Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Η πρώτη μάχη του Μόντε Κασσίνο. Λυσσαλέες συγκρούσεις στη «γραμμή Γουσταύου» .

Η συμμαχική προέλαση ως την πόλη.

Στις 13 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους, το 1943,τα συμμαχικά στρατεύματα διέσχισαν την αμυντική γραμμή Volturno, 65 χιλιόμετρα νότια της γραμμής Γουσταύου. «Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτήν την πολύ ισχυρή φυσική αμυντική θέση» έγραψε ο επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα, Άλμπερτ Κέσσερλινγκ, όσον αφορά την επόμενη αμυντική γραμμή, τη γραμμή Χειμώνα «και ήλπιζα, κρατώντας την για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ίσως μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να μπορέσω να ενισχύσω τη γραμμή Γουσταύου, ιδίως στο πίσω μέρος της ώστε οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να σπάσουν τα δόντια τους». Σύμφωνα με τον Ρόμελ, η Ιταλία έπρεπε να υπερασπιστεί στα Απέννινα όρη κατά μήκος της γοτθικής γραμμής, στο βόρειο τμήμα .Ο Κεσσερλινγκ, από την άλλη πλευρά, σκόπευε να αντισταθεί όπου υπήρχε η ευκαιρία και αυτό έπραξε με μεγάλη επιτυχία. Στις 21 Νοεμβρίου 1943, ο Αδόλφος Χίτλερ ικανοποίησε τα αιτήματα του Κέσσελρινγκ και τον διόρισε «ανώτατο διοικητή του ΝΔ τομέα - Ομάδα Στρατιων C» ( Oberbefehlshabers Süd - Heeresgruppe C ), ενώ ο Ρόμελ στάλθηκε στη Γαλλία ως επόπτης του Ατλαντικού Τείχους. 

Πυροβολικό της 5ης Στρατιάς σε δράση,
ανοίγει την αυλαία της μάχης
 κατά την επίθεση της 17ης-18ης Ιανουαρίου.


Τα φυσικά αμυντικά πλεονεκτήματα του ορεινού εδάφους γύρω από το Κασσίνο είχαν ενισχυθεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν αφαιρέσει κτίρια και δέντρα για να δημιουργήσουν ιδανικά πεδία βολής, δημιούργησαν οχυρωμένες και διευρυμένες σπηλιές, δημιουργώντας υπόγεια καταφύγια που συνδέονταν με σήραγγες. Η γραμμή Γουσταύος δεν ήταν στην πραγματικότητα μια ενιαία γραμμή, αλλά ένα σύμπλεγμα πολλών αμυντικών στρωμάτων με θέσεις προετοιμασμένες για άμεσες αντεπιθέσεις σε περίπτωση που μία ή περισσότερες θέσεις έπεφταν στα χέρια των αντιπάλων. Ένα άλλο πλεονέκτημα για το Κέσσερλινγκ ήταν η παρουσία των Απενίνων όρων που ανάγκαζαν τους συμμάχους να πολεμουν σε δύο τομείς, τους Αμερικανούς στα δυτικά και τους Βρετανούς στα ανατολικά των βουνών. Οι ενέργειές τους δεν μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται και επομένως οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις από τη μία πλευρά και στη συνέχεια να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στην άλλη. 

Καμουφλάζ ενός άρματος μάχης Panzer III στο ιταλικό μέτωπο.


Μετά από έναν μήνα συνεχών μαχών, στα τέλη Νοεμβρίου 1943, η τελευταία γραμμή προ του Κασσίνο Bernhardt είχε σπάσει στο κέντρο και βόρεια του Βενάφρο, αλλά χρειάστηκαν άλλες 2 εβδομάδες περίπου για να διατηρηθεί πλήρως και να μεταβούν όλες οι γερμανικές δυνάμεις στη γραμμή Γουσταύου. Στις 31 Δεκεμβρίου, η γερμανική διοίκηση σημείωσε με ικανοποίηση ότι η προέλαση των Συμμάχων προς τη Ρώμη αποδείχθηκε πολύ αργή, μόλις «δέκα χιλιομέτρων το μήνα». Η λάσπη, το τραχύ έδαφος, η έλλειψη δρόμων κατάλληλων για τις τεράστιες εφοδιοπομπές, η κακοκαιρία και η συστηματική καταστροφή που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί είχαν αποκλείσει σχεδόν πλήρως τους συμμαχικούς στρατούς στην Ιταλία και η γερμανική αντίσταση δημιούργησε ένα πεδίο μάχης παρόμοιο με τον πόλεμο φθοράς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Για τους Συμμάχους, η πτώση της γραμμής Γουσταύου είχε γίνει πλέον ο πιο επείγων ΑΝΣΚ. Από τον Νοέμβριο του 1943 σχεδιαζοταν μια απόβαση πίσω από τις γερμανικές γραμμές στο Αντζιο, ακριβώς νότια της Ρώμης στα νώτα της γραμμής. Γι'  αυτό είχαν συγκεντρώσει 240.000 άνδρες της 5ης Αμερικανικής Στρατιάς και της 8ης Βρετανικής, 1.900 άρματα μάχης και 4.000 αεροσκάφη. Απέναντί τους, βρίσκονταν εξόχως οχυρωμένοι και οργανωμένοι 140.000 Γερμανοί της 10ης Στρατιάς.

Η κατάσταση στο μέτωπο του Κασσίνο πριν τη μάχη για την
κατάκτηση της πόλης.



Η πρώτη επίθεση.

Η μάχη στον ποταμό Γκαριλιάνο.

Η βρετανική επίθεση ξεκίνησε στις 17 Ιανουαρίου, αρκετά ομαλά και αιφνιδίασε τη γερμανική 94η μεραρχία. Παρά τις δυσκολίες  λόγω του ισχυρού ρεύματος, το επόμενο πρωί το 10ο Σώμα Στρατού  είχε μεταφέρει δέκα τάγματα στην απέναντι όχθη και οι μηχανικοί εργάζονταν για να επιτρέψουν τη διέλευση και σε αντιαρματικά όπλα και βαριά οχήματα. Κατά τη διάρκεια της 18ης Ιανουαρίου, και τα δύο τμήματα επέκτειναν το προγεφύρωμα τους, παρά το γεγονός ότι η 5η Μεραρχία (10 Βρετανικό ΣΣ) επιβραδύνθηκε εν μέρει από τεράστια ναρκοπέδια. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας των μαχών, 18 Ιανουαρίου 1944, η 56η Μεραρχία βρισκόταν στο υπερυψωμένο έδαφος και στις δύο πλευρές του Castelforte, ενώ στις 19 του μήνα, η 5η κατάφερε να μπει στο Minturno και τα γαλλικά τμήματα του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος ( Corps Expéditionnaire Français, CEF) πίεζαν συνεχώς βορείως της πόλης. Χάρη στις ενισχύσεις του 14ου ΤΘ Σώματος Γρεναδιέρων (29η και 90η Μεραρχία), οι Γερμανοί πραγματοποίησαν αντεπιθέσεις: στις 21 η Castelforte ανακαταλήφθηκε και στις 23 η Colle Damiano (ένας λόφος στα μισά του δρόμου μεταξύ Minturo και Castelforte, που κατέλαβαν οι Σύμμαχοι την πρώτη νύχτα των μαχών). Οι Βρετανοί αντέδρασαν αποφασιστικά σε μια σειρά σκληρών συγκρούσεων, οι οποίες συνεχίστηκαν με διακυμάνσεις έντασης έως τις 9 Φεβρουαρίου. Στη βρετανική αποτίμηση της πρώτης σύγκρουσης υπήρχε ικανοποίηση που διέβησαν τον ποταμό και δημιούργησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα και κυρίως διότι αγκίστρωσαν δύο γερμανικές μεραρχίες στο μέτωπο του Κασσίνο, τα οποία, διαφορετικά, θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην επικείμενη απόβαση στο Άντζιο. Ωστόσο, απογοητεύτηκαν εντελώς από τη δράση της 46ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), η οποία υπέστη βαριές απώλειες (περίπου 4.000) σε σημείο ο διοικητής, στρατηγός Χόκσγουορθ, να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια.

