Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τούρκοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τούρκοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Η κατάληψη της Σμύρνης από τους σταυροφόρους (1344) και η τουρκική αντεπίθεση.

Μετά τη συνθήκη του 1337 τα λατινικά κρατίδια του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας απόλαυσαν μια μικρή περίοδο ειρήνης και ομαλότητας 3 ετών, κάτι που αντανακλάται στην παντελή έλλειψη αναφορών από τις πηγές για τουρκικές επιδρομές. Μάλιστα επιτεύχθηκε ανακατάληψη της Κω από τους Ιωαννίτες ιππότες. Από το 1340 ξεκίνησαν πάλι οι επιδρομές στην περιοχή της Χαλκίδας και το θέρος του ιδίου έτους οι Βενετοί εξέταζαν το ενδεχόμενο να ανασυστήσουν την «Ιερά Συμμαχία». Οι Βενετοί της Κρήτης ξεκίνησαν τις προετοιμασίες αλλά η Γερουσία απαίτησε να τις σταματήσουν για να μην υπάρχει προκλητικότητα.
Πλοίο των σταυροφόρων στην ανατολική Μεσόγειο.
Φυσικά, αυτό μόνο αποτροπή δεν προκάλεσε καθώς οι Τούρκοι επιδρομείς, έχοντας αποκτήσει πάλι ισχυρή δύναμη, ερήμωναν κάθε νησί και παραλιακή περιοχή και όταν έφθασαν σε σημείο να μην μπορούν να βρουν πλούσια λεία ξεκίνησαν τις επιδρομές στην Κρήτη. Η διοίκηση του νησιού αναγκάστηκε να πάρει έκτακτα μέτρα και να εκδώσει οδηγίες για την ενίσχυση των ξένων εμπόρων που έπλεαν προς και από την Κρήτη. Την τραγική αυτή κατάσταση επιβεβαιώνει και ο Καντακουζηνός που σημειώνει τον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που έπαιρναν στην επιστροφή οι επιδρομείς από το Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα.
Αυτή την περίοδο ξεχώριζε για την ισχύ και την τόλμη μεταξύ των ηγεμόνων των τουρκικών εμιράτων ο Ομούρ, ο εμίρης του Αϊδινίου από το 1334. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει χαρακτηριστικά «..τούτων τοίνυν απάντων ισχυρότερος ο Αμούρ εγεγόνει, σπουδή και τόλμη χρησάμενος υπέρ τους άλλους». Με τον στόλο του ο Ομούρ έγινε ο φόβος και ο τρόμος των νησιών, της Χαλκίδας, του Μορέα, της Κρήτης και της Ρόδου. Μπορούσε να λεηλατήσει αυτές τις περιοχές οποτεδήποτε, ενώ αποσπούσε σημαντικά ποσά φόρου υποτελείας ετησίως από τους κατοίκους. Ο Οθωμανός ιστορικός και ποιητής Ενβερί τον αναφέρει ως «κυρίαρχο του Μορέα και επί των Φράγκων». Ο εμίρης του Αϊδινίου διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βυζαντινού εμφυλίου Καντακουζηνών-Παλαιολόγων. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τον χρησιμοποίησε πολλές φορές, έχοντας μαζί του στενή φιλία από το 1334, για να απωθήσει Βούλγαρους και Σέρβους.
Τυπικός εξοπλισμός ιππότη την εποχή
των σταυροφοριών της Σμύρνης.
Η συνεχής αύξηση της δύναμης του Ομούρ ήταν βασική αιτία για τη σταυροφορία της Σμύρνης. Η κατάσταση που έφτασε πλέον στο απροχώρητο ανάγκασε τους διστακτικούς και πάλι στην αρχή, Βενετούς στις αρχές του 1342 να στείλουν βοήθεια στον νέο δούκα της Νάξου Γιανούλι Σανούντο, διάδοχο του Νικολό, και στην Κρήτη. Οι συγκυρίες φάνηκαν ευνοϊκές όταν τον Μάιο του 1342 εκλέχτηκε ο νέος πάπας Κλήμης ΣΤ’ που έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Ανατολή και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τη Βενετία για μια σταυροφορία. Η Γερουσία υπολόγισε τη συνολική δύναμη του Ομούρ σε 200-300 σκάφη, συμπεριλαμβανομένων αρκετών μεγάλων γαλέων. Η Βενετία θεωρούσε ότι 25-30 μεγάλες γαλέες και 7.000 άνδρες αρκούσαν για την καταστροφή του αντιπάλου. Ενώ οι διαπραγματεύσεις για το μέγεθος του στόλου συνεχίζονταν, ο πάπας συνάντησε μεγάλη δυσκολία στη χρηματοδότηση του εγχειρήματος δεδομένου της κατάστασης που επικρατούσε στη δυτική Ευρώπη. Η συνεισφορά της Κύπρου υπό τον βασιλέα Ούγο Β’ ανήλθε στις 4 γαλέες. Η Αικατερίνη Β’ του Βαλουά-Κουρτεναί είχε υποσχεθεί δύο γαλέες, ενώ ο Γιανούλι Α’ Σανούντο και ο Τζιόρτζιο Β’ Γκίσι είχαν υποσχεθεί από μια γαλέρα έκαστος.(1) Ο πάπας αναγόρευσε τον Μαρτίνο Ζαχαρία, τον πρώην διοικητή της Χίου, σε καπετάνιο-στρατηγό των παπικών γαλεών και τον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο του Άστι ως λεγάτο τιτουλάριο(παπικό αντιπρόσωπο) ενώ η Βενετία έθεσε την αρχηγία του στόλου (capitaneus Unionis) στον Πιέτρο Ζένο τον Σεπτέμβριο του 1343. Μαζί με τους Ιωαννίτες ο στόλος πλέον αριθμούσε 24 γαλέες, αριθμός ο οποίος επιβεβαιώνεται και από τον Καντακουζηνό. Η ισχύς του ιπποτικού τάγματος το 1343, ήταν 400 Ιωαννίτες στη Ρόδο, μια μικρή φρουρά στην Κω καθώς και μισθοφόρους και ντόπιους στρατολογημένους για τα καθήκοντα φρούρησης των δυο νησιών.
Το εμιράτο του Μεντεσέ ακολούθησε κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας την ίδια πολιτική που είχε και με την «Ιερή Ένωση» την περίοδο 1332-1334, διατηρώντας την επαφή με τους Βενετούς και μένοντας αμέτοχο στον πόλεμο. Τέλη Μαΐου η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούσε τότε η αντιβασιλεία, κατάφερε να αποσπάσει τον Ομούρ από τη Θράκη όπου δρούσε για λογαριασμό του Καντακουζηνού στον εμφύλιο και τον έπεισε να επιστρέψει στο εμιράτο του. Η ακριβής εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν μας είναι γνωστή αλλά ξέρουμε ότι ο στόλος των σταυροφόρων συγκρούστηκε με τους Τούρκους αρχικά σε μικρής κλίμακας μάχη στη Χαλκίδα και έπειτα στην Παλλήνη Χαλκιδικής. Σύμφωνα με το χρονικό του σύγχρονου της εποχής Γουλιέλμου Κορτουσί από την Πάδουα η ναυμαχία της Παλλήνης έγινε την μέρα της Ανάληψης (13/5/1344) και ο ενωμένος χριστιανικός στόλος έκαψε και βύθισε 52 (ο Καντακουζηνός αναφέρει 60) τουρκικά σκάφη, πολλά από τα οποία είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν στην προσπάθειά τους να σωθούν. Αναφέρεται μάλιστα ότι στη ναυμαχία της Παλλήνης αιχμαλωτίστηκε ο εγγονός ενός εμίρη και αργότερα απελευθερώθηκε.
Βενετικός χάρτης, μεταγενέστερος των σταυροφορικών εκστρατειών, της Κρήτης (1563) από τον κρητικό χαρτογράφο Γεώργιο Σιδέρη ή Καλαπόδα. Η Κρήτη αποτέλεσε την πλέον σημαντική βάση για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων ενάντια στους Τούρκους.(Παλάτι των Δόγηδων, Βενετία).
Μετά από αυτές τις επιτυχίες οι σταυροφόροι κατευθύνθηκαν προς τη Σμύρνη, όπου και έφτασαν στις 28/10/1344. Αμέσως εκτέλεσαν μια ορμητική επίθεση και κατέλαβαν το λιμάνι και την υπόλοιπη πόλη, πλην της ακρόπολης. Η μικρή τουρκική φρουρά που αιφνιδιάστηκε δεν είχε πολλά περιθώρια αντίδρασης, ενώ όσα τουρκικά σκάφη ήταν εντός του λιμένα καταστράφηκαν. Η κατάληψη του λιμένα τον οποίο ο Ομούρ είχε ως ορμητήριο για τις επιδρομές του, προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στους Χριστιανούς ενώ αντίθετα οι αντίπαλοί τους ανησύχησαν τόσο πολύ ώστε Τούρκοι απ’ όλα τα εμιράτα άρχισαν να συρρέουν για να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους, του Αϊδινίου. Μια ακόμα επίθεση ενός επικεφαλή του στόλου των Τούρκων του Αϊδινίου Μουσταφά με 5 γαλέες κατέληξε σε συντριβή από τον στόλο του Πιέτρο Ζένο. Ο δόγης της Βενετίας Ανδρέας Δάνδολος ενημέρωσε με μεγάλη χαρά τον πάπα για αυτήν την πράγματι σημαντική νίκη των σταυροφόρων. Παρόλο που η δυναμική αυτή ενέργεια και η κατάληψη της Σμύρνης έχει δίκαια χαρακτηριστεί ως η «θετικότερη και μακροβιότερη επιτυχία της λατινικής συνεργασίας στην Ανατολή κατά τον 14ο αιώνα», έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι ήταν αδύνατη η ανάληψη επιθετικής ενέργειας στα ενδότερα της Μικράς Ασίας.


Η Σμύρνη είχε χωριστεί στα δύο. Οι σταυροφόροι διατηρούσαν τον έλεγχο  του λιμένα και ενός οχυρού στην προκυμαία και της υπόλοιπης πόλης, ενώ οι Τούρκοι την ακρόπολη. Μεταξύ τους παρεμβαλλόταν μια ουδέτερη ζώνη, ένας λαβύρινθος από ερημωμένα σπίτια. Οι σταυροφόροι οχύρωσαν την ακτογραμμή και έσκαψαν μια τάφρο για ενίσχυση. Ο Οθωμανός χρονικογράφος Ενβερί αναφέρει ότι οι Τούρκοι σφυροκόπησαν με καταπέλτες τις νεοανεγερθέντες οχυρώσεις των Λατίνων αλλά μια ξαφνική επίθεση των σταυροφόρων κατέστρεψε τις πολιορκητικές μηχανές. Όσο οι συγκρούσεις λάμβαναν μέρος στη θάλασσα οι σταυροφόροι διατηρούσαν σχεδόν πάντα το πάνω χέρι, όμως στη ξηρά η κατάσταση ήταν ισορροπημένη. Ο πατριάρχης Ερρίκος του Άστι ήθελε να πραγματοποιηθεί εορτασμός αυτής της επιτυχίας, προφανώς για να μνημονεύεται αυτή και το όνομά του, σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία την οποία οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε στάβλο.(2) Το γεγονός ότι η εκκλησία βρισκόταν στην ουδέτερη ζώνη των δύο αντιτιθέμενων στρατών δεν πτόησε τον Ερρίκο και οι σταυροφόροι δείχνοντας αδικαιολόγητη ολιγωρία, ή και αλαζονεία, δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, παρ’ όλο που ο Ζαχαρίας και οι υπόλοιποι επικεφαλής είχαν ήδη εκφράσει τις ανησυχίες τους για τον τόπο τέλεσης της εορτής.
Ανήμερα του αγίου Αντωνίου, στις 17/1/1345 οι Τούρκοι υπό τον Ομούρ επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά από την ακρόπολη πάνω στους παρευρισκομένους στην εκκλησία. Ο όχλος από απλούς, άμαχους πολίτες όπως ήταν επόμενο πανικοβλήθηκε και δημιούργησε χάος στις τάξεις των χριστιανών. Στη σύγκρουση σκοτώθηκε πλήθος Λατίνων και Ελλήνων κατοίκων, όμως το σημαντικότερο ήταν η απώλεια των κεφαλών της σταυροφορίας. Ο πατριάρχης Ερρίκος, ο Ζαχαρίας και ο Βενετός επικεφαλής Πιέτρο Ζένο εγκλωβίστηκαν μέσα στον ναό μαζί με αρκετούς συμπολεμιστές τους και σφαγιάστηκαν μέχρι ενός. Περίπου 40 ευγενείς και αξιωματικοί βρήκαν τον θάνατο στην τραγική για τους σταυροφόρους μάχη. Είναι πιθανό και οι Τούρκοι να υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Ο Ιμπραήμ Μπαχαντούρ Μπέγκ, αδερφός του Ομούρ, συμπεριλαμβανόταν στις απώλειες των Τούρκων, ενώ ο ίδιος ο εμίρης μαζί με τον άλλον αδελφό του, Κχιζίρ τραυματίστηκαν στη μάχη.



(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)

Τρίτη 2 Απριλίου 2019

Η αντίσταση, οι σφαγές και τα γεγονότα στη Φώκαια μέσα από έκθεση του Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσόστομου

Τους πρώτους μήνες του 1914 οι μεταναστεύσεις των μουσουλμάνων από Βουλγαρία, Σερβία και Ελλάδα προς τη Μικρά Ασία, έδωσαν την αφορμή και το πρόσχημα στην τουρκική κυβέρνηση, να εκδιώξει τους εκεί κατοικούντες Έλληνες. Πρώτα θύματα υπήρξαν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους στις αρχές του 1914, ενώ τον Μάιο οι διωγμοί επεκτάθηκαν και στη Δυτική Μικρά Ασία.

Τσέτες φορτωμένοι λάφυρα. Πίσω τους, Έλληνες της Φώκαιας
έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο σπίτι του Σαρτιώ
 με τη γαλλική σημαία να τους προστατεύει
Σε αυτές τις διώξεις υπάρχει μια εκούσια ή ακούσια τάση της καταγραφής μόνο των σφαγών των ελληνικών πληθυσμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παράβλεψη του αγώνα που έκαναν οι λιγοστοί και πενιχρά εξοπλισμένοι Έλληνες απέναντι στις τουρκικές ορδές που κατέκλυσαν τους ελληνικούς οικισμούς, κάτι που προφανώς τους αδικεί κατάφωρα.

Ο Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και ιεράρχης καθώς και μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης έκανε μια εξαιρετικά εκτεταμένη και γλαφυρή περιγραφή των γεγονότων στις μακροσκελείς, πολυσέλιδες και αναλυτικές εκθέσεις του προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Παρακάτω αναφέρονται τα γεγονότα που εξιστορεί σε μια από αυτές που συνέταξε την 1η Ιουλίου 1914.

Στις 31 Μαΐου το χωριό Σουλουτζούκιο που βρισκόταν ανάμεσα από την Μαινεμένη και την Παλαιά Φώκαια με πληθυσμό 150 χριστιανικές οικογένειες, δέχθηκε την επίθεση από 500 περίπου Τούρκους. Οι Έλληνες χωρικοί αντέδρασαν άριστα, αφού πρώτα εξασφάλισαν τη σωτηρία των γυναικόπαιδων τα οποία έστειλαν στην Παλαιά Φώκαια αλλά και στο Εγγλεζονήσι με πλοιάρια και στη συνέχεια έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τους επιτεθέμενους με ό,τι όπλο μπορούσαν να φέρουν.
Η σύγκρουση κράτησε από τις 05.00 έως τις 11.00 όταν και άρχισε να γίνεται εμφανής η εξάντληση των εφοδίων. Σε εκείνο το σημείο υποχώρησαν με τάξη, αποβιβάστηκαν σε πλοιάρια και κατέφυγαν στις απέναντι νησίδες. Φυσικά το χωριό έγινε παρανάλωμα αλλά ο πληθυσμός, άμαχος και μη, είχε σωθεί.

Η φλεγόμενη Φώκαια, κατά τη διάρκεια των σφαγών
από τουρκικές συμμορίες ατάκτων. Φωτ. Αρχείο Σαρτιώ.
Μανιασμένα τα τουρκικά στίφη ενώθηκαν και άλλα από τα χωριά Ουλού-Μπουνάρ, Σοούκ-Κογιού, Γενή-Κιοΐ και Κοτζά Μεχμέτ και κινήθηκαν προς την Παλαιά Φώκαια. Εκεί, ενώθηκαν με άνδρες της χωροφυλακής και τον καϊμακάμη, δηλαδή με κρατικά όργανα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί με αχθοφόρους του αλατιού από τη Βεγγάζη και ξεκίνησαν τις σφαγές. Οι κάτοικοι, έντρομοι αναζήτησαν σωτηρία σε ένα βρετανικό ατμόπλοιο που ήταν πλησίον και ένα φορτηγό ιστιοφόρο. Όσοι δεν πρόλαβαν, περίπου 800 στον αριθμό, κατέφυγαν στη γαλλική αρχαιολογική αποστολή που παρευρισκόταν στο σημείο υπό τον φιλέλληνα Σαρτιώ και τους Γάλλους πολίτες Ντάντρια και Καρλιέ. Η κίνηση αυτή απέβη τελικά σωτήρια καθώς ο καϊμακάμης αναγκάστηκε να στείλει και 3 χωροφύλακες για την προστασία των Γάλλων.

Η πόλη όμως ήταν στο έλεος των Τούρκων. Ολόκληρα τετράγωνα πυρπολήθηκαν, άλλοι απαγχονίστηκαν («..απαγχόνησαν τον αρτοποιόν Παναγιώτην Σκεμπέν..»),άλλοι κατακρεουργήθηκαν και δεν γλίτωσαν ούτε παιδιά, γέροι ή άτομα με πνευματική και σωματική αναπηρία.(«εφονεύθησαν οι εξής: Βασίλειος Θεοδωράκης γέρων ογδοηκοντούτης, Ιωάννης Χιώτης, χωλός αυτός, μη δυνάμενος να φύγη, οικογένεια Κρομμύδα αποτελούμενη εκ 4-6 κορασίων(..)Ιωάννης Καραμπιμπέρης παράλυτος γέρων, Παναγιώτης Αντωνάκη, ηλίθιος αλλ’ ακίνδυνος παράφρων, η ανάπηρος Βενετιά, ο θιός του Κοντομανώλη Μιχαήλ, ετών 14ων, Λωρέντζης γέρων και σακάτης 80 ετών..»). Ο κεντρικός ναός της Αγίας Ειρήνης βεβηλώθηκε, οι οικίες λεηλατήθηκαν και στο τέλος η πολυάριθμη ελληνική κοινότητα με τις 1.800 οικίες αποτελούσε παρελθόν. Μερικά ρακένδυτα γυναικόπαιδα έτυχαν της φροντίδας αποστολής από τη Σμύρνη ενώ στάλθηκαν και 2 ατμόπλοια για την παραλαβή των διασωθέντων.
Σχέδιο της Φώκαιας το 1913 από τον Γάλλο Σαρτιώ.

Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίστηκαν και στην πέριξ περιοχή. Όπως γράφει ο μητροπολίτης εκτυλίχθηκαν σκηνές που επανέφερε «εις την μνήμην τας ηρωϊκάς μάχας και εποποιίας των Σουλιωτών και των άλλων ηρωϊκών χωριών του 1821». Στο χωριό Σρε-Κιοϊ οι κάτοικοι παρείχαν στέγη και φροντίδα στους ομόφυλούς τους από το κατεστραμμένο πλέον Γκερέν-Κιοϊ και επέλεξαν να αντιτάξουν άμυνα. Πενιχρά εξοπλισμένοι με 30 Γκρα και 50-60 κυνηγετικά όπλα, έσκαψαν πρόχειρα χαρακώματα και αποφάσισαν να αμυνθούν σκληρά και να «μην εγκαταλείψωσι την πάτριον γενέθλιον γην ανυπεράσπιστον». Οι μάχη εκτυλίχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας αλλά στις 3 π.μ. έφθασαν χιλιάδες μουσουλμάνοι από τα γύρω χωριά ( Χαρμανδαλή, Μπαλατζίκ, Κεσέ-Κιοϊ, Μουσαμπέκιοϊ, Χαλβατζήκιοϊ και Γιαμανλάρ), ξανά με τη συνοδεία από έφιππους και πεζούς χωροφύλακες, εξοπλισμένοι με τυφέκια Μάουζερ, Μαρτίνι Χένρι και κυνηγετικά όπλα και περικύκλωσαν το χωριό. Η αντίσταση συνεχίστηκε λυσσαλέα για άλλες 5 ώρες, ως τις 8 π.μ., με αρκετές απώλειες για τους επιτεθέμενους που μεταξύ των άλλων είχαν και νεκρούς υπαξιωματικούς και χωροφύλακες.

Ελληνίδες προσπαθούν να διαφύγουν από τα
τουρκικά στίφη, 13 Ιουνίου 1914.
Τότε όμως εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά των Ελλήνων οι οποίοι κατέληξαν σε συμφωνία με τους Τούρκους να παραδώσουν τα όπλα τους με τον όρο να φύγουν από το χωριό. Όπως ήταν φυσικό, οι Τούρκοι δεν κράτησαν τον λόγο τους και ξεκίνησαν ξανά το όργιο σφαγής σκοτώνοντας περίπου 40-60 αμάχους, μεταξύ αυτών και μικρά παιδιά. Οι υπόλοιποι αναζητώντας έξοδο διαφυγής έφτασαν έξω από το Κορδελιό Σμύρνης όπου και πάλι έδωσαν πολύωρη μάχη με άτακτα στίφη Τούρκων και τμήματα της Χωροφυλακής, ενώ μετέβη στο σημείο ο Μητροπολίτης Εφέσου προκειμένου να σώσει όσους είχαν κατορθώσει να παραμείνουν ζωντανοί.

Οι λεηλασίες και οι δολοφονίες συνεχίστηκαν και στο Ουλουτζάκι, που απείχε μια ώρα σιδηροδρομικώς από τον Σρεν-κιοϊ, στα Σόμα και στο Καρα-Μπουνάρ. Οι ελληνική μητρόπολη έστειλε πλοία και ψωμιά για τους διασωθέντες που έτρεχαν στα παράλια και τις μικρές νησίδες για ασφάλεια. Σε μια μόνο περίπτωση ρυμουλκό βρήκε και διέσωσε 300 άτομα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Φώκαιας και τους μετέφερε στη Μυτιλήνη. Η κατάσταση παρέμενε εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ελληνικό πληθυσμό, τέτοια που ο μητροπολίτης χαρακτηρίζει ως «τόσον σκοτεινή και ολεθρία, όσον δεν θα εδημιουργείτο, εάν όλη οι αλάστορες δαίμονες της Κολάσεως ειργάζοντο επί πολλούς αιώνας».

Το φρόνημα όμως παρέμενε ακμαίο. «Χρωστούμεν αξίως προς τας παραδόσεις της φυλής μας ν’ αντιμετωπίσωμεν την κατάστασιν ταύτην μετά μεγαλοψυχίας και αν είνε της μοίρας μας εν πλήρει εικοστώ αιώνι,, υπό των αγρίων ορδών του Ισλάμ, να εκδιωχθούμεν του γενεθλίου τόπου μας και ν’αναχωρήσωμεν προς αναζήτησιν άλλης πατρίδος, τουλάχιστον να πέσωμεν ενδόξος». Ο υπουργός εσωτερικών Ταλαάτ που κατέφθασε στο σημείο επιβεβαίωσε ότι τα κρατικά όργανα είναι οι ενορχηστρωτές των σφαγών.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Πηγή: Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 

1914 – Διωγμοί Ελλήνων στην Τουρκία, ειδικός φάκελος Α/21η 1914 

Εκθέσεις Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου περί των Μ. Ασία φόνων, απελάσεων προς το Πατριαρχείον Κων/πολεως

Έκθεσις Δ’ Μητροπολίτου Χρυσόστομου, 1 Ιουλίου 1914.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Τα τουρκικά μπεηλίκια στη Μικρά Ασία

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Ο δεύτερος εμίρης του Αϊδινίου Ομούρ (1309-1348)
αποτέλεσε έναν από τους πιο ισχυρούς
 και φιλόδοξους εμίρηδες της εποχής


Οι συνεχείς επαναστάσεις των Τουρκομάνων και οι εκστρατείες των Μογγόλων συνέβαλαν στην καταστροφή της πολιτικής ενότητας των Σελτζούκων. Την εδαφική διάλυση του κράτους ακολούθησε η κατάρρευση της εξουσίας των Μογγόλων και η ανάδυση νέων εμιράτων. Επίσης, η κατάρρευση της βυζαντινής δύναμης στη δυτική Ανατολία και το Αιγαίο στα τέλη του 13ου αιώνα καθώς και η κατάργηση του βυζαντινού ναυτικού το 1284 δημιούργησαν ένα κενό ισχύος, το οποίο γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τα Τουρκικά φύλα που κατέκλυζαν την περιοχή. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος και των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού. 

Κατά τους δύο αιώνες μεταξύ της διάλυσης Σελτζούκων- Αυτοκρατορίας της Νίκαιας δημιουργήθηκαν περισσότερα από 20 εμιράτα, τα περισσότερα πριν εκπνεύσει ο 13ος αιώνας. Μερικά από αυτά όπως το εμιράτο του Ντενιζλί στη Λαοδίκεια της Φρυγίας, το Εσρεφογουλλαρί στο Μπεησεχίρ (Κλαυδιοκαισάρεια στην επαρχία του Ικονίου) και το Σαχιμπογουλλαρί στο Φιλομήλιο είχαν σύντομη ύπαρξη που έφθανε τα 25 έτη. Οι Καραμανίδες στην οροσειρά του Τάυρου και οι Γερμιγιάν με κέντρο εξουσίας την Κιουτάχεια ήταν σαφώς μακροβιότερα και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις τοπικές εξελίξεις. Επαφή με την ακτογραμμή του Αιγαίου είχαν τα μπεηλίκια του Καρασί, στην περιοχή της Τρωάδας και της Μυσίας, και του Σαρουχάν. Στο δεύτερο, ο Σαρουχάν μπέης προήλθε από τους Γερμιγιάν και ίδρυσε το μπεηλίκι του στην περιοχή της Μαινεμένης και του Γόρδιου. Τα δύο αυτά εμιράτα, όπως φαίνεται και στον χάρτη* απορροφήθηκαν γρήγορα από τους Οθωμανούς. Οι τελευταίοι είχαν εγκατασταθεί υπό τον Οσμάν Α’ στην περιοχή της Βιθυνίας.
Χάρτης από το «Σ. Βρυώνης,
Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της
Μικράς Ασίας και η διαδικασία του
εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας)
,Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
Αθήνα, 2008, σελ.225».

Δύο από τα πιο ισχυρά, το εμιράτο του Μεντεσέ που είχε έδρα στην περιοχή της Μιλήτου και το εμιράτο του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέσπασαν την προσοχή των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Βενετίας που έδινε μεγάλη βάση στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Οι πρωτεύουσες των πολυάριθμων εμιράτων μετατράπηκαν σε διοικητικά, οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα που αποκατέστησαν μέχρι κάποιο βαθμό τη σταθερότητα στις περιοχές. 

Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ντόπιων Ελλήνων ναυτικών, οι Τούρκοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται ως πειρατές στην επικράτεια του Αιγαίου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στο μωσαϊκό κρατιδίων και δουκάτων που είχε δημιουργηθεί. Οι δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών εντείνονταν εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτιλιακών κρατών, της Βενετίας και της Γένοβας. Συχνά όμως, διατηρούσαν και καλές σχέσεις ή σύναπταν συνθήκες όπως όταν οι Τούρκοι του Αϊδινίου είχαν συνεργαστεί στενά με τον αναπληρωτή διοικητή του Δουκάτου Αθηνών, Αλφόνσο Φαντρίκουε ή όταν οι Βενετοί τον Απρίλιο του 1331 σύνηψαν συμμαχία με τους Καταλανούς και τον ίδιο μήνα ο Μαρίνο Μοροζίνι, δούκας της Κάντια, υπέγραψαν συνθήκη με τον επικεφαλή του εμιράτου του Μεντεσέ, Ορχάν ή ακόμα όταν με τις επιδρομές τον Μάρτιο του 1332 ο δούκας της Νάξου, Νικολό Σανούντο, έκανε ξεχωριστή συνθήκη δίνοντας φόρο υποτελείας και το παράδειγμά του ακολούθησε και η Χαλκίδα. Η τακτική αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της τουρκικής επέκτασης. Η σχετικά χαλαρή υποτέλεια έδινε τη θέση της αργά ή γρήγορα στην απώλεια της ανεξαρτησίας με την προσάρτηση. 

Αυτή την περίοδο ξεχώριζε για την ισχύ και την τόλμη μεταξύ των ηγεμόνων των τουρκικών εμιράτων ο Ομούρ, ο εμίρης του Αϊδινίου από το 1334. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει χαρακτηριστικά «..τούτων τοίνυν απάντων ισχυρότερος ο Αμούρ εγεγόνει, σπουδή και τόλμη χρησάμενος υπέρ τους άλλους». Με τον στόλο του ο Ομούρ έγινε ο φόβος και ο τρόμος των νησιών, της Χαλκίδας, του Μορέα, της Κρήτης και της Ρόδου. Μπορούσε να λεηλατήσει αυτές τις περιοχές οποτεδήποτε, ενώ αποσπούσε σημαντικά ποσά φόρου υποτελείας ετησίως από τους κατοίκους. Ο Οθωμανός ιστορικός και ποιητής Ενβερί τον αναφέρει ως «κυρίαρχο του Μορέα και επί των Φράγκων». Ο εμίρης του Αϊδινίου διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βυζαντινού εμφυλίου Καντακουζηνών-Παλαιολόγων. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τον χρησιμοποίησε πολλές φορές, έχοντας μαζί του στενή φιλία από το 1334, για να απωθήσει Βούλγαρους και Σέρβους. Ικανή δύναμη είχε και το εμιράτο Περγάμου αλλά τον Οκτώβριο του 1334, στον κόλπο του Αδραμυττίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Τρωάδας, ο στόλος του με επικεφαλή τον Σούτζα αλ Ντιν Γιαξή διαλύθηκε από τους ενωμένους δυτικούς.
Νόμισμα που απεικονίζει τον Σαρουχάν, μπέη της Μαγνησίας, 1313-1348

Το μπεηλίκι του Αϊδινίου που εξαπλώθηκε στις παραποτάμιες περιοχές κοντά στη Σμύρνη και την Έφεσσο, σταδιακά απέκτησε μεγάλη ισχύ, πραγματοποιούσε επιδρομές σε όλο το Αιγαίο και επενέβαινε άμεσα στις ευρωπαϊκές υποθέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τη σταδιακή παρακμή του, τον ρόλο αυτόν ανέλαβαν οι Οθωμανοί. Ακόμα, το μπεηλίκι της δυναστείας Χαμίντ εκτεινόταν μια περιοχή σε μικρή ακτίνα από την Αττάλεια. Τέλος το μπεηλίκι του Μεντεσέ στο νοτιοδυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, απέναντι από τα Δωδεκάνησα διατηρούσε ισχυρό στόλο για μερικές δεκαετίες και αποτελούσε υπολογίσιμο αντίπαλο για τους Λατίνους. 
Ο θάνατός του Ομούρ από τους σταυροφόρους στη Σμύρνη τον Μάϊο του 1348 επέφερε και τη σταδιακή πτώση του εμιράτου. Τα υπόλοιπα άρχισαν σιγά σιγά να υποκύπτουν στους ολοένα και πιο ισχυροποιημένους Οθωμανούς. Επίσης το προηγούμενο έτος, την άνοιξη του 1347 οι σταυροφόροι πέτυχαν ακόμα μια αναπάντεχη νίκη, καταστρέφοντας του Αϊδινίου και του εμιράτου Σαρουχάν στη Μαγνησία διευκολύνοντας το έργο των Οθωμανών για επικράτηση.

Μια απόπειρα των εμίρηδων του Γιερμιγιάν και του Καραμάν να αποσπάσουν εδάφη των Οθωμανών στη Μικρά Ασία απέβη ατελέσφορη. Ο «κεραυνός» Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια, και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν. Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. 

Με τη συντριβή του Οθωμανού Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402), κάποια εμιράτα επανήλθαν στους προηγούμενους άρχοντές τους για να τεθούν πάλι υπό την κυριαρχία των Οθωμανών στα τέλη του 15ου αιώνα.

E. Zachariadou, TRADE AND CRUSADE, VENETIAN CRETE AND THE EMIRATES OF MENTESHE AND AYDIN (1300-1415), Venice, 1983. 

L. Paul, L’ EMIRAT D’ AYDIN, BYZANCE ET L’ OCCIDENT, RECHERCHES SUR LA GESTE D'UMUR PACHA, Presses universitaires de France, Paris, 1957. 

Σ. Βρυώνης, Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ (11ος-15ος ΑΙΩΝΑΣ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2008.

J. Harris,C. Holmes, E.Russel, BYZANTINES, LATINS AND TURKS IN THE EASTERN MEDITERRANENAN WORLD AFTER 1150,Oxford, 2012.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Η «Ιερή Ένωση» και η ναυμαχία στο Αδραμύττιο (1334).


Ιστορικό πλαίσιο. Η κατάρρευση της βυζαντινής δύναμης στη δυτική Ανατολία και το Αιγαίο στα τέλη του 13ου αιώνα καθώς και η κατάργηση του βυζαντινού ναυτικού το 1284 δημιούργησαν ένα κενό ισχύος, το οποίο γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τα Τουρκικά φύλα που κατέκλυζαν την περιοχή. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος και των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Από την άλλη πλευρά, ο θανάσιμος αντίπαλος του Βυζαντίου, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, άρχισαν να καταρρέουν ιδίως μετά τη μογγολική εισβολή το 1243 και έτσι στη θέση τους δημιουργήθηκαν διάφορα τουρκικά εμιράτα. Δύο από τα πιο ισχυρά, το εμιράτο του Μεντεσέ που είχε έδρα στην περιοχή της Μιλήτου και το εμιράτο του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέσπασαν την προσοχή των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Βενετίας που έδινε μεγάλη βάση στο διαμετακομιστικό εμπόριο.
Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου που εκπροσωπεί
τον ευαγγελιστή Άγιο Μάρκο, σύμβολο της
Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, κρατά
την επιγραφή PAX TIBI MARCE EVANGELISTA MEVS
 (Ειρήνη μετά σου, Μάρκο Ευαγγελιστά μου ). Η Βενετία
είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάσχεση της
τουρκικής πειρατείας στο Αιγαίο.


Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ντόπιων Ελλήνων ναυτικών, οι Τούρκοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται ως πειρατές στην επικράτεια του Αιγαίου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στο μωσαϊκό κρατιδίων και δουκάτων που είχε δημιουργηθεί. Η Κρήτη ήταν από το 1211 υπό Βενετική κατοχή διαμορφώνοντας το δουκάτο της Κάντια (Ηράκλειο), όπως και το δουκάτο της Νάξου (ή δουκάτο Αρχιπελάγους). Μάλιστα ο δούκας της Κρήτης είχε λάβει ανάθεση από τη Γερουσία της ρύθμισης των σχέσεων με τα προαναφερόμενα εμιράτα. Με μια διευρυμένη ελευθερία κινήσεων, έστελνε πρέσβεις, σύναπτε συνθήκες -μάλιστα το διάστημα 1331-1414 σύναψε 9 συνθήκες- και διόριζε πρόξενους. Στη Χαλκίδα της Εύβοιας δημιουργήθηκε μετά τη Δ’ Σταυροφορία η τριαρχία του Νεγροπόντε (Χαλκίδα, Κάρυστος και Ωρεός) που σταδιακά περιήλθε ολόκληρη στην επιρροή της Βενετίας. Η γενοβέζικη παρουσία με την οικογένεια Ζαχαρία είχε την ηγεμονία της Χίου, μέχρι το 1329 που ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, την ίδια στιγμή που στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι κατείχαν ακόμη το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Στην Αττική οι Καταλανοί διοικούσαν το δουκάτο των Αθηνών από το 1311, έχοντας θέσει την ηγεμονία τους υπό το στέμμα της Αραγωνίας, ενώ η Παλατινή κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου βρισκόταν υπό τους Ανδεγαυούς από το 1325. Οι Ιωαννίτες ήταν εγκατεστημένοι πλέον στη Ρόδο από το 1310 έχοντας επεκταθεί και στα γύρω νησιά, ενώ τέλος η Κύπρος από το 1192 ήταν βασίλειο το οποίο κυβερνούσαν μέλη της δυναστείας των Λουζινιανών. Οι δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών εντάθηκαν εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτιλιακών κρατών, της Βενετίας και της Γένοβας. 



Οι Τούρκοι του Αϊδινίου διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Καταλανούς και η ανανέωση της συμμαχίας τους το 1325 επιδείνωσε τις σχέσεις που είχαν οι τελευταίοι με τους ανταγωνιστές τους Βενετούς. Το συγκεκριμένο εμιράτο που προηγουμένως είχε συνεργαστεί στενά με τον αναπληρωτή διοικητή του Δουκάτου Αθηνών, Αλφόνσο Φαντρίκουε, άρχισε να αποκτά αυξημένη ισχύ και σημαίνοντα ρόλο. Αυτό προκάλεσε την συσπείρωση των αντιπάλων σε ένα κοινό μέτωπο και έτσι ο Ανδεγαυός Ιωάννης της Γκραβίνα, ο άρχων της Χίου Μαρτίνος Ζαχαρίας και ο Νικολό Σανούντο του δουκάτου Νάξου μαζί με τους Βενετούς δημιούργησαν μια πρόσκαιρη συμμαχία. Οι επιθέσεις των Τούρκων σε Χαλκίδα και Νάξο ήταν αυτές που γέννησαν την ιδέα στους Βενετούς να συνασπίσουν μια ακόμα ευρύτερη αντιτουρκική συμμαχία. Νέες επιθέσεις στο φρούριο Δαμάλα της Χίου το 1327 και η αποβίβαση στρατευμάτων στη Χαλκίδα, ενέτειναν τις προσπάθειες των Βενετών να θέσουν Βυζαντινούς, Ιωαννίτες και τον Μαρτίνο Ζαχαρία στην από κοινού οργάνωση επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θηβών πήγε στη Βενετία για ζητήσει τη βοήθεια και άλλων δυνάμεων της Δύσης. Οι Βενετοί τον Απρίλιο του 1331 σύνηψαν συμμαχία με τους Καταλανούς και τον ίδιο μήνα ο Μαρίνο Μοροζίνι, δούκας της Κάντια, υπέγραψαν συνθήκη με τον επικεφαλή του εμιράτου του Μεντεσέ, Ορχάν. Οι δίαυλοι του εμπορίου που άνοιξαν ξανά στη Μικρά Ασία έδωσαν ενίσχυση στα σχέδια των Βενετών να αφοσιωθούν στην αντιμετώπιση του Αϊδινίου.
Ελαφρύ σκάφος στο Αιγαίο τον 14ο αιώνα. Στις ναυμαχίες
που έλαβαν μέρος εκείνον τον αιώνα τα μικρότερα σκάφη απάρτιζαν
μεγάλο μέρος των στόλων, ιδίως σε αυτούς των Τούρκων



Οι προετοιμασίες και η σύγκρουση. Η ιδέα για σταυροφορία που υπήρχε στα σκαριά το 1327 ενισχύθηκε περεταίρω όταν ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ πρότεινε στο Γάλλο βασιλιά Φίλιππο ΣΤ’ να οργανώσει μια με τη συμμετοχή και των άλλων ισχυρών κρατών της Δύσης. Οι Βενετοί πρότειναν την αποστολή 20.000 ιππέων και 50.000 πεζών που θεωρούσαν ως απαραίτητη δύναμη για την εξασφάλιση της επιτυχίας, ενώ η δικιά τους συνεισφορά θα ανερχόταν στα 100 πλοία, πολεμικών και ιππαγωγών. Προσπάθησαν να τραβήξουν την προσοχή του Γάλλου βασιλιά λέγοντάς του ότι η καταστροφή των Τούρκων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Η άρνηση του Γάλλου βασιλιά έκανε τα σχέδια να ναυαγήσουν. Οι Τούρκοι συνέχισαν τις επιδρομές σε τέτοια ένταση ώστε τον Μάρτιο του 1332 ο δούκας της Νάξου, Νικολό Σανούντο, έκανε ξεχωριστή συνθήκη δίνοντας φόρο υποτελείας και το παράδειγμά του ακολούθησε και η Χαλκίδα. Η τακτική αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της τουρκικής επέκτασης. Η σχετικά χαλαρή υποτέλεια έδινε τη θέση της αργά ή γρήγορα στην απώλεια της ανεξαρτησίας με την προσάρτηση. 




Η αντίδραση της Βενετίας ήταν να αναζητήσει συμμάχους από τα τουρκικά μπεηλίκια και οι Τούρκοι από τα μπεηλίκια του Γκερμιγιάν, που είχαν έδρα στην Κιουτάχεια και του Μεντεσέ ανταποκρίθηκαν θετικά. Στον πόλεμο κατά των Τούρκων του Αϊδινίου επάνδρωσαν τον Νοέμβριο του 1333 10 γαλέες με επικεφαλή τον Μαρίνο Μοροζίνι. Ο χρονικογράφος του 14ου αιώνα Πέτρο Ιουστινιάνι αναφέρει ότι προκάλεσε αρκετές επιδρομές στους Τούρκους με ιδιαίτερη επιτυχία. Τα γεγονότα αυτά ενθουσίασαν τους Βενετούς που συγκρότησαν νέο στόλο από 10 γαλέες, 12 ιππαγωγά και άλλα μικρότερα σκάφη, αυτή τη φορά θέτοντας ως επικεφαλή του στόλου τον Πιέτρο Ζένο, μπαΐλο (πρέσβη) της Βενετίας. Αρχές Μαρτίου του 1334 ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ’ μπήκε επίσημα πλέον στη συμμαχία της «Ιερής Ένωσης» (Sancta Unio) με 6 γαλέες.
Οικόσημα του Βασιλείου της Κύπρου πάνω από την
εσωτερική πύλη του κάστρου. Αριστερά το οικόσημο
του οίκου Λουζινιάν.Το βασίλειο της Κύπρου επί
 βασιλείας Ούγου Δ’ συνέβαλε στις
 επιχειρήσεις κατά των Τούρκων (Κάστρο Κερύνειας, Κύπρος). 


Η προτεινόμενη εκστρατεία θεωρήθηκε ότι θα επείχε θέση ενός primum passagium (προκαταρκτικής εκστρατείας) που θα προετοίμαζε το έδαφος για μια πλήρως οργανωμένη σταυροφορία. Ακολούθησαν μικροσυμπλοκές στη Μονεμβασιά και νοτιοδυτικά του Μυστρά. Τα σημεία των αψιμαχιών δείχνουν καταφανώς πόσο ανεξέλεγκτοι είχαν γίνει οι Τούρκοι πειρατές που έφταναν ως τα σύνορα με το Ιόνιο. Η αντεπίθεση των Λατίνων τους ανάγκασε να επιστρέψουν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί τον Οκτώβριο του 1334, στον κόλπο του Αδραμυττίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Τρωάδας, συνάντησαν τον υπολογίσιμο στόλο από το Εμιράτο Περγάμου με επικεφαλή τον Σούτζα αλ Ντιν Γιαξή, το γιο του εμίρη, ο οποίος όπως μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός ασχολούταν συχνά με το δουλεμπόριο. Στη σφοδρή σύγκρουση που ακολούθησε οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος χάνοντας 100-150 γαλέες και μικρότερα πλοιάρια καθώς και 3.000-5.000 άνδρες. Οι επιζώντες και οι επικεφαλής των Τούρκων σφαγιάστηκαν. 




Μετά τη νίκη τους οι Βενετοί σχεδίασαν τις επόμενες κινήσεις τους. Ο θάνατος όμως του πάπα Ιωάννη ΚΒ’ ακύρωσε κάθε προετοιμασία. Ο διάδοχός του, ο Βενέδικτος ΙΒ’ δεν ήταν ένθερμος οπαδός των σταυροφοριών και έτσι οι οργανωμένες ενέργειες της «Ιερής Ένωσης» διακόπηκαν, αν και οι Βενετοί συνέχισαν τον πόλεμο με τους Τούρκους. Η πανωλεθρία στο Αδραμύττιο ανέκοψε τις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων στο Αιγαίο και επέλεξαν να συμβιβαστούν υπογράφοντας μια νέα συνθήκη το 1337 με τη Βενετία. Αυτή τη φορά τα εμιράτα του Μεντεσέ και του Αϊδινίου συμφώνησαν με τον δούκα της Κάντια, Μαρίνο Μοροζίνι να μη συνεχιστούν οι επιδρομές των Βενετών στα παράλια των εμιράτων τους με πλούσια οικονομικά και εμπορικά ανταλλάγματα.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)
Βιβλιογραφία
P.W. Edbury, ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ 1191-1374, μτφρ. Α. Νικολάου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2003.

J. Harris,C. Holmes, E.Russel, BYZANTINES, LATINS AND TURKS IN THE EASTERN MEDITERRANENAN WORLD AFTER 1150,Oxford, 2012.
K.M. Setton, THE PAPACY AND THE LEVANT (1204-1571),vol.I, THE THIRTEEN AND FOURTEEN CENTURIES, American Philosophical Society, Philadelphia, 1976.
E. Zachariadou, TRADE AND CRUSADE, VENETIAN CRETE AND THE EMIRATES OF MENTESHE AND AYDIN (1300-1415), Venice, 1983.
L. Paul, L’ EMIRAT D’ AYDIN, BYZANCE ET L’ OCCIDENT, RECHERCHES SUR  LA GESTE D'UMUR PACHA, Presses universitaires de France, Paris, 1957.
A. Luttrell, THE HOSPITALLERS IN CYPRUS, RHODES, GREECE AND THE WEST 1291-1440, Great Britain and USA, 1979.