Ιστορία

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2021

Οι Αγριάνες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποστολές στα βάθη της Ασίας. (Μέρος Β').

Γαυγάμηλα και Περσίδες Πύλες (331-330 π.Χ.).


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Μετά την κατάληψη της Αιγύπτου, ο Αλέξανδρος προχώρησε την άνοιξη του 331 π.Χ. και αφού παρέμεινε κάποιο διάστημα στην Τύρο, ξεκίνησε προς το εσωτερικό της Ασίας διασχίζοντας τη Μεσοποταμία. Εκεί, ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωσε τον στρατό από τις ανατολικές επαρχίες στα Γαυγάμηλα, ένα χωριό δίπλα στα Άρβηλα (σμρ. Ερμπίλ του βορείου Ιράκ). Και οι δύο αντίπαλοι γνώριζαν ότι στη μάχη αυτή δεν επρόκειτο να πολεμήσουν, όπως προηγουμένως, για την Κοίλη Συρία ή τη Φοινίκη ούτε για την Αίγυπτο, αλλά θα κρινόταν ποιος πρόκειται να κυριαρχήσει σε ολόκληρη την Ασία. 



Σε αυτήν τη μάχη, οι Αγριάνες που αριθμούσαν πλέον 2.000 άνδρες χωρίστηκαν σε δύο τμήματα. Το ένα τμήμα με επικεφαλής τον Άτταλο βρισκόταν μαζί με τους Μακεδόνες τοξότες υπό τον Βρίσωνα, κάλυψαν το δεξί πλευρό των Εταίρων που έπεσε με τεράστια ορμή πάνω τους Κάρες ιππείς, τους Έλληνες μισθοφόρους και τους επίλεκτους πεζούς του Δαρείου. Εμπρός από τη βασιλική ίλη και το υπόλοιπο ιππικό των εταίρων παρατάχθηκαν οι άλλοι μισοί Αγριάνες και οι τοξότες καθώς και οι ακοντιστές του Βαλάκρου. Αυτοί είχαν ως αποστολή την εξόντωση των επίφοβων δρεπανηφόρων αρμάτων και την εξετέλεσαν άριστα. Μόλις ξεκίνησε η έφοδος των αρμάτων οι Αγριάνες τα υποδέχθηκαν με βροχή από τα ακόντιά όπως και οι ακοντιστές του Βαλάκρου. Αναβάτες γκρεμίζονταν και άλογα σφάδαζαν στο έδαφος δεχόμενοι τα εύστοχα πυρά. Αρκετοί ακοντιστές ανέβηκαν πάνω στα άρματα που δεν είχαν πλέον οδηγούς και άρπαζαν τα χαλινάρια των αλόγων, άλλοι τραβούσαν κάτω τους αναβάτες τους που δεν είχαν πλέον χώρο να ελιχθούν από τις απώλειες που προκλήθηκαν και όντας περικυκλωμένοι από τους ευκίνητους ελαφρούς πεζούς. Άλλοι πάλι, έσφαζαν τα άλογα αχρηστεύοντας τα άρματα και σειρά είχαν πλέον οι οδηγοί τους.

Η παράταξη των αντιπάλων στα Γαυγάμηλα.

Μετά την αιματηρή και τεράστιας σημασία νίκη, ο Μακεδόνας βασιλιάς κινήθηκε και εισήλθε στη Βαβυλώνα και κατόπιν στα Σούσα και τις Περσικές Πύλες όπου θα έδινε την επόμενη σκληρή μάχη. Εκεί βρισκόταν ο Αριοβαρζάνης, σατράπης της Περσίδας, με σαράντα περίπου χιλιάδες πεζούς και  επτακόσιους ιππείς με τείχος στις πύλες για να εμποδίσει τη διάβαση του Αλεξάνδρου. Ο τελευταίος πήρε μαζί του τους πεζούς Μακεδόνες, το ιππικό των εταίρων, τους ανιχνευτές ιππείς, τους Αγριάνες και τους τοξότες . Μετά από μια αποτυχημένη μετωπική επίθεση και αρκετές απώλειες, ο Αλέξανδρος οργάνωσε νέο σχέδιο. 

Ο ίδιος μαζί με τους υπασπιστές, το τάγμα του Περδίκκα, τους τοξότες, τους Αγριάνες και από το ιππικό των εταίρων τη βασιλική ίλη και τέσσερις ακόμη λόχους ιππικού βάδισε προς τις πύλες, βάδισε στις 20 Ιανουαρίου το 330π.Χ. μέσα στη νύχτα προς τις Πύλες από άλλο σημείο, δύσβατο και τραχύ, με οδηγούς μερικούς αιχμαλώτους, μια απόσταση περίπου 100 σταδίων (περίπου 18.5 χλμ). Πριν καν ξημερώσει ήρθε σε επαφή με 3 προκεχωρημένα τμήματα των Περσών τα οποία αιφνιδιάστηκαν πλήρως. Τα 2 εξ αυτών εξολοθρεύτηκαν και το τρίτο διαλύθηκε άτακτα στα βουνά και δεν γύρισε στον επικεφαλής του να τον ενημερώσει. Έτσι, τα χαράματα πραγματοποίησε επίθεση στο εχθρικό στρατόπεδο. Την ώρα που ο Αλέξανδρος προσέβαλλε την τάφρο, δύο ακόμη τμήματα εφορμούσαν, ένα υπό τους Αμύντα, τον Φιλώτα και τον Κοίνο και ένα υπό τον Πτολεμαίο. Επικράτησε χάος στις περσικές γραμμές με τους εγκλωβισμένους στρατιώτες να ψάχνουν απεγνωσμένα και χωρίς επιτυχία οδό διαφυγής.



Καταδίωξη στη Βακτρία, Υρκανία και το Αφγανιστάν και οι αναμετρήσεις με τους σκληροτράχηλους Σκύθες (330-327 π.Χ.).

Στη συνέχεια, οι Αγριάνες συμμετείχαν στην απηνή καταδίωξη του Δαρείου νοτίως της Κασπίας , στη μηδική πόλη Ράγα επί 11 εξαντλητικές μέρες αλλά ο Πέρσης βασιλιάς διέφυγε. Μετά την ανατροπή και τον θάνατο του τελευταίου από τον Βήσσο, η καταδίωξη και η εκστρατεία συνεχίστηκε στην Υρκανία. Κατόπιν, προχώρησε εναντίον του ιρανικού και μάλλον σκυθικού φύλου των Μάρδων έχοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες, τα τάγματα του Κοίνου και του Αμύντα, το μισό ιππικό των εταίρων καθώς και τους έφιππους ακοντιστές, που τους είχε ήδη οργανώσει σε τάγμα. Οι Μάρδοι βρισκόμενοι στην εξαιρετικά ορεινή περιοχή των σημερινών επαρχιών Γκιλάν και Μαζανταράν, κάτω ακριβώς από την Κασπία στο σημερινό Ιράν, και έχοντας πολύ μεγάλο διάστημα να δεχτούν κάποια επίθεση εξεπλάγησαν με την απρόσμενη επίθεση. Πολλοί απ αυτούς αιχμαλωτίστηκαν από τους Αγριάνες οι οποίοι «βρίσκονταν στο στοιχείο τους» και όσοι προέβαλλαν αντίσταση σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις. Τελικά παραδόθηκαν και τέθηκαν σε καθεστώς υποτέλειας από σατράπη.

                             


Όρη του Ιράν νοτίως της Κασπίας. Το εξαιρετικά δύσβατο έδαφος
απαιτούσε ευκίνητες και ικανές μονάδες όπως οι Αγριάνες.


 Επόμενη αποστολή, η περιοχή των Αρείων. Εκεί,ο Σατιβαρζάνης, ο τοπικός σατράπης, όπλιζε τους Αρείους και τους συγκέντρωνε στην πόλη Αρτακόανα, όπου ήταν τα βασιλικά ανάκτορα. Μόλις ενημερώθηκε γι αυτό ο Αλέξανδρος, διέκοψε την έως τότε πορεία του προς τα Βάκτρα. Θέλοντας όπως σχεδόν πάντα να κινηθεί με τη γνωστή αστραπιαία ταχύτητά του, πήρε το ιππικό των εταίρων, τους έφιππους ακοντιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τα τάγματα του Αμύντα και του Κοίνου. Με αυτούς διένυσε περίπου 100 χλμ (600 στάδια) σε 2 ημέρες και έφτασε στα Αρτακόανα. Ο Σατιβαρζάνης αιφνιδιάστηκε απόλυτα και έφυγε με μερικούς ιππείς, τη στιγμή που το μακεδονικό απόσπασμα, στο οποίο ήταν μέσα και οι Αγριάνες, κατέπεσε πάνω στους εχθρούς και τους διέλυσε. Πολλοί σκοτώθηκαν και ακόμη περισσότεροι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν ως δούλοι. 

Κυνηγώντας τον Βήσσο μετά τον Ώξο ποταμό, έστειλε τον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, με τρεις ιππαρχίες των εταίρων, με όλους τους έφιππους ακοντιστές και από τους πεζούς το τάγμα του Φιλώτα, μία χιλιαρχία υπασπιστών, όλους τους Αγριάνες και τους μισούς τοξότες, και τον διέταξε να προχωρήσει γρήγορα προς βοήθεια των Σπιταμένη και Δαταφέρνη. Με ρυθμό ταχύτητας δύο φορές πιο γρήγορα από τον κανονικό, έφτασε και εντόπισε τον Βήσσο, τον οποίο και συνέλαβε. Αναδεικνύεται λοιπόν ακόμη μια φορά η σημασία της ταχύτητας των στρατευμάτων και ιδίως αυτών που μπορούσαν να το πράξουν όπως οι ακάματοι Αγριάνες. 

Κατόπιν, οι βάρβαροι στον ποταμό Ταναό μαζί με τους Σογδιανούς εξεγέρθηκαν και σκότωσαν μερικές μικρές φρουρές Μακεδόνων σε φυλάκια. Με το διαθέσιμο στράτευμά του, κινήθηκε εναντίον της πρώτης τους πόλη, τη Γάζα. Διέταξε κάθε λόχο να φτιάξει όσες σκάλες μπορούσε και έδωσε το σύνθημα για έφοδο στα χαμηλά τείχη από πλίνθους. Την ίδια στιγμή οι Αγριάνες μαζί με τους τοξότες και τους σφενδονητές εξαπέλυσαν μια βροχή από βλήματα στους υπερασπιστές που κυριολεκτικά «δεν μπορούσαν να σηκώσουν κεφάλι», ουσιαστικά μια πρώιμη εκδοχή του «πυρ και κίνηση». Η πόλη καταλήφθηκε και όλοι οι υπερασπιστές θανατώθηκαν, ενώ το ίδιο συνέβη και σε άλλες 4 πόλεις. Η επόμενη ήταν η μεγαλύτερη όλων, η Κυρούπολη, που μάλλον είναι η σημερινή Χουζάντ στο Τατζικιστάν και πολυάριθμους εχθρούς και ισχυρές οχυρώσεις. Εδώ θα λάμβανε μέρος μια ακόμα σπουδαία καταδρομική επίθεση στην οποία οι Αγριάνες θα είχαν σημαίνοντα ρόλο. 

Ο πάντα ευρηματικός και ιδιοφυής Αλέξανδρος παρατήρησε ότι τα ρυάκια ενός ποταμού, ο οποίος ήταν χείμαρρος και περνούσε μέσα από την πόλη, ήταν αυτή την εποχή χωρίς νερό και δεν είχαν άμεση επαφή με τα τείχη, αλλά ήταν έτσι διαμορφωμένα, ώστε να επιτρέπουν στους στρατιώτες την διείσδυση στην πόλη. Πήρε, λοιπόν, μαζί του τους σωματοφύλακες και τους υπασπιστές και τους τοξότες και τους Αγριάνες και ενώ οι βάρβαροι είχαν στραμμένο το βλέμμα στον αντιπερισπασμό  από τις  πολιορκητικές μηχανές που χτυπούσαν τα τείχη, μπήκε απαρατήρητος από ένα άνυδρο ρυάκι στην πόλη. Στα νώτα των εχθρών πια, οι Μακεδόνες σκότωσαν τους φρουρούς από τις πύλες και ξεχύθηκε μέσα και ο υπόλοιπος στρατός. Οι υπερασπιστές με τη δύναμη της απόγνωσης αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα και ξέσπασε σκληρή μάχη. Από αυτήν χτυπήθηκε μάλιστα στο κεφάλι και στον αυχένα ο ίδιος ο Αλέξανδρος με πέτρα, ο Κρατερός με βέλος, καθώς και πολλοί άλλοι επικεφαλής. Τελικά οι Σογδιανοί εκδιώχθηκαν από την αγορά στην ακρόπολή τους έχοντας αφήσει πίσω 8.000 νεκρούς. Την επόμενη ημέρα παραδόθηκαν και οι εναπομείναντες από έλλειψη νερού.


Σκύθες ιπποτοξότες, ένας εξαιρετικά δύσκολος 
αντίπαλος με δεινούς ιππείς, μεγάλη ταχύτητα κίνησης
και τακτική hit and run. 


Ο επόμενος αντίπαλος, ήταν οι Σκύθες της Ασίας, ένας πολύ επικίνδυνος, ευκίνητος εχθρός με εξαιρετικό ιππικό κρούσης και ιπποτοξότες που είχαν προκαλέσει πολλάκις ήττες στους Πέρσες. Πρώτη επαφή ήταν στον ποταμό Ταναό. Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό με τη δεύτερη προσπάθεια και επιτέθηκε κατά των Σκυθών με μία ιππαρχία από τους μισθοφόρους και τέσσερις ίλες από τους σαρισοφόρους ιππείς. Οι Σκύθες με την κλασική τους τακτική, έριχναν βέλη ιππεύοντας ταυτόχρονα κυκλικά προκαλώντας απώλειες και διαφεύγοντας εύκολα. Τότε ο Μακεδόνας βασιλιάς,  ανέμειξε στους ιππείς, τους τοξότες και τους Αγριάνες και τους άλλους ελαφρά οπλισμένους που διοικούσε ο Βάλακρος, δημιουργώντας ένα αντίστοιχο ιππικό με τους Σκύθες, διατάσσοντας έφοδο. Η έφοδος έπεσε πάνω στον κυκλικό σχηματισμό των Σκυθών σπάζοντάς τον, προκαλώντας σύγχυση. Στη σκληρή μάχη που ακολούθησε οι Σκύθες έγιναν μια μάζα με το μακεδονικό βαρύ ιππικό και τους έφιππους Αγριάνες στον νέο ρόλο τους. Τελικά, οι Σκύθες αποχώρησαν άτακτα από το πεδίο της μάχης αφήνοντας πίσω πάνω από 1.000 νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής τους Σατράκης, καθώς και 150 αιχμαλώτους.

Το ίδιο διάστημα, ο Σκύθης Σπιταμένης εξόντωσε ένα σημαντικό μακεδονικό απόσπασμα που ήταν υπό τους Κάρανο, Ανδρόμαχο και Μενέδημο και κατόπιν αυτού ο Αλέξανδρος κινήθηκε εναντίον του. Πήρε ξανά τις κλασικές μονάδες που επιχειρούσαν καλύτερα στο απαιτητικό περιβάλλον της περιοχής και τους ευκίνητους Σκύθες. Τους μισούς από τους εταίρους ιππείς, τους υπασπιστές, τους τοξότες και τους Αγριάνες και τους ελαφρά οπλισμένους της φάλαγγας και προχώρησε προς τα Μαράκανδα το φθινόπωρο πλέον του 328 π.Χ., όπου πληροφορήθηκε ότι είχε επιστρέψει ο Σπιταμένης και πολιορκούσε την ακρόπολη. Ο Σπιταμένης αμέσως υποχώρησε και άρχισε μια άγρια καταδίωξη στην οποία έχασε αρκετούς από τους άνδρες του κατά μήκος όλης της περιοχής του ποταμού Πολυτίμητου, του σημερινού Ζεραβσάν στο Τατζικιστάν και Ουζμεπκιστάν. 

Προς τις εσχατιές του τότε γνωστού κόσμου, στην Ινδία (327-325 π.Χ.).

Μετα τη διαχείμαση του στρατού , το 327 π.Χ. , κατέπνιξε μια ακόμα εξέγερση των Σογδιανών με τον γνωστό άθλο του βράχου της Σογδιανής και κινήθηκε προς την Ινδία. Οι Αγριάνες βρίσκονταν πάλι στο τμήμα του Αλέξανδρου, ένα ακόμα δείγμα εμπιστοσύνης στις δυνάμεις και τις ικανότητές τους, μεζί με τους υπασπιστές, λίγους εταίρους ιππέις,  πεζεταίρους, τοξότες και τους ιππακοντιστές. Πρώτη απειλή ήταν οι φυλές των Ασπ(ασ)ίων,των Γουραίων και των Ασσακηνών. Οι ασύντακτες φυλές διαλύθηκαν γρήγορα στην εκ παρατάξεως μάχη -στην οποία τραυματίστηκε και ο ίδιος ο Αλέξανδρος- από τα ασύγκριτα εμπειροπόλεμα και σε πολεμική δεινότητα ελληνικά στρατεύματα. Στην πρώτη τους πόλη είχαν πιο σκληρή αντίσταση, ιδίως στο δεύτερο και ισχυρότερο τείχος τους, αλλά τελικά νικήθηκαν ολοκληρωτικά. Η ήττα αυτή τους συγκλόνισε και έτσι η επόμενη πόλη τους παραδόθηκε αμαχητί και οι πρώτες δύο των Ασπασίων πυρπολήθηκαν από τους ίδιους αλλά δεν πρόφτασαν να φτάσουν στα βουνά και κατακόπηκαν από τα μακεδονικά όπλα. Σε μια ακόμα μάχη, οι Αγριάνες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Πτολεμαίου, και διέλυσαν σε συνδυασμένη επιχείρηση τους Ινδούς, που παραδόθηκαν κατευθείαν, με χαρακτηριστική αναφορά του Αρριανού για πλήθος 40.000 ατόμων. Οι Ασσακηνοί εντωμεταξύ συγκέντρωσαν 30.000 πεζούς, 30 ελέφαντες και 2.000 ιππέις για να συναντήσουν τον μακεδονικό στρατό. Ο Αλέξανδρος με το τμήμα του, στο οποίο συγκαταλέγονταν 1.000 Αγριάνες κινήθηκε περνώντας τον ποταμό Γουραίο και τους διασκόρπισε.

Θράξ πελταστής. Οι Αγριάνες, Παίονες ή Θράκες στην καταγωγή
ανάλογα με την πηγή είχαν «ειδίκευση» σε αυτού του είδους πολεμιστή.
Μετά τους Περσικούς πολέμους, οι ελληνικές πόλεις αντιλήφθηκαν τη
σημασία τους στο πεδίο της μάχης και αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα.
Όντας παντός καιρού και παντός εδάφους, αυτοί οι πολεμιστές αναλάμβαναν
τον δικό τους ρόλο και στις εκ παρατάξεως μάχες αλλά και σε αποστολές που
απαιτούσαν ευκινησία ή διέλευση από κακοτράχαλα εδάφη.


Επόμενη πόλη ήταν αυτή των Μασάγγων (σημ. Τσάκνταρα του Πακιστάν), από τις πιο πολυπληθέστερές τους, που επιτέθηκαν με 7.000 άνδρες. Ο Αλέξανδρος πραγματοποίησε εικονική υποχώρηση για να τους τραβήξει όσο πιο μακριά γινόταν από τα τείχη της πόλης τους και κατόπιν, επιτέθηκε κεραυνοβόλα έχοντας ως αιχμή της επίθεσης τους Αγριάνες είτε πεζούς είτε πάνω σε άλογα, ως ιππακοντιστές. Οι εχθροί ορμώμενοι, έχοντας χάσει τη σύνταξή τους, δέχθηκαν τα καταιγιστικά και εύστοχα ακόντια των Αγριάνων και κατόπιν του έφιππου τμήματος, ενώ ακολουθούσε το υπόλοιπο στράτευμα. Οι Ινδοί υποχώρησαν και κλείστηκαν στα τείχη τους με αρκετές εκατοντάδες νεκρούς. Στην πόλη τους αμύνθηκαν γενναία, παρά το μερικό γκρέμισμα των τειχών τους, αποκρούοντας τις τρεις πρώτες εφόδους των Μακεδόνων, τραυματίζοντας και τον βασιλιά Αλέξανδρο με βέλος στον αστράγαλο. Τελικά, ο θάνατος του επικεφαλής τους, τους οδήγησε σε συνθηκολόγηση. Ενώ όμως υποτίθεται θα κατατάσσονταν στον στρατό του μετά από συμφωνία, αυτοί προσπάθησαν να αποδράσουν με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλη τους στη μάχη που ακολούθησε και να καταληφθεί εύκολα πια η πόλη.

Η εκστρατεία συνεχίστηκε προς τον Ινδό ποταμό όπου και έφτασε στην Άορνο Πέτρα ή Βράχο, μια φυσική εξαιρετικά οχυρή τοποθεσία. Στο απόσπασμα για την κατάληψη αυτής της δύσβατης θέσης συμπεριλαμβάνονταν πάλι οι Αγριάνες. Επί 2 ημέρες αποκρούονταν οι επιθέσεις, παρά τις συνδυασμένες κινήσεις με τις δυνάμεις του Πτολεμαίου. Ασυναγώνιστος στον αυτοσχεδιασμό και την προσαρμοστικότητα, διέταξε την κατασκευή προχώματος με πασσάλους ενώ τις εργασίες κάλυπταν οι σφενδονητές, οι τοξότες και οι Αγριάνες. Μόλις αυτό έφτασε στο επιθυμητό ύψος μετά από 4 μέρες, κατέλαβε έναν λόφο που βρισκόταν στο ίδιο ύψος. Κατατρομαγμένοι οι Ινδοί ζήτησαν ψεύτικη παράδοση για να κερδίσουν χρόνο για αποχώρηση. Τελικά, 700 Μακεδόνες και ελαφρά οπλισμένοι πεζοί κατέλαβαν τη δύσκολη αυτή θέση και οι υπερασπιστές μετά από λίγη απόσταση που διένυσαν εξοντώθηκαν. Οι Αγριάνες στη συνέχεια ανέλαβαν ως αποστολή την κατασκόπευση των Ασσακηνών μαζί με ένα τμήμα 1.000 υπασπιστών όπου και αποκόμισαν σημαντικές πληροφορίες από την αυτοψία αλλά και από μερικούς φρουρούς που αιχμαλώτισαν.

Η έφοδος των Μακεδόνων στον Άορνο Βράχο.
Σε αυτήν συμμετείχαν και οι Αγριάνες.
Εικόνα του Andre Castaigne, 1898-1899.

Στις όχθες του Υδάσπη (326 π.Χ.) και επιστροφή. 

Η διέλευση του Ινδού ποταμού πραγματοποιήθηκε με γεφύρωμα, πιθανολογεί ο Αρριανός. Εκεί βρήκε τον Ινδό σύμμαχό του Ταξίλη , στην ομώνυμη πόλη Τάξιλα , και συνέχισε προς τον Υδάσπη, τον Μάιο του 326 π.Χ.. Απέναντι βρισκόταν ο Πώρος του βασιλείου Παουραβά, με ένα ισχυρό στράτευμα 20-50 χιλιάδων πεζών, 2-4 χιλιάδων ιππέων, 85-200 ελεφάντων και 1.000 αρμάτων. Οι διακυμάνσεις στα δεδομένα είναι ανάλογες με την εκάστοτε πηγή. Ο Αλέξανδρος, αφήνοντας τον Κρατερό με τον κύριο κορμό του στρατού, βρήκε μια κατάλληλη διάβαση σε απόσταση 27 χλμ και διέβη τον ποταμό χρησιμοποιώντας ασκούς και μικρά πλοιάρια έχοντας μια δύναμη 11.000 ανδρών. Σε αυτήν συμμετείχαν και οι Αγριάνες, οι οποίοι μόλις παρατάχθηκε ο στρατός τοποθετήθηκαν και στα δύο άκρα μαζί με τους τοξότες. Διαλύοντας ένα απόσπασμα του γιου του Πώρου, συνέχισε ενώ ο Ινδός βασιλιάς βάδιζε κι αυτός εναντίον του. 

Στην εξαιρετικά σκληρή και αιματηρή μάχη που ακολούθησε, οι Αγριάνες έβαλλαν κατά των ιππέων του εχθρού στο αριστερό μέρος της παράταξής τους αλλά και στο αντίπαλο δέος που ήταν οι ελέφαντες. Στους τελευταίους βασιζόταν αρκετά ο Πώρος, καθώς οι αριθμοί τους πράγματι μπορούσαν να γείρουν την πλάστιγγα. Αναφέρονται πολλοί εξ αυτών να εξοντώνονται από ακόντια, τα οποία κρέμονταν κατά πολλά στα σώματά τους, πιθανών από τις ενέργειες των Αγριάνων πελταστών. Πολλοί οδηγοί των ελεφάντων είχαν εξουδετερωθεί από ακόντια και τα ανεξέλεγκτα ζώα, αφηνιασμένα πατούσαν και τους Ινδούς στρατιώτες, μια εικόνα που θυμίζει το αντίστοιχο σκηνικό με τα δρεπανηφόρα άρματα στη μάχη των Γαυγαμήλων.

Μετά τη συντριβή του στρατού του Πώρου, οι Αγριάνες συμμετείχαν στην υπόταξη της ινδικής φυλής των Γλαυκανικών ή Γλαυσών καταλαμβάνοντας 37 μικρές πόλεις και κωμοπόλεις και έπειτα αυτή των Καθαίων όπου συνάντησαν κάποια αντίσταση στην πόλη Σάγγαλα. Έξω από αυτήν οι Μακεδόνες διέλυσαν την ινδική φρουρά της πόλης που επιχείρησε νυχτερινή έξοδο, σκοτώνοντας 17 χιλιάδες Καθαίους σε τοποθεσία όπου είχε οργανωθεί παγίδα έπειτα από πληροφορίες λιποτακτών. Οι Αγριάνες συμμετείχαν σε αυτήν στο σώμα του Πτολεμαίου την πρώτη γραμμή και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους να υποχωρήσουν και εν συνεχεία να περικυκλωθούν. Σε αυτήν τη μάχη οι Μακεδόνες είχαν σύμφωνα με τον Αρριανό 1.300 νεκρούς και τραυματίες. Στον επόμενο ποταμό, τον Ύφαση, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα έφτασε στο ύστατο σημείο προς τα ανατολικά. Μετά από 9 χρόνια συνεχών μαχών από τις ακτές της Τρωάδας στον Γρανικό έως της πύλες της Ινδίας, οι στρατιώτες αντιμετώπισαν και νίκησαν κάθε αντίπαλο σε οποιοδήποτε πεδίο. Έτσι, το 326 π.Χ. αποφασίστηκε η επιστροφή και αφού πέρασαν τον ποταμό, στράφηκαν προς τον νότο με σκοπό να ακολουθήσουν τον ρου του Ινδού έως τη θάλασσα.

Επόμενος αντίπαλος, το ινδικό βασίλειο των Μαλλών. Η πρώτη επαφή, που συμμετείχαν και οι Αγριάνες, ήταν μια αιφνιδιαστική επίθεση μετά από κοπιώδη πορεία 70 περίπου χιλομέτρων. Όσοι ήταν έξω από την πρώτη πόλη εξοντώθηκαν και οι υπόλοιποι 2.000 σκοτώθηκαν με τη γρήγορη κατάληψή της. Μετά από ακόμα μερικές πόλεις που πήρε, ο Αλέξανδρος συνάντησε ένα ισχυρό τμήμα  αυτών, δύναμης 50 χιλιάδων στον Υδραώτη ποταμό. Οι Αγριάνες προσέτρεξαν σε βοήθεια του Μακεδονικού ιππικού, που ήταν το μόνο τμήμα που είχε περάσει, και μαζί με τα άλλα ελαφρά σώματα άρχισαν να πιέζουν τους Μαλλούς. Ακολούθησε μια απηνής καταδίωξη και εξόντωση πολλών από αυτούς και όσοι επέζησαν κατέφυγαν στην πόλη τους, την Πενταποταμία (σήμερα το Παντζάμπ στο Πακιστάν). 

Πίνακας του 1898-1899, του Αντρέ Καστενιέ που απεικονίζει σκάλα,
η οποία καταρρέει, από το βάρος των Μακεδόνων στρατιωτών,
 κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας των Μαλλών.

Ακολούθησε η πολιορκία της ακρόπολης της πόλης, στην οποία ο Αλέξανδρος ανέβηκε στα τείχη και αποκόπηκε μαζί με τον Πευκέστα, τον Λεοννάτο τον διμοιρίτη Αβρέα καθώς οι άλλες κλίμακες έσπασαν από το βάρος των στρατιωτών. Τελικά μετά από περιπετειώδη τρόπο και ενώ αμύνονταν αυτοί απέναντι σε δεκάδες αντιπάλους και ο Αλέξανδρος είχε τρυπηθεί από βέλος στο στήθος, κατέφθασαν και οι υπόλοιποι Μακεδόνες. Μετά τη συντριβή των Μαλλών παραδόθηκαν και οι Οξύδρακες που είχαν συνάψει συμμαχία μαζί τους. Οι Αγριάνες συμμετείχαν και στη συντριβή του Ινδού βασιλιά Οξικανού και μετά υπό τις διαταγές του Πείθων από την Εορδαία, του σωματοφύλακα του Αλέξανδρου και σατράπη πλέον των Μήδων, υπεύθυνοι μαζί με τους ιππακοντιστές για την τήρηση της τάξης στην περιοχή. Κατά την επιστροφή στην αφιλόξενη και άνυδρη Γεδρωσία (σμρ Βαλουχιστάν) οι τοπικές φυλές των Γεδρωσών και Ωρειτών που παρατάχθηκαν σε ένα ορεινό πέρασμα, υποχώρησαν άτακτα όταν ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον τους τους Αγριάνες και τους ελαφρά οπλισμένους πεζούς, δείγμα της αξεπέραστης πολεμικής φήμης που ακολουθούσε τον μακεδονικό στρατό. 

Σε αυτό το σημείο σταματάνε οι αναφορές του Αρριανού για τους Αγριάνες. Προφανώς τον ακολούθησαν τα Σούσα και τη Βαβυλώνα όπου και ο μέγιστος αυτός στρατηγός απεβίωσε. Η καταλληλότερη φράση που μπορεί να δοθεί για τους Αγριάνες είναι ίσως το « Οπουδήποτε, οποτεδήποτε, επιχειρείν». Από τους Ιλλυριούς της Θράκης, τους Έλληνες μισθοφόρους στον Γρανικό, την τιμητική θέση που λάμβαναν στο δεξί κέρας της παράταξης στις μεγάλες μάχες ενάντια στους Πέσρες δίπλα στους εταίρους, τις αναρίθμητες δύσκολες αποστολές απέναντι στα σκυθικά φύλα από το σημερινό κακοτράχαλο ορεινό Ιράν έως το Πακιστάν και τις συγκρούσεις με τους πολυπληθείς Ινδούς ήταν εκεί, διεκπεραιώνοντας με επιτυχία την αποστολή τους.

Πηγή: Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις» (από 3.11.8-3.12.5 έως 7.30.3), Μτφρ. Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, 1998, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών.


Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Η δράση της βουλγαρικής «Οχράνα» κατά τη διάρκεια της κατοχής στην περιοχή της Μακεδονίας.

Το 1941, η Γερμανική Ύπατη Διοίκηση ενέκρινε την ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης στη Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι οργάνωσαν προμήθειες τροφίμων για τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας, με στόχο να κερδίσουν την επιρροή και την εμπιστοσύνη του εκει πληθυσμού που βρισκόταν στις γερμανικές και ιταλικές ζώνες. Το 1942, η βουλγαρική λέσχη ζήτησε βοήθεια από την Ύπατη Αρχή για την οργάνωση ένοπλων μονάδων μεταξύ του σλαβόφωνου πληθυσμού στη βόρεια Ελλάδα. Αξιωματικοί, κυρίως οπαδοί του Ιβάν Μιχαήλωφ της ΕΜΕΟ, ανέλαβαν τη δημιουργία της πολιτοφυλακής. 

Το πρώτο απόσπασμα δύναμης 80 ατόμων δημιουργήθηκε το 1943 στην Καστοριά από τον βούλγαρο πράκτορα Κάλτσεφ, με την υποστήριξη του επικεφαλής των ιταλικών αρχών κατοχής στην Καστοριά, Συνταγματάρχη  Βενιέρι. Αυτοί παρείχαν όπλα και στολές με ραμμένη την επιγραφή « Ιταλοβουλγαρική Επιτροπή - Ελευθερία ή Θάνατος», πιο συγκεκριμένα με τα Βουλγαρικά αρχικά ΒΚ SIS Belgarskί Komitet, Βουλγαρικό Κομιτάτο και Svoboda ili Smrt, Ελευθερία ή Θάνατος, την επίσημη αναφορά της ΕΜΕΟ. 

Μέλη της βουλγαρικής παραστρατιωτικής οργάνωσης
«Οχράνα» («Ασφάλεια») στα Λακκώματα,
στην Ορεστίδα Καστοριάς.


Πρώτη τους ενέργεια στις 5/3/1943 ήταν η εκτέλεση 21 πολιτών για «συνεργασία με τους Έλληνες». Η στρατολόγηση συνεχίστηκε και στην περιοχή της Φλώρινας. Μετά την επιτυχία σε συμπλοκή με ελληνικά τμήματα αντίστασης, απευθύνθηκαν στη γερμανική διοίκηση Έδεσσας προκειμένου να εδραιωθουν και εκεί. Η «Επιτροπή» στη Φλώρινα και στην Καστοριά κατάφερε να οπλίσει ένα σημαντικό μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού των περιοχών, μετά από σφοδρο κύμα βίας, που στράφηκε κυρίως εναντίον των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Τέλη του 1943 έφτασαν να αριθμούν 3.000 άτομα υπό τον Αντών Καλτσέφ και τους Σαρακίνωφ και Μλαντένωφ, με κύριο στόχο την καταδίωξη όλων των  Ελλήνων, του τοπικού πληθυσμού, των σλαβόφωνων, των Βλαχων, εναντίον του προφυγικού πληθυσμού και σε όποιον θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας. Όπως αναφέρουν και οι ίδιοι συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους άνδρες της ΠΑΟ, Πανελλήνιας Απελευθερωτικής Οργάνωσης, στην περιοχή της Κρυας Βρύσης Γιαννιτσών και δεν είχαν εκεί τα επιδιωκώμενα αποτελέσματα. Ακόμη, αναφέρουν αντίσταση από τμήμα του Μιχάλαγα Παπαδόπουλου, και παρομοιάζουν την επικρατούσα κατάσταση ως «νέα φάση του μακεδονικού αγώνα». 

Τον Αύγουστο του 1943, ο Ιβάν Μιχαήλφ, κατέφθασε στο Ζάγκρεμπ και μετά σε ανεπίσημη περιοδεία στη Γερμανία, όπου επισκέφθηκε την έδρα της Υπηρεσίας Ασφαλείας. Εκεί έλαβε τη έγκριση να δημιουργήσει εθελοντικά τάγματα οπλισμένα με γερμανικά όπλα. Αυτά τα τάγματα - 3 στον αριθμό σε Καστοριά, Έδεσσα και Φλώρινα με την ονομασία «εθελοντικά τάγματα ΕΜΕΟ» - μπήκαν στην επιχειρησιακή διοίκηση του Ραϊχσφύρερ Χάινριχ Χίμλερ. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το φθινόπωρο και η ανάγκη ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο ανάγκασαν τους Γερμανούς στην προσφορά επέκτασης της επιρροής των Βουλγάρων στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. 

Οι Βούλγαροι της Οχράνα ή γνωστής και ως Κεντρικής Επιτροπής Βουκγαρομακεδόνων, υπό γερμανική διοίκηση πλέον, συμμετείχαν στη σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς όπου βρήκαν τον θάνατο 250-270 άμαχοι. Η σφαγή έγινε μετά από επίθεση του ΕΛΑΣ σε προπορευόμενο τμήμα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 3 με 8 Γερμανών και μερικών κομιτατζήδων. Ο ΕΛΑΣ που εξυπηρετούσε την κομμουνιστικη ατζέντα της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία είχε τα δικά της σχέδια για τη Μακεδονία, και επίσης δεν ήθελε άλλον αντίπαλο σε καμία περιοχή, δημιούργησε στις 25 Δεκεμβρίου 1943 στο Πολυάνεμο Καστοριάς και στις 26/27 Δεκεμβρίου στη Δροσοπηγή Φλώρινας, ως πόλο έλξης των Σλαβόφωνων και των σλάβων στην εθνική τους συνείδηση, το Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ-Славјаномакедонскиот народноослободителен фронт). 

Ο καθένας επιθυμούσε την προσχώρηση των Σλαβόφωνων για τα δικά του σχέδια, οι της Οχράνα για τη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας, οι του ΕΛΑΣ με τον ΣΝΟΦ που ακολουθούσε την εξυπηρέτηση των κομμουνιστικών σχεδίων , την «Ανεξάρτητη Μακεδονία». Υπήρχαν άτομα μέσα στον ΕΛΑΣ που αντιδρούσαν σε αυτές τις ενέργειες και αποτέλεσαν αργότερα τους λόγους της διάλυσης του ΣΝΟΦ. Ο Svetozar Vukmanovic, απεσταλμένος του Τίτο, ισχυρίζεται ότι ο Σιάντος συμφώνησε προφορικά πως στους Μακεδόνες» πρέπει να λέγεται ότι μετά την απελευθέρωση θ’ αποκτήσουν το δικαίωμα της «εθνικής απελευθέρωσης και ισότητας». Τελικά, στον ΣΝΟΦ προχώρησαν άνω των 2.000 ατόμων, πολλοί πρώην Οχρανίτες και που θα πολεμούσαν αργότερα τον Ελληνικό Στρατό στον συμμοριτοπολεμο με τον ΔΣΕ. Το «Σλαβομακεδονικό Τάγμα», επίσημα II/28 Τάγμα, έφτασε τον Σεπτέμβρη του 1944 να έχει δύναμη 800 ανδρών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν πρώην Οχρανίτες. 

Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (SNOF)
σε συνέδριο στο Δενδροχώρι Καστοριάς, Απρίλιος 1944.
Πολλοί εξ αυτών ήταν πρώην Οχρανίτες. 




Στις 5 Ιουνίου 1944, ομάδα 28 ατόμων της Οχράνα αιχμαλωτίστηκε από τον ΕΛΑΣ. Στις 21 Αυγούστου 1944 τμήμα της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ επιτέθηκε με επιτυχία στο προπυργιο των Βουλγάρων, το χωριό Πολυκέρασο. Κατά τη διάρκεια της μάχης, αναφέρθηκαν 11 με 20 άνδρες της Οχράνα νεκροί και δεκάδες αιχμάλωτοι (αναφέρονται ως αριθμοί 150 με 300). Τον Σεπτέμβριο, δύο ακόμα λόχοι της Οχράνα εξοντωθηκαν στην υπεράσπιση της Έδεσσας από επίθεση του ΕΛΑΣ.

Τα υπολείμματα της Οχράνα αποχώρησαν και προς Βουλγαρία αλλά κυρίως προς τη μεριά των Σκοπίων όπου εντάχθηκαν στον ΝΟΦ/NOF (Narodno Osloboditelen Front) που είχε έδρα στα Σκόπια, από τον Απρίλιο του 1945 και ως σκοπό την «απελευθέρωση της Μακεδονίας του Αιγαίου» .Μετά την απελευθέρωση, οι Ελληνικές Αρχές εξαπέλυσαν κύμα διώξεων εναντίον των πρώην μελών της παραστρατιωτικής αυτής οργάνωσης. Περισσότερα από 2.000 άτομα παραπέμφθηκαν στα έκτακτα στρατοδικεία δοσιλόγων που συστάθηκαν με βάση την Συντακτική Πραξη 6/1945 της κυβέρνησης Πλαστήρα. Οι περισσότεροι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, όπως και στην περίπτωση των Τσάμηδων, οι περιουσίες τους δημεύθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο και όσοι γλύτωσαν διέφυγαν στα Σκόπια. Ο Αντον Κάλτσεφ καταδικάσθηκε σε θάνατο και τουφεκίσθηκε στην Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο 1948.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος