναφορές ήταν κατάφωρα ψέμματα δικαιολογώντας ακόμα και την πυρπόληση εχθρικών οικιών αν από αυτές προβαλλόταν αντίσταση όπως θα έκανε κάθε στρατός. Επίσης, αναθεώρησε για τις σφαγές στο Ναζιλή, για την πυρκαγιά στην Οθωμανική συνοικία για να έρθει και το πρωτοφανές, ο Γάλλος στρατηγός να παραδέχεται από μόνος του(!) για άλλες πλαστές εκθέσεις Γαλλίδων καλογριών περί της πυρκαγιάς. Ο Στεργιάδης επίσης την 1η Ιουνίου 1919 σε τηλεγράφημά του είχε αναφέρει ότι «..πανταχού όπου εμείς κατέχομεν εντός σαντζακίον Σαρηχάν-Σμύρνη-Αϊδινίου επικρατεί τάξις παρά σοβαράς ραδιουργίας ξενικής προπαγάνδας..».[20] Η ιταλική προπαγάνδα ήταν συνήθως απροκάλυπτη και έντονη όπως και η παροχή πολεμικού υλικού.[21]

Χαλάστρας Κωνσταντίνος





[1]   Ενδεικτικά, σύμφωνα με επίσημα Τουρκικά (1910) και Ελληνικά(1912) στοιχεία το Ελληνικό στοιχείο ανέρχονταν στο 43,71% ή 50,8% (Τουρκικά και Ελληνικά αντίστοιχα) στην Ανατολική Θράκη, στο 30% ή 28,2 στην Κωνσταντινούπολη, και στο σύνολο των Οθωμανικών εδαφών σε Ασία και Ευρώπη στους 2.400.000 με μεγάλα ποσοστά στις επαρχίες Αϊδινίου, Ισμίτ, Τραπεζούντας και  με συμπαγείς μικρότερους πληθυσμούς στην υπόλοιπη ενδοχώρα. Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919»,Θεσσαλονίκη 1978,Institude for Balkan Studies. σ.341-347
[2] Η προσμονή των Ελλήνων κατοίκων ήταν μεγάλη μήνες πριν. Την 16/1/1919 η Σμύρνη σημαιοστολίστηκε με πλήθος ελληνικών σημαιών χωρίς κανένα επεισόδιο. ΙΑΥΕ, φακ. Α/Α/5, αρ.πρ.634. Στο ίδιο αναφέρεται η δολοφονία ενός Έλληνα λόγω αυτού του γεγονότος και οι συστηματικές βιαιοπραγίες κατά αμάχων πληθυσμών, ΙΑΥΕ, Α/Α/5, αρ.πρ.3323.
[3] Κατά τη νύκτα της 1ης/2α Μαΐου οι φυλακές που βρίσκονταν πίσω από το διοικητήριο και είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο του Ιταλού ταγματάρχη Καροσσίνι άνοιξαν  και πολλοί  κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου , κυρίως Τούρκοι, εξοπλίστηκαν για την αντιμετώπιση της επικείμενης απόβασης. Καψής Ιωάννης,, «Χαμένες Πατρίδες», Αθήνα 1989,Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη σελ.14
[4] Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919», σ.235
[5] Horton George, «Αναφορικά με την Τουρκία,Προξενικά Ντοκουμέντα των Η.Π.Α.» σελ. 96,99
[6]   Ο Βενιζέλος απέστειλε αμέσως τηλεγράφημα στην Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο σχετικά με την καταδίκη σε θάνατο δύο Ελλήνων στρατιωτών.( Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου(ΑΕΒ), Φάκελος 019-151,Κρυπτογράφημα 16/06/1919 Αριθμ. 6352). Επίσης αποζημιώθηκαν και οι πολίτες ΑΕΒ, φακ. 019/32.
[7] ΔΙΣ/ΓΕΣ: Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922, Αθήναι 1967 σ.24
[8] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΑΥΕ), φακ. Α/Α/Κ, 1919, τηλεγράφημα 22ας Ιουνίου 1919.
[9] United States Department of State / Papers relating to the foreign relations of the United States, The Paris Peace Conference, 1919. σελ.56. Την αναφορά αυτή την δίνει Γάλλος αξιωματικός που ερεύνησε την επομένη τα γεγονότα.
[10] Για το ίδιο περιστατικό υπάρχει  η αναφορά του Διευθυντή Δικαστικού Τμήματος Παπαγεωργίου (ΑΕΒ), Φάκελος 085-46-45,  προς τον αρχηγό Στρατού κατοχής Κ.Νίδερ όπου ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στους 40, ενώ αποκαταστάθηκαν αμέσως όλες οι αδικίες και επεστράφησαν τα κλοπιμαία.
[11] Τέλος  ο Φοίβος Γρηγοριάδης αναφέρει ότι διεπράχθησαν αγριότητες από τον αντισυνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά για τον οποίο ο ίδιος ο Βενιζέλος δίνει «διαταγή απελάσεως» .Γρηγοριάδη Φοίβου, « Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940,Διχασμός-Μικρά Ασία», Αθήνα 1971,εκδόσεις Κεδρηνός σ.286
[12] Ο Κακλκαμάνος έστειλε τηλεγραφικώς και τη δημοσίευση των «Times» για αυτές τις ωμότητες, ΑΕΒ 021/40.
[13] Horton George, «Αναφορικά με την Τουρκία,Προξενικά Ντοκουμέντα των Η.Π.Α.»,σ.208
[14] Το ίδιο υποστηρίζεται και στο Petsalis-Diomidis NGreece at the Paris Conference 1919» σ.218-219 καθώς και από την ΔΙΣ/ΓΕΣ: «Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922», Αθήναι 1967 σ.22
[15] ΙΑΥΕ, φακ. Ιταλοελληνικά επεισόδια στη Μικρά Ασία, εκθεση πληροφοριών αριθμ.81 Τ/ρχη Φιλίππου Ιωάννη.
[16]   United States Department of State / Papers relating to the foreign relations of the United States, The Paris Peace Conference, 1919. σελ. 54 Γάλλος Αξιωματικός που επιθεώρησε το σημείο αναφέρει 1500-2000 νεκρούς Έλληνες και 1200-1500 Μουσουλμάνους αναγνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των δεύτερων.
[17] ΑΕΒ, φακ. 021/106 Ανακοίνωση της ιταλικής πρεσβείας τηλεγραφήματος του αρχηγού των εκεί ιταλικών δυνάμεων.
[18] Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919 σ. 316
[19] Η αποστολή δύναμης της χωροφυλακής είχε εγκριθεί από τη 1η Ιουνίου από τον Ε. Βενιζέλο. ΑΕΒ, φακ. 019/5
[20] ΑΕΒ,φακ. 019/1
[21] ΑΕΒ, φακ 019/13 «εξοπλιζομένων Τούρκων δια αυστριακών όπλων παρεχομένων υπό Ιταλών» Στεργιάδης προς ελληνική αποστολή.