Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζάντιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

Οι σχέσεις Καρόλου του Μεγάλου και Βυζαντίου (768-800).


Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Από το πρώτο τέταρτο του 8ου αιώνα, το Βυζάντιο είχε καταστεί αρκετά απόμακρο για τη Δύση. Ο ανηλεής και συνεχής αμυντικός αγώνας απομόνωσε το ενδιαφέρον των Βυζαντινών και η Δύση παραμελήθηκε. Στη δεύτερη σύνοδο της Νίκαιας, η επονομαζόμενη και έβδομη οικουμενική σύνοδος όπου πραγματοποιήθηκε η αναστήλωση των εικόνων, το φθινόπωρο του 787, οι απεσταλμένοι του Αδριανού εξέφρασαν τον ενθουσιασμό τους για τον «πνευματικό υιό» του πάπα, Κάρολο, βασιλιά των Φράγκων.[1]
Ο χάρτης της Ευρώπης περίπου το 800 μ.Χ.
            Οι Βυζαντινοί πληροφορήθηκαν για τα επιτεύγματά του όχι μόνο στη βόρεια Ιταλία και το γεγονός ότι είχε κατακτήσει ολόκληρη τη Δύση, αλλά κυρίως ότι είχε υποτάξει βαρβαρικές φυλές και τις εκχριστιάνισε. Ένας «βάρβαρος» για τους Βυζαντινούς βασιλιάς, πραγματοποιούσε ότι μονάχα αυτοί έπρεπε να κάνουν. Ο οικουμενικός ρόλος τους ήταν αναντικατάστατος και έτσι έπρεπε να παραμείνει. Η  δεδομένη κατάσταση στη Δύση έπρεπε να υποβαθμιστεί ή ακόμα κι αν ήταν εφικτό να αποσιωπηθεί. Συνεπώς, το τμήμα των λεγόμενων του πάπα δεν μεταφράστηκε στα ελληνικά.
            Το 781 η αυτοκράτειρα Ειρήνη έστειλε τον σακελλάριο Κώνσταη και τον πριμικήριο Μάμαλο -υπεύθυνο επί της σακέλλης, δηλαδή του αυτοκρατορικού ταμείου και εκκλησιαστικό αξιωματούχο αντίστοιχα- στον Κάρολο προκειμένου να πραγματοποιηθεί συνοικέσιο μεταξύ Καρόλου και Ειρήνης.[2] Ο γάμος τελέστηκε μεταξύ του Κωνσταντίνου ΣΤ’ και της κόρη του Καρόλου Ροτρούδη (Ερυθρώ). Η αυτοκράτειρα, που υπέγραφε ως «βασιλεύς» και όχι ως βασίλισσα, συμμάχησε με τους Φράγκους ενάντια στους Λομβαρδούς. Αυτό αποτέλεσε και στρατηγική της Ειρήνης προκειμένου η προσέγγιση με τη Δύση να αποφέρει μια σταθεροποίηση στο θρόνο. Δεν είχε καμία πρόθεση να εγκαταλείψει τα «προαιώνια» δικαιώματα των «Ρωμαίων» αυτοκρατόρων. Αυτό συμπεραίνουμε και από την διάσταση που έδωσε στην οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας, όπου γινόταν λόγος για έναν «νέο Κωνσταντίνο, τον ΣΤ’, και μια νέα Ελένη», που θα προσέδιδαν ξανά την αγνότητα στη χριστιανοσύνη. Μάλιστα, ο ίδιος ο πάπας αναγνώριζε τον οικουμενικό χαρακτήρα της συνόδου.[3]
Η Βυζαντινή αυτοκράτειρα
Ειρήνη Αθηναία.
            Ο Κάρολος αρνήθηκε να συνταχθεί με τα παραπάνω σχέδια και σύντομα τα παραπάνω σχέδια ναυάγησαν. Το συνοικέσιο αποδείχθηκε βραχύβιο και διαλύθηκε το 788 όπως και η συμμαχία. Η Ειρήνη που επί της ουσίας κινούσε τα νήματα, έστειλε τον Ιωάννη, σακελλάριο και λογοθέτη του στρατιωτικού, προς ενίσχυση του Θεόδοτου των Λομβαρδών και κατόπιν κατέφθασε και ο στρατηγός Σικελίας, Θεόδωρος. Οι Βυζαντινοί εκστράτευσαν εναντίων των Φράγκων στο Μπενεβέντο. Στη μάχη που ακολούθησε οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν κατά κράτος και ο Ιωάννης αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε.[4] Οι Φράγκοι με επικεφαλής τους Γκρίμοαλντ και Χίλντεμπραντ είχαν ελάχιστες απώλειες σε άνδρες και εξοπλισμό και επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους με πλούσια λεία και πολλούς αιχμαλώτους.[5] Παρ’ όλα αυτά ο Κάρολος δεν κατάφερε ποτέ να επιβάλλει πλήρως την κυριαρχία του στον δούκα του Μπενεβέντο  παρά τις συνεχείς εκστρατείες του τα έτη 791, 792-793, 800, 801-802.[6]
            Ο Κάρολος είχε προσδέσει το βασίλειο της Ιταλίας στο φραγκικό βασίλειο ήδη από το 774. Μετά τις εκστρατείες που πραγματοποίησε στο κράτος των Αβάρων, η βυζαντινή Δαλματία αποδέχθηκε την χαλαρή επικυριαρχία των Φράγκων ειρηνικά. Παράλληλα με το στρατιωτικό σκέλος, Κάρολος συνέχιζε να υπονομεύει την πνευματική ανωτερότητα των Βυζαντινών.
            Τα πρακτικά της συνόδου της Νίκαιας στάλθηκαν στη Ρώμη το 790 και στη συνέχεια στη φραγκική αυλή, μεταφρασμένα στα Λατινικά. Ο κλήρος γύρω από τον Κάρολο είχαν εξάγει σημαντικά συμπεράσματα. Φάνηκε γι’ αυτούς ότι πλέον η εκκλησία «των Γραικών» δεν διατηρούσε μια θεολογικά ορθή και αξιόπιστη θεώρηση του Χριστιανισμού. Υποστήριζαν ότι αυτοί είχαν αντιληφθεί των ρόλο των εικόνων που ήταν ουδέτερος, την ίδια στιγμή που η σύνοδος, έτσι όπως μετέφρασαν τα πρακτικά, πρότεινε την λατρεία τους. Οι Γραικοί, όπως συμβούλεψαν οι κληρικοί στον Κάρολο, είχαν εξαντλήσει την ενέργειά τους στα εσωτερικά ζητήματα και είχαν δείξει δείγματα φθοράς και παρακμής. Ο μελλοντικός αρχιεπίσκοπος της Ορλεάνης, Θεοδούλφος, ανέφερε ότι δεν έπρεπε να παρθεί αυτή η πρωτοβουλία αλλά να ζητηθεί η γνώμη και των υπολοίπων εκκλησιών.
            Είναι προφανές ότι ο Φράγκος ηγεμόνας, όντας  στο απόγειο της ισχύος του, θεώρησε υποτιμητικό για την Εκκλησία του να αποδεχθεί αποφάσεις που είχαν παρθεί στην Ανατολή. Εκδόθηκαν λοιπόν τα δικά του διατάγματα, τα Libri Carolini (Opus Caroli Regis Contra Synodum).
            Τα διατάγματα της συνόδου απορρίφθηκαν και περιφρονήθηκαν εξ ολοκλήρου.[7] Η φιλοδοξία του Καρόλου ήταν να αναδειχτεί μια νέα τάξη πραγμάτων από την μεταρρύθμιση της Λατινικής Εκκλησίας ως ολότητας. Το θρησκευτικό ζήτημα πολιτικοποιήθηκε λοιπόν τάχιστα από τη διαφοροποίηση με την Ανατολή, με σκοπό την οικειοποίηση του αυτοκρατορικού ρόλου. Η πεποίθηση ότι ζούσαν σε μια μοναδική και προνομιούχα Χριστιανοσύνη έγινε ξεκάθαρη από τη σύνοδο της Φρανκφούρτης το 794, όπου το ζητούμενο ήταν η καταδίκη των Γραικών και της Ανατολικής Εκκλησίας και λιγότερο το θρησκευτικό σκέλος της λατρείας των εικόνων. Πρέπει να αναφερθεί και ο σημαίνοντας ρόλος του Καρόλου σε αυτή τη σύνοδο, καθώς η εποπτεία του επί των επισκόπων ήταν απόρροια του καθήκοντος να προστατέψει την εκκλησία, κάτι που μαρτυρά και ο χαρακτηρισμός «επίσκοπος των επισκόπων» (episcopus episcorum).[8]
            Την ίδια στιγμή στο Βυζάντιο η αυτοκράτειρα μετά από μια συνεχή υπονόμευση του υιού της, τον οποίο και τελικά τύφλωσε, έμελλε να κυβερνά μόνη της από το 797. Αυτό αποτέλεσε και μια ακόμα αφορμή για την νομιμοποίηση της στέψης του Καρόλου αφού δεν υπήρχε άρρην στον θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από τον Σαλικό νόμο μάλιστα τον Φράγκων, στον οποίο αναφέρεται ότι κανένα τμήμα της γης ή κληροδότημά της δεν μπορεί να ανήκει σε γυναίκα, αλλά στα αρσενικά μέλη, προκύπτει ένα «βολικό» κενό στη διαδοχή της αυτοκρατορίας.
Ο Φράγκος βασιλιάς Κάρολος Α', ο επονομαζόμενος και
Κάρολος ο Μεγάλος.
            Αναφέρεται ότι το επόμενο έτος, το 798, Έλληνες πρέσβεις εμφανίστηκαν ενώπιων του Καρόλου διατεθειμένοι να κινηθούν διαδικασίες προκειμένου να μεταβιβασθεί η αυτοκρατορική εξουσία σε αυτόν (ut traderent ei imperium). Όπως ήταν επόμενο ο Κάρολος τους απέπεμψε και το μόνο που κατάφεραν ήταν να ενισχύσουν το ηθικό των Φράγκων. Ο λόγιος και ποιητής Αλκουίνος της Υόρκης, μας παρουσιάζει την οπτική από το φραγκικό στρατόπεδο όταν το 799 αναφέρει ότι «..η ασφάλεια της χριστιανικής εκκλησίας, πλέον, βρίσκεται στους ώμους τους Καρόλου, του επικεφαλής της Χριστιανοσύνης, που ήταν υπέρτερος από τον πάπα και τον αυτοκράτορα μαζί..».[9]



[1] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ.405
[2] Theophanis Chronographia, ed. B.G. Niebuhr, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, 43,  (Bonn: Impensis ed Weberi, 1839), σελ. 705 «Τούτω τω έτει απέστειλεν Ειρήνη Κωνταντίνον σακελλάριον και Μάμαλον πριμικήριον προς Κάρουλον ρήγα των Φράγγων, όπως την αυτού θυγατέρα, Ερυθρώ λεγόμενην, νυμφεύσηται τω βασιλεί Κωνσταντίνω τω θιώ αυτής
[3] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange, σελ. 67
[4] Niebuhr, Theophanis, σελ.718. «αποστείλασα δε Ειρήνη Ιωάννην τον σακελλάριον και λογοθέτην του στρατιωτικού εις Λογγιβαρδίαν μετά και Θεοδότου του ποτέ ρηγός της μεγάλης Λογγιβαρδίας προς το ει δυνηθείεν αμύνασθαι του Καρόλου, και αποσπάσαι τινάς εξ αυτού. Και κατήλθον ουν συν Θεοδώρω πατρικίω και στρατηγό Σικελίας. Και πολέμου κρατηθέντος, εκρατήθη υπό των Φράγκων ο αυτός Ιωάννης, και δεινώς ανηρέθη.»
[5] Pertz, Annales Regni Francorum,  σελ.83 « Commisso immodicam ex eis multitudinem ceciderunt ae sine suo suorumque gravi dispendio I magnum captivorum ac spoliorum numerum in sua castra retulerunt».
[6] Pirenne, Mohammed and Charlemagne, σελ.230.
[7] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ.406.
[8] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange, σελ. 59. Φυσικά αυτό δε σήμαινε ότι ο Κάρολος δεν είχε αυτογνωσία και ότι θεωρούσε τον εαυτό του ως τον ανώτατο ιερέα της εκκλησία του Χριστού.
[9] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange, σελ.73.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Ο β' γύρος της σύγκρουσης Παλαιολόγων-Καντακουζηνών (1352-1357) και ο τερματισμός του εμφυλίου.


Αποφασίζοντας να δώσει μια λύση στη διαμάχη του εκκλησιαστικού ζητήματος μεταξύ Ησυχαστών και αντιησυχαστών, ο Ιωάννης Στ'΄Καντακουζηνός δίνει εντολή για την σύγκλιση συνόδου στην οποία θα συμμετείχε ως πρόεδρος, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη το 1351. Μαζί με τον πατριάρχη Κάλλιστο, ο οποίος εξελέγη σε αυτή την θέση από τις 10/6/1350, ξεκίνησαν τις εργασίες στις 28/5/1351. Με τον Αθωνίτη μοναχό και φίλο του Παλαμά, πατριάρχη και τους φίλια προσκείμενους στον ησυχασμό επισκόπους, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν προδεδικασμένο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς όμως παραμένει ανένδοτος και υπερασπίζεται σθεναρά την γνώμη του. Στις 9/6 αναγνώσθηκαν οι αποφάσεις κατά των αντιπαλαμικών που απαγγέλθηκαν τα έτη 1341 κι 1347.  Τον επόμενο μήνα, σε νέα σύνοδο, αυτή τη φορά μόνο με παλαμικούς, απαγγέλλεται η ορθόδοξη διδασκαλία του Γρηγόριου Παλαμά, αφορίζονται οι διαφωνούντες και σε τελετή στις 15/8 στην Αγία Σοφία ο Τόμος υπογράφεται και από τον Καντακουζηνό.  Ο Νικηφόρος Γρηγοράς θα εγκλειστεί στη μονή της Χώρας  απ’ όπου θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την αξία της δικής του θεολογικής ερμηνείας.[1]
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε
και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον
 ορθόδοξο λαό και κλήρο

 Στο πεδίο των επιχειρήσεων, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος αναλαμβάνει θερινή εκστρατεία ενάντια στον ήδη δυσαρεστημένο Ματθαίο, που νιώθει παραγκωνισμένος από τον πατέρα του, πολιορκώντας την Αδριανούπολη. Με Τούρκους ενισχυτικούς η πολιορκία σπάει και ο Ιωάννης Ε’ κλιμακώνει την σύγκρουση καλώντας τους Σέρβους του Δουσάν που καταφθάνει με 4.000 ιππείς και τους Βούλγαρους. Οι προσπάθειες, από τις 10/6/1352, του μεσολαβητή πατριάρχη Κάλλιστου αποβαίνουν άκαρπες. Ο εμίρης Ορχάν καταφθάνει με 10.000-12.000 ιππείς υπό τον Σουλεϊμάν και συντρίβει τους συμμάχους του Ιωάννη Ε’ τον χειμώνα του 1352, στον ποταμό Έβρο. Ο τελευταίος εγκαταλείπει την Θράκη στις αρχές του 1353 και μεταβαίνει στην Τένεδο, μαζί με τη σύζυγό του.[2] Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά όπου οι Οθωμανοί θα έρχονταν μετά από πρόσκληση των Βυζαντινών. Η ουσιαστική μεταβολή της Οθωμανικής πολιτικής απέναντι στο Βυζάντιο αποκαλύφθηκε, όταν ο δραστήριος Σουλεϊμάν κατέλαβε το 1352 το φρούριο της Τζύμπης, αρνούμενος να το επιστρέψει στον Καντακουζηνό. Η νέα, μόνιμη πλέον, βάση των Οθωμανών από τον συγγενή μάλιστα του αυτοκράτορα άφηνε ανοιχτή πλέον την «κερκόπορτα» για την κατάληψη της Αυτοκρατορίας.[3]

 Μέσα σε αυτή την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο αποφασίζεται πλέον να κοπεί το νήμα της δυναστείας των Παλαιολόγων και να αναγορευθεί, ο Ματθαίος Καντακουζηνός συναυτοκράτορας. Οι συνεχείς συγκρούσεις είχαν διαλύσει οριστικά πλέον την ιδέα του «προστάτη» του Ιωάννη Ε’. Όμως η πράξη αυτή βρήκε αντιμέτωπη την άρνηση του πατριάρχη Κάλλιστου, καθώς αρνούνταν να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, υπενθυμίζοντάς του να μην αθετήσει τον όρκο που έδωσε το 1347. Τον Απρίλιο του 1353 γίνεται η αναγόρευση του Ματθαίου Καντακουζηνού στο παλάτι και πλέον με διάταγμα, θα μνημονεύονταν το όνομά του στη θέση του Ιωάννη Παλαιολόγου και θα συνεχιζόταν η μνημόνευση της αυτοκράτειρας Άννας και του υιού του Ιωάννη Ε’, Ανδρόνικου.[4] Το ζητούμενο ήταν η απαλοιφή και η απομόνωση του Ιωάννη Ε’ , όπως και έγινε. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί από την θέση του ο Κάλλιστος, να προσφύγει στη συνοικία του Γαλατά, όπου οι Γενουάτες τον βοήθησαν να μεταβεί στην Τένεδο για να τύχει θερμής υποδοχής από τον Ιωάννη Ε’, ο οποίος τον αντάμειψε. Την θέση του Κάλλιστου ανέλαβε να αναπληρώσει ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο επίσκοπος Ηράκλειας, ο οποίος πρόθυμα τέλεσε την στέψη του Ματθαίου με την Ειρήνη τον Φεβρουάριο του 1354. Η τελετή έλαβε μέρος, στο ναό της Παρθένου στις Βλαχέρνες. Σύμφωνα με το εθιμοτυπικό ο ίδιος ο Ματθαίος τοποθέτησε το στέμμα στην σύζυγό του. Φαινομενικά, η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί.
Βυζαντινοί στρατιώτες του 14ου αιώνα. 1. Κατάφρακτος,
εκ των οποίων ελάχιστοι τότε στον αριθμό,  2. Πεζός,
3. Τοξότης

Τα προβλήματα όμως ήταν ακόμα αξεπέραστα. Η παρουσία των Τούρκων βοηθητικών είχε γίνει ανυπόφορη για τους ήδη σκληρά δοκιμαζόμενους κατοίκους της Θράκης. Σταδιακά οι Οθωμανοί, συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κύριοι των εδαφών και με αιχμή τους ημιανεξάρτητους γαζήδες ερήμωναν και ξεχαρβάλωναν την όποια άμυνα προσπαθούσε να αντιτάξει το Βυζάντιο. Ο φιλόδοξος υιός του Ορχάν, Σουλεϊμάν, αποτελεί μια μόνιμη απειλή στην εύθραυστη συμμαχία με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι Οθωμανοί εξαπλώνονται και καταλαμβάνουν έναν λιμένα, τον Akca Liman, το φρούριο του Εξαμιλίου, τη Μάδυτο και το χωριό Σόφους.[5] Με διπλωματικούς ελιγμούς ο Ορχάν προσπαθούσε να αναβάλλει συνεχώς την προσφορά του Καντακουζηνού να αποχωρήσει από την χερσόνησο της Καλλίπολης, με αντάλλαγμα 10.000 υπέρπυρα.

 Η νύχτα της 2ας Μαρτίου του 1354, σημαδεύτηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό που διέλυσε ολοσχερώς τους οικισμούς πέριξ της Καλλίπολης, προκαλώντας εκατόμβες νεκρών, χιλιάδες προσφύγες και τεράστιες υλικές ζημιές. Τα ισοπεδωμένα τείχη της διαλυμένης Καλλίπολης, το «μάτι» του Βυζαντίου αυτή την περίοδο, αποτέλεσαν μια θαυμάσια ευκαιρία για τον Σουλεϊμάν, να διεκπεραιώσει την αποστολή πλήθους Οθωμανών στην Θράκη, τοποθετώντας ισχυρή φρουρά στην πόλη που καταλήφθηκε, ανοικοδομώντας τα τείχη. Στις διαμαρτυρίες των Βυζαντινών ο Σουλεϊμάν απάντησε ότι δεν μπορεί να αρνηθεί ένα «θεόσταλτο» δώρο, οδηγώντας τον Καντακουζηνό στην απεγνωσμένη κίνηση να τετραπλασιάσει το αρχικό προσφερόμενο ποσό. Η επιστροφή του αυτοκράτορα από συνάντηση στη Νικομήδεια που αναβλήθηκε, επειδή ο Ορχάν προφασίστηκε ότι ασθένησε, έδειχνε αν μη τι άλλο, ένα τετελεσμένο γεγονός. Η δοκιμασία για την ειλικρινή ή μη, η ήδη αμφίβολη πρόθεση των Οθωμανών θα χαθεί με την πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού.[6]

Μη έχοντας πολλές επιλογές ο Καντακουζηνός πλέει για Τένεδο το καλοκαίρι του 1354 προκειμένου να λύσει τις διαφορές με τον γαμπρό του Ιωάννη, χωρίς όμως να προκύψει τίποτα. Στις 29/11 ο Ιωάννης Ε’ αναχώρησε από την Τένεδο και κατάφερε να περάσει απαρατήρητος στο λιμάνι του Επτασκάλου και να εισέλθει στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος με ισχυρή βοήθεια από τον λαό της Κωνσταντινούπολης, καταλάμβανε μία προς μία τις οχυρωμένες θέσεις των στρατευμάτων του αυτοκράτορα. Ο Φιλόθεος κατέφυγε σε μυστική εσοχή στον Ναό της Αγίας Σοφίας και την 1/12 ο Ιωάννης Ε’ πρότεινε την γενική αμνηστία και την από κοινού άσκηση της εξουσίας με προβάδισμα του πεθερού του. Σε κρατική σύνοδος που συγκλήθηκε, συζητήθηκε το επείγον ζήτημα της απειλής των Τούρκων. Ο Καντακουζηνός επέμεινε στο μάταιο της ένοπλης αντιπαράθεσης, παρά μόνο αν υπήρχε υποστήριξη από ισχυρούς συμμάχους, ένα ρεαλιστικό αλλά μάλλον αντιφατικό επιχείρημα από την κατάσταση που κατά μέγα μέρος είχε αυτός προκαλέσει. Δεδομένης της εχθρότητας του λαού απέναντι στον Καντακουζηνό, ο τελευταίος τελικώς παραιτήθηκε στις 10/12/1354 από το αξίωμά του και απεκδύθηκε όλα τα βασιλικά του ενδύματα, αποσυρόμενος ως Ιωάσαφ στη Μονή Αγίου Γεωργίου της Μαγνάυρας στην πρωτεύουσα.[7]
Το Βυζάντιο και τα γειτονικά κράτη την εποχή που οι Οθωμανοί εφορμούσαν για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Είναι εμφανής και η εξάπλωση του Σερβικού κράτους υπό τον Δουσάν, η οποία όμως αποδείχθηκε βραχύβια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος περιορίζεται σε Θράκη, Θεσσαλονίκη, νησιά Β.Αιγαίου και τμήμα της Πελοποννήσου. 

Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό για να αποτρέψει μια νέα σύγκρουση. Το 1355 νέες μάχες μεταξύ Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου, οδήγησαν στη συμφωνία να διατηρήσουν αμφότεροι τον τίτλο του αυτοκράτορα, όμως ο Ματθαίος να χρησιμοποιεί τον τίτλο του στο Μοριά. Το επόμενο έτος ξεσπά για ακόμα μια φορά πόλεμος, με τον Ματθαίο υποστηριζόμενο από Οθωμανικά και Σερβικά στρατεύματα να προελαύνει προς την Κωνσταντινούπολη. Ενεργώντας αποτελεσματικά ο Ορχάν στρέφεται αποκλειστικά προς τον Ιωάννη Ε’ ενώ αφήνει πολεμιστές νομάδες με τους οποίους έχει χαλαρή εξάρτηση να προσβάλλουν την επικράτεια του Ματθαίου. Τελικώς, η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο με τους Τούρκους και τους Σέρβους να μάχονται μεταξύ τους και τον Ματθαίο να καταλήγει αιχμάλωτος του Σέρβου διοικητή της Δράμας, Vojihna.[8] Τα λύτρα της απελευθέρωσης θα πληρώσει τελικά ο Ιωάννης Ε’ και ο Ματθαίος μετά από μια αποτυχημένη συνωμοσία θα πεισθεί να αποποιηθεί τον αυτοκρατορικό τίτλο του. Τον Δεκέμβριο του 1357 σε επίσημη τελετή στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, παρουσία αυτοκρατόρων, πατριαρχών Κωνσταντινούπολης και Ιεροσολύμων και πλήθους επισκόπων και συγκλητικών ο Ματθαίος Καντακουζηνός δίνει όρκο υποταγής στον Ιωάννη Ε’. Με αυτή την τελετή τερματίστηκε η εμφύλια διαμάχη Παλαιολόγων και Καντακουζηνών που σπάραξε το Βυζάντιο, αφαίμαξε τους λιγοστούς πόρους, εξάντλησε το στράτευμα και τον κοινωνικό ιστό και έβαλε ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες είχε η Αυτοκρατορία να ανασυσταθεί.





1] D.Nicol Τελευταίοι αιώνες, σελ.367-369
[2] D.Nicol, ό.π., σελ 375-377.
[3] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη,σελ. 85
[4] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 113
[5] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη, σελ.92
[6] Γ.Βογιατζής, ό.π., σελ.88
[7]Γ. Βογιατζής, ό.π., σελ.387-388.
[8] Γ.Βογιατζής, ό.π. σελ. 393

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η μάχη της Κωνσταντινούπολης (1147). Οι Βυζαντινοί απωθούν τους Γερμανούς σταυροφόρους.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 
Τη στιγμή που το Βυζάντιο επί Μανουήλ Α’ Κομνηνού, σταθεροποιήθηκε και ανακατέλαβε πολλά από τα εδάφη που έχασε από τον πολυμέτωπο αγώνα σε Βαλκάνια και Μικρά Ασία συνεχίζοντας το έργο των προκατόχων του, μια νέα απειλή εμφανίστηκε από τη Δύση. Οι σταυροφόροι με επικεφαλής τους βασιλείς Λουδοβίκο Ζ’ της Γαλλίας και Κορράδο Γ’ της Γερμανίας κατέφθασαν. Η πορεία τους πέρασε μέσα από τα εδάφη της αυτοκρατορίας με τα δύο στρατόπεδα να διακατέχονται από αμοιβαία καχυποψία και να καταλήγουν στη σύγκρουση. 



ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ 

Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πραγματοποίησε προπαρασκευαστικές ενέργειες για την αντιμετώπισή τους και συγκέντρωσε τα στρατεύματα που βρίσκονταν μέσα και πλησίον της Κωνσταντινούπολης θέτοντας ως επικεφαλής τον αξιόμαχο και έμπειρο από τις μάχες στη Μικρά Ασία, στρατηγό Βασίλη Τζικανδύλη και τον προαναφερόμενο Προσούχ. Οι διαταγές ήταν ρητές. Η απάντηση, στο ανάλογο μέτρο, κάθε επιθετικής ενέργειας των Γερμανών. Οι έμπειροι στρατηγοί παρατήρησαν τις κινήσεις, τον αριθμό και την διάταξη των αντίπαλων στρατευμάτων. Αντιλήφθηκαν ότι οι αντίπαλοι στρατιώτες είχαν εξαιρετική σωματική διάπλαση και ισχυρότατη θωράκιση, όμως το ιππικό τους δεν διέθετε καθόλου ευκινησία και η πορεία των στρατιωτικών σωμάτων πραγματοποιούνταν με μεγάλη αταξία, προφανώς από την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων τους. Έστειλαν λοιπόν αναφορά στον αυτοκράτορα, ότι θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τους νικήσουν, αναφέροντας όσα παρατήρησαν αλλά και τα παραπάνω εξαγόμενα συμπεράσματα ρωτώντας παράλληλα τι έπρεπε να πράξουν. Αυτός τους συνέστησε να είναι σε αναμονή μέχρι την πρόκληση ανοιχτής επιθετικής ενέργειας.

Εν τω μεταξύ σημαντικό στρατιωτικό τμήμα των Γερμανών συνέχισε την πορεία τους και έφθασε στην πεδιάδα των Χοιροβακχών (σημ. Μπαχσαγίς, δυτικά της Κωνσταντινούπολης), όπου υπήρχε άφθονη τροφή για τα άλογα και τα υποζύγια, και στρατοπέδευσε. Η περιοχή είναι πεδινή με τα ποτάμια και τους χείμαρρους να καταλήγουν στη λίμνη Μπουγιουκσεμεσέ που βρίσκεται πλησίον. Έχοντας υποτιμήσει τον αντίπαλό τους αλλά και θεωρώντας ότι δεν θα παραβιάζονταν ο όρκος από τους Βυζαντινούς, δεν περικαράχωσαν το στρατόπεδό τους, ούτε έσκαψαν τάφρο. Την νύχτα της 7-8 Σεπτεμβρίου του 1147, μια μεγάλη φυσική καταστροφή τους βρήκε σε αυτό το σημείο καθώς από μια αναπάντεχη δυνατή καταιγίδα οι παραπλήσιοι ποταμοί Μέλας (σημ.Καρασού) και Άθυρας υπερχείλισαν και πλημμύρισαν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας. Άλογα, οπλισμός, σκηνές παρασύρθηκαν ως την θάλασσα από την μεγάλη νεροποντή συνθέτοντας ένα σκηνικό χάους στο γερμανικό στρατόπεδο. Ο ανώνυμος συγγραφέας που συνέγραψε τον «Μαγγάνειο Πρόδρομο» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «..το κύμα της κεφαλής του ρόου συρρεύσαν εστρόβησε πολλούς αθλίους εν Χοιροβάκχοις τον βίο λελοιπότας».[1] 
Ο Φρειδερίκος Α΄ (1122 - 1190), γνωστός και ως Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα 
ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 1155. 
Ήταν 25 χρονών όταν έλαβε μέρος στη Β’ σταυροφορία και διακρίθηκε 
για το θάρρος και τον παρορμητισμό του.(Άγαλμα που βρίσκεται στο 
Γκόσλαρ της Κάτω Σαξονίας,Γερμανία).

Μόνο το τμήμα του Φρειδερίκου που στρατοπέδευσε σε ψηλότερο σημείο δεν υπέστη ζημιές. Πληροφορούμενος του ευνοϊκού αυτού γεγονότος ο Μανουήλ έστειλε μέλη της αριστοκρατίας στον Κορράδο για να του αναφέρουν το συμβάν και να έρθουν σε συνεννόηση για τις επόμενες κινήσεις. Ο Κορράδος επιδεικνύοντας αλαζονεία, μη έχοντας πληροφορηθεί τη συμφορά που βρήκε το γερμανικό απόσπασμα, απαίτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να τον συναντήσει, καθώς πλησίαζε στην Κωνσταντινούπολη. Όταν όμως αντίκρισε τα απόρθητα τείχη της Πόλης, από την τοποθεσία Φιλοπάτιον που είχε φθάσει, με τους θεόρατους πύργους και την τεράστια τάφρο έμεινε έκθαμβος. Αντιλήφτηκε ότι η πόλη είναι σχεδόν απόρθητη, αποχώρησε και τάχιστα έφτασε σε ένα από τα προάστια της βυζαντινής πρωτεύουσας, το Πικρίδιον(σημ. Χασκόι). Από εκεί ενημέρωσε, με τη συνήθη υπεροψία, σε γράμμα τον Μανουήλ ότι δεν ευθύνεται για τα πρόσφατα γεγονότα, επισημαίνοντας τα χαρακτηριστικά ενός ευφυή αυτοκράτορα, τα οποία ο Μανουήλ, σύμφωνα με αυτόν, δεν διέθετε. Η παραμονή του στο προαστιακό παλάτι του Φιλοπατίου δεν ήταν φυσικά ανώδυνη και συνοδεύτηκε από λεηλασίες και καταστροφές σε τέτοιο βαθμό ώστε το παλάτι κατέστη μη κατοικήσιμο. Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ζήτησε αποζημίωση για τις λεηλασίες, ο Κορράδος του απάντησε ότι αυτές ήταν ασήμαντες και σε μια έκρηξη οργής απείλησε ότι θα ερχόταν το επόμενο έτος να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. 

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1147) 


Το βυζαντινό απόσπασμα συνέχισε την πορεία του και προσέγγισε ακόμη περισσότερο τους Γερμανούς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στα στρατεύματά τους οι στρατηγοί Προσούχ και Τζικανδύλης ανέμεναν το λάθος από τους αντιπάλους τους που συχνά συμπεριφέρονταν σαν όχλος. Η διάταξη των βυζαντινών στρατευμάτων, η οποία μας προσφέρεται λεπτομερέστατα από τον Κίνναμο, ήταν η εξής : μπροστά τοποθετήθηκαν τα πιο άπειρα τμήματα, με την διατύπωση να δίνει την εικόνα στρατευμάτων πεζικού πιθανόν ψιλούς, που βάδισαν χωρισμένα σε τέσσερα τμήματα. Έπειτα ακλούθησαν οι επίλεκτοι βαριά θωρακισμένοι κατάφρακτοι και εν συνεχεία το ελαφρύ ιππικό. Τέλος την διάταξη συμπλήρωσαν οι Κουμάνοι μαζί με τους Τούρκους μισθοφόρους ιππείς πλαισιωμένοι από Βυζαντινούς ιπποτοξότες. Η τοποθέτηση των ιπποτοξοτών στην τελευταία γραμμή και όχι στην πρώτη, όπως συνηθιζόταν, με αποστολή την παρενόχληση του εχθρού έχει λογική βάση στο περιορισμένο εύρος κινήσεων που προσέδιδε το έδαφος ή στο γεγονός ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Επίσης, οι Βυζαντινοί μάχονταν σε γνωστό, για αυτούς έδαφος, συνεπώς δεν είχαν την ανάγκη για ανίχνευση του εδάφους και ακόμη γνώριζαν ήδη τον αριθμό και την τοποθεσία του εχθρικού στρατού. 
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ 
Κομνηνός (28/11/1118 – 24/9/1180) βασίλεψε σε μία 
κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 
Μεταξύ των Σελτζούκων, Νορμανδών, Ούγγρων, Σέρβων και 
Βενετών που αντιμετώπισε καλέστηκε να διαχειριστεί και την
πρόκληση της Β’ Σταυροφορίας. Τα λατινικά χρονικά της 
δυτικής Ευρώπης και του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, τον 
μνημονεύουν ως « γενναιόδωρο και άξιο άνθρωπο, αγαπημένο
του Θεού, με μεγάλη δύναμη, ασύγκριτη ενέργεια και ευγνωμοσύνη». 
Λεπτομέρεια διπλού πορτρέτου με τη Μαρία της Αντιόχειας, 
Βιβλιοθήκη του Βατικανού, Ρώμη.


Προφανώς τα τμήματα που εστάλησαν για να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς ήταν από αυτά που παρέμεναν στην πρωτεύουσα και για τα οποία είχε μεγαλύτερη εποπτεία ο αυτοκράτορας, σε σχέση με αυτά που ήταν στις επαρχίες σε Ανατολή και Δύση. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι ο Χωνιάτης προβαίνει σε μια υπερβολή όσον αφορά τον ρόλο του αυτοκράτορα στον εξοπλισμό τους από τις κεντρικές αποθήκες, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη αρμοστή των θρακικών πόλεων και υπεύθυνο της μισθοδοσίας των τοπικών στρατευμάτων. Μια πιθανή ενέργεια είναι να συμπληρώθηκε ο εξοπλισμός των στρατευμάτων λόγω της αναγκαιότητας της στιγμής, ιδίως των δυνάμεων κρούσης όπως οι κατάφρακτοι. Ο ιστορικός Τζόναθαν Χάρρις θεωρεί ότι οι Κουμάνοι και οι Τούρκοι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του Βυζαντινού στρατεύματος, αν και πιθανόν αποτελούσαν το σύνηθες ποσοστό και προφανώς αποτελεί αποτέλεσμα επηρεασμού από το γεγονός ότι ο ένας επικεφαλής ήταν τουρκικής καταγωγής, ο Προσούχ, καθώς και την παρουσία Τούρκων και Πετσενέγκων ή Κουμάνων μισθοφόρων. Ο Κίνναμος σε μια από τις συνήθεις για τους Βυζαντινούς χρονικογράφους αναφορά, χρησιμοποιεί αρχαιοελληνικές ονομασίες για τα έθνη που περιβάλλουν την αυτοκρατορία και τους αποκαλεί «Πέρσες» και «Σκύθες» αντίστοιχα και με τη γεωγραφική τους θέση.Μόλις οι Γερμανοί απέκτησαν επαφή με τον βυζαντινό στρατό, στις 10 Σεπτεμβρίου, κυριευτήκαν από ανυπομονησία και ζήλο να εμπλακούν σε σύγκρουση. Αμέσως επιτέθηκαν αλαλάζοντας με την γνωστή τους ορμή προς τους αντιπάλους τους, αλλά με πλήρη αταξία, επαληθεύοντας την αναφορά των Βυζαντινών στρατηγών προς τον Μανουήλ. Ακολούθησε σκληρή και αιματηρή μάχη, στην οποία η πλάστιγγα με την πάροδο του χρόνου έγειρε προς το μέρος των Βυζαντινών. Με εξαιρετική πολεμική δεινότητα, αντιστάθηκαν σθεναρά στην σφοδρότητα της επίθεσης των Γερμανών και στη συνέχεια τους κατέκοπταν. 
Η τοποθεσία όπου οι Γερμανοί υπέστησαν τη φυσική καταστροφή 
στους Χοιροβάκχους (σημ. Μπαχσαγίς )και έπειτα τη στρατιωτική ήττα, όπως 
είναι σήμερα . Το πεδινό έδαφος ευνοούσε περισσότερο το ευέλικτο 
Βυζαντινό ελαφρύ ιππικό και οι Γερμανοί πλήρωσαν την εμμονή τους 
στις κατά τ’ άλλα εξαίρετες δυνάμεις πεζικού. (Φωτογραφία από δορυφόρο)




Δυστυχώς δεν διαθέτουμε αναλυτική περιγραφή της μάχης. Πιθανόν να απορροφήθηκε η αρχική ορμή και σφοδρότητα της επίθεσης των Γερμανών και να ακολούθησε πλαγιοκόπηση από το ευκίνητο Βυζαντινό ιππικό με συνεχή φθορά από τους ιπποτοξότες. Αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να εξαγάγουμε από τον Κίνναμο στο σημείο όπου οι Βυζαντινοί «αντιστάθηκαν επιδέξια και στη συνέχεια τους σκότωσαν». Το ευέλικτο ιππικό των Βυζαντινών μαζί με τους ιπποτοξότες είχε ευρύτερο πεδίο κινήσεων από τους πεζούς και τους δυσκίνητους Γερμανούς ιππείς. Το αποτέλεσμα ήταν το τέλος της σύγκρουσης να μετατραπεί σε σφαγή. Δεν αναφέρονται τα ακριβή μεγέθη των αντιπαρατασσόμενων αντίπαλων δυνάμεων, όμως σίγουρα γνωρίζουμε από τις πηγές ότι η γερμανική δύναμη ήταν πολλαπλάσια. Αν υποθέσουμε αυθαίρετα ότι το γερμανικό στρατιωτικό σώμα αποτελούσε το ένα τέταρτο ή το ένα πέμπτο του συνολικού στρατού, περίπου 20.000 χιλιάδες, τότε ο υπολογισμός κυμαίνεται στους 4 με 5 χιλιάδες άνδρες, που υπέστησαν εξαιρετικά βαριές απώλειες από την πολεμική αναμέτρηση με το Βυζαντινό απόσπασμα, έχοντας υποστεί και απώλεια ηθικού και ανδρών από την φυσική καταστροφή στους Χοιροβάκχους.

Μη έχοντας γνώση της στρατιωτικής ήττας ενός τμήματος του στρατού του, ο Κορράδος παρέμεινε αλαζόνας απέναντι στον Μανουήλ, ακόμα και όταν ο τελευταίος του ανέφερε ότι «..έμαθα ότι ένας μικροσκοπικός ρωμαϊκός στρατός αντιμετώπισε και διέλυσε έναν τεράστιο γερμανικό στρατό . Αποτελεί σχεδόν κανόνα ο αυτόχθον(στρατός) να είναι υπέρτερος σε ξένους εισβολείς..». Εν τέλει ο Κορράδος αποδύθηκε επιτέλους την υπεροπτική του στάση και ζήτησε οδηγό από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα για την μετέπειτα πορεία του. Ο απεσταλμένος ακόλουθος κουβαλούσε μαζί του και την πρόταση του Μανουήλ για σύναψη συμμαχίας, την οποία απέρριψε και ακλούθησε τον δρόμο προς το Φιλομήλιο. 

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 
Ο Άγιος Δημήτριος. 12ος αι. Στεατίτης.
Ο Δημήτριος εδώ είναι τοξότης. Εξοπλισμένος με 
ένα σύνθετο τόξο, ένα δόρυ και μια στρογγυλή ασπίδα
φέρει ένα γεμισμένο λινοθώρακα(ζάβα) 
με συνημμένες «πτερούγες» (Λούβρο)

Το αποτέλεσμα ήταν τελικά να πραγματοποιηθεί η αναχώρηση των Γερμανών με μεγάλη επίσπευση. Με διαταγή του Μανουήλ, διατέθηκε κάθε λέμβος, πλοίο, ακόμα και ψαρόβαρκες των κατοίκων καθώς και μεταφορικά για τους ίππους για την όσο το δυνατόν ταχύτερη διέλευση των Γερμανών. Επίσης, διόρισε καταγραφείς για να καταγράψει κάθε άνθρωπο που θα αποβιβαζόταν στο έδαφος της Μικράς Ασίας, αλλά σύμφωνα με τον Χωνιάτη, αυτοί ήταν τόσο πολλοί που οι διορισμένοι υπάλληλοι δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο. Σύντομα οι Βυζαντινοί θα έβλεπαν με ανακούφιση να ακολουθούν τον ίδιο δρόμο και οι Γάλλοι που διεκπεραιώθηκαν χωρίς προβλήματα, ενώ δεν αμέλησαν να στήσουν αγορές που θα βοηθούσαν στην ομαλή, στα πλαίσια του δυνατού, τροφοδότησή τους. 

Από την σύγκρουση που έλαβε χώρα στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Κατ’ αρχάς, δεν αποτέλεσε μια πρώτου μεγέθους σύγκρουση καθώς ενεπλάκη τμήμα μόνο του γερμανικού σώματος, αλλά από την άλλη πλευρά υπήρξε μια αξιόλογη μάχη στην οποία οι Βυζαντινοί, υστερώντας αριθμητικά, δοκίμασαν και αξιοποίησαν τις πολεμικές τους τακτικές σε έναν καινούργιο αντίπαλο, διαφορετικό από αυτούς που αντιμετώπιζαν την περίοδο εκείνη. Οι σιδηρόφρακτοι Γερμανοί στρατιώτες διέφεραν σημαντικά στη σύνθεση και στις τακτικές των νομάδων Τούρκων, των συγγενών τους Πετσενέγκων και των Ούγγρων μετέπειτα (Σίρμιο 1167). Το βυζαντινό στρατιωτικό σώμα βάδισε με εξαιρετικά ικανούς αξιωματικούς απέναντι σε έναν κατά κανόνα γενναίο και επίφοβο αντίπαλο, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση του εδάφους και με γνώμονα την προσαρμοστικότητα που αν μη τι άλλο χαρακτήριζε τους Βυζαντινούς. Προκαλεί εντύπωση η αυτοπεποίθηση που είχαν οι στρατηγοί Τζικανδύλης και Προσούχ για τη νίκη και η επίτευξη αυτής, όταν γίνεται σύγκριση με την εξαιρετικά χαμηλή πολεμική απόδοση που επέδειξαν οι Βυζαντινοί μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν αλώθηκε για πρώτη φορά η Κωνσταντινούπολη. Διακρίνεται εύκολα η σημασία της συντήρησης του αξιόμαχου του στρατού, ο ορθός υπολογισμός και συντονισμός από τον αυτοκράτορα των στρατευμάτων και η κατάλληλη επιλογή των στρατηγών με αντικειμενικά κριτήρια, βάσει των ικανοτήτων που έκρινε αλλά και που αυτοί επέδειξαν στο πεδίο της μάχης. 

Η σύγκρουση δεν γενικεύτηκε σε μια κατάσταση πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης ή σε μια μεγαλύτερη μάχη στα περίχωρα της Πόλης, παρέμεινε όμως μια χρήσιμη πηγή εξαγωγής συμπερασμάτων και από τους δύο στρατούς, αν και εν τέλει φάνηκε ότι οι Γερμανοί δεν έμαθαν από τα λάθη τους. Η προσωρινή ρήξη με τον Κορράδο, αντικαταστάθηκε με μια ανανέωση της συμμαχίας ενάντια στους Νορμανδούς, που είχαν αδράξει την ευκαιρία και επιτέθηκαν στην Κέρκυρα, στη Θήβα, στις ακτές του Ιονίου και την Κόρινθο. Η άμεση αντίδραση του Μανουήλ απέφερε μια συμμαχία με τη Βενετία, τη συντριβή του εχθρικού στόλου και την ανάκτηση της Κέρκυρας. Το Βυζάντιο παρέμενε ακόμη σημαντικός ρυθμιστής των εξελίξεων στη διεθνή πολιτική σκηνή.


*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 257, Αύγουστος 2018


Βιβλιογραφία



(1) J.Kinnamos, DEEDS OF JOHN AND MANUEL COMNENUS,μτφρ. C.Brand, Columbia University Press, New York, 1976 

(2) J.C.Cheynet, Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (641-1204), ΤΟΜ. Β’,μτφρ. Αναστασία Καραστάθη, Εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2014. 

(3) P.Magdalino, Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ Α’ ΚΟΜΝΗΝΟΥ 1143-1180, , μτφρ. Α.Κασδαγλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2008. 

(4) A.E. Laiou and R.P. Mottahedeh, THE CRUSADES FROM THE PERSPECTIVE OF BYZANTIUM AND THE MUSLIM WORLD, Dumbarton Oaks, Washington, 2001. 

(5) Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, μτφρ.H.J. Magoulias O CITY OF BYZANTIUM, ANNALS OF NIKETAS CHONIATES, Wayne State University, Detroit,1984. 

(6) Birkenmeier, J. W., THE DEVELOPMENT OF THE KOMNENIAN ARMY : 1081-1180, Boston,2002. 

(7) D.Nicolle, THE SECOND CRUSADE 1148: DISASTER OUTSIDE DAMASCUS, London, 2009.
(8) T. Dawson, BYZANTINE INFANTRYMAN, EASTERN ROMAN EMPIRE C.900-1204,Osprey, 2007. 
(9) S.Runciman, A HISTORY OF THE CRUSADES, VOL.2, THE KINGDOM OF JERUSALEM AND THE FRANKISH EAST 1100-1187, Cambridge, 1952.
(10) I. Heath and A.McBride, BYZANTINE ARMIES 118-1461 AD, Osprey, 1997. 

(11) T.F.Madden, THE CONCISE HISTORY OF THE CRUSADES, 3rd edition, Rowman and Littlefield, UK, 2013
(12) H. Jonathan, BYZANTIUM AND THE CRUSADES, 2nd edit.,London, 2014. 






[1] Με τη συμβατική ονομασία «Μαγγάνειος Πρόδρομος» είναι γνωστός ο ανώνυμος ρήτορας των μέσων του δωδέκατου αιώνα και συντάκτης της συλλογής των 148 ποιημάτων, που περιέχεται στον Μαρκιανό κώδικα XI. 22 υπό το όνομα Θεόδωρος Πρόδρομος. 

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Μετάφραση και ερμηνευτική ανάλυση του διαλόγου ανάμεσα στον Ματθαίο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Γρηγορά (Ρωμαϊκή ιστορία XXVIII 43-44, 47-48)

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

i) Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII. 43-44

43. Μόλις έφτασε η κατάλληλη ώρα στις ζωντανές ψυχές για να αναβιώσει κάθε αποδυναμωμένη γη, ενδεδυμένη με γρασίδι και περιανθισμένη με χρώματα, τοποθέτησαν το αυτοκρατορικό στέμμα στον Ματθαίο μέσα στον ναό των Βλαχερνών, ο πατέρας του μαζί με τον Φιλόθεο που διαδέχθηκε τον πρόσφατο πατριάρχη Κάλλιστο, όπως επέβαλλε η παλαιά επικρατούσα συνήθεια και όπως ήταν αναγκαίο. Σκοπός αυτής της νέας στέψης ήταν μεν να συγκυβερνήσει ο γιος με τον πατέρα ισόβια, από την άλλη δε όταν αυτός πεθάνει ίσως από γηρατειά, μόνος του ο γιος να φέρει τα σκήπτρα της βασιλείας του Αυτοκράτορα. Σε ότι αφορά τον γαμπρό Παλαιολόγο πάντα και απ’ όλους να καταδικασθεί σε λήθη και να κλείσει τελείως κάθε πόρτα για φιλική ομόνοια.
44.  Δεν πέρασαν πολλές μέρες ανάμεσα και ο Ματθαίος , ο νέος αυτός βασιλιάς, έφτασε στην οικία που είμαι έγκλειστος, διατασσόμενος από τον πατέρα του βασιλιά να γίνει μεσολαβητής ώστε να με πείσει να επιστρέψω στο παλάτι προσφέροντας τις υπηρεσίες στους βασιλείς, λαμβάνοντας από αυτές πολλές και διάφορες ανταμοιβές.

Ανάλυση, ερμηνεία

Τον Φεβρουάριο του 1354 γίνεται η στέψη που είχε προαποφασιστεί από τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους. Ο Ιωάννης Στ’ αποφασίζει τον οριστικό παραμερισμό του Ιωάννη Ε’ και χρίζει διάδοχο τον Ματθαίο. Έρχεται αντιμέτωπος με τον πατριάρχη Κάλλιστο, που θεωρεί παράνομη την στέψη και επίορκο τον Καντακουζηνό από τον όρκο που έδωσε το 1347, με αποτέλεσμα εν τέλει να παραιτηθεί, να καταφύγει στους Γενουάτες του Γαλατά και έπειτα στην Τένεδο όπου βρίσκονταν ο Ιωάννης Ε’ με την σύζυγό του Έλενα Παλαιολογίνα. Ο Κάλλιστος που διετέλεσε πατριάρχης από τις 10/6/1350, ήταν Αθωνίτης, φίλος του Παλαμά και μάλιστα πραγματοποίησε σε σύνοδο μαζί με τον Καντακουζηνό την πλήρη αποδοχή του Παλαμισμού, τον Ιούλιο του 1351, καταδικάζοντας τον Γρηγορά. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ακόμα μια φορά τα συγκεχυμένα όρια των παρατάξεων καθώς ο Κάλλιστος ήταν μεν παλαμικός αλλά παρέμεινε πιστός στον Ιωάννη Ε’. Έγινε μεσολαβητής τον Οκτώβριο του 1352 στη σύγκρουση Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου Καντακουζηνού, στην Αδριανούπολη, αλλά οι προσπάθειες του για ειρήνη απέτυχαν. Θα ξαναγίνει πατριάρχης το 1355, ενώ το 1363 θα συμμετάσχει εκ νέου σε διπλωματική αποστολή προς σύσφιξη των Σερβοβυζαντινών σχέσεων. Ο Φιλόθεος, διετέλεσε μητροπολίτης της Ηράκλειας Θράκης, ήταν παλαμικός και υποστηρικτής του Καντακουζηνού και συνέταξε τα πρακτικά της συνόδου του 1351.  
Ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραχωρήσει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα να φέρει και ο υιός του τον ίδιο τίτλο, χωρίς όμως να εξομοιωθεί νομικώς ως προς τον πατέρα του. Ο πρεσβύτερος αυτοκράτωρ δικαιούνταν μεγαλύτερο σεβασμό και ανάλογο κύρος ενώ ως εστεμμένος έφερε την στολή, το στέμμα και τα σύμβολα σε αντίθεση με τον μη εστεμμένο που φορούσε την συνήθη ενδυμασία του.[1]
Για το τυπικό της στέψης πραγματοποιείται συγκέντρωση των φορέων αξιωμάτων και πολιτικών και στρατιωτικών τίτλων. Ακόμα παρευρίσκονται ο πατριάρχης, ο στρατός και ο λαός. Ο υποψήφιος ανερχόταν στην ασπίδα που έπειτα υψώνονταν από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη που την κρατάνε από μπροστά και με επιφανείς άνδρες, όπως δεσπότες, σεβαστοκράτορες ή συγκλητικοί να κρατάνε την πίσω πλευρά μέσα σε επευφημίες από το πλήθος. Έπειτα ακολουθούσε το δεύτερο μέρος της τελετής με στην Αγία Σοφία, η συγκεκριμένη πραγματοποιήθηκε στον ναό των Βλαχερνών λόγω της κακής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει ο ναός της Αγίας Σοφίας, όπου τοποθετούνταν το διάδημα με τους πολύτιμους λίθους. Ο πατριάρχης σε μια κατανυκτική σιγή τον χρίζει αυτοκράτορα και του παραδίδεται έγγραφη ομολογία πίστεως [2]                                                                                                  
Με την κίνηση αυτή ο Ιωάννης Καντακουζηνός θέτει τα θεμέλια για μια νέα δυναστεία. Ο γιος του Ματθαίος έχει νυμφευτεί την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του Δεσπότη Δημήτριου Παλαιολόγου που ήταν γιος του Ανδρόνικου Β’, στις αρχές του 1341 στη Θεσσαλονίκη, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει υιούς οπότε η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί. Ο παραγκωνισμός του Ιωάννη Ε’ αποτελεί πλέον μια τυπική διαδικασία αφού είναι αδύνατο μετά απ’ όλες αυτές τις αιματηρές συγκρούσεις να προφασίζεται ότι υπερασπίζει τα συμφέροντα του νομίμου οίκου των Παλαιολόγων.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον εγκλεισμό του Νικηφόρου Γρηγορά στη Μονή της Χώρας, όπου βρισκόταν από το καλοκαίρι του 1351, με απόφαση της  Συνόδου που συγκάλεσε ο Ιωάννης ΣΤ’ και ο πατριάρχης Κάλλιστος. Η Μονή της Χώρας βρισκόταν έξω από τα Κωνσταντίνεια τείχη, στη «Χώρα» ή «Χωρίο» όπως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί, νοτίως του Κεράτιου κόλπου, όπου ο Μετοχίτης προσέθεσε εξωνάρθηκα και παρεκκλήσι και ο Γρηγοράς ίδρυσε ιδιωτική Σχολή το 1332. Όντας σημαίνον πρόσωπο, πιθανή επιστροφή του στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου θα προσέφερε κύρος στον Αυτοκράτορα και ακόμα περισσότερο χρήσιμες συμβουλές. Δεν πρέπει να μένει επίσης απαρατήρητο το γεγονός ότι πριν τους χωρίσουν οι θρησκευτικές διαμάχες είχαν αναπτύξει μια στενή φιλία και συνεργασία.

ii)Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII, 47-48.


 
47. Γιατί υπάρχουν, μερικοί από εσάς, μάλλον όχι μερικοί, αλλά οι περισσότεροι από τον λαό των Ρωμαίων, επιρρίπτοντας τις αιτίες των Ρωμαϊκών συμφορών πάνω στον πατέρα μου, για όσες συμφορές ξέσπασαν τώρα. Πλέον και σε δημόσιο χώρο ακούγεται η κατηγορία και σ’ όλα τα έθνη και τα γένη των βαρβάρων, πράγματι διαδίδουν αυτή τη φήμη σε γεμάτους δρόμους, αγορές και πλατείες, ενισχύοντας αυτήν πάντα και επιρρίπτοντας κάθε είδους κατηγορία, χωρίς να φροντίζουν να εξετάσουν την ποιότητα δικαίου και αδίκου , μη βάζοντας στο νου οι κατήγοροι ότι ήταν δυνατόν ο πατέρας μου, από λόγους που όλοι γνωρίζουν, ότι ενώ μπορούσε να σκοτώσει τον Παλαιολόγο (τον Ιωάννη Ε’) και την μητέρα του, αυτός τον έκανε γαμπρό δίνοντάς του, την αδελφή μου και τον προτίμησε από εμάς του υιούς του. Τώρα βλέποντας ότι επιβουλεύονται και κινούνται με κάθε μηχανορραφία κατά εμάς, πρέπει να τον μισήσετε, και τίθενται ενάντια με όλο τους το φρόνημα , ενώ αντίθετα τον δικό μου πατέρα χωρίς κρίση μισούν όταν αναγκάστηκε σε βοήθεια να προσκαλέσει βαρβάρους, αμυνόμενος με τον ευγνώμον αλλόφυλο γαμπρό, τον αγνώμον ομόφυλο γαμπρό και ταυτόχρονα την απροθυμία και κακοβουλία των υπηκόων του.
48. Και μ’ αυτόν τον τρόπο δε βλέπουν ότι αναιρούν την θεία πρόνοια και καταστρατηγούν την αναγκαιότητα του τυχαίου.

Ανάλυση, ερμηνεία

Ο Καντακουζηνός εκπρόσωπος της αριστοκρατίας του Βυζαντίου, δύσκολα κέρδιζε την συμπάθεια των κατώτερων στρωμάτων που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τις ληστρικές επιδρομές Τούρκων, Σέρβων, Βουλγάρων, ενώ παράλληλα είχαν φτάσει στα όριά τους από την βαριά φορολογία του κράτους και την αδυναμία να τους προστατεύσει. Αυτά σε συνδυασμό με την αποκάλυψη της τεράστιας περιουσίας του, που αποκαλύφθηκε από τον Απόκαυκο, ενέτεινε την δυσφορία. Η όποια εμπιστοσύνη υπήρχε προς το πρόσωπό του, από τις εξαιρετικές ικανότητες που είχε δείξει στο πεδίο της μάχης και στη διπλωματία, εξανεμίστηκαν όταν ο ίδιος έφερε νέα δεινά με την εισροή χιλιάδων Τούρκων μισθοφόρων. Αποτελεί γεγονός ότι η είσοδος του Ιωάννη Ε’ στην Κωνσταντινούπολη την 21-22/11/1354 συνοδεύτηκε από ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς από το λαό της Πόλης, ενώ σοβαρή αντίσταση προέβαλλε μόνο το μισθοφορικό σώμα των Καταλανών.
Ο Ματθαίος ομιλεί για την δυνατότητα που είχε ο πατέρας του όταν εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στις 2/2/1347, να εξοντώσει την οικογένεια των Παλαιολόγων και να μείνει μόνος αυτοκράτορας. Αντ’ αυτού έδωσε την κόρη του, Έλενα Παλαιολογίνα ως σύζυγο στον Ιωάννη Ε’. Ο Ματθαίος επίσης δεν παραλείπει να αναφέρει την πικρία για τον παραγκωνισμό του, διότι παρ’ όλο που χρίστηκε ανώτερος των Δεσποτών και ακριβώς κάτω από τον Αυτοκράτορα, δεν έλαβε κάποιο επίσημο αξίωμα και το κυριότερο να μπει στη διαδοχή. Αυτό, σε συνάρτηση με την παρότρυνση μερικών αξιωματικών, οδήγησε τον Ματθαίο να κηρύξει την ανεξαρτησία του το ίδιο έτος, για να «εκλογικευτεί» με την σειρά του από τη σύζυγο του Ιωάννη ΣΤ’ και να του παραχωρηθεί τελικώς μια επικράτεια ως κυβερνήτης στη Θράκη, με κέντρο την Αδριανούπολη. Οι άλλοι γιοι στους οποίους αναφέρεται είναι ο Ανδρόνικος που πέθανε από την πανώλη το 1347 σε ηλικία 13 ετών και ο Εμμανουήλ Καντακουζηνός. Ο τελευταίος διετέλεσε διοικητής της Βέροιας ως τις αρχές του 1347 και έπειτα, μετά την κατάληψη της από τον Δουσάν, κατέφυγε στη Θεσσαλία. Του δόθηκε ο τίτλος του Δεσπότη, αμύνθηκε επιτυχώς στις επιθέσεις των Γενουατών του Γαλατά το 1348-1349 και με την λήξη του πολέμου τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης της Πελοποννήσου. Εκεί παρέμεινε ως τον θάνατό του, το 1380, με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες συμμαζεύοντας το χάος που επικρατούσε στην περιοχή.[3]
Ο Ματθαίος επίσης, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες του πατέρα του, οποίος προσκάλεσε πολλές φορές τα τουρκικά φύλα να τον στηρίξουν στις εμφύλιες διαμάχες από ανάγκη για τον «αγνώμον γαμπρό του». Η αναφορά γίνεται στους γάμους του Ιωάννη Ε’ με την Έλενα Καντακουζηνή και του Ορχάν με την Θεοδώρα Καντακουζηνή. Ο πρώτος είχε ήδη εισβάλλει στην επικράτεια του Ματθαίου πολιορκώντας τον στην Αδριανούπολη, συνεπικουρούμενους από τους Σέρβους, ενώ ο Οθωμανός κατέφθασε να τον στηρίξει και να σπάσει την πολιορκία. Οι αναφορά σε βαρβάρους φανερώνει την πολιτισμική ανωτερότητα που ένιωθαν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους υπόλοιπους λαούς, παρά την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, και εννοεί τους Τούρκους του Ομούρ, του Ορχάν και του Σουλεϊμάν που ισοπέδωσαν την Ελληνική ύπαιθρο. 
Στο τέλος δεν παραλείπει να τονίσει ένα ακόμη χαρακτηριστικό των Βυζαντινών, αυτό της αδυναμίας αποτροπής των πραγμάτων που έχουν οριστεί να τελεστούν από την θεία πρόνοια. Θεωρεί θέλημα Θεού την βασιλεία του πατέρα του και μάταια την ανατροπή αυτού.



[1]Α.Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή,σελ.217-218
[2] Α.Χριστοφιλοπούλου, ό.π., σελ.219,222.
[3] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 122-124.