Τους πρώτους μήνες του 1914 οι μεταναστεύσεις των μουσουλμάνων από Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα προς τη Μικρά Ασία, έδωσαν την αφορμή και το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση, να εκδιώξει τους εκεί κατοικούντες Έλληνες. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους στις αρχές του 1914, ενώ τον Μάιο οι διωγμοί επεκτάθηκαν και στη Δυτική Μικρά Ασία.
Τσέτες φορτωμένοι λάφυρα. Πίσω τους, Έλληνες της Φώκαιας έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο σπίτι του Σαρτιώ με τη γαλλική σημαία να τους προστατεύει |
Σε αυτές τις διώξεις υπάρχει μια εκούσια ή ακούσια τάση της καταγραφής μόνο των σφαγών των ελληνικών πληθυσμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παράβλεψη του αγώνα που έκαναν οι λιγοστοί και πενιχρά εξοπλισμένοι Έλληνες απέναντι στις τουρκικές ορδές που κατέκλυσαν τους ελληνικούς οικισμούς, κάτι που προφανώς τους αδικεί κατάφωρα.
Ο Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης καθώς και μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης έκανε μια εξαιρετικά εκτεταμένη και γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων στις μακροσκελείς, πολυσέλιδες και αναλυτικές εκθέσεις του προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παρακάτω αναφέρονται τα γεγονότα που εξιστορεί σε μια από αυτές που συνέταξε την 1η Ιουλίου 1914.
Στις 31 Μαΐου το χωριό Σουλουτζούκιο που βρισκόταν ανάμεσα από την Μαινεμένη και την Παλαιά Φώκαια με πληθυσμό 150 χριστιανικές οικογένειες, δέχθηκε την επίθεση από 500 περίπου Τούρκους. Οι Έλληνες χωρικοί αντέδρασαν άριστα, αφού πρώτα εξασφάλισαν τη σωτηρία των γυναικόπαιδων τα οποία έστειλαν στην Παλαιά Φώκαια αλλά και στο Εγγλεζονήσι με πλοιάρια και στη συνέχεια έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τους επιτεθέμενους με ό,τι όπλο μπορούσαν να φέρουν.
Η σύγκρουση κράτησε από τις 05.00 έως τις 11.00 όταν και άρχισε να γίνεται εμφανής η εξάντληση των εφοδίων. Σε εκείνο το σημείο υποχώρησαν με τάξη, αποβιβάστηκαν σε πλοιάρια και κατέφυγαν στις απέναντι νησίδες. Φυσικά το χωριό έγινε παρανάλωμα αλλά ο πληθυσμός, άμαχος και μη, είχε σωθεί.
Η φλεγόμενη Φώκαια, κατά τη διάρκεια των σφαγών από τουρκικές συμμορίες ατάκτων. Φωτ. Αρχείο Σαρτιώ. |
Μανιασμένα τα τουρκικά στίφη ενώθηκαν και άλλα από τα χωριά Ουλού-Μπουνάρ, Σοούκ-Κογιού, Γενή-Κιοΐ και Κοτζά Μεχμέτ και κινήθηκαν προς την Παλαιά Φώκαια. Εκεί, ενώθηκαν με άνδρες της χωροφυλακής και τον καϊμακάμη, δηλαδή με κρατικά όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με αχθοφόρους του αλατιού από τη Βεγγάζη και ξεκίνησαν τις σφαγές. Οι κάτοικοι, έντρομοι αναζήτησαν σωτηρία σε ένα βρετανικό ατμόπλοιο που ήταν πλησίον και ένα φορτηγό ιστιοφόρο. Όσοι δεν πρόλαβαν, περίπου 800 στον αριθμό, κατέφυγαν στη γαλλική αρχαιολογική αποστολή που παρευρισκόταν στο σημείο υπό τον φιλέλληνα Σαρτιώ και τους Γάλλους πολίτες Ντάντρια και Καρλιέ. Η κίνηση αυτή απέβη τελικά σωτήρια καθώς ο καϊμακάμης αναγκάστηκε να στείλει και 3 χωροφύλακες για την προστασία των Γάλλων.
Η πόλη όμως ήταν στο έλεος των Τούρκων. Ολόκληρα τετράγωνα πυρπολήθηκαν, άλλοι απαγχονίστηκαν («..απαγχόνησαν τον αρτοποιόν Παναγιώτην Σκεμπέν..»),άλλοι κατακρεουργήθηκαν και δεν γλίτωσαν ούτε παιδιά, γέροι ή άτομα με πνευματική και σωματική αναπηρία.(«εφονεύθησαν οι εξής: Βασίλειος Θεοδωράκης γέρων ογδοηκοντούτης, Ιωάννης Χιώτης, χωλός αυτός, μη δυνάμενος να φύγη, οικογένεια Κρομμύδα αποτελούμενη εκ 4-6 κορασίων(..)Ιωάννης Καραμπιμπέρης παράλυτος γέρων, Παναγιώτης Αντωνάκη, ηλίθιος αλλ’ ακίνδυνος παράφρων, η ανάπηρος Βενετιά, ο θιός του Κοντομανώλη Μιχαήλ, ετών 14ων, Λωρέντζης γέρων και σακάτης 80 ετών..»). Ο κεντρικός ναός της Αγίας Ειρήνης βεβηλώθηκε, οι οικίες λεηλατήθηκαν και στο τέλος η πολυάριθμη ελληνική κοινότητα με τις 1.800 οικίες αποτελούσε παρελθόν. Μερικά ρακένδυτα γυναικόπαιδα έτυχαν της φροντίδας αποστολής από τη Σμύρνη ενώ στάλθηκαν και 2 ατμόπλοια για την παραλαβή των διασωθέντων.
Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίστηκαν και στην πέριξ περιοχή. Όπως γράφει ο μητροπολίτης εκτυλίχθηκαν σκηνές που επανέφερε «εις την μνήμην τας ηρωϊκάς μάχας και εποποιίας των Σουλιωτών και των άλλων ηρωϊκών χωριών του 1821». Στο χωριό Σρε-Κιοϊ οι κάτοικοι παρείχαν στέγη και φροντίδα στους ομόφυλούς τους από το κατεστραμμένο πλέον Γκερέν-Κιοϊ και επέλεξαν να αντιτάξουν άμυνα. Πενιχρά εξοπλισμένοι με 30 Γκρα και 50-60 κυνηγετικά όπλα, έσκαψαν πρόχειρα χαρακώματα και αποφάσισαν να αμυνθούν σκληρά και να «μην εγκαταλείψωσι την πάτριον γενέθλιον γην ανυπεράσπιστον». Οι μάχη εκτυλίχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας αλλά στις 3 π.μ. έφθασαν χιλιάδες μουσουλμάνοι από τα γύρω χωριά ( Χαρμανδαλή, Μπαλατζίκ, Κεσέ-Κιοϊ, Μουσαμπέκιοϊ, Χαλβατζήκιοϊ και Γιαμανλάρ), ξανά με τη συνοδεία από έφιππους και πεζούς χωροφύλακες, εξοπλισμένοι με τυφέκια Μάουζερ, Μαρτίνι Χένρι και κυνηγετικά όπλα και περικύκλωσαν το χωριό. Η αντίσταση συνεχίστηκε λυσσαλέα για άλλες 5 ώρες, ως τις 8 π.μ., με αρκετές απώλειες για τους επιτεθέμενους που μεταξύ των άλλων είχαν και νεκρούς υπαξιωματικούς και χωροφύλακες.
Ελληνίδες προσπαθούν να διαφύγουν από τα τουρκικά στίφη, 13 Ιουνίου 1914. |
Τότε όμως εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά των Ελλήνων οι οποίοι κατέληξαν σε συμφωνία με τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα τους με τον όρο να φύγουν από το χωριό. Όπως ήταν φυσικό, οι Τούρκοι δεν κράτησαν τον λόγο τους και ξεκίνησαν ξανά το όργιο σφαγής σκοτώνοντας περίπου 40-60 αμάχους, μεταξύ αυτών και μικρά παιδιά. Οι υπόλοιποι αναζητώντας έξοδο διαφυγής έφτασαν έξω από το Κορδελιό Σμύρνης όπου και πάλι έδωσαν πολύωρη μάχη με άτακτα στίφη Τούρκων και τμήματα της Χωροφυλακής, ενώ μετέβη στο σημείο ο Μητροπολίτης Εφέσου προκειμένου να σώσει όσους είχαν κατορθώσει να παραμείνουν ζωντανοί.
Οι λεηλασίες και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν και στο Ουλουτζάκι, που απείχε μια ώρα σιδηροδρομικώς από τον Σρεν-κιοϊ, στα Σόμα και στο Καρα-Μπουνάρ. Οι ελληνική μητρόπολη έστειλε πλοία και ψωμιά για τους διασωθέντες που έτρεχαν στα παράλια και τις μικρές νησίδες για ασφάλεια. Σε μια μόνο περίπτωση ρυμουλκό βρήκε και διέσωσε 300 άτομα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Φώκαιας και τους μετέφερε στη Μυτιλήνη. Η κατάσταση παρέμενε εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ελληνικό πληθυσμό, τέτοια που ο μητροπολίτης χαρακτηρίζει ως «τόσον σκοτεινή και ολεθρία, όσον δεν θα εδημιουργείτο, εάν όλη οι αλάστορες δαίμονες της Κολάσεως ειργάζοντο επί πολλούς αιώνας».
Το φρόνημα όμως παρέμενε ακμαίο. «Χρωστούμεν αξίως προς τας παραδόσεις της φυλής μας ν’ αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν ταύτην μετά μεγαλοψυχίας και αν είνε της μοίρας μας εν πλήρει εικοστώ αιώνι,, υπό των αγρίων ορδών του Ισλάμ, να εκδιωχθούμεν του γενεθλίου τόπου μας και ν’αναχωρήσωμεν προς αναζήτησιν άλλης πατρίδος, τουλάχιστον να πέσωμεν ενδόξος». Ο υπουργός εσωτερικών Ταλαάτ που κατέφθασε στο σημείο επιβεβαίωσε ότι τα κρατικά όργανα είναι οι ενορχηστρωτές των σφαγών.
Χαλάστρας Κωνσταντίνος
Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών
1914 – Διωγμοί Ελλήνων στην Τουρκία, ειδικός φάκελος Α/21η 1914
Εκθέσεις Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου περί των Μ. Ασία φόνων, απελάσεων προς το Πατριαρχείον Κων/πολεως
Έκθεσις Δ’ Μητροπολίτου Χρυσόστομου, 1 Ιουλίου 1914.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου