Ο Οθωμανός σουλτάνος, επονομαζόμενος «κεραυνός», Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην
Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη
εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια,
και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν.
Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι
Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της
Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. Ο ασταμάτητος Βαγιαζήτ είχε όμως να αντιμετωπίσει
έναν ακόμη, τρομερό αντίπαλο. Οι τουρκο-μογγόλοι Τιμουρίδες υπό τον Τιμούρ ή
αλλιώς Ταμερλάνο απάντησαν στις εκκλήσεις των Τούρκων εμίρηδων για βοήθεια.
Εκστράτευσαν λοιπόν, κατέλαβαν τη Σεβάστεια και συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό
στρατό στην Άγκυρα. Στην τρομερή μάχη που διεξήχθη οι Οθωμανοί νικήθηκαν και ο
Βαγιαζήτ αιχμαλωτίσθηκε.
Ο αρχηγός των Τιμουρίδων έχοντας να αντιμετωπίσει
στα μετόπισθεν στην Κίνα την δυναστεία των Μίνγκ, ήταν σε δίλημμα να αποφασίσει
αν θα συνέχιζε την πορεία του στη Μικρά Ασία για λίγο ακόμη. Τελικά,
προκειμένου να γίνει «ο αληθινός υιός του Παραδείσου», ένας γαζής μαχητής της
πίστης, ο Τιμούρ επέλεξε να επιτεθεί στη Σμύρνη διότι έτσι συνειδητοποίησε
ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους από τους ευσεβείς
μουσουλμάνους που τον κατηγορούσαν ότι με την αποδυνάμωση των Οθωμανών,
προκάλεσε ένα θανατηφόρο χτύπημα στις ισλαμικές κατακτήσεις. Όντας ικανότατος
διπλωμάτης, ο Τίμουρ μετέτρεψε την εκστρατεία της Ανατολίας σε έναν ιερό
πόλεμο εναντίων των Χριστιανών, να κατακτήσει τη Σμύρνη και να πετύχει
εκεί που απέτυχαν οι Οθωμανοί.
Περσική μικρογραφία που
απεικονίζει την πολιορκία της Σμύρνης του 1402, από ένα χειρόγραφο της Ζαφαρανάμα (1467), μια βιογραφία του Τιμούρ. |
Τέλη του Οκτωβρίου του 1402, οι Ιωαννίτες συζητούσαν
στη Ρόδο εάν θα έπρεπε να ρίξουν το κύριο βάρος τους στη Σμύρνη ή στην
ηπειρωτική Ελλάδα. Αποφάσισαν ότι η άμυνα της Ρόδου και της Σμύρνης θα έπρεπε
να έχει προτεραιότητα και ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις του τάγματος δεν θα έπρεπε
να χρησιμοποιηθούν για άλλες επιχειρήσεις, εκτός και αν περίσσευαν χρήματα από
τις ανάγκες της Ρόδου και της Σμύρνης, το τελευταίο χριστιανικό κάστρο
στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Όπλα, προμήθειες, χρήματα και ενισχύσεις έφταναν
συνεχώς στο λιμάνι ενώ το ηθικό της φρουράς ήταν σε υψηλό επίπεδο. Επικεφαλής
της φρουράς ήταν ο μοναχός και Ιωαννίτης ιππότης Ινίγκο ντε Αλφάρο με καταγωγή
από την Αραγονία, έχοντας δίπλα του μόλις 200 ιππότες του τάγματος και τους
κατοίκους της Σμύρνης.
Αποχωρώντας από την Κιουτάχεια ο Τιμούρ συνέχισε την
πορεία του, ενισχυόμενος καθ’ οδόν από τους εμίρηδες Αμίρ Σουλεϊμάν και
Σουντζούκ και κατέλαβε αμέσως το Αλτιντάς, νότια της Κιουτάχειας. Με τον
Γκιουζέλ Χισάρ του Αϊδινίου βάδισε προς την Έφεσο την οποία κατέλαβε και στρατοπέδευσε
στην πόλη Μεντερές, ανάμεσα από την αρχαία πόλη του Κολοφώνα και τη Σμύρνη.
Επιθυμώντας να αποφύγει τους κινδύνους μιας πιθανής μακράς πολιορκίας έστειλε
πρέσβη να καλέσει τους ιππότες να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ και να του αποτίσουν
φόρο. Φυσικά, οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, αποφασισμένοι να αμυνθούν μέχρι το τέλος
και έτσι, προχώρησε και έφτασε με όλες τις δυνάμεις του στην πόλη στις 2
Δεκεμβρίου 1402. Αποφάσισε να πραγματοποιηθεί γενική επίθεση από την αρχή.
Ιωαννίτες ιππότες μάχονται με Σαρακηνους. Στη Σμύρνη πολέμησαν με το γνωστό πολεμικό μένος αλλά ήταν απελπιστικά ολιγάριθμοι. |
Οι καταπέλτες έριχναν λίθινους ογκόλιθους ακατάπαυστα
την ίδια στιγμή που τα στρατεύματά του πραγματοποιούσαν εφόδους και οι
σκαπανείς έσκαβαν λαγούμια για να υπονομεύσουν τα τείχη. Ο Τιμούρ διέταξε να
χτιστεί μια σταθερή πλατφόρμα με ξύλα, προκειμένου να μπλοκάρει την είσοδο και
έξοδο των σταυροφόρων από το λιμάνι, μια διαδικασία που διήρκησε 3 μέρες. Μετά
από μερικές μέρες πολιορκίας κατά τη διάρκεια της οποίας διεξήχθησαν σκληρές
μάχες στα τείχη της πόλης, κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τον Τιμούρ από τους,
Πέρσες στην καταγωγή, σουλτάνο Μοχάμεντ και σάχη Μιράν. Νέες επιθέσεις στα
τείχη της πόλης αποκρούστηκαν από τους λιγοστούς ταλαιπωρημένους
υπερασπιστές της Σμύρνης.
Ο Πέρσης ιστορικός Σερίφ εντ Ντίν που ακολουθούσε τον
Τιμούρ αναφέρει γλαφυρά τις σκηνές των μαχών που διαδραματίζονταν, με τους
πολιορκητικούς κριούς να σφυροκοπούν τις πύλες, τους καταπέλτες να γκρεμίζουν
τους πύργους, τις σκληρές μάχες σώμα με σώμα, τις πυκνές ανταλλαγές τοξευμάτων,
τη χρήση υγρού πυρ, φλεγόμενων βελών ακόμα και βέλη με πυρίτιδα (προφανώς με τα
πυραυλικά προωστικά της εποχής) χωρίς καμία ανάπαυση. Μια εξαιρετικά έντονη και
συνεχή βροχόπτωση δημιούργησε ένα απόκοσμο πολεμικό σκηνικό. Την επόμενη μέρα
οι ικανοί σκαπανείς των Τιμουρίδων υπονόμευσαν τα τείχη.Αμέσως πυροδοτήθηκαν οι
δέσμες εκρηκτικών που τοποθετήθηκαν στο νευραλγικό σημείο. Τα τείχη
ανασηκώθηκαν στον αέρα από την τρομερή έκρηξη, καλύπτοντας τους μαχητές στα
ερείπια και οι αντίπαλοι εφόρμησαν αλαλάζοντας στα χαλάσματα και εισέβαλαν στην
πόλη. Παρά τη σκληρή και απελπισμένη αντίσταση, οι ιππότες υποχώρησαν και
αναζήτησαν σωτηρία στα πλοία που στάθμευαν στο λιμάνι. Ελάχιστοι από
αυτούς τα κατάφεραν, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους Ινίγκο. Μερικά
πλοία που έφτασαν για ενίσχυση έκαναν αναστροφή και αποχώρησαν. Ο χριστιανικός
πληθυσμός, ο οποίος μάταια προσπάθησε να ξεφύγει, σφαγιάστηκε και η
πόλη εκθεμελιώθηκε.
Βέλη με προωθητικά μέσα της εποχής. Χρησιμοποιήθηκαν από τον Ταμερλάνο και στη Σμύρνη. |
*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259, Οκτώβριος 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου