Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οθωμανοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οθωμανοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Ο Οθωμανικός στόλος τον 18ο αιώνα.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Ο βασικός στόλος των Οθωμανών, ο «Μεγάλος Στόλος»(Kebir Donanma) βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούνταν από τα μεγάλα πολεμικά πλοία, τα πλοία της γραμμής, ενώ τις υπόλοιπες ναυτικές μονάδες(Ince Donanma), τις αποτελούσαν συνδυασμένες δυνάμεις από γαλέτες, κανονιοφόρους και κωπήλατα πλοία. Η διαβάθμιση των πλοίων από τους Οθωμανούς γίνονταν σύμφωνα με το μήκος κάθε ναυτικής μονάδας, από την πρύμνη ως την πλώρη της, μετρημένης σε zira, ίσο με 75 εκατοστά.[1]
Η ναυμαχία του Τσεσμέ τον Ιούλιο του 1770. Η ήττα
των Οθωμανών ήταν συντριπτική.

            Τα μεγαλύτερα πλοία ονομάζονταν
uc ambarh, με 100 κανόνια πάνω σε τρεις σειρές καταστρώματος. Ο κύριος όγκος του Οθωμανικού στόλου αποτελούνταν από σκάφη με δύο σειρές καταστρωμάτων τα οποία χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες : 1) Στις μεγάλες γαλέρες (Kebir Kalyon) που διέθεταν 74 με 86 κανόνια και 2) στις μικρές γαλέρες (Sagir Kalyon) με 54 έως 70 κανόνια. Το 1768 υπήρχαν 5 σκάφη του πρώτου τύπου γαλέρας εκ των οποίων τα 3 χάθηκαν στη ναυμαχία του Τσεσμέ. 

Οι δεύτερες είχαν πιο υποστηρικτικό ρόλο. Στις εκστρατείες που έλαβαν μέρος στη Μαύρη Θάλασσα, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε το Ναυτικό είχαν κυρίως μεταφορικό και αποβατικό σκοπό. Υπήρχε και ένας τελευταίος τύπος γαλέρας, η καραβέλα, με δύναμη 48 κανονιών που ενεργούσαν ως καταδρομικά, ενώ το μικρό τους βύθισμα, τους επέτρεπε την προσέγγιση σε πολλά παραλιακά σημεία. Τέλος, οι Οθωμανοί διέθεταν και πυρπολικά(bomba firkateyni) και τα ευκίνητα πλοία που προτιμούσαν οι πειρατές και οι κουρσάροι, τα ζιμπέκ(xebecs ή sehtiye) με 24 έως 30 κανόνια.[2] 

Τα γενικά χαρακτηριστικά του Οθωμανικού στόλου, τον 18ο αιώνα, είναι ότι διέθετε κοντά σε μάκρος πλοία, φαρδιά και ευρύχωρα, με ψηλές πρύμνες, ελαφρύ σκελετό έχοντας συνήθως λιγότερο οπλισμό από τον προβλεπόμενο, αλλά υπερβολικά μεγάλο αριθμό προσωπικού. Το πλήρωμα των πλοίων απαρτιζόταν από όλα σχεδόν τα σώματα, Γενίτσαρους, τιμαριούχους, azabs, levends κοκ, οπλισμένους με μουσκέτα.


[1] Emir Yener, «Ottoman Sea Power and Naval Technology during Catherin’s II Turkish Wars 1768-1792»,International Naval Journal, 2016, Vol(9), Is.1 pp 4-15, 2016,Instanbul University, σελ.5
[2] Emir Yener, «Ottoman Sea Power and Naval Technology during Catherin’s II Turkish Wars 1768-1792», σελ. 8

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Η δράση και ο θάνατος του Αθανάσιου Μπρούφα στο Μακεδονικό αντάρτικο του 1896.

Ως αφετηρία για την απαρχή μιας νέας φάσης του μακεδονικού ελληνισμού υπήρξε το επαναστατικό κίνημα του 1878. Αν και δεν πέτυχε την ένωση της Μακεδονίας, εντούτοις έγινε εμφανέστατη η αντίθεση των Ελλήνων της Μακεδονίας στην προσάρτησή τους σε μια Μεγάλη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η διπλωματική θέση της Ελλάδας στη μη υλοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η προαναφερόμενη διαμάχη Βουλγάρων, Σέρβων, Τούρκων και Ελλήνων οδήγησε στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας στις 12 Νοεμβρίου 1894, η οποία απαλλαγμένη από την κρατική επίδραση, θα προκαλούσε «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων του υπόδουλων Ελλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών δια πάσης θυσίας». 
Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, εξέγειρε το φρόνημα των Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων.

Ανατέθηκε στον υπεύθυνο της Εταιρείας στα Τρίκαλα, Εμμανουήλ Λυκούδη να βρει Μακεδόνες και άλλους πρόθυμους αγωνιστές που διέμεναν στη Θεσσαλία. Αυτός είχε εύκολο σχετικά έργο καθώς ζούσαν τότε στη Θεσσαλία 2 με 3 χιλιάδες Μακεδόνες, πολλοί εκ των οποίων ήταν βετεράνοι της επανάστασης του 1878. Του ανατέθηκε επίσης να βρει ασφαλές πέρασμα στη συνοριογραμμή με τη βοήθεια των ντόπιων είτε προσεγγίζοντας αξιωματικούς του στρατού. Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει την απόφαση να απαγορέψει την είσοδο των ανταρτών στα εδάφη των Οθωμανών και να προβεί σε καταδιώξεις σε περίπτωση ανυπακοής.
Ως αρχηγός του κινήματος ορίσθηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας, Μακεδόνας από το Παλιοκριμίνι Κοζάνης, βετεράνος της επανάστασης του 1878 όπου μάλιστα πούλησε την οικία του και εξόπλισε δικό του σώμα, αποτελούμενο από 70 άνδρες.
 Η επικεφαλίδα της προκηρύξεως της Εθνικής Εταιρείας. Ήταν
αχρονολόγητη και στη θέση της υπογραφής έφερε τη
σφραγίδα της Εταιρείας. Σε τέσσερις σειρές αναγράφεται
: «ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ/ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ/
Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ /ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΓΕΝΟΣ».

 Δόθηκαν οδηγίες να προσέχουν οι αντάρτες την συμπεριφορά τους στο χριστιανικό στοιχείο, να μην παίρνουν τρόφιμα και εφόδια από κατοίκους χωρίς πληρωμή αλλά με χρήματα που χορηγήθηκαν γι’ αυτό το σκοπό και διατυπώθηκε ο όρκος τους.(2) Στη σύσταση των σωμάτων κυριαρχούσε το δυτικομακεδονικό στοιχείο με πολλούς από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, ακολουθούσαν πολλοί Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες ενώ αγωνιστές εντάχθηκαν από την Ανατολική Ρωμυλία ως την Κρήτη και τους Έλληνες της Ρωσίας. Τα σώματα είχαν αρχηγό, υπαρχηγούς και μπουλουξήδες (ομαδάρχες/δέκαρχοι). Η στολή τους ήταν μια λευκή φουστανέλα με κάπα, μαύρο σκούφο στον οποίο οι αρχηγοί έφεραν χρυσοκέντητο σιρίτι. Άπαντες διέθεταν σακίδιο (ντορβά) και οι αρχηγοί διέθεταν κιάλια και δερμάτινες πλατιές ζώνες (σιλάχια). Έφεραν ομαδικούς ασκούς με νερό και ο οπλισμός τους αποτελούταν από μακρύκαννα τυφέκια Γκρά με ξιφολόγχες. Ο καθένας είχε 200-250 φυσίγγια σε φυσεκλίκια στη ζώνη και χιαστί στους ώμους. Τα σώματα διέθεταν και δυναμίτιδα για δολιοφθορές. 