Η διέλευση του Γκαριλιάνο από ένα M4 Sherman,
20 Ιανουαρίου 1944.

Μάχη του ποταμού Ραπίντο.

Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες στην αμερικανική ιστορία έστω και σε τοπική και περιορισμένη κλίμακα. Η μάχη διεξήχθη κατά τις 20 με 22 Ιανουαρίου 1944, στην πραγματικότητα στον ποταμό Γκάρι. Ο Αμερικανός στρατηγός Μαρκ Γουέιν Κλάρ, ο «αμερικανικός αετός» όπως ήταν το παρατσούκλι του, εκπόνησε ένα σχέδιο το οποίο περιελάμβανε τη δημιουργία δύο προγεφυρωμάτων κατά μήκος του ποταμού Γκάρι , (που λανθασμένα εξέλαβαν ως τον ποταμό Ραπίντο) κοντά στο Σαίντ Άντζελο στη Θεοδίκη , ένα χωριουδάκι του Κασσίνο. 

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21 Ιανουαρίου, οι πρώτοι Αμερικανοί του 1ου τάγματος του 141ου και 143ου συνταγμάτων πεζικού (ΣΠ) της 36ης Μεραρχίας του ταξίαρχου Γουόλκερ κατάφεραν να επιβιβαστούν σε βάρκες και λέμβους, αλλά μόνο περίπου εκατό από αυτούς διέσχισαν τον ποταμό φτάνοντας στη δυτική όχθη. Οι Γερμανοί στην απέναντι ακτή, δημιούργησαν μια κόλαση πυρός. Πολυβόλα, όλμοι και κάθε λογής ατομικό τυφέκιο από τους Γρεναδιέρους του 71ου ΤΘΣ της 15ης Μεραρχίας στόχευε τους Αμερικανούς. Σε αυτό το πανδαιμόνιο ήρθαν να προστεθούν και τα εύστοχα πυρά του πυροβολικού που κομμάτιαζαν τα συμμαχικά σκάφη μαζί με τους επιβαίνοντες, αλλά παράλληλα χτυπούσαν και τις αμερικανικές μονάδες που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή. Σαφώς καλύτερη «τύχη» αλλά αποτυχία στον ΑΝΣΚ της είχε και η βρετανική 46η ΜΠ, που δρούσε παράλληλα στο χωριό Σαίντ Αμπρότζιο πλησίον, η οποία δεν αιφνιδιάστηκε από τα εχθρικά πυρά, αλλά από το ισχυρό ρεύμα του ποταμού που παρέσυρε τα μικρά σκάφη που επέβαιναν οι στρατιώτες.

Η διαφορά των Βρετανών με τους Αμερικανούς ήταν ότι οι πρώτοι είχαν τη διάυγεια να ακυρώσουν την επιχείρηση και να αποχωρήσουν. Οι δε Αμερικανοί,  συνέχισαν τις προσπάθειες παρόλο που δεν άλλαξε τίποτα απολύτως στην έκβαση της μάχης παρά μόνο μεγάλωναν οι απώλειες και στις δύο όχθες του ποταμού που δέχονταν τα φονικά πυρά. Σα να μην έφτανε αυτό, αποφάσισαν και την επόμενη ημέρα (22 Ιανουαρίου)  να φτιάξουν μια γέφυρα τύπου «Baily» αλλά κατέστη αδύνατο κάτω από τέτοια έκθεση στο εχθρικό πυρ. Οι δε δυνάμεις στη δυτική όχθη ήταν τελείως αποκλεισμένες και δέχονταν γερμανικές επιθέσεις. Μόνο εκείνη την ημέρα είχαν 700 απώλειες εκ των οποίων οι 240 νεκροί. Η αντίσταση των αποκομμένων τμημάτων κάμφθηκε τελικά στις 23 και οι τελευταίοι θύλακες εξαλείφθηκαν στις 24 Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη τοπική νίκη για τα γερμανικά όπλα. Με απώλειες μόλις 274 ανδρών (94 νεκροί και 179 τραυματίες) προκάλεσαν 2.783 στους Αμερικανούς , 934 νεκρούς, 1089 τραυματίες και 770 αιχμαλώτους. (1) Μεταπολεμικά, αυτή η αποτυχία αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας του Κογκρέσου.

Γερμανικό πλήρωμα προσπαθεί να επαναφέρει σε λειτουργική
κατάσταση ένα Panzer IV εν μέσω εχθρικών πυρών.


Η επίθεση στον ορεινό όγκο του Κασσίνο από τους Αμερικανούς και Γάλλους. (24 Ιανουαρίου-11 Φεβρουαρίου 1944).




Με την απόβαση στο Άντζιο από τις 22 Ιανουαρίου στα νώτα της γερμανικής άμυνας, ο στρατηγός Κλαρκ αποφάσισε  να επαναλάβει τις επιθέσεις στις 24 Ιανουαρίου, χρησιμοποιώντας την 34η Μεραρχία, τους «Κόκκινους Ταύρους» του ταγματάρχη Τσαρλς Ράιντερ, που έμελλε να δώσουν έναν από τους πιο σκληρούς αγώνες στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία. Το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση της 34ης Μεραρχίας εναντίον του βόρειου τμήματος της πόλης του Κασσίνο, ταυτόχρονα με την άμεση επίθεση εναντίον του ορεινού όγκου Κασσίνο ακόμα βορειότερα, που ανατέθηκε στους Γάλλους. Απέναντί τους βρίσκονταν βετεράνοι του Ανατολικού Μετώπου, στον τομέα του Στάλινγκραντ, της 44ης Μεραρχίας αλλά ήταν αρκετά υποστελεχωμένη.

Ενώ το έργο της διέλευσης του ποταμού ήταν ευκολότερο απ' ότι στον Ραπίντο, η πλημμύρα έκανε την κίνηση των τμημάτων πολύ δύσκολη, για τα άρματα δε τιτάνια. Βραχώδη όρη, απότομες πλαγιές, τεράστιοι ογκόλιθοι και χαράδρες αποτελούσαν από μόνα τους δυσκολίες στην κίνηση, πόσο μάλλον κάτω από το εχθρικό πυρ και τα ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα και κάθε λογής εμπόδια που τοποθετήθηκαν.

Η απόδοση της 34ης Μεραρχίας σε αυτήν τη σύγκρουση θεωρείται ως μια από τις καλύτερες των Αμερικανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Β' ΠΠ. Με αργό αλλά σταθερό ρυθμό έφτασαν σε απόσταση 1.5 χιλιομέτρου από το δεσπόζον αββαείο του Κασσίνο. Δύο πολύ σημαντικά σημεία, το Colle Sant'Angelo και το ύψωμα 593 (που ονομάστηκε «κεφάλι του φιδιού») καταλήφθηκαν και χάθηκαν ξανά λόγω του αριστοτεχνικού συντονισμού των αμυντικών ενεργειών από τον φον Σένγκερ: απέσυρε την 44η Μεραρχία και την αντικατέστησε με την 90η ΤΘ που μόλις είχε απαγκιστρωθεί. Στις 7 Φεβρουαρίου, οι Αμερικανοί κατάφεραν να πάρουν το ύψωμα 445, στον οικισμό Άγιο Ονόφριο, μόλις 400 μέτρα από το αββαείο. Ωστόσο εκεί σταμάτησαν. Κάθε προσπάθεια για περεταίρω προέλαση ήταν αδύνατη και μετά από ακόαμ 4 ημέρες άκαρπων επιθέσεων σταμάτησαν. Οι απώλειες τρομακτικές. Περίπου 7 στους 10 από τους συμμετέχοντες στα τάγματα πεζικού που εφόρμησαν, 2.200 άνδρες, ήταν νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι/αιχμάλωτοι και 840 παρέμεναν ακόμα όρθιοι. Οι αμερικανικές μονάδες αντικαταστάθηκαν από τους Νεοζηλανδούς της 2ης Μεραρχίας και τους Ινδούς της 4ης Μεραρχίας με διοικητή τον Αντιστράτηγο Σερ Μπέρναρντ Φράιμπεργκ.

Οι Γερμανοί βρίσκονταν κι αυτοί στα όριά τους. Αιμορραγούσαν κατά ένα τάγμα την ημέρα και τελευταία στιγμή δεν αποχώρησαν : στις 12 Φεβρουαρίου, ο Σένγκερ είχε προτείνει στον Κέσσερλινγκ την αποδέσμευση από το Κασσίνο και την υποχώρηση στη λεγόμενη «Γραμμή C», που βρισκόταν πίσω από το προγεφύρωμα του Άντζιο, αλλά είδαν ότι εκείνη την ημέρα οι Σύμμαχοι ανέστειλαν τις επιθέσεις τους στο σημείο.

Πιο βόρεια, οι Γάλλοι στις 24 Ιανουαρίου, με τα αποικιακά στρατεύματα της 3ης Μεραρχίας Πεζικού της Αλγερίας διέσχισε το Σέτσο, ξεπέρασε τα ναρκοπέδια και έσπασε τις άμυνες της 44ης Μεραρχίας, συνέλαβε 1.200 άνδρες του Άξονα, και με σκληρό αγώνα έφτασε στο Μπελβεντέρε. Ο Γερμανός στρατηγός φον Σένγκερ παρατήρησε ότι «..τα αποικιακά στρατεύματα πολέμησαν εδώ, όπως και αλλού, με εξαιρετική μανία και αδιαφορούσαν για τις απώλειες..». Οι Αλγερινοί με αιχμή τους Τυνήσιους του 4ου Συντάγματος τυφεκιοφόρων προσπάθησαν να προωθηθούν κι άλλο, στο Colle Abate (ύψωμα 915) αλλά αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες, περίπου 2.500 άνδρες. Τη δράση αυτών εξαίρει και ο Ντε Γκωλ στα απομνημονεύματά του σε αυτήν τη μάχη. Νέες προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα και την κατάληψη του υψώματος αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα: γερμανική αντεπίθεση με 2 νέα συντάγματα τους οδήγησε στις προηγούμενες θέσεις τους.




Η πρώτη μάχη για την κατάληψη της πόλης αποτελούσε μια μερική επιτυχία για τη γερμανική πλευρά που σε γενικές γραμμές κατάφερε να συγκρατήσει και να απορροφήσει το μεγαλύτερο τμήμα των συμμαχικών επιθέσεων. 


Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Επιχείρηση «Σαμίλ», 1942. Οι Γερμανοί κομμάντο στα βάθη της Τσετσενίας.



Η Επιχείρηση «Σαμίλ» αποτελούσε σχέδιο των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των πόλεων Μάικοπ και Γκρόζνι. Η επιχείρηση προέβλεπε τη ρίψη τμημάτων ειδικών δυνάμεων στα μετόπισθεν του εχθρού, τα οποία θα καταλαμβαναν καίρια σημεία, ενώ ο κύριος όγκος θα πραγματοποιούσε προέλαση για να τις φτάσει. Η επιχείρηση που έλαβε το όνομά της από τον Ιμαμ Σαμίλ, αποτελούσε τμήμα της θερινής επίθεσης του Γερμανικού Στρατού, της Ομάδας Στρατιών Α, το 1942 με βασικό ΑΝΣΚ την κατάληψη των τεραστίων ποσοτήτων παραγωγής πετρελαίου πόλεις Μάικοπ και με τελικό στόχος αυτές κυρίως Μπακού.

Για την εφαρμογή του σχεδίου κλήθηκε η μονάδα ειδικών επιχειρήσεων του αντισυνταγματάρχη Paul Haehling von Lanzenauer, «Σύνταγμα Βρανδεμβούργων zBV 800». Επρόκειτο για μια μονάδα στην οποία «..η πρώτη προϋπόθεση για την ένταξη κάποιου ήταν ο εθελοντισμός, μετά η ευκινησία και η ικανότητα γρήγορης αντίδρασης, η ικανότητα αυτοσχεδιασμού, ένας μεγάλος βαθμός πρωτοβουλίας σε συνδυασμό με το έντονο αίσθημα συντροφικότητας. Ακόμη, μια ορισμένη αλλά πειθαρχημένη δίψα για περιπέτεια, τακτ στην αντιμετώπιση των ξένων λαών και φυσικά η τελική απόδοση. Οπωσδήποτε ήταν επιθυμητή η αξιοπρεπής εξωτερική παρουσία και οι γλωσσικές δεξιότητες θα έκαναν έναν άνδρα να μπορεί να εμφανιστεί πειστικά ως Βρετανός αξιωματικός ή στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού..».


 Οι διερμηνείς μάχης ήταν σχεδόν πάντα ντόπιοι από την περιοχή της επιχείρησης, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν υποβληθεί σε στρατιωτική εκπαίδευση στις χώρες καταγωγής τους και διέθεταν τις περισσότερες φορές υψηλά προσόντα. Ιδίως στη συγκεκριμένη, αποτελούσαν την πλειοψηφία της αποστολής αφού αναλυτικά ήταν 15 Γερμανοί, 21 Οσετιανοί, 16 Ινγκουσετιανοί, 13 Τσετσένοι, 5 Νταγκεστανοί , 3 Κιρκάσιοι, ένας Ρώσος και ένας Κοζάκος. Αποτελεί γεγονός σχετικό με την πειθαρχία και την ποιότητα των στρατιωτών ότι δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο ή αναφορά για εγκλήματα πολέμου ακόμα κι όταν οι άνδρες αυτοί έδρασαν σε περιοχές με έντονο αντάρτικο όπου η φύση του πολέμου ήταν ιδιαίτερα σκληρή και οδηγούσε πάντα σχεδόν τις δύο πλευρές σε εκτεταμένες ακρότητες.
Ο λοχαγός Grabert Siegfried, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση 
και του απονεμήθηκαν τα φύλλα δρυός στον Σιδηρού Σταυρό στις 
6 Νοεμβρίου 1943 τον οποίο ήδη κατείχε από τον Ιούνιο του 1941.





Η μονάδα θα πραγματοποιούσε ρίψη σε αρκετά προπορευόμενο σημείο από την προελάνουσα 1η Στρατιά Πάντσερ. Εκεί θα αποκτούσε επαφή με δυνάμεις των τοπικών άτακτων φίλιων δυνάμεων, θα καταλάμβανε με το στοιχείο του αιφνιδιασμού τις πετρελαιοπηγές και θα τις υπερασπιζε από τυχόν φθορές ή καταστροφή από τον υποχωρούντα Κόκκινο Στρατό. Όπως όμως κάθε σχέδιο «βγαίνει από το παράθυρο» μόλις ξεκινά η επιχείρηση, έτσι εξελίχθηκε και η συγκεκριμένη.

Μια μικρή ομάδα έπεσε πίσω από τις σοβιετικές γραμμές και προσγειώθηκε στις 25 Αυγούστου κοντά στο Ντούμπα-Γιούρτ, στην περιοχή του φαραγγιού του ποταμού Αργκούν στα νότια του Γκρόζνι, στην περιοχή που κατοικούνταν από Τσετσένους. Η ομάδα κινήθηκε προς τα βορειοδυτικά προς τις αιχμές του δόρατος των γερμανικών δυνάμεων που προωθούνταν. Στο δρόμο της, η μονάδα προσπάθησε να ξεσηκώσει τους, σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικούς λαούς, του Καυκάσου, όπως οι τσετσενικές ομάδες με επικεφαλής τον Χασάν Ισραΐλοφ, σε επιθέσεις στα νώτα των σοβιετικών στρατευμάτων ή σε τοπικές εξεγέρσεις. Ως μέρος αυτού, οι Τσετσένοι και οι σύμβουλοι των Γερμανών ειδικών δυνάμεών τους έπρεπε να καταλάβουν στρατηγικά σημεία και να αποτρέψουν την κίνηση σοβιετικών στρατευμάτων και το κατάφεραν. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και μετά από σύντομες μάχες οι πετρελαιοπηγές του Γκρόζνυ ήταν σε γερμανικά χέρια.

Λίγο μετά τη ρίψη, η ομάδα «Βρανδεμβούργων» ενεπλάκη σε συμπλοκές με τις σοβιετικές δυνάμεις και μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου αναγκάστηκε να υποχωρήσει, λόγω της αντίστασης της σοβιετικής πολιτοφυλακής και των μονάδων NKVD, προς τα νότια προς το χωριό Μπορζόι, όπου υπήρχε μια φίλια δύναμη τσετσενικών αντιστασιακών μαχητών. Ένας άλλος λόγος ήταν και ο μικρός αριθμός των μαχητών, αφού μόλις 57 άνδρες αποτελούσαν το σύνολο όσων ρίφθηκαν το διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου και άλλοι 20 σε δεύτερο χρόνο. Αφού συνέχισε στο χωριό Oschnoi, ακόμα βαθύτερα στον Καύκασο, η ομάδα εκ νέου συγκεντρώθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου για να ξεκινήσει την πορεία της προς τα βορειοδυτικά προς τις γερμανικές γραμμές και σε αυτή τη φάση της επιχείρησης κατάφερε σε τρεις περιπτώσεις να αποφύγει την περικύκλωση και καταστροφή από τις σοβιετικές δυνάμεις. Ήδη οι εκεί γερμανικές δυνάμεις είχαν σταματήσει την προέλασή τους φτάνοντας μέχρι 55 μίλια (89 χιλιόμετρα) έξω από το Γκρόζνυ.


Ίσως ο μοναδικός σωζόμενος χάρτης της
«Επιχείρησης Schamil (Σαμίλ)»  (1942).

Στον χάρτη: 

Μπλε κύκλος: γερμανικό σημείο ρίψης

Μπλε βέλος: γερμανική διαδρομή 

Μικρά ορθογώνια: διανυκτερεύσεις

Διασταυρώμενα ξίφη: μάχες/συμπλοκές

Κόκκινο βέλος: εχθρική προώθηση 

Κόκκινοι κύκλοι: προσπάθειες περικυκλωσης από τις εχθρικές δυνάμεις

Κόκκινο «T» με τέλειες: εχθρικές φωλέες πολυβολων

Κόκκινη καμπύλη : εχθρική θέση πυροβολικού

Κόκκινος κύκλος με γραμμές: περιοχή αναζήτησης από τους Σοβιετικούς

Γκρι κύκλοι:  θέση ομάδων αντίστασης με ένδειξη της δύναμής τους.


Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η γερμανική διοίκηση ήταν σε επαφή με δύο τσετσενικές αντιστασιακές ομάδες, οι άντρες των οποίων ήταν κάτι περισσότερο από πρόθυμοι να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς, αλλά το συγκεκριμένο σκέλος της «Σαμίλ» απέτυχε όχι λόγω κάποιας έλλειψης βούλησης για συνεργασία μεταξύ των Γερμανών και των Τσετσενών, αλλά του φτωχού εξοπλισμού των τελευταίων και συνεπώς των μειωμένων αντικειμενικά δυνατοτήτων. Ως εκ τούτου είχε αποτύχει και αυτό το σκέλος της επιχείρησης. Τελικά τα μαχόμενα σε ξένο έδαφος γερμανικά τμήματα επί 3.5 μήνες, μετά από 4 μάχες/συμπλοκές, αποφεύγοντας κάθε εχθρική παγίδα και προσπάθεια περικύκλωσης και διανύοντας 550 χιλιόμετρα μέσα από τις σοβιετικές γραμμές, στις 10 Δεκεμβρίου η μονάδα  «Brandenburger» απέκτησε τη λυτρωτική επαφή τελικά με άλλες γερμανικές δυνάμεις στο χωριό Verchny Kurp.

Η μυστική αστυνομία NKVD έμαθε σύντομα λεπτομέρειες για το σχέδιο «Σαμίλ» και αυτό ήταν ένας από τους λόγους για την απέλαση ολόκληρου του πληθυσμού των Τσετσενών και Ινγκουσετιανών στην κεντρική Ασία και τη διάλυση της αυτόνομης δημοκρατίας Τσετσενίας-Ινγκουσετίας ως μέρος της ΕΣΣΔ στις 7 Μαρτίου 1944.

H μονάδα μετονομάστηκε από τις 20 Νοεμβρίου 1942 σε «Sonderverband Brandenburg» και από την 1η Απριλίου 1943 σε «Μεραρχία Brandenburg».

Πηγές : 

https://www.axishistory.com/books/154-germany-heer/heer-regimenter/4476-lehr-regiment-brandenburg-zbv-800

https://www.bundesarchiv.de/DE/Content/Virtuelle-Ausstellungen/Die-Brandenburger-Kommandotruppe-Und-Frontverband/die-brandenburger-kommandotruppe-und-frontverband.html

https://portal.ehri-project.eu/units/de-002525-rh_26_1002

https://de.wikipedia.org/wiki/Brandenburg_(Spezialeinheit)

https://codenames.info/operation/schamil/

Twitter/Caucasus Archives.

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Η δράση της βουλγαρικής «Οχράνα» κατά τη διάρκεια της κατοχής στην περιοχή της Μακεδονίας.

Το 1941, η Γερμανική Ύπατη Διοίκηση ενέκρινε την ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης στη Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι οργάνωσαν προμήθειες τροφίμων για τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας, με στόχο να κερδίσουν την επιρροή και την εμπιστοσύνη του εκει πληθυσμού που βρισκόταν στις γερμανικές και ιταλικές ζώνες. Το 1942, η βουλγαρική λέσχη ζήτησε βοήθεια από την Ύπατη Αρχή για την οργάνωση ένοπλων μονάδων μεταξύ του σλαβόφωνου πληθυσμού στη βόρεια Ελλάδα. Αξιωματικοί, κυρίως οπαδοί του Ιβάν Μιχαήλωφ της ΕΜΕΟ, ανέλαβαν τη δημιουργία της πολιτοφυλακής. 

Το πρώτο απόσπασμα δύναμης 80 ατόμων δημιουργήθηκε το 1943 στην Καστοριά από τον βούλγαρο πράκτορα Κάλτσεφ, με την υποστήριξη του επικεφαλής των ιταλικών αρχών κατοχής στην Καστοριά, Συνταγματάρχη  Βενιέρι. Αυτοί παρείχαν όπλα και στολές με ραμμένη την επιγραφή « Ιταλοβουλγαρική Επιτροπή - Ελευθερία ή Θάνατος», πιο συγκεκριμένα με τα Βουλγαρικά αρχικά ΒΚ SIS Belgarskί Komitet, Βουλγαρικό Κομιτάτο και Svoboda ili Smrt, Ελευθερία ή Θάνατος, την επίσημη αναφορά της ΕΜΕΟ. 

Μέλη της βουλγαρικής παραστρατιωτικής οργάνωσης
«Οχράνα» («Ασφάλεια») στα Λακκώματα,
στην Ορεστίδα Καστοριάς.


Πρώτη τους ενέργεια στις 5/3/1943 ήταν η εκτέλεση 21 πολιτών για «συνεργασία με τους Έλληνες». Η στρατολόγηση συνεχίστηκε και στην περιοχή της Φλώρινας. Μετά την επιτυχία σε συμπλοκή με ελληνικά τμήματα αντίστασης, απευθύνθηκαν στη γερμανική διοίκηση Έδεσσας προκειμένου να εδραιωθουν και εκεί. Η «Επιτροπή» στη Φλώρινα και στην Καστοριά κατάφερε να οπλίσει ένα σημαντικό μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού των περιοχών, μετά από σφοδρο κύμα βίας, που στράφηκε κυρίως εναντίον των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Τέλη του 1943 έφτασαν να αριθμούν 3.000 άτομα υπό τον Αντών Καλτσέφ και τους Σαρακίνωφ και Μλαντένωφ, με κύριο στόχο την καταδίωξη όλων των  Ελλήνων, του τοπικού πληθυσμού, των σλαβόφωνων, των Βλαχων, εναντίον του προφυγικού πληθυσμού και σε όποιον θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας. Όπως αναφέρουν και οι ίδιοι συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους άνδρες της ΠΑΟ, Πανελλήνιας Απελευθερωτικής Οργάνωσης, στην περιοχή της Κρυας Βρύσης Γιαννιτσών και δεν είχαν εκεί τα επιδιωκώμενα αποτελέσματα. Ακόμη, αναφέρουν αντίσταση από τμήμα του Μιχάλαγα Παπαδόπουλου, και παρομοιάζουν την επικρατούσα κατάσταση ως «νέα φάση του μακεδονικού αγώνα». 

Τον Αύγουστο του 1943, ο Ιβάν Μιχαήλφ, κατέφθασε στο Ζάγκρεμπ και μετά σε ανεπίσημη περιοδεία στη Γερμανία, όπου επισκέφθηκε την έδρα της Υπηρεσίας Ασφαλείας. Εκεί έλαβε τη έγκριση να δημιουργήσει εθελοντικά τάγματα οπλισμένα με γερμανικά όπλα. Αυτά τα τάγματα - 3 στον αριθμό σε Καστοριά, Έδεσσα και Φλώρινα με την ονομασία «εθελοντικά τάγματα ΕΜΕΟ» - μπήκαν στην επιχειρησιακή διοίκηση του Ραϊχσφύρερ Χάινριχ Χίμλερ. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το φθινόπωρο και η ανάγκη ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο ανάγκασαν τους Γερμανούς στην προσφορά επέκτασης της επιρροής των Βουλγάρων στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. 

Οι Βούλγαροι της Οχράνα ή γνωστής και ως Κεντρικής Επιτροπής Βουκγαρομακεδόνων, υπό γερμανική διοίκηση πλέον, συμμετείχαν στη σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς όπου βρήκαν τον θάνατο 250-270 άμαχοι. Η σφαγή έγινε μετά από επίθεση του ΕΛΑΣ σε προπορευόμενο τμήμα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 3 με 8 Γερμανών και μερικών κομιτατζήδων. Ο ΕΛΑΣ που εξυπηρετούσε την κομμουνιστικη ατζέντα της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία είχε τα δικά της σχέδια για τη Μακεδονία, και επίσης δεν ήθελε άλλον αντίπαλο σε καμία περιοχή, δημιούργησε στις 25 Δεκεμβρίου 1943 στο Πολυάνεμο Καστοριάς και στις 26/27 Δεκεμβρίου στη Δροσοπηγή Φλώρινας, ως πόλο έλξης των Σλαβόφωνων και των σλάβων στην εθνική τους συνείδηση, το Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ-Славјаномакедонскиот народноослободителен фронт). 

Ο καθένας επιθυμούσε την προσχώρηση των Σλαβόφωνων για τα δικά του σχέδια, οι της Οχράνα για τη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας, οι του ΕΛΑΣ με τον ΣΝΟΦ που ακολουθούσε την εξυπηρέτηση των κομμουνιστικών σχεδίων , την «Ανεξάρτητη Μακεδονία». Υπήρχαν άτομα μέσα στον ΕΛΑΣ που αντιδρούσαν σε αυτές τις ενέργειες και αποτέλεσαν αργότερα τους λόγους της διάλυσης του ΣΝΟΦ. Ο Svetozar Vukmanovic, απεσταλμένος του Τίτο, ισχυρίζεται ότι ο Σιάντος συμφώνησε προφορικά πως στους Μακεδόνες» πρέπει να λέγεται ότι μετά την απελευθέρωση θ’ αποκτήσουν το δικαίωμα της «εθνικής απελευθέρωσης και ισότητας». Τελικά, στον ΣΝΟΦ προχώρησαν άνω των 2.000 ατόμων, πολλοί πρώην Οχρανίτες και που θα πολεμούσαν αργότερα τον Ελληνικό Στρατό στον συμμοριτοπολεμο με τον ΔΣΕ. Το «Σλαβομακεδονικό Τάγμα», επίσημα II/28 Τάγμα, έφτασε τον Σεπτέμβρη του 1944 να έχει δύναμη 800 ανδρών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν πρώην Οχρανίτες. 

Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (SNOF)
σε συνέδριο στο Δενδροχώρι Καστοριάς, Απρίλιος 1944.
Πολλοί εξ αυτών ήταν πρώην Οχρανίτες. 




Στις 5 Ιουνίου 1944, ομάδα 28 ατόμων της Οχράνα αιχμαλωτίστηκε από τον ΕΛΑΣ. Στις 21 Αυγούστου 1944 τμήμα της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ επιτέθηκε με επιτυχία στο προπυργιο των Βουλγάρων, το χωριό Πολυκέρασο. Κατά τη διάρκεια της μάχης, αναφέρθηκαν 11 με 20 άνδρες της Οχράνα νεκροί και δεκάδες αιχμάλωτοι (αναφέρονται ως αριθμοί 150 με 300). Τον Σεπτέμβριο, δύο ακόμα λόχοι της Οχράνα εξοντωθηκαν στην υπεράσπιση της Έδεσσας από επίθεση του ΕΛΑΣ.

Τα υπολείμματα της Οχράνα αποχώρησαν και προς Βουλγαρία αλλά κυρίως προς τη μεριά των Σκοπίων όπου εντάχθηκαν στον ΝΟΦ/NOF (Narodno Osloboditelen Front) που είχε έδρα στα Σκόπια, από τον Απρίλιο του 1945 και ως σκοπό την «απελευθέρωση της Μακεδονίας του Αιγαίου» .Μετά την απελευθέρωση, οι Ελληνικές Αρχές εξαπέλυσαν κύμα διώξεων εναντίον των πρώην μελών της παραστρατιωτικής αυτής οργάνωσης. Περισσότερα από 2.000 άτομα παραπέμφθηκαν στα έκτακτα στρατοδικεία δοσιλόγων που συστάθηκαν με βάση την Συντακτική Πραξη 6/1945 της κυβέρνησης Πλαστήρα. Οι περισσότεροι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, όπως και στην περίπτωση των Τσάμηδων, οι περιουσίες τους δημεύθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο και όσοι γλύτωσαν διέφυγαν στα Σκόπια. Ο Αντον Κάλτσεφ καταδικάσθηκε σε θάνατο και τουφεκίσθηκε στην Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο 1948.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η πολιορκία της Δουνκέρκης και η τελευταία επιθετική ενέργεια των Γερμανών στη Γαλλία (Επιχείρηση «Μπλύχερ») τον Απρίλιο του 1945.

 Η κατάσταση και οι αντίπαλοι

Μετά την απόβαση στη Νορμανδία από τους Συμμάχους τον Ιούνιο του 1944 και το σταδιακό «ξήλωμα» των γερμανικών θέσεων, πολλά οχυρωμένα σημεία του Ατλαντικού Τείχους παρέμειναν υπό την κατοχή των Γερμανών. Με διαταγή του Χίτλερ στις 4 Σεπτεμβρίου 1944 ανακηρύχθηκαν ως οχυρά των οποίων οι φρουρές δεν θα παρέδιδαν στα σημαντικά λιμάνια/σημεία στον εχθρό. Γρήγορα οι πόλεις Διέππη, Οστένδη έπεσαν. Το Καλαί ακολούθησε την ίδια μοίρα στις 30 Σεπτεμβρίου μετά από 5ήμερη μάχη. Η γειτονική Δουνκέρκη, η πόλη-σύμβολο της επιτυχούς αποχώρησης των Συμμάχων το 1940 θα αποτελούσε ένα άπαρτο φρούριο που θα παρέμενε σε γερμανικά χέρια μέχρι τη λήξη του πολέμου.

Ο αποφασιστικός διοικητής αντιναύαρχος Φρίντριχ Φρίσιους ενέπνευσε τους 11.238 υπερασπιστές της Δουνκέρκης που προέρχονταν από διάφορες μονάδες, όπως των Μεραρχών 226, 346, 711, 49 της Βέρμαχτ, του Ναυτικού, της Αεροπορίας, εξασθενημένες από τις υποχωρητικές μάχες στη Γαλλία με 85 πυροβόλα διάφορων διαμετρημάτων, από 75 έως 200 χλστ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και περίπου 2.000 άνδρες των Waffen-SS.Η δύναμη χωρίστηκε σε 5 τμήματα και δημιουργήθηκε περίμετρος μέχρι 10 μίλια στα διπλανά χωριά, από το Νιούπορτ στα ΒΑ και τα Λούν Πλαζ, Μπερτζούς και Σπάικερ Νότια και ΝΑ,οχυρώνοντας κάθε πιθανή είσοδο στην πόλη. Τα εφόδια και πολεμοφόδια έφταναν τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 1945. Τον ρόλο του πολιορκητή είχαν οι Καναδοί με εναλλαγές μονάδων την 5η Ταξιαρχία Πεζικού, την 4η Ταξιαρχία Ειδικών Επιχειρήσεων και την 154η Ταξιαρχία Πεζικού και αργότερα με την 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία Τσεχοσλοβάκων. Αποστολή είχαν την επιτήρηση, παρενόχληση και αναγνωριστικές επιθέσεις. Το σημείο της πόλης είχε προφανή πλεονεκτήματα για τους αμυνόμενους. Τα κανάλια χώριζαν την πόλη σε αμυνόμενους τομείς, δημιουργώντας φυσικά εμπόδια.Οι δρόμοι μπλοκαρίστηκαν από οδοφράγματα που δημιουργήθηκαν από τα συντρίμμια που ήταν τυπικά για κάθε πόλη που υπέστη αεροπορικό βομβαρδισμό. Δημιουργήθηκε ακόμη και στρατόπεδο αιχμαλώτων με 60 Βρετανούς, Καναδούς και Γάλλους αντιστασιακούς. Μέχρι τις 5 Οκτωβρίου ο άμαχος πληθυσμός είχε αποχωρήσει σχεδόν εξολοκλήρου.

Χάρτης της πόλης πριν την πολιορκία
Πηγή https://weaponsandwarfare.com/2020/06/05/operation-blucher-2/

Η πολιορκία

Από τις 7-8 Σεπτεμβρίου έως τις 15 του ίδιου μήνα στοιχεία της 2ης Καναδικής Μεραρχίας, επιχείρησαν επιθετικές ενέργειες περιορίζοντας τον θύλακα των αμυνόμενων καταλαμβάνοντας τα πέριξ χωριά/οικισμούς Μπουρμποργκ, Μπρέι Ντιούνς, Ντιβέλντ, Γκάιβελντ κ.α. και εισήλθαν και στην Μπερτζούς. Στο χωριό Λούν Πλάζ υπήρξε μεγάλη αντίσταση και αρκετές απώλειες εκατέρωθεν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος κάθε συμμαχικός λόχος αριθμούσε περίπου 30 άνδρες. Οι επιτεθέμενοι είχαν τη δυσχέρεια να προωθούνται μέσα από πλημμυρισμένους δρόμους και ανοιχτά πεδία. Το Σπάικερ καταλήφθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου από μια διλοχία αλλά δέχθηκε αμέσως αντεπίθεση και πυκνά πυρά. Μερικά παράκτια πυροβόλα των Γερμανών γύρισαν 180 μοίρες και έβαλλαν και αυτά. Οι συμμαχικές δυνάμεις της Ταξιαρχίας εν τέλει υποχώρησαν και συγκεντρώθηκαν στο Μπουρμποργκ. Νυχτερινή επιδρομή των συμμάχων στις 15/9 ήταν επιτυχής και 25 Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Όμως, προσπάθειες την ίδια ημέρα να περάσουν το κανάλι κατέληξαν σε αποτυχία. Οι Καναδικές απώλειες ανήλθαν σε πρίπου 300 συνολικά και αποφασίστηκε η πόλη να τεθεί υπό πολιορκία γιατί νέα έφοδος θα προκαλούσε πολλαπλάσιες απώλειες.

Η 4η, η 5η και η 6η Ταξιαρχία της 2ης Καναδικής Μεραρχίας στη συνέχεια διατάχθηκε να λάβει μέρος στη μάχη της Αμβέρσας και αντικαταστάθηκε με άλλες καναδικές μονάδες(154η Ταξιαρχία) και στις 6η Οκτωβρίου κατέφθασαν και οι δυνάμεις των Τσεχοσλοβάκων μαζί με άλλες βρετανικές (7ο Βασιλικό Σύνταγμα Τεθωρακισμένων) και γαλλικές δυνάμεις μαζί με πανσπερμία οχημάτων, αρμάτων μάχης και λοιπών όπλων.

Όμως η γερμανική άμυνα ήταν ενεργητική και εξαιρετικά δραστήρια υπό τον Φρίσιους. Ο τελευταίος αντιλήφθηκε τις συνεχείς εναλλαγές των μονάδων παρατήρησης και σε μια από τις επιδρομές/αντεπιθέσεις στη Γκάιβελντ και Μπρέυ Ντιούνς οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το κέντρο διοίκησης της 7ης Ταξιαρχίας Χάιλαντερς Άργκυλ και Σάδερλαντ. Στις 3 με 6 Οκτωβρίου 17.000 πολίτες, Βρετανοί αιχμάλωτοι και Γερμανοί τραυματίες αποχώρησαν από την πόλη μετά από σύντομη ανακωχή. Ο βασικός λόγος ήταν η παροχή περισσότερων εφοδίων για τους άνδρες του Φρίσιους. Οι Τσεχοσλοβάκοι συνέχισαν τις επιδρομές και τις επιθετικές επιχειρήσεις και σε μια από αυτές , στις 28 Οκτωβρίου αιχμαλώτισαν 300 Γερμανούς υφιστάμενοι περίπου 130 απώλειες. Οι θέσεις όμως των αμυνόμενων δεν άλλαξαν.

Ο Γερμανός διοικητής Φρίντριχ Φρίσιους

Επιχείρηση «Μπλύχερ».

Τον Απρίλιο του 1945 και ενώ το Γ' Ράιχ έπνεε τα λοίσθια και η Δουνκέρκη ήταν πλήρως απομονωμένη, ο Γερμανός διοικητής αποφάσισε την εκτέλεση μιας ισχυρής αντεπίθεσης. Η επίθεση ορίστηκε για την αυγή της 5ης Απριλίου 1945. 

Με ισχυρή κάλυψη πυροβολικού οι Γερμανοί κατέπεσαν πάνω στους ανυποψίαστους Τσέχους. Παρά τη σθεναρή αντίσταση η άμυνα κατέρρευσε από την επιθετική ορμή και γρήγορα ένα ένα τα σημεία καταλήφθηκαν.Οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο να ανακαταλάβουν ολόκληρη την παλαιά περίμετρο που είχαν καταφέρει να πάρουν οι Καναδοί τον Σεπτέμβριο του 1944. Όταν έφτασε η είδηση στο Βρετανικό Επιτελείο επικράτησε πανικός. Οι Καναδοί έσπευσαν να συνδράμουν τους υποχωρούντες Τσεχ/κους ενώ η RAF προσπαθούσε να συγκρατήσει τη γερμανική επίθεση με συνεχή χτυπήματα. Το μηχανικό άρχισε να ανατινάζει μια μια τις γέφυρες της περιμέτρου προκειμένου να σταματήσει την εχθρική προέλαση. Οι αναδιοργανωμένοι Τσεχ/κοι μαζί με τους Καναδούς επιχείρησαν αντεπίθεση με πλήρη αεροπορική κάλυψη αλλά χωρίς να ανακτήσουν τίποτα. Οι Τσεχ/κοι υπέστησαν απώλειες 768 ανδρών, 207 νεκροί και αγνοούμενοι και 461 τραυματίες σε αυτή τη μάχη. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τη διείσδυση των Γερμανών 15 χλμ μέσα στις συμμαχικές γραμμές. Οι Σύμμαχοι επιχείρησαν νέες αντεπιθέσεις χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τις 4 Μαΐου. Πέντε μέρες αργότερα η γερμανική δύναμη παραδόθηκε. 

Οι γερμανικές απώλειες κατά τη διάρκεια της 9μηνης πολιορκίας και της τελευταίας επίθεσης ανήλθαν σε περίπου 1.000 άνδρες. Οι συμμαχικές απώλειες δεν αναφέρονται στο σύνολό τους, οι Καναδοί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Σεπτεμβρίου 1944 είχαν τουλάχιστον 300 απώλειες, οι Τσεχ/κοι κατά τη «Μπλύχερ» και στις 28 Οκτωβρίου είχαν 910 και των Βρετανών είναι άγνωστες. Στους τελευταίους πρέπει να υπολογίζονται και οι απώλειες κατά τη διάρκεια μικρότερων επιχειρήσεων, επιδρομών, πυρών πυροβολικού κλπ.

Τσεχ/κοι της 1ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.


Πηγές: -άρθρο της ιστοσελίδας «Weapons and Warfare»

             -Βίντεο της Mark Felton Productions , https://www.youtube.com/watch?v=FXqg-6YKU7Q

             -http://www.nasenoviny.com/DunkirkEN1944_45.html

             - www.bbc.co.uk/ww2peopleswar/stories/95/a8553495.shtml#selection-295.15-295.45


Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Αποστολή αυτοκτονίας στον Ειρηνικό, οι Ιάπωνες αλεξιπτωτιστές πραγματοποιούν επιδρομή στην Οκινάουα.

Στη φωτογραφία ο λοχαγός Okuyama και η 
μονάδα του αναχωρούν για την
τελευταία αποστολή 
τους.

Η Giretsu Kuteitai (που σημαίνει «ηρωικοί αλεξιπτωτιστές») ήταν αερομεταφερόμενη μονάδα ειδικών δυνάμεων του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού στρατού . Δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 1944 σε μια έσχατη προσπάθεια αποτροπής των στρατηγικών βομβαρδισμών των μητροπολίτικων εδαφών της Ιαπωνίας.

Από τη μονάδα ειδικών δυνάμεων Teishin Shudan (επιπέδου μεραρχίας) δημιουργήθηκε υπό τον λοχαγό Michiro Okuyama το 1ο Τάγμα Καταδρομών. Αυτός με 126 άνδρες, (τον 4ο Λόχο) δημιούργησε την ομάδα Giretsu. Αρχικά οργανώθηκε σε πέντε διμοιρίες και μία ανεξάρτητη ομάδα καθώς και από 8 πράκτορες.

Το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχέδιο απεμπλοκής της δύναμης, μαζί με την απόρριψη της παράδοσης στο ιαπωνικό στρατιωτικό δόγμα εκείνη την εποχή, σήμαινε ότι οι επιχειρήσεις Giretsu ήταν ουσιαστικά επιθέσεις αυτοκτονίας. Τα τελευταία λόγια του Okuyama πριν αναχωρήσει για την αποστολή ήταν τα εξής : «Αναχωρώ για την τελευταία μου εξόρμηση ως διοικητής της μοίρας, η πολυαναμενόμενη μέρα των μαχητών έφτασε τελικά. Η εκπαίδευση και ο ενθουσιασμός για τη συνάντηση με τον Αμερικανό εχθρό, είναι ο προάγγελος του τελικού μας σκοπού. Σήμερα λοιπόν.»

Τη νύχτα της 24ης Μαΐου 1945, 12 Ki-21-IIbs ξεκίνησαν έκαστο με 12 κομάντο προς τις βάσεις Γιομιτάν και Καντένα. Τέσσερα αεροσκάφη διέκοψαν την αποστολή καθώς παρουσίασαν πρόβλημα κινητήρα και άλλα τρία καταρρίφθηκαν, ωστόσο πέντε κατάφεραν να φθάσουν στο Αεροδρόμιο Γιοντάν με ένα μονάχα να προσγειώνεται με επιτυχία. Ήταν όμως αρκετό.

Περίπου 10 επιβιώσαντες επιδρομείς, οπλισμένοι με υποπολυβόλα και εκρηκτικά, σκόρπισαν το χάος. Έκαψαν 70.000 γαλόνια καυσίμου, κατέστρεψαν ή προκάλεσαν μεγάλες ζημιές σε 38 αεροσκάφη και σκότωσαν ή τραυμάτισαν 20 Αμερικανούς στρατιώτες. Από τα αμερικανικά αεροσκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς 3 μαχητικά Vought F4U Corsair , 4 μεταγωγικά C-47 και 2 βομβαρδιστικά PB4Y-2 Privateer ενώ προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές σε 29 άλλα (2 βομβαρδιστικά PB4Y-2 , 3 μαχητικά F6F , 22 μαχητικά F4U, 2 μεταγωγικά C-47). Το αεροδρόμιο κατέστη μη επιχειρησιακό μέχρι τις 08:00 της επόμενης ημέρας.
Από την αποστολή επέζησε μόνο ένας μαχητής της μοίρας. Στη φωτογραφία
Αμερικανοί επεξεργάζονται νεκρούς Ιάπωνες των οποίων το αεροσκάφος
πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση με αποτέλεσμα τον
θάνατο όλου του πληρώματος..

Μία ώρα μετά την έναρξη της μάχης, έφτασαν ενισχύσεις από Πεζοναύτες, εκκαθαρίζοντας τους επιβιώσαντες αλεξιπτωτιστές στο Yi Rong και η σύγχυση στο αεροδρόμιο σταδιακά υποχώρησε. Μέχρι τις 13:00 κάθε αντίσταση είχε σβήσει. Ένα μέλος της επιδρομής επιβίωσε και κατάφερε να διασχίσει το πεδίο της μάχης και να φτάσει στο αρχηγείο της 32ης Στρατιάς στην Οκινάουα στις 12 Ιουνίου.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Καμικάζι. Η απέλπιδα προσπάθεια της Ιαπωνίας στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Τον Οκτώβριο του 1944 ο ναύαρχος Takijiro Ohnishi γνώριζε ότι οι ιαπωνικές αεροπορικές δυνάμεις σε ολόκληρη την περιοχή των Φιλιππίνων είχαν λιγότερα από 100 αεροπλάνα που βρίσκονταν ακόμη σε κατάσταση λειτουργίας και ότι οι ναυτικές δυνάμεις δεν ήταν επαρκείς για να αντισταθούν στην εισβολή, καθώς και ότι επερχόταν η απώλεια των Φιλιππίνων συνολικά και με αυτό το τέλος κάθε πραγματικής πιθανότητας υπεράσπισης της Ιαπωνίας. 
Ένας Καμικάζι(επίσημα Ειδική Επιθετική Μονάδα
- Tokubetsu Kοgekitai) της Ιαπωνικής Αυτοκρατορικής
Αεροπορίας καταρρίπτεται καθώς προσπαθούσε
να επιτεθεί σε μια ομάδα αεροπλανοφόρων,
κοντά στα νησιά Μαριάνες στον Ειρηνικό,
στις 13 Ιουνίου 1944 .Φωτογραφία που τραβήχτηκε από
το USS Kitkun Bay.
«Κατά τη γνώμη μου», ανέφερε αργότερα ένας από τους ανώτερους υπαλλήλους του,«υπάρχει μόνο ένας τρόπος να διασφαλίσουμε ότι η πενιχρή μας δύναμη θα είναι αποτελεσματική στο μέγιστο βαθμό. Αυτό είναι να οργανωθούν μονάδες επιθέσεων αυτοκτονίας αποτελούμενες από μαχητικά Zero οπλισμένα με βόμβες των 250 κιλών, με κάθε αεροπλάνο να πέφτει σε έναν εχθρικό στόχο..Τι νομίζετε;».
Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε επίσημα η Ιαπωνική Ναυτική Ειδική Επιθετική Δύναμη,(Tokubetsu Kοgekitai) . Ήταν μια στρατηγική που επινοήθηκε από τον υπολοχαγό Shoichi Ota και ξεκίνησε την επίσημη μεταφορά της στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα παρουσιάστηκε αρχικά στους εναπομείνατες 23 νεαρούς άνδρες της 201ης μοίρας, που ήδη μειώθηκαν στο ένα τρίτο του αρχικού τους μεγέθους. Ήδη από τον αξιωματικό που ήταν ο διοικητής τους κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης  ειπώθηκε ότι «αυτοί οι νέοι πιλότοι αγκάλιασαν την ιδέα του ναύαρχου Ohnishi για αποστολές αυτοκτονίας σε μια φρενίτιδα συγκίνησης και χαράς». Η επιχείρηση, που σύντομα θα ονομαζόταν καμικάζι ή «θεϊκός άνεμος», ξεκίνησε μέσα σε λίγες μέρες. 
Χτύπημα του USS Columbia, 57 νεκροί και
τραυματίες.
Η λέξη Kamikaze μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «Θεϊκός άνεμος». Αν και η φράση σχετίζεται κυρίως με τους  πιλότους αυτοκτονίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η προέλευσή της είναι πολύ παλαιότερη. Στην πραγματικότητα, η έννοια του Θεϊκού ανέμου προέρχεται από ένα τυφώνα του 13ου αιώνα που κατέστρεψε τον μογγολικό στόλο, σώζοντας την Ιαπωνία (1281).

Θεωρήθηκε τότε ως έργο των θεών, που είχε ακούσει και απάντησε στις προσευχές του Ιαπωνικού αυτοκράτορα.
Oi περισσότεροι από τους πιλότους-καμικάζι ήταν κάτω των 24 ετών και, κατά μέσο όρο, έλαβαν μόνο 40 έως 50 ώρες εκπαίδευσης. Αν και συνήθως συνοδεύονταν  από πιο έμπειρους πιλότους, εξακολουθεί να φαίνεται μια απίστευτα μικρή προετοιμασία πριν από ένα τόσο σημαντικό έργο. 

26 Μαΐου 1945. Ομάδα από 5 καμικάζι
της 72ης Μοίρας. Ο πιλότος που κρατά το κουτάβι, ο
Yukio Araki, εκτέλεσε αποστολή την επομένη
όντας μόλις 17 ετών.
«Δεν αποφεύγω τη θυσία. Δεν αρνούμαι να θυσιαστώ. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να δεχτώ τη μείωση του εαυτού μου στο μηδαμινό της διαδικασίας. Δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Η μαρτυρία ή η θυσία πρέπει να γίνει στο ύψος της αυτοπραγμάτωσης. Η θυσία στο τέλος της αυτοκαταστροφής, η διάλυση του εαυτού σε τίποτα, δεν έχει καμιά σημασία». (Ημερολόγιο Καμικάζι Hayashi Tadao, 22 ετών, 3 Ιανουαρίου 1944). «Χωρίς να ληφθεί υπόψη η ζωή ή το όνομα, ένας σαμουράι θα υπερασπιστεί την πατρίδα του». Καμικάζι Isao Matsuo της 701ης Μοίρας, 28 Οκτωβρίου 1944.


Περίπου 3.910 στρατιώτες του «θεϊκού ανέμου» έπεσαν στις αυτοκτονικές αποστολές τους, συμπαρασύροντας όμως στον υγρό τάφο 4.900 ναύτες των ΗΠΑ και τραυματίζοντας άλλους 4.800. Επίσης πάνω από 70 πολεμικά σκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς(η USAF αναφέρει 34 κατεστραμμένα και 368 με ζημιές).Μόλις το 14-19% των Καμικάζι επιβίωνε από τις αντιαεροπορικές ομπρέλες πριν πέσει στον εχθρό.