Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεσαίωνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεσαίωνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Μετάφραση και ερμηνευτική ανάλυση του διαλόγου ανάμεσα στον Ματθαίο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Γρηγορά (Ρωμαϊκή ιστορία XXVIII 43-44, 47-48)

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

i) Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII. 43-44

43. Μόλις έφτασε η κατάλληλη ώρα στις ζωντανές ψυχές για να αναβιώσει κάθε αποδυναμωμένη γη, ενδεδυμένη με γρασίδι και περιανθισμένη με χρώματα, τοποθέτησαν το αυτοκρατορικό στέμμα στον Ματθαίο μέσα στον ναό των Βλαχερνών, ο πατέρας του μαζί με τον Φιλόθεο που διαδέχθηκε τον πρόσφατο πατριάρχη Κάλλιστο, όπως επέβαλλε η παλαιά επικρατούσα συνήθεια και όπως ήταν αναγκαίο. Σκοπός αυτής της νέας στέψης ήταν μεν να συγκυβερνήσει ο γιος με τον πατέρα ισόβια, από την άλλη δε όταν αυτός πεθάνει ίσως από γηρατειά, μόνος του ο γιος να φέρει τα σκήπτρα της βασιλείας του Αυτοκράτορα. Σε ότι αφορά τον γαμπρό Παλαιολόγο πάντα και απ’ όλους να καταδικασθεί σε λήθη και να κλείσει τελείως κάθε πόρτα για φιλική ομόνοια.
44.  Δεν πέρασαν πολλές μέρες ανάμεσα και ο Ματθαίος , ο νέος αυτός βασιλιάς, έφτασε στην οικία που είμαι έγκλειστος, διατασσόμενος από τον πατέρα του βασιλιά να γίνει μεσολαβητής ώστε να με πείσει να επιστρέψω στο παλάτι προσφέροντας τις υπηρεσίες στους βασιλείς, λαμβάνοντας από αυτές πολλές και διάφορες ανταμοιβές.

Ανάλυση, ερμηνεία

Τον Φεβρουάριο του 1354 γίνεται η στέψη που είχε προαποφασιστεί από τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους. Ο Ιωάννης Στ’ αποφασίζει τον οριστικό παραμερισμό του Ιωάννη Ε’ και χρίζει διάδοχο τον Ματθαίο. Έρχεται αντιμέτωπος με τον πατριάρχη Κάλλιστο, που θεωρεί παράνομη την στέψη και επίορκο τον Καντακουζηνό από τον όρκο που έδωσε το 1347, με αποτέλεσμα εν τέλει να παραιτηθεί, να καταφύγει στους Γενουάτες του Γαλατά και έπειτα στην Τένεδο όπου βρίσκονταν ο Ιωάννης Ε’ με την σύζυγό του Έλενα Παλαιολογίνα. Ο Κάλλιστος που διετέλεσε πατριάρχης από τις 10/6/1350, ήταν Αθωνίτης, φίλος του Παλαμά και μάλιστα πραγματοποίησε σε σύνοδο μαζί με τον Καντακουζηνό την πλήρη αποδοχή του Παλαμισμού, τον Ιούλιο του 1351, καταδικάζοντας τον Γρηγορά. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ακόμα μια φορά τα συγκεχυμένα όρια των παρατάξεων καθώς ο Κάλλιστος ήταν μεν παλαμικός αλλά παρέμεινε πιστός στον Ιωάννη Ε’. Έγινε μεσολαβητής τον Οκτώβριο του 1352 στη σύγκρουση Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου Καντακουζηνού, στην Αδριανούπολη, αλλά οι προσπάθειες του για ειρήνη απέτυχαν. Θα ξαναγίνει πατριάρχης το 1355, ενώ το 1363 θα συμμετάσχει εκ νέου σε διπλωματική αποστολή προς σύσφιξη των Σερβοβυζαντινών σχέσεων. Ο Φιλόθεος, διετέλεσε μητροπολίτης της Ηράκλειας Θράκης, ήταν παλαμικός και υποστηρικτής του Καντακουζηνού και συνέταξε τα πρακτικά της συνόδου του 1351.  
Ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραχωρήσει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα να φέρει και ο υιός του τον ίδιο τίτλο, χωρίς όμως να εξομοιωθεί νομικώς ως προς τον πατέρα του. Ο πρεσβύτερος αυτοκράτωρ δικαιούνταν μεγαλύτερο σεβασμό και ανάλογο κύρος ενώ ως εστεμμένος έφερε την στολή, το στέμμα και τα σύμβολα σε αντίθεση με τον μη εστεμμένο που φορούσε την συνήθη ενδυμασία του.[1]
Για το τυπικό της στέψης πραγματοποιείται συγκέντρωση των φορέων αξιωμάτων και πολιτικών και στρατιωτικών τίτλων. Ακόμα παρευρίσκονται ο πατριάρχης, ο στρατός και ο λαός. Ο υποψήφιος ανερχόταν στην ασπίδα που έπειτα υψώνονταν από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη που την κρατάνε από μπροστά και με επιφανείς άνδρες, όπως δεσπότες, σεβαστοκράτορες ή συγκλητικοί να κρατάνε την πίσω πλευρά μέσα σε επευφημίες από το πλήθος. Έπειτα ακολουθούσε το δεύτερο μέρος της τελετής με στην Αγία Σοφία, η συγκεκριμένη πραγματοποιήθηκε στον ναό των Βλαχερνών λόγω της κακής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει ο ναός της Αγίας Σοφίας, όπου τοποθετούνταν το διάδημα με τους πολύτιμους λίθους. Ο πατριάρχης σε μια κατανυκτική σιγή τον χρίζει αυτοκράτορα και του παραδίδεται έγγραφη ομολογία πίστεως [2]                                                                                                  
Με την κίνηση αυτή ο Ιωάννης Καντακουζηνός θέτει τα θεμέλια για μια νέα δυναστεία. Ο γιος του Ματθαίος έχει νυμφευτεί την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του Δεσπότη Δημήτριου Παλαιολόγου που ήταν γιος του Ανδρόνικου Β’, στις αρχές του 1341 στη Θεσσαλονίκη, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει υιούς οπότε η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί. Ο παραγκωνισμός του Ιωάννη Ε’ αποτελεί πλέον μια τυπική διαδικασία αφού είναι αδύνατο μετά απ’ όλες αυτές τις αιματηρές συγκρούσεις να προφασίζεται ότι υπερασπίζει τα συμφέροντα του νομίμου οίκου των Παλαιολόγων.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον εγκλεισμό του Νικηφόρου Γρηγορά στη Μονή της Χώρας, όπου βρισκόταν από το καλοκαίρι του 1351, με απόφαση της  Συνόδου που συγκάλεσε ο Ιωάννης ΣΤ’ και ο πατριάρχης Κάλλιστος. Η Μονή της Χώρας βρισκόταν έξω από τα Κωνσταντίνεια τείχη, στη «Χώρα» ή «Χωρίο» όπως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί, νοτίως του Κεράτιου κόλπου, όπου ο Μετοχίτης προσέθεσε εξωνάρθηκα και παρεκκλήσι και ο Γρηγοράς ίδρυσε ιδιωτική Σχολή το 1332. Όντας σημαίνον πρόσωπο, πιθανή επιστροφή του στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου θα προσέφερε κύρος στον Αυτοκράτορα και ακόμα περισσότερο χρήσιμες συμβουλές. Δεν πρέπει να μένει επίσης απαρατήρητο το γεγονός ότι πριν τους χωρίσουν οι θρησκευτικές διαμάχες είχαν αναπτύξει μια στενή φιλία και συνεργασία.

ii)Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII, 47-48.


 
47. Γιατί υπάρχουν, μερικοί από εσάς, μάλλον όχι μερικοί, αλλά οι περισσότεροι από τον λαό των Ρωμαίων, επιρρίπτοντας τις αιτίες των Ρωμαϊκών συμφορών πάνω στον πατέρα μου, για όσες συμφορές ξέσπασαν τώρα. Πλέον και σε δημόσιο χώρο ακούγεται η κατηγορία και σ’ όλα τα έθνη και τα γένη των βαρβάρων, πράγματι διαδίδουν αυτή τη φήμη σε γεμάτους δρόμους, αγορές και πλατείες, ενισχύοντας αυτήν πάντα και επιρρίπτοντας κάθε είδους κατηγορία, χωρίς να φροντίζουν να εξετάσουν την ποιότητα δικαίου και αδίκου , μη βάζοντας στο νου οι κατήγοροι ότι ήταν δυνατόν ο πατέρας μου, από λόγους που όλοι γνωρίζουν, ότι ενώ μπορούσε να σκοτώσει τον Παλαιολόγο (τον Ιωάννη Ε’) και την μητέρα του, αυτός τον έκανε γαμπρό δίνοντάς του, την αδελφή μου και τον προτίμησε από εμάς του υιούς του. Τώρα βλέποντας ότι επιβουλεύονται και κινούνται με κάθε μηχανορραφία κατά εμάς, πρέπει να τον μισήσετε, και τίθενται ενάντια με όλο τους το φρόνημα , ενώ αντίθετα τον δικό μου πατέρα χωρίς κρίση μισούν όταν αναγκάστηκε σε βοήθεια να προσκαλέσει βαρβάρους, αμυνόμενος με τον ευγνώμον αλλόφυλο γαμπρό, τον αγνώμον ομόφυλο γαμπρό και ταυτόχρονα την απροθυμία και κακοβουλία των υπηκόων του.
48. Και μ’ αυτόν τον τρόπο δε βλέπουν ότι αναιρούν την θεία πρόνοια και καταστρατηγούν την αναγκαιότητα του τυχαίου.

Ανάλυση, ερμηνεία

Ο Καντακουζηνός εκπρόσωπος της αριστοκρατίας του Βυζαντίου, δύσκολα κέρδιζε την συμπάθεια των κατώτερων στρωμάτων που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τις ληστρικές επιδρομές Τούρκων, Σέρβων, Βουλγάρων, ενώ παράλληλα είχαν φτάσει στα όριά τους από την βαριά φορολογία του κράτους και την αδυναμία να τους προστατεύσει. Αυτά σε συνδυασμό με την αποκάλυψη της τεράστιας περιουσίας του, που αποκαλύφθηκε από τον Απόκαυκο, ενέτεινε την δυσφορία. Η όποια εμπιστοσύνη υπήρχε προς το πρόσωπό του, από τις εξαιρετικές ικανότητες που είχε δείξει στο πεδίο της μάχης και στη διπλωματία, εξανεμίστηκαν όταν ο ίδιος έφερε νέα δεινά με την εισροή χιλιάδων Τούρκων μισθοφόρων. Αποτελεί γεγονός ότι η είσοδος του Ιωάννη Ε’ στην Κωνσταντινούπολη την 21-22/11/1354 συνοδεύτηκε από ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς από το λαό της Πόλης, ενώ σοβαρή αντίσταση προέβαλλε μόνο το μισθοφορικό σώμα των Καταλανών.
Ο Ματθαίος ομιλεί για την δυνατότητα που είχε ο πατέρας του όταν εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στις 2/2/1347, να εξοντώσει την οικογένεια των Παλαιολόγων και να μείνει μόνος αυτοκράτορας. Αντ’ αυτού έδωσε την κόρη του, Έλενα Παλαιολογίνα ως σύζυγο στον Ιωάννη Ε’. Ο Ματθαίος επίσης δεν παραλείπει να αναφέρει την πικρία για τον παραγκωνισμό του, διότι παρ’ όλο που χρίστηκε ανώτερος των Δεσποτών και ακριβώς κάτω από τον Αυτοκράτορα, δεν έλαβε κάποιο επίσημο αξίωμα και το κυριότερο να μπει στη διαδοχή. Αυτό, σε συνάρτηση με την παρότρυνση μερικών αξιωματικών, οδήγησε τον Ματθαίο να κηρύξει την ανεξαρτησία του το ίδιο έτος, για να «εκλογικευτεί» με την σειρά του από τη σύζυγο του Ιωάννη ΣΤ’ και να του παραχωρηθεί τελικώς μια επικράτεια ως κυβερνήτης στη Θράκη, με κέντρο την Αδριανούπολη. Οι άλλοι γιοι στους οποίους αναφέρεται είναι ο Ανδρόνικος που πέθανε από την πανώλη το 1347 σε ηλικία 13 ετών και ο Εμμανουήλ Καντακουζηνός. Ο τελευταίος διετέλεσε διοικητής της Βέροιας ως τις αρχές του 1347 και έπειτα, μετά την κατάληψη της από τον Δουσάν, κατέφυγε στη Θεσσαλία. Του δόθηκε ο τίτλος του Δεσπότη, αμύνθηκε επιτυχώς στις επιθέσεις των Γενουατών του Γαλατά το 1348-1349 και με την λήξη του πολέμου τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης της Πελοποννήσου. Εκεί παρέμεινε ως τον θάνατό του, το 1380, με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες συμμαζεύοντας το χάος που επικρατούσε στην περιοχή.[3]
Ο Ματθαίος επίσης, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες του πατέρα του, οποίος προσκάλεσε πολλές φορές τα τουρκικά φύλα να τον στηρίξουν στις εμφύλιες διαμάχες από ανάγκη για τον «αγνώμον γαμπρό του». Η αναφορά γίνεται στους γάμους του Ιωάννη Ε’ με την Έλενα Καντακουζηνή και του Ορχάν με την Θεοδώρα Καντακουζηνή. Ο πρώτος είχε ήδη εισβάλλει στην επικράτεια του Ματθαίου πολιορκώντας τον στην Αδριανούπολη, συνεπικουρούμενους από τους Σέρβους, ενώ ο Οθωμανός κατέφθασε να τον στηρίξει και να σπάσει την πολιορκία. Οι αναφορά σε βαρβάρους φανερώνει την πολιτισμική ανωτερότητα που ένιωθαν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους υπόλοιπους λαούς, παρά την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, και εννοεί τους Τούρκους του Ομούρ, του Ορχάν και του Σουλεϊμάν που ισοπέδωσαν την Ελληνική ύπαιθρο. 
Στο τέλος δεν παραλείπει να τονίσει ένα ακόμη χαρακτηριστικό των Βυζαντινών, αυτό της αδυναμίας αποτροπής των πραγμάτων που έχουν οριστεί να τελεστούν από την θεία πρόνοια. Θεωρεί θέλημα Θεού την βασιλεία του πατέρα του και μάταια την ανατροπή αυτού.



[1]Α.Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή,σελ.217-218
[2] Α.Χριστοφιλοπούλου, ό.π., σελ.219,222.
[3] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 122-124.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Η «Ιερή Ένωση» και η ναυμαχία στο Αδραμύττιο (1334).


Ιστορικό πλαίσιο. Η κατάρρευση της βυζαντινής δύναμης στη δυτική Ανατολία και το Αιγαίο στα τέλη του 13ου αιώνα καθώς και η κατάργηση του βυζαντινού ναυτικού το 1284 δημιούργησαν ένα κενό ισχύος, το οποίο γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τα Τουρκικά φύλα που κατέκλυζαν την περιοχή. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος και των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Από την άλλη πλευρά, ο θανάσιμος αντίπαλος του Βυζαντίου, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, άρχισαν να καταρρέουν ιδίως μετά τη μογγολική εισβολή το 1243 και έτσι στη θέση τους δημιουργήθηκαν διάφορα τουρκικά εμιράτα. Δύο από τα πιο ισχυρά, το εμιράτο του Μεντεσέ που είχε έδρα στην περιοχή της Μιλήτου και το εμιράτο του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέσπασαν την προσοχή των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Βενετίας που έδινε μεγάλη βάση στο διαμετακομιστικό εμπόριο.
Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου που εκπροσωπεί
τον ευαγγελιστή Άγιο Μάρκο, σύμβολο της
Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, κρατά
την επιγραφή PAX TIBI MARCE EVANGELISTA MEVS
 (Ειρήνη μετά σου, Μάρκο Ευαγγελιστά μου ). Η Βενετία
είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάσχεση της
τουρκικής πειρατείας στο Αιγαίο.


Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ντόπιων Ελλήνων ναυτικών, οι Τούρκοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται ως πειρατές στην επικράτεια του Αιγαίου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στο μωσαϊκό κρατιδίων και δουκάτων που είχε δημιουργηθεί. Η Κρήτη ήταν από το 1211 υπό Βενετική κατοχή διαμορφώνοντας το δουκάτο της Κάντια (Ηράκλειο), όπως και το δουκάτο της Νάξου (ή δουκάτο Αρχιπελάγους). Μάλιστα ο δούκας της Κρήτης είχε λάβει ανάθεση από τη Γερουσία της ρύθμισης των σχέσεων με τα προαναφερόμενα εμιράτα. Με μια διευρυμένη ελευθερία κινήσεων, έστελνε πρέσβεις, σύναπτε συνθήκες -μάλιστα το διάστημα 1331-1414 σύναψε 9 συνθήκες- και διόριζε πρόξενους. Στη Χαλκίδα της Εύβοιας δημιουργήθηκε μετά τη Δ’ Σταυροφορία η τριαρχία του Νεγροπόντε (Χαλκίδα, Κάρυστος και Ωρεός) που σταδιακά περιήλθε ολόκληρη στην επιρροή της Βενετίας. Η γενοβέζικη παρουσία με την οικογένεια Ζαχαρία είχε την ηγεμονία της Χίου, μέχρι το 1329 που ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, την ίδια στιγμή που στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι κατείχαν ακόμη το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Στην Αττική οι Καταλανοί διοικούσαν το δουκάτο των Αθηνών από το 1311, έχοντας θέσει την ηγεμονία τους υπό το στέμμα της Αραγωνίας, ενώ η Παλατινή κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου βρισκόταν υπό τους Ανδεγαυούς από το 1325. Οι Ιωαννίτες ήταν εγκατεστημένοι πλέον στη Ρόδο από το 1310 έχοντας επεκταθεί και στα γύρω νησιά, ενώ τέλος η Κύπρος από το 1192 ήταν βασίλειο το οποίο κυβερνούσαν μέλη της δυναστείας των Λουζινιανών. Οι δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών εντάθηκαν εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτιλιακών κρατών, της Βενετίας και της Γένοβας. 



Οι Τούρκοι του Αϊδινίου διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Καταλανούς και η ανανέωση της συμμαχίας τους το 1325 επιδείνωσε τις σχέσεις που είχαν οι τελευταίοι με τους ανταγωνιστές τους Βενετούς. Το συγκεκριμένο εμιράτο που προηγουμένως είχε συνεργαστεί στενά με τον αναπληρωτή διοικητή του Δουκάτου Αθηνών, Αλφόνσο Φαντρίκουε, άρχισε να αποκτά αυξημένη ισχύ και σημαίνοντα ρόλο. Αυτό προκάλεσε την συσπείρωση των αντιπάλων σε ένα κοινό μέτωπο και έτσι ο Ανδεγαυός Ιωάννης της Γκραβίνα, ο άρχων της Χίου Μαρτίνος Ζαχαρίας και ο Νικολό Σανούντο του δουκάτου Νάξου μαζί με τους Βενετούς δημιούργησαν μια πρόσκαιρη συμμαχία. Οι επιθέσεις των Τούρκων σε Χαλκίδα και Νάξο ήταν αυτές που γέννησαν την ιδέα στους Βενετούς να συνασπίσουν μια ακόμα ευρύτερη αντιτουρκική συμμαχία. Νέες επιθέσεις στο φρούριο Δαμάλα της Χίου το 1327 και η αποβίβαση στρατευμάτων στη Χαλκίδα, ενέτειναν τις προσπάθειες των Βενετών να θέσουν Βυζαντινούς, Ιωαννίτες και τον Μαρτίνο Ζαχαρία στην από κοινού οργάνωση επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θηβών πήγε στη Βενετία για ζητήσει τη βοήθεια και άλλων δυνάμεων της Δύσης. Οι Βενετοί τον Απρίλιο του 1331 σύνηψαν συμμαχία με τους Καταλανούς και τον ίδιο μήνα ο Μαρίνο Μοροζίνι, δούκας της Κάντια, υπέγραψαν συνθήκη με τον επικεφαλή του εμιράτου του Μεντεσέ, Ορχάν. Οι δίαυλοι του εμπορίου που άνοιξαν ξανά στη Μικρά Ασία έδωσαν ενίσχυση στα σχέδια των Βενετών να αφοσιωθούν στην αντιμετώπιση του Αϊδινίου.
Ελαφρύ σκάφος στο Αιγαίο τον 14ο αιώνα. Στις ναυμαχίες
που έλαβαν μέρος εκείνον τον αιώνα τα μικρότερα σκάφη απάρτιζαν
μεγάλο μέρος των στόλων, ιδίως σε αυτούς των Τούρκων



Οι προετοιμασίες και η σύγκρουση. Η ιδέα για σταυροφορία που υπήρχε στα σκαριά το 1327 ενισχύθηκε περεταίρω όταν ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ πρότεινε στο Γάλλο βασιλιά Φίλιππο ΣΤ’ να οργανώσει μια με τη συμμετοχή και των άλλων ισχυρών κρατών της Δύσης. Οι Βενετοί πρότειναν την αποστολή 20.000 ιππέων και 50.000 πεζών που θεωρούσαν ως απαραίτητη δύναμη για την εξασφάλιση της επιτυχίας, ενώ η δικιά τους συνεισφορά θα ανερχόταν στα 100 πλοία, πολεμικών και ιππαγωγών. Προσπάθησαν να τραβήξουν την προσοχή του Γάλλου βασιλιά λέγοντάς του ότι η καταστροφή των Τούρκων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Η άρνηση του Γάλλου βασιλιά έκανε τα σχέδια να ναυαγήσουν. Οι Τούρκοι συνέχισαν τις επιδρομές σε τέτοια ένταση ώστε τον Μάρτιο του 1332 ο δούκας της Νάξου, Νικολό Σανούντο, έκανε ξεχωριστή συνθήκη δίνοντας φόρο υποτελείας και το παράδειγμά του ακολούθησε και η Χαλκίδα. Η τακτική αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της τουρκικής επέκτασης. Η σχετικά χαλαρή υποτέλεια έδινε τη θέση της αργά ή γρήγορα στην απώλεια της ανεξαρτησίας με την προσάρτηση. 




Η αντίδραση της Βενετίας ήταν να αναζητήσει συμμάχους από τα τουρκικά μπεηλίκια και οι Τούρκοι από τα μπεηλίκια του Γκερμιγιάν, που είχαν έδρα στην Κιουτάχεια και του Μεντεσέ ανταποκρίθηκαν θετικά. Στον πόλεμο κατά των Τούρκων του Αϊδινίου επάνδρωσαν τον Νοέμβριο του 1333 10 γαλέες με επικεφαλή τον Μαρίνο Μοροζίνι. Ο χρονικογράφος του 14ου αιώνα Πέτρο Ιουστινιάνι αναφέρει ότι προκάλεσε αρκετές επιδρομές στους Τούρκους με ιδιαίτερη επιτυχία. Τα γεγονότα αυτά ενθουσίασαν τους Βενετούς που συγκρότησαν νέο στόλο από 10 γαλέες, 12 ιππαγωγά και άλλα μικρότερα σκάφη, αυτή τη φορά θέτοντας ως επικεφαλή του στόλου τον Πιέτρο Ζένο, μπαΐλο (πρέσβη) της Βενετίας. Αρχές Μαρτίου του 1334 ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ’ μπήκε επίσημα πλέον στη συμμαχία της «Ιερής Ένωσης» (Sancta Unio) με 6 γαλέες.
Οικόσημα του Βασιλείου της Κύπρου πάνω από την
εσωτερική πύλη του κάστρου. Αριστερά το οικόσημο
του οίκου Λουζινιάν.Το βασίλειο της Κύπρου επί
 βασιλείας Ούγου Δ’ συνέβαλε στις
 επιχειρήσεις κατά των Τούρκων (Κάστρο Κερύνειας, Κύπρος). 


Η προτεινόμενη εκστρατεία θεωρήθηκε ότι θα επείχε θέση ενός primum passagium (προκαταρκτικής εκστρατείας) που θα προετοίμαζε το έδαφος για μια πλήρως οργανωμένη σταυροφορία. Ακολούθησαν μικροσυμπλοκές στη Μονεμβασιά και νοτιοδυτικά του Μυστρά. Τα σημεία των αψιμαχιών δείχνουν καταφανώς πόσο ανεξέλεγκτοι είχαν γίνει οι Τούρκοι πειρατές που έφταναν ως τα σύνορα με το Ιόνιο. Η αντεπίθεση των Λατίνων τους ανάγκασε να επιστρέψουν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί τον Οκτώβριο του 1334, στον κόλπο του Αδραμυττίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Τρωάδας, συνάντησαν τον υπολογίσιμο στόλο από το Εμιράτο Περγάμου με επικεφαλή τον Σούτζα αλ Ντιν Γιαξή, το γιο του εμίρη, ο οποίος όπως μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός ασχολούταν συχνά με το δουλεμπόριο. Στη σφοδρή σύγκρουση που ακολούθησε οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος χάνοντας 100-150 γαλέες και μικρότερα πλοιάρια καθώς και 3.000-5.000 άνδρες. Οι επιζώντες και οι επικεφαλής των Τούρκων σφαγιάστηκαν. 




Μετά τη νίκη τους οι Βενετοί σχεδίασαν τις επόμενες κινήσεις τους. Ο θάνατος όμως του πάπα Ιωάννη ΚΒ’ ακύρωσε κάθε προετοιμασία. Ο διάδοχός του, ο Βενέδικτος ΙΒ’ δεν ήταν ένθερμος οπαδός των σταυροφοριών και έτσι οι οργανωμένες ενέργειες της «Ιερής Ένωσης» διακόπηκαν, αν και οι Βενετοί συνέχισαν τον πόλεμο με τους Τούρκους. Η πανωλεθρία στο Αδραμύττιο ανέκοψε τις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων στο Αιγαίο και επέλεξαν να συμβιβαστούν υπογράφοντας μια νέα συνθήκη το 1337 με τη Βενετία. Αυτή τη φορά τα εμιράτα του Μεντεσέ και του Αϊδινίου συμφώνησαν με τον δούκα της Κάντια, Μαρίνο Μοροζίνι να μη συνεχιστούν οι επιδρομές των Βενετών στα παράλια των εμιράτων τους με πλούσια οικονομικά και εμπορικά ανταλλάγματα.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)
Βιβλιογραφία
P.W. Edbury, ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ 1191-1374, μτφρ. Α. Νικολάου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2003.

J. Harris,C. Holmes, E.Russel, BYZANTINES, LATINS AND TURKS IN THE EASTERN MEDITERRANENAN WORLD AFTER 1150,Oxford, 2012.
K.M. Setton, THE PAPACY AND THE LEVANT (1204-1571),vol.I, THE THIRTEEN AND FOURTEEN CENTURIES, American Philosophical Society, Philadelphia, 1976.
E. Zachariadou, TRADE AND CRUSADE, VENETIAN CRETE AND THE EMIRATES OF MENTESHE AND AYDIN (1300-1415), Venice, 1983.
L. Paul, L’ EMIRAT D’ AYDIN, BYZANCE ET L’ OCCIDENT, RECHERCHES SUR  LA GESTE D'UMUR PACHA, Presses universitaires de France, Paris, 1957.
A. Luttrell, THE HOSPITALLERS IN CYPRUS, RHODES, GREECE AND THE WEST 1291-1440, Great Britain and USA, 1979.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800.


Ο πάπας Λέων Γ’ (795-816) είχε ως βασικό και ζωτικό μέλημα της θέσης του την διατήρηση της συμμαχίας με τους Φράγκους του Καρόλου(Καρλομάγνος). Για να γίνει αντιληπτή η λεπτή ισορροπία της συμμαχίας αποτελεί χαρακτηριστικό γεγονός ότι ο Λέων εκλέχτηκε την ίδια μέρα που ο προκάτοχός του, ο Ανδριανός Α’ θάφτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 795. Η τάχιστη αυτή αναπλήρωση της παπικής θέσης πιθανότατα οφείλεται στην επιθυμία των Ρωμαίων να προλάβουν οποιαδήποτε παρέμβαση των Φράγκων στην εκλογή του πάπα. Η πρώτη του κίνηση είναι να ενημερώσει με επιστολή τον Κάρολο  ότι είχε εκλεγεί ομόφωνα πάπας, και να του στείλει τα κλειδιά της εξομολόγησης του Αγίου Πέτρου. Σαφέστατα αυτό μεταφράζεται στην επιθυμία να διατηρεί τον Φράγκο βασιλιά ως προστάτη της Αγίας Έδρας αλλά και να δηλώσει τη κοσμική του θέση.

Καρλομάγνος. Ο πίνακας ανήκει στα
 
Πορτρέτα των Βασιλέων της Γαλλίας , μια σειρά πορτρέτων
που ανατέθηκαν μεταξύ 1837 και 1838
από τον 
Louis Philippe I και ζωγράφισαν
διάφοροι καλλιτέχνες για το Μουσείο Ιστορίας
Βερσαλλιών.

            Ο Λέων Γ’ είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικές δυσκολίες καθώς ένα μεγάλο τμήμα του ρωμαϊκού κλήρου έτρεφε μίσος και ζηλοφθονία προς το πρόσωπό του. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο  πάπας έλαβε από τον Κάρολο, ως απάντηση στην παραπάνω επιστολή, μεγάλο μέρος του θησαυρού από τις επιτυχείς εκστρατείες των Φράγκων απέναντι στους Άβαρους.[1] Η απόκτηση αυτού του πλούτου επέτρεψε στον Λέοντα να είναι μεγάλος ευεργέτης στις εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οι συνωμότες ήθελαν να καταστήσουν τον πάπα ανίκανο να κατέχει τη θέση του και  στις 25 Απριλίου 799, όταν ο πάπας πήγαινε προς τη Φλαμίνεια πύλη δέχθηκε επίθεση. Ο Λέων που κόντεψε να χάσει τα μάτια και τη γλώσσα του ξέφυγε μετά βίας αναίσθητος και τραυματίας από τη σωματοφυλακή του.
            Ο πάπας φυγαδεύτηκε με ασφάλεια στο Πάντερμπορν, της σημερινής ανατολικής Βεστφαλίας, όπου τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές ο Κάρολος. Η θέση του ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Οι αντίπαλοί του, του είχαν προσάψει κατηγορίες περί μοιχείας και ψευδορκίας και ζήτησαν από τον Κάρολο να μην πραγματοποιηθεί η επαναφορά του. Ο Φράγκος βασιλιάς λοιπόν βρέθηκε ενώπιον ενός διλήμματος, για το αν θα μπορούσε να κρίνει αυτός τον πάπα. Αναμφισβήτητα βρισκόταν από θέση ισχύος καθώς από αυτόν θα κρινόταν η επανατοποθέτησή του.
            Η τελική λύση ήταν ο συμβιβασμός. Βέβαια ήταν κατ’ όνομα συμβιβασμός αφού ο Κάρολος εισήλθε στην «αιώνια πόλη», συνόδευσε και επανατοποθέτησε τον πάπα, συγκάλεσε σύνοδο που υποτίθεται θα εξέταζε τις κατηγορίες και η οποία τελικώς αποφάνθηκε ότι δεν θα τολμούσε ποτέ να κρίνει την Αγία Έδρα. Η μοναδική υποχρέωση του Λέοντα ήταν να λάβει δημοσίως όρκο κάθαρσης ως τεκμήριο της αθωότητας του, όπως και το έπραξε στις 23 Δεκεμβρίου του έτους 800.[2]

Η τελετουργία.
Η είσοδος του Καρόλου στη Ρώμη και στον ναό του Αγίου Πέτρου είχε ως αποτέλεσμα μετά από μια τυπική διαδικασία την επανατοποθέτηση του Λέοντα Γ’. Μετά από δύο ημέρες, ανήμερα των Χριστουγέννων του 800, ο πάπας έστεψε τον Κάρολο ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
            Αποτελεί και σήμερα σημείο τριβής η σημειολογία, η ουσία, οι σκοποί και οι προθέσεις της στέψης. Στη διάθεσή μας έχουμε δυο διαφορετικές εκδοχές με το πράγματι κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός.
            Ο Εϊνάρδος, ο βιογράφος του Φράγκου βασιλιά αναφέρει ότι αν ο Κάρολος γνώριζε τι θα έπραττε ο πάπας δεν θα παρευρισκόταν στην τελετή.[3] Εάν αυτό δεν αποτελεί μια ακριβή παρατήρηση των γεγονότων αλλά απλά μια ανάδειξη της ταπεινότητας του Φράγκου βασιλιά, μπορεί να αντικατοπτρίζει τις αμφιβολίες του Καρόλου για τον ρόλο του πάπα, σε συνάρτηση με την ίδια την ανάδειξη. Το τυπικό της διαδικασίας περιελάμβανε την τοποθέτηση από μέρος του Καρόλου των regalia δίπλα του, δηλαδή το στέμμα, το σκήπτρο, τον μανδύα και το ξίφος και μόλις εγειρόταν θα τα ξαναφορούσε ενώ δεχόταν τα επιφωνήματα των υπηκόων του. Η περιγραφή της στέψης από τη μεριά των Φράγκων, τα Βασιλικά χρονικά, αφήνει τα εννοηθεί ότι η μόνη διαφορά ήταν η τοποθέτηση του στέμματος από τον Λέοντα και η αναφώνηση ενός νέου τίτλου, αυτού του Αυτοκράτορα.[4]
            Από την άλλη πλευρά όμως, η παπική περιγραφή (Liber Pontificalis), τονίζει συνεχώς και ρητά την αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία που είχαν οι ενέργειες του πάπα. Σύμφωνα με το χρονικό λοιπόν, ο πάπας «έστεψε» και δεν «τοποθέτησε» απλώς το στέμμα, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα ότι η αναγόρευση του αυτοκρατορικού τίτλου έγινε χάρις σε αυτήν την ενέργεια. Προστίθεται ακόμη, για να ξεθωριάσουν και τα όποια περιθώρια αμφιβολίας, ότι αυτό έγινε σύμφωνα με θέληση του Θεού και του Αγίου Πέτρου, λόγω της πίστης του Καρόλου προς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία.Αποτελούσε ένα μονόπλευρο εγχείρημα, από την πλευρά του πάπα προκειμένου να έχει έναν ρόλο και λόγο στην αναγνώριση του τίτλου, με τους δικούς του όρους στην αναπτυσσόμενη υπερδύναμη της Δύσης.[5]
Προφανέστατα από μεριάς των Φράγκων επιχειρείται μια υποβάθμιση των ενεργειών που παρέκκλιναν από το τυπικό της στέψης. Ο Κάρολος, ο ακατάβλητος υπερασπιστής της χριστιανοσύνης, ήταν ο de facto αυτοκράτορας στη Δύση. Ενδυόταν την επίσημη αυτοκρατορική πορφύρα, χρησιμοποιούσε πορφυρή μελάνη, ενώ τηρούσε και τον αυτοκρατορικό τυπικό. Είχε εγείρει το παλάτι του στο Άαχεν, ενώ και τυπικά αναγνωριζόταν ως αυτοκράτορας και είχε αποδυθεί την ιδιοσυγκρασία ενός βάρβαρου βασιλιά.

            Η δε, στρατιωτική και πολιτική του, ανωτερότητα ήταν αναμφισβήτητη. Οι ιταλικές εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Λομβαρδικού βασιλείου, οι αιματηρές μάχες και το πρόγραμμα εκχριστιανισμού στα άνω Πυρηναία, οι συγκρούσεις με τους «άπιστους» Μαυριτανούς σε Κορσική και Σαρδηνία και οι νικηφόρες εκστρατείες απέναντι σε Σάξονες, Άβαρους και Σλάβους ήταν δικά του κατορθώματα που δεν δέχονταν κάποιου είδους «καπηλεία». Δεν επιθυμούσε και δε χρειαζόταν λοιπόν σε καμία περίπτωση την απόδοση του τίτλου από τον πάπα, σε αυτόν δηλαδή που του όφειλε τη θέση και ίσως τη σωματική του ακεραιότητα.
            Ο πάπας Λέοντας Γ’ από την άλλη, έχοντας επιστρέψει στη θέση του, επιθυμούσε την ολική επαναφορά του και στο κοσμικό στερέωμα. Θέλοντας να δώσει όσο δυνατόν μεγαλύτερη βαρύτητα στην τελετή έστεψε ο ίδιος τον Κάρολο προκειμένου να λάβει το αξίωμα από αυτόν και να αποκτήσει μια επίσημη θέση μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Φυσικά, δεν επιθυμούσε ούτε είχε την πολυτέλεια να φέρει τον προστάτη και σωτήρα του σε δυσχερή θέση. Η φυσική παρουσία του πάπα και η κρατική υπόσταση του κράτους οφείλονταν σε αυτόν. 




[1] Έναν θησαυρό σε δυσθεώρητα ύψη αν αναλογιστούμε την ετήσια καταβολή, για περίπου έναν αιώνα, 80 με 100 χιλιάδων χρυσών σόλιδων από το Βυζάντιο στον χαγάνο των Άβαρων.
[2] R.H.C. Davis,  Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, σελ.206
[3] Waitz, Karoli,σελ.28. «Quod primo in tantum aversatus est, ut adfirmaret se eo die, quamvis praecipua festivitas esset, ecclesiam non intraturum, si pontificis consilium praescire potuisset. Invidiam tamen suscepti nominis, Romanis imperatoribus super hoc indignantibus, magna tulit patientia.»
[4] R.H.C. Davis, Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, σελ. 207-208.
[5] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ. 435.