Το πρώτο σώμα, δυνάμεως 89 ανδρών, καταρτίστηκε αρχές Ιουλίου και είχε αρχηγό τον Αθανάσιο Μπρόυφα και υπαρχηγούς τους Δημήτριο Κανναβό, Τάκη Νάτσιο, Ιωάννη Γεωργαντά, Ιωάννη Τσάμη, Βασίλη Οικονόμου και Λάζο(Λάζαρο) Βαρζή. Οι αντάρτες επιβιβάσθηκαν σε πλοίο στις 6 Ιουλίου που τους αποβίβασε στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου Πιερίας. Έπειτα διέγραψε πορεία μέχρι τα νοτιοδυτικά υψώματα πλησίον της Βέροιας. Συγκροτήθηκε τότε μια δύναμη 150 περίπου ανδρών του τακτικού Οθωμανικού στρατού, με επικεφαλή μάλιστα τον εξωμότη Τσάμη, πατέρα του υπαρχηγού του ελληνικού σώματος, συνεπικουρούμενο από ατάκτους και συγκρούσθηκε στις 9 Ιουλίου στη θέση Καρά Τσάϊρ στο Ξηρολίβαδο Βερμίου. Οι αντάρτες έλαβαν κατάλληλες θέσεις και σύντομα οι τουρκικές απώλειες μεγάλωναν. Μια επιπλέον ενίσχυση Τούρκων χωρικών από τα κοντινά χωριά δεν άλλαξε τον ρου της μάχης που διήρκησε 5 ώρες, από τις 10 το πρωί ως τις 3 το μεσημέρι. Οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν άτακτα αφήνοντας πίσω τους 40-100 νεκρούς (τουρκικές και ελληνικές αναφορές αντίστοιχα) και 18 αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων έναν ανθυπολοχαγό. Οι Έλληνες αντάρτες είχαν 3 νεκρούς και 4 αγνοούμενους. Οι τελευταίοι, ενώ μάχονταν έχασαν την επαφή με το ελληνικό σώμα και μετά από μια περιπετειώδη πορεία έφτασαν την 1η Αυγούστου σε ελληνικό έδαφος. Οι αιχμάλωτοι έτυχαν άψογης συμπεριφοράς και περίθαλψης και μετά από λίγο απελευθερώθηκαν διαμηνύοντας τις τουρκικές αρχές ότι το αντάρτικο σώμα στρεφόταν κατά της βουλγαρικής επιβολής. 

Στις 11 Ιουλίου το σώμα χωρίστηκε σε 2 τμήματα για να είναι πιο ευέλικτα. Το σώμα στο οποίο ήταν ο Μπρούφας έπειτα από αρκετές συμπλοκές και κοπιώδη πορεία πέρασε το Μορίχοβο (ορεινή περιοχή στη ΒΔ πλευρά του όρους Βόρα) και έφτασε στις Σιδηρές Πύλες (Ντεμίρ Καπού) στις 19 Ιουλίου. Εκεί έδωσαν σκληρή μάχη 14 ωρών με τουρκικό σώμα 200 ανδρών συνεπικουρούμενο από Τούρκους χωρικούς. Εν τέλει υποχώρησε με 7 νεκρούς, 3 τραυματίες και 4 αιχμαλώτους ενώ η αντίπαλη πλευρά υπέστη 78 νεκρούς και 12 τραυματίες. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο Μπρούφας ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην οικία μιας ηλικιωμένης. Προδόθηκε όμως από Βούλγαρους και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο καταφύγιο και τον σκότωσαν, ενώ μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι απλώς υπέκυψε στα τραύματά του. Η Εθνική Εταιρεία κράτησε μυστικό τον θάνατό του ως τις αρχές του επόμενου έτους, αφού ο Έλληνας οπλαρχηγός είχε πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία. Οι υπόλοιποι μετά από μια απόπειρα εκτροχιασμού τραίνου με Αλβανούς βοηθητικούς του Οθωμανικού στρατού, επέστρεψαν στην Ελλάδα.


Η δράση του Αθανάσιου Μπρούφα δοξάστηκε από τους Έλληνες της Μακεδονίας που τον ύμνησαν με πλήθος δημοτικών τραγουδιών:
Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,το λέει κι ο πετροκότσυφας σ' αντάρτικα λημέρια.Οι αντάρτες εσκορπίσανε, γινήκανε μπουλούκια ο Μπρούφας στο Μορίχοβο, Ζαρκάδας στα Καϊλάρια,κι ο Τάκης ο περήφανος ψηλά στο Περιστέρι. Kαι πάλιν εσυνάχτηκαν στην Παναγιά Λιμνίτσακι εκείθεν στέλνουν προσταγές και την Τουρκιά τρομάζουν:Τούρκοι, καθήστε φρόνιμα! Σας καίμε τα χωριά σας.Δεν είναι ο περσινός καιρός, Βούλγαροι αρκουδιαραίοι μόν' είναι Ελληνόπουλα, που ζούνε στα λαγκάδια και πολεμούνε την Τουρκιά και νύχτα και ημέρα.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 263,Φεβρουάριος 2019)

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Ο β' γύρος της σύγκρουσης Παλαιολόγων-Καντακουζηνών (1352-1357) και ο τερματισμός του εμφυλίου.


Αποφασίζοντας να δώσει μια λύση στη διαμάχη του εκκλησιαστικού ζητήματος μεταξύ Ησυχαστών και αντιησυχαστών, ο Ιωάννης Στ'΄Καντακουζηνός δίνει εντολή για την σύγκλιση συνόδου στην οποία θα συμμετείχε ως πρόεδρος, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη το 1351. Μαζί με τον πατριάρχη Κάλλιστο, ο οποίος εξελέγη σε αυτή την θέση από τις 10/6/1350, ξεκίνησαν τις εργασίες στις 28/5/1351. Με τον Αθωνίτη μοναχό και φίλο του Παλαμά, πατριάρχη και τους φίλια προσκείμενους στον ησυχασμό επισκόπους, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν προδεδικασμένο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς όμως παραμένει ανένδοτος και υπερασπίζεται σθεναρά την γνώμη του. Στις 9/6 αναγνώσθηκαν οι αποφάσεις κατά των αντιπαλαμικών που απαγγέλθηκαν τα έτη 1341 κι 1347.  Τον επόμενο μήνα, σε νέα σύνοδο, αυτή τη φορά μόνο με παλαμικούς, απαγγέλλεται η ορθόδοξη διδασκαλία του Γρηγόριου Παλαμά, αφορίζονται οι διαφωνούντες και σε τελετή στις 15/8 στην Αγία Σοφία ο Τόμος υπογράφεται και από τον Καντακουζηνό.  Ο Νικηφόρος Γρηγοράς θα εγκλειστεί στη μονή της Χώρας  απ’ όπου θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την αξία της δικής του θεολογικής ερμηνείας.[1]
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε
και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον
 ορθόδοξο λαό και κλήρο

 Στο πεδίο των επιχειρήσεων, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος αναλαμβάνει θερινή εκστρατεία ενάντια στον ήδη δυσαρεστημένο Ματθαίο, που νιώθει παραγκωνισμένος από τον πατέρα του, πολιορκώντας την Αδριανούπολη. Με Τούρκους ενισχυτικούς η πολιορκία σπάει και ο Ιωάννης Ε’ κλιμακώνει την σύγκρουση καλώντας τους Σέρβους του Δουσάν που καταφθάνει με 4.000 ιππείς και τους Βούλγαρους. Οι προσπάθειες, από τις 10/6/1352, του μεσολαβητή πατριάρχη Κάλλιστου αποβαίνουν άκαρπες. Ο εμίρης Ορχάν καταφθάνει με 10.000-12.000 ιππείς υπό τον Σουλεϊμάν και συντρίβει τους συμμάχους του Ιωάννη Ε’ τον χειμώνα του 1352, στον ποταμό Έβρο. Ο τελευταίος εγκαταλείπει την Θράκη στις αρχές του 1353 και μεταβαίνει στην Τένεδο, μαζί με τη σύζυγό του.[2] Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά όπου οι Οθωμανοί θα έρχονταν μετά από πρόσκληση των Βυζαντινών. Η ουσιαστική μεταβολή της Οθωμανικής πολιτικής απέναντι στο Βυζάντιο αποκαλύφθηκε, όταν ο δραστήριος Σουλεϊμάν κατέλαβε το 1352 το φρούριο της Τζύμπης, αρνούμενος να το επιστρέψει στον Καντακουζηνό. Η νέα, μόνιμη πλέον, βάση των Οθωμανών από τον συγγενή μάλιστα του αυτοκράτορα άφηνε ανοιχτή πλέον την «κερκόπορτα» για την κατάληψη της Αυτοκρατορίας.[3]

 Μέσα σε αυτή την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο αποφασίζεται πλέον να κοπεί το νήμα της δυναστείας των Παλαιολόγων και να αναγορευθεί, ο Ματθαίος Καντακουζηνός συναυτοκράτορας. Οι συνεχείς συγκρούσεις είχαν διαλύσει οριστικά πλέον την ιδέα του «προστάτη» του Ιωάννη Ε’. Όμως η πράξη αυτή βρήκε αντιμέτωπη την άρνηση του πατριάρχη Κάλλιστου, καθώς αρνούνταν να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, υπενθυμίζοντάς του να μην αθετήσει τον όρκο που έδωσε το 1347. Τον Απρίλιο του 1353 γίνεται η αναγόρευση του Ματθαίου Καντακουζηνού στο παλάτι και πλέον με διάταγμα, θα μνημονεύονταν το όνομά του στη θέση του Ιωάννη Παλαιολόγου και θα συνεχιζόταν η μνημόνευση της αυτοκράτειρας Άννας και του υιού του Ιωάννη Ε’, Ανδρόνικου.[4] Το ζητούμενο ήταν η απαλοιφή και η απομόνωση του Ιωάννη Ε’ , όπως και έγινε. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί από την θέση του ο Κάλλιστος, να προσφύγει στη συνοικία του Γαλατά, όπου οι Γενουάτες τον βοήθησαν να μεταβεί στην Τένεδο για να τύχει θερμής υποδοχής από τον Ιωάννη Ε’, ο οποίος τον αντάμειψε. Την θέση του Κάλλιστου ανέλαβε να αναπληρώσει ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο επίσκοπος Ηράκλειας, ο οποίος πρόθυμα τέλεσε την στέψη του Ματθαίου με την Ειρήνη τον Φεβρουάριο του 1354. Η τελετή έλαβε μέρος, στο ναό της Παρθένου στις Βλαχέρνες. Σύμφωνα με το εθιμοτυπικό ο ίδιος ο Ματθαίος τοποθέτησε το στέμμα στην σύζυγό του. Φαινομενικά, η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί.
Βυζαντινοί στρατιώτες του 14ου αιώνα. 1. Κατάφρακτος,
εκ των οποίων ελάχιστοι τότε στον αριθμό,  2. Πεζός,
3. Τοξότης

Τα προβλήματα όμως ήταν ακόμα αξεπέραστα. Η παρουσία των Τούρκων βοηθητικών είχε γίνει ανυπόφορη για τους ήδη σκληρά δοκιμαζόμενους κατοίκους της Θράκης. Σταδιακά οι Οθωμανοί, συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κύριοι των εδαφών και με αιχμή τους ημιανεξάρτητους γαζήδες ερήμωναν και ξεχαρβάλωναν την όποια άμυνα προσπαθούσε να αντιτάξει το Βυζάντιο. Ο φιλόδοξος υιός του Ορχάν, Σουλεϊμάν, αποτελεί μια μόνιμη απειλή στην εύθραυστη συμμαχία με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι Οθωμανοί εξαπλώνονται και καταλαμβάνουν έναν λιμένα, τον Akca Liman, το φρούριο του Εξαμιλίου, τη Μάδυτο και το χωριό Σόφους.[5] Με διπλωματικούς ελιγμούς ο Ορχάν προσπαθούσε να αναβάλλει συνεχώς την προσφορά του Καντακουζηνού να αποχωρήσει από την χερσόνησο της Καλλίπολης, με αντάλλαγμα 10.000 υπέρπυρα.

 Η νύχτα της 2ας Μαρτίου του 1354, σημαδεύτηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό που διέλυσε ολοσχερώς τους οικισμούς πέριξ της Καλλίπολης, προκαλώντας εκατόμβες νεκρών, χιλιάδες προσφύγες και τεράστιες υλικές ζημιές. Τα ισοπεδωμένα τείχη της διαλυμένης Καλλίπολης, το «μάτι» του Βυζαντίου αυτή την περίοδο, αποτέλεσαν μια θαυμάσια ευκαιρία για τον Σουλεϊμάν, να διεκπεραιώσει την αποστολή πλήθους Οθωμανών στην Θράκη, τοποθετώντας ισχυρή φρουρά στην πόλη που καταλήφθηκε, ανοικοδομώντας τα τείχη. Στις διαμαρτυρίες των Βυζαντινών ο Σουλεϊμάν απάντησε ότι δεν μπορεί να αρνηθεί ένα «θεόσταλτο» δώρο, οδηγώντας τον Καντακουζηνό στην απεγνωσμένη κίνηση να τετραπλασιάσει το αρχικό προσφερόμενο ποσό. Η επιστροφή του αυτοκράτορα από συνάντηση στη Νικομήδεια που αναβλήθηκε, επειδή ο Ορχάν προφασίστηκε ότι ασθένησε, έδειχνε αν μη τι άλλο, ένα τετελεσμένο γεγονός. Η δοκιμασία για την ειλικρινή ή μη, η ήδη αμφίβολη πρόθεση των Οθωμανών θα χαθεί με την πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού.[6]

Μη έχοντας πολλές επιλογές ο Καντακουζηνός πλέει για Τένεδο το καλοκαίρι του 1354 προκειμένου να λύσει τις διαφορές με τον γαμπρό του Ιωάννη, χωρίς όμως να προκύψει τίποτα. Στις 29/11 ο Ιωάννης Ε’ αναχώρησε από την Τένεδο και κατάφερε να περάσει απαρατήρητος στο λιμάνι του Επτασκάλου και να εισέλθει στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος με ισχυρή βοήθεια από τον λαό της Κωνσταντινούπολης, καταλάμβανε μία προς μία τις οχυρωμένες θέσεις των στρατευμάτων του αυτοκράτορα. Ο Φιλόθεος κατέφυγε σε μυστική εσοχή στον Ναό της Αγίας Σοφίας και την 1/12 ο Ιωάννης Ε’ πρότεινε την γενική αμνηστία και την από κοινού άσκηση της εξουσίας με προβάδισμα του πεθερού του. Σε κρατική σύνοδος που συγκλήθηκε, συζητήθηκε το επείγον ζήτημα της απειλής των Τούρκων. Ο Καντακουζηνός επέμεινε στο μάταιο της ένοπλης αντιπαράθεσης, παρά μόνο αν υπήρχε υποστήριξη από ισχυρούς συμμάχους, ένα ρεαλιστικό αλλά μάλλον αντιφατικό επιχείρημα από την κατάσταση που κατά μέγα μέρος είχε αυτός προκαλέσει. Δεδομένης της εχθρότητας του λαού απέναντι στον Καντακουζηνό, ο τελευταίος τελικώς παραιτήθηκε στις 10/12/1354 από το αξίωμά του και απεκδύθηκε όλα τα βασιλικά του ενδύματα, αποσυρόμενος ως Ιωάσαφ στη Μονή Αγίου Γεωργίου της Μαγνάυρας στην πρωτεύουσα.[7]
Το Βυζάντιο και τα γειτονικά κράτη την εποχή που οι Οθωμανοί εφορμούσαν για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Είναι εμφανής και η εξάπλωση του Σερβικού κράτους υπό τον Δουσάν, η οποία όμως αποδείχθηκε βραχύβια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος περιορίζεται σε Θράκη, Θεσσαλονίκη, νησιά Β.Αιγαίου και τμήμα της Πελοποννήσου. 

Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό για να αποτρέψει μια νέα σύγκρουση. Το 1355 νέες μάχες μεταξύ Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου, οδήγησαν στη συμφωνία να διατηρήσουν αμφότεροι τον τίτλο του αυτοκράτορα, όμως ο Ματθαίος να χρησιμοποιεί τον τίτλο του στο Μοριά. Το επόμενο έτος ξεσπά για ακόμα μια φορά πόλεμος, με τον Ματθαίο υποστηριζόμενο από Οθωμανικά και Σερβικά στρατεύματα να προελαύνει προς την Κωνσταντινούπολη. Ενεργώντας αποτελεσματικά ο Ορχάν στρέφεται αποκλειστικά προς τον Ιωάννη Ε’ ενώ αφήνει πολεμιστές νομάδες με τους οποίους έχει χαλαρή εξάρτηση να προσβάλλουν την επικράτεια του Ματθαίου. Τελικώς, η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο με τους Τούρκους και τους Σέρβους να μάχονται μεταξύ τους και τον Ματθαίο να καταλήγει αιχμάλωτος του Σέρβου διοικητή της Δράμας, Vojihna.[8] Τα λύτρα της απελευθέρωσης θα πληρώσει τελικά ο Ιωάννης Ε’ και ο Ματθαίος μετά από μια αποτυχημένη συνωμοσία θα πεισθεί να αποποιηθεί τον αυτοκρατορικό τίτλο του. Τον Δεκέμβριο του 1357 σε επίσημη τελετή στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, παρουσία αυτοκρατόρων, πατριαρχών Κωνσταντινούπολης και Ιεροσολύμων και πλήθους επισκόπων και συγκλητικών ο Ματθαίος Καντακουζηνός δίνει όρκο υποταγής στον Ιωάννη Ε’. Με αυτή την τελετή τερματίστηκε η εμφύλια διαμάχη Παλαιολόγων και Καντακουζηνών που σπάραξε το Βυζάντιο, αφαίμαξε τους λιγοστούς πόρους, εξάντλησε το στράτευμα και τον κοινωνικό ιστό και έβαλε ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες είχε η Αυτοκρατορία να ανασυσταθεί.





1] D.Nicol Τελευταίοι αιώνες, σελ.367-369
[2] D.Nicol, ό.π., σελ 375-377.
[3] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη,σελ. 85
[4] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 113
[5] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη, σελ.92
[6] Γ.Βογιατζής, ό.π., σελ.88
[7]Γ. Βογιατζής, ό.π., σελ.387-388.
[8] Γ.Βογιατζής, ό.π. σελ. 393

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Η αντίσταση, οι σφαγές και τα γεγονότα στη Φώκαια μέσα από έκθεση του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσόστομου

Τους πρώτους μήνες του 1914 οι μεταναστεύσεις των μουσουλμάνων από Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα προς τη Μικρά Ασία, έδωσαν την αφορμή και το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση, να εκδιώξει τους εκεί κατοικούντες Έλληνες. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους στις αρχές του 1914, ενώ τον Μάιο οι διωγμοί επεκτάθηκαν και στη Δυτική Μικρά Ασία.

Τσέτες φορτωμένοι λάφυρα. Πίσω τους, Έλληνες της Φώκαιας
έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο σπίτι του Σαρτιώ
 με τη γαλλική σημαία να τους προστατεύει
Σε αυτές τις διώξεις υπάρχει μια εκούσια ή ακούσια τάση της καταγραφής μόνο των σφαγών των ελληνικών πληθυσμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παράβλεψη του αγώνα που έκαναν οι λιγοστοί και πενιχρά εξοπλισμένοι Έλληνες απέναντι στις τουρκικές ορδές που κατέκλυσαν τους ελληνικούς οικισμούς, κάτι που προφανώς τους αδικεί κατάφωρα.

Ο Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης καθώς και μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης έκανε μια εξαιρετικά εκτεταμένη και γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων στις μακροσκελείς, πολυσέλιδες και αναλυτικές εκθέσεις του προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παρακάτω αναφέρονται τα γεγονότα που εξιστορεί σε μια από αυτές που συνέταξε την 1η Ιουλίου 1914.

Στις 31 Μαΐου το χωριό Σουλουτζούκιο που βρισκόταν ανάμεσα από την Μαινεμένη και την Παλαιά Φώκαια με πληθυσμό 150 χριστιανικές οικογένειες, δέχθηκε την επίθεση από 500 περίπου Τούρκους. Οι Έλληνες χωρικοί αντέδρασαν άριστα, αφού πρώτα εξασφάλισαν τη σωτηρία των γυναικόπαιδων τα οποία έστειλαν στην Παλαιά Φώκαια αλλά και στο Εγγλεζονήσι με πλοιάρια και στη συνέχεια έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τους επιτεθέμενους με ό,τι όπλο μπορούσαν να φέρουν.
Η σύγκρουση κράτησε από τις 05.00 έως τις 11.00 όταν και άρχισε να γίνεται εμφανής η εξάντληση των εφοδίων. Σε εκείνο το σημείο υποχώρησαν με τάξη, αποβιβάστηκαν σε πλοιάρια και κατέφυγαν στις απέναντι νησίδες. Φυσικά το χωριό έγινε παρανάλωμα αλλά ο πληθυσμός, άμαχος και μη, είχε σωθεί.

Η φλεγόμενη Φώκαια, κατά τη διάρκεια των σφαγών
από τουρκικές συμμορίες ατάκτων. Φωτ. Αρχείο Σαρτιώ.
Μανιασμένα τα τουρκικά στίφη ενώθηκαν και άλλα από τα χωριά Ουλού-Μπουνάρ, Σοούκ-Κογιού, Γενή-Κιοΐ και Κοτζά Μεχμέτ και κινήθηκαν προς την Παλαιά Φώκαια. Εκεί, ενώθηκαν με άνδρες της χωροφυλακής και τον καϊμακάμη, δηλαδή με κρατικά όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με αχθοφόρους του αλατιού από τη Βεγγάζη και ξεκίνησαν τις σφαγές. Οι κάτοικοι, έντρομοι αναζήτησαν σωτηρία σε ένα βρετανικό ατμόπλοιο που ήταν πλησίον και ένα φορτηγό ιστιοφόρο. Όσοι δεν πρόλαβαν, περίπου 800 στον αριθμό, κατέφυγαν στη γαλλική αρχαιολογική αποστολή που παρευρισκόταν στο σημείο υπό τον φιλέλληνα Σαρτιώ και τους Γάλλους πολίτες Ντάντρια και Καρλιέ. Η κίνηση αυτή απέβη τελικά σωτήρια καθώς ο καϊμακάμης αναγκάστηκε να στείλει και 3 χωροφύλακες για την προστασία των Γάλλων.

Η πόλη όμως ήταν στο έλεος των Τούρκων. Ολόκληρα τετράγωνα πυρπολήθηκαν, άλλοι απαγχονίστηκαν («..απαγχόνησαν τον αρτοποιόν Παναγιώτην Σκεμπέν..»),άλλοι κατακρεουργήθηκαν και δεν γλίτωσαν ούτε παιδιά, γέροι ή άτομα με πνευματική και σωματική αναπηρία.(«εφονεύθησαν οι εξής: Βασίλειος Θεοδωράκης γέρων ογδοηκοντούτης, Ιωάννης Χιώτης, χωλός αυτός, μη δυνάμενος να φύγη, οικογένεια Κρομμύδα αποτελούμενη εκ 4-6 κορασίων(..)Ιωάννης Καραμπιμπέρης παράλυτος γέρων, Παναγιώτης Αντωνάκη, ηλίθιος αλλ’ ακίνδυνος παράφρων, η ανάπηρος Βενετιά, ο θιός του Κοντομανώλη Μιχαήλ, ετών 14ων, Λωρέντζης γέρων και σακάτης 80 ετών..»). Ο κεντρικός ναός της Αγίας Ειρήνης βεβηλώθηκε, οι οικίες λεηλατήθηκαν και στο τέλος η πολυάριθμη ελληνική κοινότητα με τις 1.800 οικίες αποτελούσε παρελθόν. Μερικά ρακένδυτα γυναικόπαιδα έτυχαν της φροντίδας αποστολής από τη Σμύρνη ενώ στάλθηκαν και 2 ατμόπλοια για την παραλαβή των διασωθέντων.
Σχέδιο της Φώκαιας το 1913 από τον Γάλλο Σαρτιώ.

Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίστηκαν και στην πέριξ περιοχή. Όπως γράφει ο μητροπολίτης εκτυλίχθηκαν σκηνές που επανέφερε «εις την μνήμην τας ηρωϊκάς μάχας και εποποιίας των Σουλιωτών και των άλλων ηρωϊκών χωριών του 1821». Στο χωριό Σρε-Κιοϊ οι κάτοικοι παρείχαν στέγη και φροντίδα στους ομόφυλούς τους από το κατεστραμμένο πλέον Γκερέν-Κιοϊ και επέλεξαν να αντιτάξουν άμυνα. Πενιχρά εξοπλισμένοι με 30 Γκρα και 50-60 κυνηγετικά όπλα, έσκαψαν πρόχειρα χαρακώματα και αποφάσισαν να αμυνθούν σκληρά και να «μην εγκαταλείψωσι την πάτριον γενέθλιον γην ανυπεράσπιστον». Οι μάχη εκτυλίχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας αλλά στις 3 π.μ. έφθασαν χιλιάδες μουσουλμάνοι από τα γύρω χωριά ( Χαρμανδαλή, Μπαλατζίκ, Κεσέ-Κιοϊ, Μουσαμπέκιοϊ, Χαλβατζήκιοϊ και Γιαμανλάρ), ξανά με τη συνοδεία από έφιππους και πεζούς χωροφύλακες, εξοπλισμένοι με τυφέκια Μάουζερ, Μαρτίνι Χένρι και κυνηγετικά όπλα και περικύκλωσαν το χωριό. Η αντίσταση συνεχίστηκε λυσσαλέα για άλλες 5 ώρες, ως τις 8 π.μ., με αρκετές απώλειες για τους επιτεθέμενους που μεταξύ των άλλων είχαν και νεκρούς υπαξιωματικούς και χωροφύλακες.

Ελληνίδες προσπαθούν να διαφύγουν από τα
τουρκικά στίφη, 13 Ιουνίου 1914.
Τότε όμως εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά των Ελλήνων οι οποίοι κατέληξαν σε συμφωνία με τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα τους με τον όρο να φύγουν από το χωριό. Όπως ήταν φυσικό, οι Τούρκοι δεν κράτησαν τον λόγο τους και ξεκίνησαν ξανά το όργιο σφαγής σκοτώνοντας περίπου 40-60 αμάχους, μεταξύ αυτών και μικρά παιδιά. Οι υπόλοιποι αναζητώντας έξοδο διαφυγής έφτασαν έξω από το Κορδελιό Σμύρνης όπου και πάλι έδωσαν πολύωρη μάχη με άτακτα στίφη Τούρκων και τμήματα της Χωροφυλακής, ενώ μετέβη στο σημείο ο Μητροπολίτης Εφέσου προκειμένου να σώσει όσους είχαν κατορθώσει να παραμείνουν ζωντανοί.

Οι λεηλασίες και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν και στο Ουλουτζάκι, που απείχε μια ώρα σιδηροδρομικώς από τον Σρεν-κιοϊ, στα Σόμα και στο Καρα-Μπουνάρ. Οι ελληνική μητρόπολη έστειλε πλοία και ψωμιά για τους διασωθέντες που έτρεχαν στα παράλια και τις μικρές νησίδες για ασφάλεια. Σε μια μόνο περίπτωση ρυμουλκό βρήκε και διέσωσε 300 άτομα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Φώκαιας και τους μετέφερε στη Μυτιλήνη. Η κατάσταση παρέμενε εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ελληνικό πληθυσμό, τέτοια που ο μητροπολίτης χαρακτηρίζει ως «τόσον σκοτεινή και ολεθρία, όσον δεν θα εδημιουργείτο, εάν όλη οι αλάστορες δαίμονες της Κολάσεως ειργάζοντο επί πολλούς αιώνας».

Το φρόνημα όμως παρέμενε ακμαίο. «Χρωστούμεν αξίως προς τας παραδόσεις της φυλής μας ν’ αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν ταύτην μετά μεγαλοψυχίας και αν είνε της μοίρας μας εν πλήρει εικοστώ αιώνι,, υπό των αγρίων ορδών του Ισλάμ, να εκδιωχθούμεν του γενεθλίου τόπου μας και ν’αναχωρήσωμεν προς αναζήτησιν άλλης πατρίδος, τουλάχιστον να πέσωμεν ενδόξος». Ο υπουργός εσωτερικών Ταλαάτ που κατέφθασε στο σημείο επιβεβαίωσε ότι τα κρατικά όργανα είναι οι ενορχηστρωτές των σφαγών.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 

1914 – Διωγμοί Ελλήνων στην Τουρκία, ειδικός φάκελος Α/21η 1914 

Εκθέσεις Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου περί των Μ. Ασία φόνων, απελάσεων προς το Πατριαρχείον Κων/πολεως

Έκθεσις Δ’ Μητροπολίτου Χρυσόστομου, 1 Ιουλίου 1914.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Μετάφραση και ερμηνευτική ανάλυση του διαλόγου ανάμεσα στον Ματθαίο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Γρηγορά (Ρωμαϊκή ιστορία XXVIII 43-44, 47-48)

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

i) Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII. 43-44

43. Μόλις έφτασε η κατάλληλη ώρα στις ζωντανές ψυχές για να αναβιώσει κάθε αποδυναμωμένη γη, ενδεδυμένη με γρασίδι και περιανθισμένη με χρώματα, τοποθέτησαν το αυτοκρατορικό στέμμα στον Ματθαίο μέσα στον ναό των Βλαχερνών, ο πατέρας του μαζί με τον Φιλόθεο που διαδέχθηκε τον πρόσφατο πατριάρχη Κάλλιστο, όπως επέβαλλε η παλαιά επικρατούσα συνήθεια και όπως ήταν αναγκαίο. Σκοπός αυτής της νέας στέψης ήταν μεν να συγκυβερνήσει ο γιος με τον πατέρα ισόβια, από την άλλη δε όταν αυτός πεθάνει ίσως από γηρατειά, μόνος του ο γιος να φέρει τα σκήπτρα της βασιλείας του Αυτοκράτορα. Σε ότι αφορά τον γαμπρό Παλαιολόγο πάντα και απ’ όλους να καταδικασθεί σε λήθη και να κλείσει τελείως κάθε πόρτα για φιλική ομόνοια.
44.  Δεν πέρασαν πολλές μέρες ανάμεσα και ο Ματθαίος , ο νέος αυτός βασιλιάς, έφτασε στην οικία που είμαι έγκλειστος, διατασσόμενος από τον πατέρα του βασιλιά να γίνει μεσολαβητής ώστε να με πείσει να επιστρέψω στο παλάτι προσφέροντας τις υπηρεσίες στους βασιλείς, λαμβάνοντας από αυτές πολλές και διάφορες ανταμοιβές.

Ανάλυση, ερμηνεία

Τον Φεβρουάριο του 1354 γίνεται η στέψη που είχε προαποφασιστεί από τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους. Ο Ιωάννης Στ’ αποφασίζει τον οριστικό παραμερισμό του Ιωάννη Ε’ και χρίζει διάδοχο τον Ματθαίο. Έρχεται αντιμέτωπος με τον πατριάρχη Κάλλιστο, που θεωρεί παράνομη την στέψη και επίορκο τον Καντακουζηνό από τον όρκο που έδωσε το 1347, με αποτέλεσμα εν τέλει να παραιτηθεί, να καταφύγει στους Γενουάτες του Γαλατά και έπειτα στην Τένεδο όπου βρίσκονταν ο Ιωάννης Ε’ με την σύζυγό του Έλενα Παλαιολογίνα. Ο Κάλλιστος που διετέλεσε πατριάρχης από τις 10/6/1350, ήταν Αθωνίτης, φίλος του Παλαμά και μάλιστα πραγματοποίησε σε σύνοδο μαζί με τον Καντακουζηνό την πλήρη αποδοχή του Παλαμισμού, τον Ιούλιο του 1351, καταδικάζοντας τον Γρηγορά. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ακόμα μια φορά τα συγκεχυμένα όρια των παρατάξεων καθώς ο Κάλλιστος ήταν μεν παλαμικός αλλά παρέμεινε πιστός στον Ιωάννη Ε’. Έγινε μεσολαβητής τον Οκτώβριο του 1352 στη σύγκρουση Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου Καντακουζηνού, στην Αδριανούπολη, αλλά οι προσπάθειες του για ειρήνη απέτυχαν. Θα ξαναγίνει πατριάρχης το 1355, ενώ το 1363 θα συμμετάσχει εκ νέου σε διπλωματική αποστολή προς σύσφιξη των Σερβοβυζαντινών σχέσεων. Ο Φιλόθεος, διετέλεσε μητροπολίτης της Ηράκλειας Θράκης, ήταν παλαμικός και υποστηρικτής του Καντακουζηνού και συνέταξε τα πρακτικά της συνόδου του 1351.  
Ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραχωρήσει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα να φέρει και ο υιός του τον ίδιο τίτλο, χωρίς όμως να εξομοιωθεί νομικώς ως προς τον πατέρα του. Ο πρεσβύτερος αυτοκράτωρ δικαιούνταν μεγαλύτερο σεβασμό και ανάλογο κύρος ενώ ως εστεμμένος έφερε την στολή, το στέμμα και τα σύμβολα σε αντίθεση με τον μη εστεμμένο που φορούσε την συνήθη ενδυμασία του.[1]
Για το τυπικό της στέψης πραγματοποιείται συγκέντρωση των φορέων αξιωμάτων και πολιτικών και στρατιωτικών τίτλων. Ακόμα παρευρίσκονται ο πατριάρχης, ο στρατός και ο λαός. Ο υποψήφιος ανερχόταν στην ασπίδα που έπειτα υψώνονταν από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη που την κρατάνε από μπροστά και με επιφανείς άνδρες, όπως δεσπότες, σεβαστοκράτορες ή συγκλητικοί να κρατάνε την πίσω πλευρά μέσα σε επευφημίες από το πλήθος. Έπειτα ακολουθούσε το δεύτερο μέρος της τελετής με στην Αγία Σοφία, η συγκεκριμένη πραγματοποιήθηκε στον ναό των Βλαχερνών λόγω της κακής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει ο ναός της Αγίας Σοφίας, όπου τοποθετούνταν το διάδημα με τους πολύτιμους λίθους. Ο πατριάρχης σε μια κατανυκτική σιγή τον χρίζει αυτοκράτορα και του παραδίδεται έγγραφη ομολογία πίστεως [2]                                                                                                  
Με την κίνηση αυτή ο Ιωάννης Καντακουζηνός θέτει τα θεμέλια για μια νέα δυναστεία. Ο γιος του Ματθαίος έχει νυμφευτεί την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του Δεσπότη Δημήτριου Παλαιολόγου που ήταν γιος του Ανδρόνικου Β’, στις αρχές του 1341 στη Θεσσαλονίκη, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει υιούς οπότε η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί. Ο παραγκωνισμός του Ιωάννη Ε’ αποτελεί πλέον μια τυπική διαδικασία αφού είναι αδύνατο μετά απ’ όλες αυτές τις αιματηρές συγκρούσεις να προφασίζεται ότι υπερασπίζει τα συμφέροντα του νομίμου οίκου των Παλαιολόγων.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον εγκλεισμό του Νικηφόρου Γρηγορά στη Μονή της Χώρας, όπου βρισκόταν από το καλοκαίρι του 1351, με απόφαση της  Συνόδου που συγκάλεσε ο Ιωάννης ΣΤ’ και ο πατριάρχης Κάλλιστος. Η Μονή της Χώρας βρισκόταν έξω από τα Κωνσταντίνεια τείχη, στη «Χώρα» ή «Χωρίο» όπως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί, νοτίως του Κεράτιου κόλπου, όπου ο Μετοχίτης προσέθεσε εξωνάρθηκα και παρεκκλήσι και ο Γρηγοράς ίδρυσε ιδιωτική Σχολή το 1332. Όντας σημαίνον πρόσωπο, πιθανή επιστροφή του στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου θα προσέφερε κύρος στον Αυτοκράτορα και ακόμα περισσότερο χρήσιμες συμβουλές. Δεν πρέπει να μένει επίσης απαρατήρητο το γεγονός ότι πριν τους χωρίσουν οι θρησκευτικές διαμάχες είχαν αναπτύξει μια στενή φιλία και συνεργασία.

ii)Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII, 47-48.


 
47. Γιατί υπάρχουν, μερικοί από εσάς, μάλλον όχι μερικοί, αλλά οι περισσότεροι από τον λαό των Ρωμαίων, επιρρίπτοντας τις αιτίες των Ρωμαϊκών συμφορών πάνω στον πατέρα μου, για όσες συμφορές ξέσπασαν τώρα. Πλέον και σε δημόσιο χώρο ακούγεται η κατηγορία και σ’ όλα τα έθνη και τα γένη των βαρβάρων, πράγματι διαδίδουν αυτή τη φήμη σε γεμάτους δρόμους, αγορές και πλατείες, ενισχύοντας αυτήν πάντα και επιρρίπτοντας κάθε είδους κατηγορία, χωρίς να φροντίζουν να εξετάσουν την ποιότητα δικαίου και αδίκου , μη βάζοντας στο νου οι κατήγοροι ότι ήταν δυνατόν ο πατέρας μου, από λόγους που όλοι γνωρίζουν, ότι ενώ μπορούσε να σκοτώσει τον Παλαιολόγο (τον Ιωάννη Ε’) και την μητέρα του, αυτός τον έκανε γαμπρό δίνοντάς του, την αδελφή μου και τον προτίμησε από εμάς του υιούς του. Τώρα βλέποντας ότι επιβουλεύονται και κινούνται με κάθε μηχανορραφία κατά εμάς, πρέπει να τον μισήσετε, και τίθενται ενάντια με όλο τους το φρόνημα , ενώ αντίθετα τον δικό μου πατέρα χωρίς κρίση μισούν όταν αναγκάστηκε σε βοήθεια να προσκαλέσει βαρβάρους, αμυνόμενος με τον ευγνώμον αλλόφυλο γαμπρό, τον αγνώμον ομόφυλο γαμπρό και ταυτόχρονα την απροθυμία και κακοβουλία των υπηκόων του.
48. Και μ’ αυτόν τον τρόπο δε βλέπουν ότι αναιρούν την θεία πρόνοια και καταστρατηγούν την αναγκαιότητα του τυχαίου.

Ανάλυση, ερμηνεία

Ο Καντακουζηνός εκπρόσωπος της αριστοκρατίας του Βυζαντίου, δύσκολα κέρδιζε την συμπάθεια των κατώτερων στρωμάτων που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τις ληστρικές επιδρομές Τούρκων, Σέρβων, Βουλγάρων, ενώ παράλληλα είχαν φτάσει στα όριά τους από την βαριά φορολογία του κράτους και την αδυναμία να τους προστατεύσει. Αυτά σε συνδυασμό με την αποκάλυψη της τεράστιας περιουσίας του, που αποκαλύφθηκε από τον Απόκαυκο, ενέτεινε την δυσφορία. Η όποια εμπιστοσύνη υπήρχε προς το πρόσωπό του, από τις εξαιρετικές ικανότητες που είχε δείξει στο πεδίο της μάχης και στη διπλωματία, εξανεμίστηκαν όταν ο ίδιος έφερε νέα δεινά με την εισροή χιλιάδων Τούρκων μισθοφόρων. Αποτελεί γεγονός ότι η είσοδος του Ιωάννη Ε’ στην Κωνσταντινούπολη την 21-22/11/1354 συνοδεύτηκε από ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς από το λαό της Πόλης, ενώ σοβαρή αντίσταση προέβαλλε μόνο το μισθοφορικό σώμα των Καταλανών.
Ο Ματθαίος ομιλεί για την δυνατότητα που είχε ο πατέρας του όταν εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στις 2/2/1347, να εξοντώσει την οικογένεια των Παλαιολόγων και να μείνει μόνος αυτοκράτορας. Αντ’ αυτού έδωσε την κόρη του, Έλενα Παλαιολογίνα ως σύζυγο στον Ιωάννη Ε’. Ο Ματθαίος επίσης δεν παραλείπει να αναφέρει την πικρία για τον παραγκωνισμό του, διότι παρ’ όλο που χρίστηκε ανώτερος των Δεσποτών και ακριβώς κάτω από τον Αυτοκράτορα, δεν έλαβε κάποιο επίσημο αξίωμα και το κυριότερο να μπει στη διαδοχή. Αυτό, σε συνάρτηση με την παρότρυνση μερικών αξιωματικών, οδήγησε τον Ματθαίο να κηρύξει την ανεξαρτησία του το ίδιο έτος, για να «εκλογικευτεί» με την σειρά του από τη σύζυγο του Ιωάννη ΣΤ’ και να του παραχωρηθεί τελικώς μια επικράτεια ως κυβερνήτης στη Θράκη, με κέντρο την Αδριανούπολη. Οι άλλοι γιοι στους οποίους αναφέρεται είναι ο Ανδρόνικος που πέθανε από την πανώλη το 1347 σε ηλικία 13 ετών και ο Εμμανουήλ Καντακουζηνός. Ο τελευταίος διετέλεσε διοικητής της Βέροιας ως τις αρχές του 1347 και έπειτα, μετά την κατάληψη της από τον Δουσάν, κατέφυγε στη Θεσσαλία. Του δόθηκε ο τίτλος του Δεσπότη, αμύνθηκε επιτυχώς στις επιθέσεις των Γενουατών του Γαλατά το 1348-1349 και με την λήξη του πολέμου τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης της Πελοποννήσου. Εκεί παρέμεινε ως τον θάνατό του, το 1380, με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες συμμαζεύοντας το χάος που επικρατούσε στην περιοχή.[3]
Ο Ματθαίος επίσης, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες του πατέρα του, οποίος προσκάλεσε πολλές φορές τα τουρκικά φύλα να τον στηρίξουν στις εμφύλιες διαμάχες από ανάγκη για τον «αγνώμον γαμπρό του». Η αναφορά γίνεται στους γάμους του Ιωάννη Ε’ με την Έλενα Καντακουζηνή και του Ορχάν με την Θεοδώρα Καντακουζηνή. Ο πρώτος είχε ήδη εισβάλλει στην επικράτεια του Ματθαίου πολιορκώντας τον στην Αδριανούπολη, συνεπικουρούμενους από τους Σέρβους, ενώ ο Οθωμανός κατέφθασε να τον στηρίξει και να σπάσει την πολιορκία. Οι αναφορά σε βαρβάρους φανερώνει την πολιτισμική ανωτερότητα που ένιωθαν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους υπόλοιπους λαούς, παρά την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, και εννοεί τους Τούρκους του Ομούρ, του Ορχάν και του Σουλεϊμάν που ισοπέδωσαν την Ελληνική ύπαιθρο. 
Στο τέλος δεν παραλείπει να τονίσει ένα ακόμη χαρακτηριστικό των Βυζαντινών, αυτό της αδυναμίας αποτροπής των πραγμάτων που έχουν οριστεί να τελεστούν από την θεία πρόνοια. Θεωρεί θέλημα Θεού την βασιλεία του πατέρα του και μάταια την ανατροπή αυτού.



[1]Α.Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή,σελ.217-218
[2] Α.Χριστοφιλοπούλου, ό.π., σελ.219,222.
[3] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 122-124.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η μάχη του Νιδρουζίου, 1896.Οι αντάρτες της Εθνικής Εταιρείας απέναντι στους Οθωμανούς.


Η σφραγίδα της Εταιρείας. Κυκλική με ουράνιο σήμα 
ακτινοβολούντος σταυρού, την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»,
δύο διασταυρωμένα αμφίστομα ξίφη μεταξύ δυο «ΕΕ»,
τη χρονολογία ιδρύσεως και τέλος τη φράση «Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ».
 Το ερυθρό χρώμα ήταν συμβολικό της Αναστάσεως
Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, το 1896, εξέγειρε το φρόνημα των Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων. Η απόφαση για τη συγκρότηση και την αποστολή των σωμάτων ελήφθη όταν διαδραματίζονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα, στις 10 Απριλίου 1896 και απέστειλε ανταρτικά σώματα στον χώρο της Μακεδονίας.
Μετά από σκληρές μάχες που έδωσαν τα ελληνικά τμήματα το θέρος του 1896, η εντεταλμένη επιτροπή της Εθνικής Εταιρείας αποφάσισε την αποστολή ενός τελευταίου σώματος με επικεφαλή τον Γούλα Γκρούτα από την επαρχία Βοΐου Κοζάνης. Βετεράνος και αυτός της επανάστασης του 1878, πλέον 40 ετών, είχε επιδείξει πολλάκις την ανδρεία του, ενώ ένα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι καταδίκασε σε θάνατο τον αδελφό του επειδή έγινε καταδότης των επαναστατών στους Τούρκους. Η δύναμη που είχε ανερχόταν στους 43 άνδρες συμπεριλαμβανομένων των 7 ανδρών του Καρβέλα(αναφέρεται και ως Καρβελάς) που διασώθηκαν από την αποτυχημένη αποβίβαση του σώματος Βερβέρα. Έκαστος αντάρτης προμηθεύτηκε 350 φυσίγγια ενώ το τμήμα διέθετε σημαιοφόρο και σαλπιγκτή.
Ο επικεφαλής του τελευταίου σώματος Γούλας
Γκρούτας. (εφημ. «Άστυ», 28 Σεπτεμβρίου 1896).

            Οι αντάρτες λειτούργησαν και κοινώνησαν σ’ ένα μοναστήρι στο Κόρμποβο, πάνω από τα Τρίκαλα και αναχώρησαν στο παραμεθόριο χωριό Ασπροκλησιά. Την επομένη, στις 14 Σεπτεμβρίου, το σώμα βάδισε προς τα Χάσια  και έπειτα πέρασε έξω από το χωριό Πλέσσια (σμρ. Μελίσσι Αιμιλιανού Γρεβενών) που ήταν τσιφλίκι ενός Τούρκου μπέη. Οι κάτοικοι τον πληροφόρησαν ότι ο Αλβανός φύλακας του χωριού είχε διαπράξει πολλά εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων. Ο Γκρούτας έστειλε αντάρτες να τον συλλάβουν και τον πήρε μαζί του όταν αποχώρησε. Συγκρότησε ανταρτοδικείο το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Η εκτέλεσε πραγματοποιήθηκε με τσεκούρι για να μην προσελκύσουν τα πυρά τουρκικά αποσπάσματα. Συνέχισε την πορεία του στο εσωτερικό του σημερινού νομού Γρεβενών περνώντας έξω από αρκετά χωριά. Σε μια στάση κοντά στο χωριό Ανάβρυτα, δύο αντάρτες απομακρύνθηκαν καθώς μπήκαν σ’ ένα αμπέλι να φάνε σταφύλια. Ένας Αλβανός αγροφύλακας (δραγάτης) τους αντιλήφθηκε και ειδοποίησε το πλησιέστερο τουρκικό απόσπασμα. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο ένας αντάρτης διέφυγε και ο δεύτερος σκοτώθηκε αφού πρώτα όμως είχε σκοτώσει 2 στρατιώτες (νιζάμιδες) και έναν δεκανέα (ομπάση).
Αναφορά στη δράση του Π. Καρβέλα
στη μάχη Νιδρουζίου  (εξώφυλλο
 εφημερίδας «Εμπρός», 7 Δεκεμβρίου 1896).
            Ο Γκρούτας γνωρίζοντας ότι οι πυροβολισμοί θα είχαν ως αποτέλεσμα την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων έδωσε εντολή να πιάσουν οι αντάρτες τις δυο κορυφές του βουνού Νιδρουζίου και να ταμπουρωθούν. Σε απόσταση 1,5 χλμ υπήρχε τουρκικός σταθμός 80 ανδρών και 25 από αυτούς με έναν ανθυπολοχαγό έτρεξαν να στα υψώματα να παρατηρήσουν τι συμβαίνει. Οι αντάρτες τους υποδέχθηκαν με πυκνά πυρά και οι Οθωμανοί σκόρπισαν αιφνιδιαζόμενοι φωνάζοντας «τεσλίμ» (παραδίνομαι). Ο Γκρούτας έδωσε διαταγή για κατάπαυση πυρός, όμως δυο τρεις αντάρτες σε απομακρυσμένες θέσεις δεν το αντιλήφθηκαν. Οι Τούρκοι αμέσως ανέλαβαν ξανά τα όπλα τους και ο Γκρούτας που είχε εν τω μεταξύ βγει από το ταμπούρι του για να τους συλλάβει κραύγασε «Βαράτε τα σκυλιά!» πετυχαίνοντας τον ανθυπολοχαγό. Ο ακόλουθος του τελευταίου όμως ανταπέδωσε, πέτυχε τον Γκρούτα και έσπασε την αριστερή του κνήμη. Ο τελειόφοιτος της ιατρικής Σπυρόπουλος έδεσε πρόχειρα το τραύμα και τέσσερις συμπολεμιστές του τον μετέφεραν σε ασφαλές σημείο. Περίλυπος που αδυνατούσε να συνεχίσει τον αγώνα πήρε μαζί με τους τέσσερις αντάρτες τον δρόμο της επιστροφής. Οι κινήσεις τους όμως έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους οι οποίοι έστησαν ενέδρα. Σε αυτήν, δύο αντάρτες πρόλαβαν και διέφυγαν ενώ οι άλλοι δύο σκοτώθηκαν μαζί με τον αρχηγό τους αφού πρώτα ο τελευταίος σκότωσε δυο Τούρκους. Μετά το τέλος της μάχης το κομμένο κεφάλι του μεταφέρθηκε ως τρόπαιο στην πόλη των Γρεβενών.
            Εν τω μεταξύ τη θέση του Γκρούτα ανέλαβε ο Καρβέλας. Οι αντάρτες διατήρησαν τις ισχυρές αμυντικές τους θέσεις προκαλώντας νέες απώλειες στο απόσπασμα που οπισθοχώρησε. Μετά από λίγη ώρα νέο τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών κατέφθασε. Οι Έλληνες το άφησαν να πλησιάσει στα 500 μ. και το υποδέχθηκαν με ομοβροντία. Γρήγορα οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν για ακόμη μια φορά, θέλοντας να επαναλάβουν την επίθεση με ακόμα μεγαλύτερες δυνάμεις. Κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τις Οθωμανικές δυνάμεις από ένα τάγμα Αλβανών Γκέγκηδων με επικεφαλή τον συνταγματάρχη Ρετζέπ αγά. Οι Οθωμανικές δυνάμεις αναθάρρησαν και επανέλαβαν τη επίθεση με σάλπιγγες και αλαλαγμούς. Τότε με διαταγή του Καρβέλα, ο σημαιοφόρος ξεδίπλωσε τη σημαία του σώματος, την οποία μέχρι τότε έφερε στην κοιλιακή χώρα, και την έστησε στην κορυφή του λόφου, ενώ οι αντάρτες ζητωκραυγάζαν υπέρ της Μακεδονίας και του Ελληνισμού και υποδέχονταν τους Τουρκαλβανούς με εύστοχα πυρά. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν επανειλημμένως αλλά οι Οθωμανοί επέδειξαν μεγάλο πείσμα.
Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να περιφέρουν τα κομμένα κεφάλια
των ανταρτών με σκοπό να καταβαραθρώσουν το ηθικό
των υπόδουλων πληθυσμών. Στη φωτογραφία μια
ομάδα Τούρκων στρατιωτών, με τους επικεφαλής
των θυμάτων τους.
            Την κρίσιμη στιγμή και ενώ η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους αντάρτες, η αυτόνομη ομάδα του Ναούμ Σπανού από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς, που ήταν πλησίον άκουσε τους πυροβολισμούς και κατέφθασε να συνδράμει στον αγώνα. Με την άφιξή του, δεν κατέστη εφικτή η κύκλωση των ανταρτών που επιχείρησαν οι Τουρκαλβανοί, αφού πλευροκόπησε τους τελευταίους επιφέροντάς τους επιπρόσθετες απώλειες. Με την έλευση της νύχτας οι αντάρτες διέφυγαν προς τα δυτικά του Νιδρουζίου εγκαταλείποντας τις κάπες τους, τα μαχαίρια και ένα πρόχειρο φαρμακείο. Εξαίρεση αποτέλεσε ένας νεαρός αντάρτης 17 ετών, ο Γεώργιος Ζορμπάς που δεν απέρριψε τίποτα αλλά εξακολουθούσε να φέρει τον βαρύ σάκο με καλαμπόκια που είχε επωμιστεί για να θρέψει τους συμπολεμιστές του. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαριές απώλειες, μεταξύ αυτών και δύο αξιωματικοί καθώς και ο συνταγματάρχης Ρετζέπ που απεβίωσε από τα τραύματά του τρείς μέρες μετά. Οι Έλληνες είχαν μόλις έναν νεκρό, έναν τραυματία και δυο αιχμαλώτους οι οποίοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν.
            Ο Καρβέλας συνέχισε την πορεία του με 19 αντάρτες αφού οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα. Δέχθηκαν όμως επίθεση τουρκικού αποσπάσματος μεταξύ Σαμαρίνας και Επταχωρίου που τους στοίχισε 5 νεκρούς και έναν αιχμάλωτο. Μετά από αυτό οι εναπομείναντες αντάρτες πήραν την κατεύθυνση προς τα σύνορα. Ο ηρωικός θάνατος τους Γκρούτα και η γενναιότητα με την οποία οι αντάρτες αντιμετώπισαν επιτυχώς τους δεκαπλάσιους Τουρκαλβανούς προκάλεσε συγκίνηση και θαυμασμό στους Έλληνες εντός και εκτός του ελληνικού κράτους.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 263,Φεβρουάριος 2019)

Βιβλιογραφία: 
(1)   Κ.Βακαλόπουλος, Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (1894-1904), Εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη, 1986.

(2)   Γ. Λυριτζή, Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΙΣ ΑΥΤΗΣ, Κοζάνη, 1970.
(3)   Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΤΟΥ «ΑΣΤΕΩΣ», Άστυ, Αθήνα, 1896.
(4)   D. Dakin, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1897-1913, Εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996.
(5)   Κ.Βακαλόπουλος, ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1894-1904), Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, Εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999.
(6)   ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897, Αθήνα, 1993.