Ο πάπας Λέων Γ’ (795-816) είχε ως βασικό και ζωτικό μέλημα της θέσης του την διατήρηση της συμμαχίας με τους Φράγκους του Καρόλου(Καρλομάγνος). Για
να γίνει αντιληπτή η λεπτή ισορροπία της συμμαχίας αποτελεί χαρακτηριστικό
γεγονός ότι ο Λέων εκλέχτηκε την ίδια μέρα που ο προκάτοχός του, ο Ανδριανός Α’
θάφτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 795. Η τάχιστη αυτή αναπλήρωση της παπικής θέσης
πιθανότατα οφείλεται στην επιθυμία των Ρωμαίων να προλάβουν οποιαδήποτε
παρέμβαση των Φράγκων στην εκλογή του πάπα. Η πρώτη του κίνηση είναι να ενημερώσει
με επιστολή τον Κάρολο ότι είχε εκλεγεί
ομόφωνα πάπας, και να του στείλει τα κλειδιά της εξομολόγησης του Αγίου Πέτρου.
Σαφέστατα αυτό μεταφράζεται στην επιθυμία να διατηρεί τον Φράγκο βασιλιά ως
προστάτη της Αγίας Έδρας αλλά και να δηλώσει τη κοσμική του θέση.
Καρλομάγνος. Ο πίνακας ανήκει στα Πορτρέτα των Βασιλέων της Γαλλίας , μια σειρά πορτρέτων που ανατέθηκαν μεταξύ 1837 και 1838 από τον Louis Philippe I και ζωγράφισαν διάφοροι καλλιτέχνες για το Μουσείο Ιστορίας Βερσαλλιών. |
Ο Λέων Γ’ είχε να αντιμετωπίσει
εσωτερικές δυσκολίες καθώς ένα μεγάλο τμήμα του ρωμαϊκού κλήρου έτρεφε μίσος
και ζηλοφθονία προς το πρόσωπό του. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο πάπας έλαβε από τον Κάρολο, ως απάντηση στην
παραπάνω επιστολή, μεγάλο μέρος του θησαυρού από τις επιτυχείς εκστρατείες των
Φράγκων απέναντι στους Άβαρους.[1] Η
απόκτηση αυτού του πλούτου επέτρεψε στον Λέοντα να είναι μεγάλος ευεργέτης στις
εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οι συνωμότες ήθελαν να καταστήσουν τον
πάπα ανίκανο να κατέχει τη θέση του και στις
25 Απριλίου 799, όταν ο πάπας πήγαινε προς τη Φλαμίνεια πύλη δέχθηκε επίθεση. Ο
Λέων που κόντεψε να χάσει τα μάτια και τη γλώσσα του ξέφυγε μετά βίας
αναίσθητος και τραυματίας από τη σωματοφυλακή του.
Ο πάπας φυγαδεύτηκε με ασφάλεια στο
Πάντερμπορν, της σημερινής ανατολικής Βεστφαλίας, όπου τον υποδέχθηκε με
μεγάλες τιμές ο Κάρολος. Η θέση του ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Οι αντίπαλοί
του, του είχαν προσάψει κατηγορίες περί μοιχείας και ψευδορκίας και ζήτησαν από
τον Κάρολο να μην πραγματοποιηθεί η επαναφορά του. Ο Φράγκος βασιλιάς λοιπόν
βρέθηκε ενώπιον ενός διλήμματος, για το αν θα μπορούσε να κρίνει αυτός τον
πάπα. Αναμφισβήτητα βρισκόταν από θέση ισχύος καθώς από αυτόν θα κρινόταν η
επανατοποθέτησή του.
Η τελική λύση ήταν ο συμβιβασμός.
Βέβαια ήταν κατ’ όνομα συμβιβασμός αφού ο Κάρολος εισήλθε στην «αιώνια πόλη»,
συνόδευσε και επανατοποθέτησε τον πάπα, συγκάλεσε σύνοδο που υποτίθεται θα
εξέταζε τις κατηγορίες και η οποία τελικώς αποφάνθηκε ότι δεν θα τολμούσε ποτέ
να κρίνει την Αγία Έδρα. Η μοναδική υποχρέωση του Λέοντα ήταν να λάβει δημοσίως
όρκο κάθαρσης ως τεκμήριο της αθωότητας του, όπως και το έπραξε στις 23
Δεκεμβρίου του έτους 800.[2]
Η τελετουργία.
Η
είσοδος του Καρόλου στη Ρώμη και στον ναό του Αγίου Πέτρου είχε ως αποτέλεσμα
μετά από μια τυπική διαδικασία την επανατοποθέτηση του Λέοντα Γ’. Μετά από δύο
ημέρες, ανήμερα των Χριστουγέννων του 800, ο πάπας έστεψε τον Κάρολο ως
Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Αποτελεί και σήμερα σημείο τριβής η
σημειολογία, η ουσία, οι σκοποί και οι προθέσεις της στέψης. Στη διάθεσή μας
έχουμε δυο διαφορετικές εκδοχές με το πράγματι κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός.
Ο Εϊνάρδος, ο βιογράφος του Φράγκου
βασιλιά αναφέρει ότι αν ο Κάρολος γνώριζε τι θα έπραττε ο πάπας δεν θα παρευρισκόταν
στην τελετή.[3]
Εάν αυτό δεν αποτελεί μια ακριβή παρατήρηση των γεγονότων αλλά απλά μια
ανάδειξη της ταπεινότητας του Φράγκου βασιλιά, μπορεί να αντικατοπτρίζει τις
αμφιβολίες του Καρόλου για τον ρόλο του πάπα, σε συνάρτηση με την ίδια την
ανάδειξη. Το τυπικό της διαδικασίας περιελάμβανε την τοποθέτηση από μέρος του
Καρόλου των regalia
δίπλα του, δηλαδή το στέμμα, το σκήπτρο, τον μανδύα και το ξίφος και μόλις
εγειρόταν θα τα ξαναφορούσε ενώ δεχόταν τα επιφωνήματα των υπηκόων του. Η
περιγραφή της στέψης από τη μεριά των Φράγκων, τα Βασιλικά χρονικά, αφήνει τα
εννοηθεί ότι η μόνη διαφορά ήταν η τοποθέτηση του στέμματος από τον Λέοντα και
η αναφώνηση ενός νέου τίτλου, αυτού του Αυτοκράτορα.[4]
Από την άλλη πλευρά όμως, η παπική
περιγραφή (Liber
Pontificalis),
τονίζει συνεχώς και ρητά την αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία που είχαν οι
ενέργειες του πάπα. Σύμφωνα με το χρονικό λοιπόν, ο πάπας «έστεψε» και δεν
«τοποθέτησε» απλώς το στέμμα, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα ότι η αναγόρευση του
αυτοκρατορικού τίτλου έγινε χάρις σε αυτήν την ενέργεια. Προστίθεται ακόμη, για
να ξεθωριάσουν και τα όποια περιθώρια αμφιβολίας, ότι αυτό έγινε σύμφωνα με
θέληση του Θεού και του Αγίου Πέτρου, λόγω της πίστης του Καρόλου προς τη
Ρωμαϊκή Εκκλησία.Αποτελούσε ένα μονόπλευρο εγχείρημα, από την πλευρά του πάπα προκειμένου
να έχει έναν ρόλο και λόγο στην αναγνώριση του τίτλου, με τους δικούς του όρους
στην αναπτυσσόμενη υπερδύναμη της Δύσης.[5]
Η δε, στρατιωτική και πολιτική του,
ανωτερότητα ήταν αναμφισβήτητη. Οι ιταλικές εκστρατείες που οδήγησαν στην
κατάλυση του Λομβαρδικού βασιλείου, οι αιματηρές μάχες και το πρόγραμμα
εκχριστιανισμού στα άνω Πυρηναία, οι συγκρούσεις με τους «άπιστους» Μαυριτανούς
σε Κορσική και Σαρδηνία και οι νικηφόρες εκστρατείες απέναντι σε Σάξονες,
Άβαρους και Σλάβους ήταν δικά του κατορθώματα που δεν δέχονταν κάποιου είδους
«καπηλεία». Δεν επιθυμούσε και δε χρειαζόταν λοιπόν σε καμία περίπτωση την
απόδοση του τίτλου από τον πάπα, σε αυτόν δηλαδή που του όφειλε τη θέση και
ίσως τη σωματική του ακεραιότητα.
Ο πάπας Λέοντας Γ’ από την άλλη,
έχοντας επιστρέψει στη θέση του, επιθυμούσε την ολική επαναφορά του και στο
κοσμικό στερέωμα. Θέλοντας να δώσει όσο δυνατόν μεγαλύτερη βαρύτητα στην τελετή
έστεψε ο ίδιος τον Κάρολο προκειμένου να λάβει το αξίωμα από αυτόν και να
αποκτήσει μια επίσημη θέση μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Φυσικά, δεν επιθυμούσε
ούτε είχε την πολυτέλεια να φέρει τον προστάτη και σωτήρα του σε δυσχερή θέση.
Η φυσική παρουσία του πάπα και η κρατική υπόσταση του κράτους οφείλονταν σε
αυτόν.
[1] Έναν θησαυρό σε δυσθεώρητα ύψη
αν αναλογιστούμε την ετήσια καταβολή, για περίπου έναν αιώνα, 80 με 100
χιλιάδων χρυσών σόλιδων από το Βυζάντιο στον χαγάνο των Άβαρων.
[3]
Waitz, Karoli,σελ.28.
«Quod primo in tantum aversatus est, ut adfirmaret se eo die, quamvis praecipua
festivitas esset, ecclesiam non intraturum, si pontificis consilium praescire
potuisset. Invidiam
tamen suscepti nominis, Romanis imperatoribus super hoc indignantibus, magna
tulit patientia.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου