Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σμύρνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σμύρνη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Η κατάληψη της Σμύρνης από τους σταυροφόρους (1344) και η τουρκική αντεπίθεση.

Μετά τη συνθήκη του 1337 τα λατινικά κρατίδια του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας απόλαυσαν μια μικρή περίοδο ειρήνης και ομαλότητας 3 ετών, κάτι που αντανακλάται στην παντελή έλλειψη αναφορών από τις πηγές για τουρκικές επιδρομές. Μάλιστα επιτεύχθηκε ανακατάληψη της Κω από τους Ιωαννίτες ιππότες. Από το 1340 ξεκίνησαν πάλι οι επιδρομές στην περιοχή της Χαλκίδας και το θέρος του ιδίου έτους οι Βενετοί εξέταζαν το ενδεχόμενο να ανασυστήσουν την «Ιερά Συμμαχία». Οι Βενετοί της Κρήτης ξεκίνησαν τις προετοιμασίες αλλά η Γερουσία απαίτησε να τις σταματήσουν για να μην υπάρχει προκλητικότητα.
Πλοίο των σταυροφόρων στην ανατολική Μεσόγειο.
Φυσικά, αυτό μόνο αποτροπή δεν προκάλεσε καθώς οι Τούρκοι επιδρομείς, έχοντας αποκτήσει πάλι ισχυρή δύναμη, ερήμωναν κάθε νησί και παραλιακή περιοχή και όταν έφθασαν σε σημείο να μην μπορούν να βρουν πλούσια λεία ξεκίνησαν τις επιδρομές στην Κρήτη. Η διοίκηση του νησιού αναγκάστηκε να πάρει έκτακτα μέτρα και να εκδώσει οδηγίες για την ενίσχυση των ξένων εμπόρων που έπλεαν προς και από την Κρήτη. Την τραγική αυτή κατάσταση επιβεβαιώνει και ο Καντακουζηνός που σημειώνει τον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που έπαιρναν στην επιστροφή οι επιδρομείς από το Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα.
Αυτή την περίοδο ξεχώριζε για την ισχύ και την τόλμη μεταξύ των ηγεμόνων των τουρκικών εμιράτων ο Ομούρ, ο εμίρης του Αϊδινίου από το 1334. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει χαρακτηριστικά «..τούτων τοίνυν απάντων ισχυρότερος ο Αμούρ εγεγόνει, σπουδή και τόλμη χρησάμενος υπέρ τους άλλους». Με τον στόλο του ο Ομούρ έγινε ο φόβος και ο τρόμος των νησιών, της Χαλκίδας, του Μορέα, της Κρήτης και της Ρόδου. Μπορούσε να λεηλατήσει αυτές τις περιοχές οποτεδήποτε, ενώ αποσπούσε σημαντικά ποσά φόρου υποτελείας ετησίως από τους κατοίκους. Ο Οθωμανός ιστορικός και ποιητής Ενβερί τον αναφέρει ως «κυρίαρχο του Μορέα και επί των Φράγκων». Ο εμίρης του Αϊδινίου διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βυζαντινού εμφυλίου Καντακουζηνών-Παλαιολόγων. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τον χρησιμοποίησε πολλές φορές, έχοντας μαζί του στενή φιλία από το 1334, για να απωθήσει Βούλγαρους και Σέρβους.
Τυπικός εξοπλισμός ιππότη την εποχή
των σταυροφοριών της Σμύρνης.
Η συνεχής αύξηση της δύναμης του Ομούρ ήταν βασική αιτία για τη σταυροφορία της Σμύρνης. Η κατάσταση που έφτασε πλέον στο απροχώρητο ανάγκασε τους διστακτικούς και πάλι στην αρχή, Βενετούς στις αρχές του 1342 να στείλουν βοήθεια στον νέο δούκα της Νάξου Γιανούλι Σανούντο, διάδοχο του Νικολό, και στην Κρήτη. Οι συγκυρίες φάνηκαν ευνοϊκές όταν τον Μάιο του 1342 εκλέχτηκε ο νέος πάπας Κλήμης ΣΤ’ που έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Ανατολή και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τη Βενετία για μια σταυροφορία. Η Γερουσία υπολόγισε τη συνολική δύναμη του Ομούρ σε 200-300 σκάφη, συμπεριλαμβανομένων αρκετών μεγάλων γαλέων. Η Βενετία θεωρούσε ότι 25-30 μεγάλες γαλέες και 7.000 άνδρες αρκούσαν για την καταστροφή του αντιπάλου. Ενώ οι διαπραγματεύσεις για το μέγεθος του στόλου συνεχίζονταν, ο πάπας συνάντησε μεγάλη δυσκολία στη χρηματοδότηση του εγχειρήματος δεδομένου της κατάστασης που επικρατούσε στη δυτική Ευρώπη. Η συνεισφορά της Κύπρου υπό τον βασιλέα Ούγο Β’ ανήλθε στις 4 γαλέες. Η Αικατερίνη Β’ του Βαλουά-Κουρτεναί είχε υποσχεθεί δύο γαλέες, ενώ ο Γιανούλι Α’ Σανούντο και ο Τζιόρτζιο Β’ Γκίσι είχαν υποσχεθεί από μια γαλέρα έκαστος.(1) Ο πάπας αναγόρευσε τον Μαρτίνο Ζαχαρία, τον πρώην διοικητή της Χίου, σε καπετάνιο-στρατηγό των παπικών γαλεών και τον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο του Άστι ως λεγάτο τιτουλάριο(παπικό αντιπρόσωπο) ενώ η Βενετία έθεσε την αρχηγία του στόλου (capitaneus Unionis) στον Πιέτρο Ζένο τον Σεπτέμβριο του 1343. Μαζί με τους Ιωαννίτες ο στόλος πλέον αριθμούσε 24 γαλέες, αριθμός ο οποίος επιβεβαιώνεται και από τον Καντακουζηνό. Η ισχύς του ιπποτικού τάγματος το 1343, ήταν 400 Ιωαννίτες στη Ρόδο, μια μικρή φρουρά στην Κω καθώς και μισθοφόρους και ντόπιους στρατολογημένους για τα καθήκοντα φρούρησης των δυο νησιών.
Το εμιράτο του Μεντεσέ ακολούθησε κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας την ίδια πολιτική που είχε και με την «Ιερή Ένωση» την περίοδο 1332-1334, διατηρώντας την επαφή με τους Βενετούς και μένοντας αμέτοχο στον πόλεμο. Τέλη Μαΐου η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούσε τότε η αντιβασιλεία, κατάφερε να αποσπάσει τον Ομούρ από τη Θράκη όπου δρούσε για λογαριασμό του Καντακουζηνού στον εμφύλιο και τον έπεισε να επιστρέψει στο εμιράτο του. Η ακριβής εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν μας είναι γνωστή αλλά ξέρουμε ότι ο στόλος των σταυροφόρων συγκρούστηκε με τους Τούρκους αρχικά σε μικρής κλίμακας μάχη στη Χαλκίδα και έπειτα στην Παλλήνη Χαλκιδικής. Σύμφωνα με το χρονικό του σύγχρονου της εποχής Γουλιέλμου Κορτουσί από την Πάδουα η ναυμαχία της Παλλήνης έγινε την μέρα της Ανάληψης (13/5/1344) και ο ενωμένος χριστιανικός στόλος έκαψε και βύθισε 52 (ο Καντακουζηνός αναφέρει 60) τουρκικά σκάφη, πολλά από τα οποία είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν στην προσπάθειά τους να σωθούν. Αναφέρεται μάλιστα ότι στη ναυμαχία της Παλλήνης αιχμαλωτίστηκε ο εγγονός ενός εμίρη και αργότερα απελευθερώθηκε.
Βενετικός χάρτης, μεταγενέστερος των σταυροφορικών εκστρατειών, της Κρήτης (1563) από τον κρητικό χαρτογράφο Γεώργιο Σιδέρη ή Καλαπόδα. Η Κρήτη αποτέλεσε την πλέον σημαντική βάση για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων ενάντια στους Τούρκους.(Παλάτι των Δόγηδων, Βενετία).
Μετά από αυτές τις επιτυχίες οι σταυροφόροι κατευθύνθηκαν προς τη Σμύρνη, όπου και έφτασαν στις 28/10/1344. Αμέσως εκτέλεσαν μια ορμητική επίθεση και κατέλαβαν το λιμάνι και την υπόλοιπη πόλη, πλην της ακρόπολης. Η μικρή τουρκική φρουρά που αιφνιδιάστηκε δεν είχε πολλά περιθώρια αντίδρασης, ενώ όσα τουρκικά σκάφη ήταν εντός του λιμένα καταστράφηκαν. Η κατάληψη του λιμένα τον οποίο ο Ομούρ είχε ως ορμητήριο για τις επιδρομές του, προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στους Χριστιανούς ενώ αντίθετα οι αντίπαλοί τους ανησύχησαν τόσο πολύ ώστε Τούρκοι απ’ όλα τα εμιράτα άρχισαν να συρρέουν για να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους, του Αϊδινίου. Μια ακόμα επίθεση ενός επικεφαλή του στόλου των Τούρκων του Αϊδινίου Μουσταφά με 5 γαλέες κατέληξε σε συντριβή από τον στόλο του Πιέτρο Ζένο. Ο δόγης της Βενετίας Ανδρέας Δάνδολος ενημέρωσε με μεγάλη χαρά τον πάπα για αυτήν την πράγματι σημαντική νίκη των σταυροφόρων. Παρόλο που η δυναμική αυτή ενέργεια και η κατάληψη της Σμύρνης έχει δίκαια χαρακτηριστεί ως η «θετικότερη και μακροβιότερη επιτυχία της λατινικής συνεργασίας στην Ανατολή κατά τον 14ο αιώνα», έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι ήταν αδύνατη η ανάληψη επιθετικής ενέργειας στα ενδότερα της Μικράς Ασίας.


Η Σμύρνη είχε χωριστεί στα δύο. Οι σταυροφόροι διατηρούσαν τον έλεγχο  του λιμένα και ενός οχυρού στην προκυμαία και της υπόλοιπης πόλης, ενώ οι Τούρκοι την ακρόπολη. Μεταξύ τους παρεμβαλλόταν μια ουδέτερη ζώνη, ένας λαβύρινθος από ερημωμένα σπίτια. Οι σταυροφόροι οχύρωσαν την ακτογραμμή και έσκαψαν μια τάφρο για ενίσχυση. Ο Οθωμανός χρονικογράφος Ενβερί αναφέρει ότι οι Τούρκοι σφυροκόπησαν με καταπέλτες τις νεοανεγερθέντες οχυρώσεις των Λατίνων αλλά μια ξαφνική επίθεση των σταυροφόρων κατέστρεψε τις πολιορκητικές μηχανές. Όσο οι συγκρούσεις λάμβαναν μέρος στη θάλασσα οι σταυροφόροι διατηρούσαν σχεδόν πάντα το πάνω χέρι, όμως στη ξηρά η κατάσταση ήταν ισορροπημένη. Ο πατριάρχης Ερρίκος του Άστι ήθελε να πραγματοποιηθεί εορτασμός αυτής της επιτυχίας, προφανώς για να μνημονεύεται αυτή και το όνομά του, σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία την οποία οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε στάβλο.(2) Το γεγονός ότι η εκκλησία βρισκόταν στην ουδέτερη ζώνη των δύο αντιτιθέμενων στρατών δεν πτόησε τον Ερρίκο και οι σταυροφόροι δείχνοντας αδικαιολόγητη ολιγωρία, ή και αλαζονεία, δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, παρ’ όλο που ο Ζαχαρίας και οι υπόλοιποι επικεφαλής είχαν ήδη εκφράσει τις ανησυχίες τους για τον τόπο τέλεσης της εορτής.
Ανήμερα του αγίου Αντωνίου, στις 17/1/1345 οι Τούρκοι υπό τον Ομούρ επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά από την ακρόπολη πάνω στους παρευρισκομένους στην εκκλησία. Ο όχλος από απλούς, άμαχους πολίτες όπως ήταν επόμενο πανικοβλήθηκε και δημιούργησε χάος στις τάξεις των χριστιανών. Στη σύγκρουση σκοτώθηκε πλήθος Λατίνων και Ελλήνων κατοίκων, όμως το σημαντικότερο ήταν η απώλεια των κεφαλών της σταυροφορίας. Ο πατριάρχης Ερρίκος, ο Ζαχαρίας και ο Βενετός επικεφαλής Πιέτρο Ζένο εγκλωβίστηκαν μέσα στον ναό μαζί με αρκετούς συμπολεμιστές τους και σφαγιάστηκαν μέχρι ενός. Περίπου 40 ευγενείς και αξιωματικοί βρήκαν τον θάνατο στην τραγική για τους σταυροφόρους μάχη. Είναι πιθανό και οι Τούρκοι να υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Ο Ιμπραήμ Μπαχαντούρ Μπέγκ, αδερφός του Ομούρ, συμπεριλαμβανόταν στις απώλειες των Τούρκων, ενώ ο ίδιος ο εμίρης μαζί με τον άλλον αδελφό του, Κχιζίρ τραυματίστηκαν στη μάχη.



(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Η πολιορκία της Σμύρνης (1402). Οι Ιωαννίτες αντιμετωπίζουν τον Ταμερλάνο.



Ο Οθωμανός σουλτάνος, επονομαζόμενος «κεραυνός», Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια, και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν. Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. Ο ασταμάτητος Βαγιαζήτ είχε όμως να αντιμετωπίσει έναν ακόμη, τρομερό αντίπαλο. Οι τουρκο-μογγόλοι Τιμουρίδες υπό τον Τιμούρ ή αλλιώς Ταμερλάνο απάντησαν στις εκκλήσεις των Τούρκων εμίρηδων για βοήθεια. Εκστράτευσαν λοιπόν, κατέλαβαν τη Σεβάστεια και συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στρατό στην Άγκυρα. Στην τρομερή μάχη που διεξήχθη οι Οθωμανοί νικήθηκαν και ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίσθηκε.

Ο αρχηγός των Τιμουρίδων έχοντας να αντιμετωπίσει στα μετόπισθεν στην Κίνα την δυναστεία των Μίνγκ, ήταν σε δίλημμα να αποφασίσει αν θα συνέχιζε την πορεία του στη Μικρά Ασία για λίγο ακόμη. Τελικά, προκειμένου να γίνει «ο αληθινός υιός του Παραδείσου», ένας γαζής μαχητής της πίστης, ο Τιμούρ επέλεξε να επιτεθεί στη Σμύρνη διότι έτσι συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους από τους ευσεβείς μουσουλμάνους που τον κατηγορούσαν ότι με την αποδυνάμωση των Οθωμανών, προκάλεσε ένα θανατηφόρο χτύπημα στις ισλαμικές κατακτήσεις. Όντας ικανότατος διπλωμάτης, ο Τίμουρ μετέτρεψε την εκστρατεία της Ανατολίας σε έναν ιερό πόλεμο εναντίων των Χριστιανών, να κατακτήσει τη Σμύρνη και να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι Οθωμανοί.
Περσική μικρογραφία που απεικονίζει την
 πολιορκία της Σμύρνης του 1402,
από ένα χειρόγραφο της Ζαφαρανάμα
 (1467), μια βιογραφία του Τιμούρ. 

Τέλη του Οκτωβρίου του 1402, οι Ιωαννίτες συζητούσαν στη Ρόδο εάν θα έπρεπε να ρίξουν το κύριο βάρος τους στη Σμύρνη ή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αποφάσισαν ότι η άμυνα της Ρόδου και της Σμύρνης θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα και ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις του τάγματος δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για άλλες επιχειρήσεις, εκτός και αν περίσσευαν χρήματα από τις ανάγκες της Ρόδου και της Σμύρνης, το τελευταίο χριστιανικό κάστρο στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Όπλα, προμήθειες, χρήματα και ενισχύσεις έφταναν συνεχώς στο λιμάνι ενώ το ηθικό της φρουράς ήταν σε υψηλό επίπεδο. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο μοναχός και Ιωαννίτης ιππότης Ινίγκο ντε Αλφάρο με καταγωγή από την Αραγονία, έχοντας δίπλα του μόλις 200 ιππότες του τάγματος και τους κατοίκους της Σμύρνης.

Αποχωρώντας από την Κιουτάχεια ο Τιμούρ συνέχισε την πορεία του, ενισχυόμενος καθ’ οδόν από τους εμίρηδες Αμίρ Σουλεϊμάν και Σουντζούκ και κατέλαβε αμέσως το Αλτιντάς, νότια της Κιουτάχειας. Με τον Γκιουζέλ Χισάρ του Αϊδινίου βάδισε προς την Έφεσο την οποία κατέλαβε και στρατοπέδευσε στην πόλη Μεντερές, ανάμεσα από την αρχαία πόλη του Κολοφώνα και τη Σμύρνη. Επιθυμώντας να αποφύγει τους κινδύνους μιας πιθανής μακράς πολιορκίας έστειλε πρέσβη να καλέσει τους ιππότες να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ και να του αποτίσουν φόρο. Φυσικά, οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, αποφασισμένοι να αμυνθούν μέχρι το τέλος και έτσι, προχώρησε και έφτασε με όλες τις δυνάμεις του στην πόλη στις 2 Δεκεμβρίου 1402. Αποφάσισε να πραγματοποιηθεί γενική επίθεση από την αρχή.
Ιωαννίτες ιππότες μάχονται με Σαρακηνους.
Στη Σμύρνη πολέμησαν με το γνωστό πολεμικό μένος
αλλά ήταν απελπιστικά ολιγάριθμοι.

Οι καταπέλτες έριχναν λίθινους ογκόλιθους ακατάπαυστα την ίδια στιγμή που τα στρατεύματά του πραγματοποιούσαν εφόδους και οι σκαπανείς έσκαβαν λαγούμια για να υπονομεύσουν τα τείχη. Ο Τιμούρ διέταξε να χτιστεί μια σταθερή πλατφόρμα με ξύλα, προκειμένου να μπλοκάρει την είσοδο και έξοδο των σταυροφόρων από το λιμάνι, μια διαδικασία που διήρκησε 3 μέρες. Μετά από μερικές μέρες πολιορκίας κατά τη διάρκεια της οποίας διεξήχθησαν σκληρές μάχες στα τείχη της πόλης, κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τον Τιμούρ από τους, Πέρσες στην καταγωγή, σουλτάνο Μοχάμεντ και σάχη Μιράν. Νέες επιθέσεις στα τείχη της πόλης αποκρούστηκαν από τους λιγοστούς  ταλαιπωρημένους υπερασπιστές της Σμύρνης. 

Ο Πέρσης ιστορικός Σερίφ εντ Ντίν που ακολουθούσε τον Τιμούρ αναφέρει γλαφυρά τις σκηνές των μαχών που διαδραματίζονταν, με τους πολιορκητικούς κριούς να σφυροκοπούν τις πύλες, τους καταπέλτες να γκρεμίζουν τους πύργους, τις σκληρές μάχες σώμα με σώμα, τις πυκνές ανταλλαγές τοξευμάτων, τη χρήση υγρού πυρ, φλεγόμενων βελών ακόμα και βέλη με πυρίτιδα (προφανώς με τα πυραυλικά προωστικά της εποχής) χωρίς καμία ανάπαυση. Μια εξαιρετικά έντονη και συνεχή βροχόπτωση δημιούργησε ένα απόκοσμο πολεμικό σκηνικό. Την επόμενη μέρα οι ικανοί σκαπανείς των Τιμουρίδων υπονόμευσαν τα τείχη.Αμέσως πυροδοτήθηκαν οι δέσμες εκρηκτικών που τοποθετήθηκαν στο νευραλγικό σημείο. Τα τείχη ανασηκώθηκαν στον αέρα από την τρομερή έκρηξη, καλύπτοντας τους μαχητές στα ερείπια και οι αντίπαλοι εφόρμησαν αλαλάζοντας στα χαλάσματα και εισέβαλαν στην πόλη. Παρά τη σκληρή και απελπισμένη αντίσταση, οι ιππότες υποχώρησαν και αναζήτησαν σωτηρία στα πλοία που στάθμευαν στο λιμάνι. Ελάχιστοι από αυτούς τα κατάφεραν, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους Ινίγκο. Μερικά πλοία που έφτασαν για ενίσχυση έκαναν αναστροφή και αποχώρησαν. Ο χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος μάταια προσπάθησε να ξεφύγει, σφαγιάστηκε και η πόλη εκθεμελιώθηκε.

Βέλη με προωθητικά μέσα της εποχής.
Χρησιμοποιήθηκαν από τον Ταμερλάνο και στη Σμύρνη.
Ο Τιμούρ έκανε στροφή 180 μοιρών και έσπευσε προς Μεσοποταμία, την Περσία και από εκεί στη Σαμαρκάνδη όπου γιόρτασε 9 μήνες τις επιτυχίες του και προετοίμασε τον στρατό για νέες εκστρατείες σε Μογγολία και Κίνα. Οι Ιωαννίτες πλέον θα περιορίζονταν στις κτήσεις των Δωδεκανήσων όπου θα απέκρουαν τον 15ο αιώνα τις επιθέσεις των Μαμελούκων και Οθωμανών. Και τις δύο φορές αντιμετώπισαν επιτυχώς τον σουλτάνο της Αιγύπτου το 1444 και τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή το 1480. Το 1494 οι Ιωαννίτες δημιούργησαν ένα οχυρό στη χερσόνησο της Αλικαρνασσού και αποτέλεσαν έναν στόχο προτεραιότητας για τους Οθωμανούς. Το τέλος της κυριαρχίας τους στη Ρόδο ήρθε το 1522, όταν ένας τεράστιος στρατός του Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή πολιόρκησε επί 6 μήνες το κάστρο της Ρόδου. Μπροστά στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού κατέληξαν σε έντιμη συμφωνία αποχώρησης από το νησί και τους επετράπησαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα, τα τιμαλφή και τα θρησκευτικά κειμήλια που επιθυμούσαν.
*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259, Οκτώβριος 2018.