Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σταυροφορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σταυροφορίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Η κατάληψη της Σμύρνης από τους σταυροφόρους (1344) και η τουρκική αντεπίθεση.

Μετά τη συνθήκη του 1337 τα λατινικά κρατίδια του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας απόλαυσαν μια μικρή περίοδο ειρήνης και ομαλότητας 3 ετών, κάτι που αντανακλάται στην παντελή έλλειψη αναφορών από τις πηγές για τουρκικές επιδρομές. Μάλιστα επιτεύχθηκε ανακατάληψη της Κω από τους Ιωαννίτες ιππότες. Από το 1340 ξεκίνησαν πάλι οι επιδρομές στην περιοχή της Χαλκίδας και το θέρος του ιδίου έτους οι Βενετοί εξέταζαν το ενδεχόμενο να ανασυστήσουν την «Ιερά Συμμαχία». Οι Βενετοί της Κρήτης ξεκίνησαν τις προετοιμασίες αλλά η Γερουσία απαίτησε να τις σταματήσουν για να μην υπάρχει προκλητικότητα.
Πλοίο των σταυροφόρων στην ανατολική Μεσόγειο.
Φυσικά, αυτό μόνο αποτροπή δεν προκάλεσε καθώς οι Τούρκοι επιδρομείς, έχοντας αποκτήσει πάλι ισχυρή δύναμη, ερήμωναν κάθε νησί και παραλιακή περιοχή και όταν έφθασαν σε σημείο να μην μπορούν να βρουν πλούσια λεία ξεκίνησαν τις επιδρομές στην Κρήτη. Η διοίκηση του νησιού αναγκάστηκε να πάρει έκτακτα μέτρα και να εκδώσει οδηγίες για την ενίσχυση των ξένων εμπόρων που έπλεαν προς και από την Κρήτη. Την τραγική αυτή κατάσταση επιβεβαιώνει και ο Καντακουζηνός που σημειώνει τον μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που έπαιρναν στην επιστροφή οι επιδρομείς από το Αιγαίο, τη Θράκη, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα.
Αυτή την περίοδο ξεχώριζε για την ισχύ και την τόλμη μεταξύ των ηγεμόνων των τουρκικών εμιράτων ο Ομούρ, ο εμίρης του Αϊδινίου από το 1334. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει χαρακτηριστικά «..τούτων τοίνυν απάντων ισχυρότερος ο Αμούρ εγεγόνει, σπουδή και τόλμη χρησάμενος υπέρ τους άλλους». Με τον στόλο του ο Ομούρ έγινε ο φόβος και ο τρόμος των νησιών, της Χαλκίδας, του Μορέα, της Κρήτης και της Ρόδου. Μπορούσε να λεηλατήσει αυτές τις περιοχές οποτεδήποτε, ενώ αποσπούσε σημαντικά ποσά φόρου υποτελείας ετησίως από τους κατοίκους. Ο Οθωμανός ιστορικός και ποιητής Ενβερί τον αναφέρει ως «κυρίαρχο του Μορέα και επί των Φράγκων». Ο εμίρης του Αϊδινίου διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βυζαντινού εμφυλίου Καντακουζηνών-Παλαιολόγων. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τον χρησιμοποίησε πολλές φορές, έχοντας μαζί του στενή φιλία από το 1334, για να απωθήσει Βούλγαρους και Σέρβους.
Τυπικός εξοπλισμός ιππότη την εποχή
των σταυροφοριών της Σμύρνης.
Η συνεχής αύξηση της δύναμης του Ομούρ ήταν βασική αιτία για τη σταυροφορία της Σμύρνης. Η κατάσταση που έφτασε πλέον στο απροχώρητο ανάγκασε τους διστακτικούς και πάλι στην αρχή, Βενετούς στις αρχές του 1342 να στείλουν βοήθεια στον νέο δούκα της Νάξου Γιανούλι Σανούντο, διάδοχο του Νικολό, και στην Κρήτη. Οι συγκυρίες φάνηκαν ευνοϊκές όταν τον Μάιο του 1342 εκλέχτηκε ο νέος πάπας Κλήμης ΣΤ’ που έδειξε αμέσως ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Ανατολή και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τη Βενετία για μια σταυροφορία. Η Γερουσία υπολόγισε τη συνολική δύναμη του Ομούρ σε 200-300 σκάφη, συμπεριλαμβανομένων αρκετών μεγάλων γαλέων. Η Βενετία θεωρούσε ότι 25-30 μεγάλες γαλέες και 7.000 άνδρες αρκούσαν για την καταστροφή του αντιπάλου. Ενώ οι διαπραγματεύσεις για το μέγεθος του στόλου συνεχίζονταν, ο πάπας συνάντησε μεγάλη δυσκολία στη χρηματοδότηση του εγχειρήματος δεδομένου της κατάστασης που επικρατούσε στη δυτική Ευρώπη. Η συνεισφορά της Κύπρου υπό τον βασιλέα Ούγο Β’ ανήλθε στις 4 γαλέες. Η Αικατερίνη Β’ του Βαλουά-Κουρτεναί είχε υποσχεθεί δύο γαλέες, ενώ ο Γιανούλι Α’ Σανούντο και ο Τζιόρτζιο Β’ Γκίσι είχαν υποσχεθεί από μια γαλέρα έκαστος.(1) Ο πάπας αναγόρευσε τον Μαρτίνο Ζαχαρία, τον πρώην διοικητή της Χίου, σε καπετάνιο-στρατηγό των παπικών γαλεών και τον Λατίνο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο του Άστι ως λεγάτο τιτουλάριο(παπικό αντιπρόσωπο) ενώ η Βενετία έθεσε την αρχηγία του στόλου (capitaneus Unionis) στον Πιέτρο Ζένο τον Σεπτέμβριο του 1343. Μαζί με τους Ιωαννίτες ο στόλος πλέον αριθμούσε 24 γαλέες, αριθμός ο οποίος επιβεβαιώνεται και από τον Καντακουζηνό. Η ισχύς του ιπποτικού τάγματος το 1343, ήταν 400 Ιωαννίτες στη Ρόδο, μια μικρή φρουρά στην Κω καθώς και μισθοφόρους και ντόπιους στρατολογημένους για τα καθήκοντα φρούρησης των δυο νησιών.
Το εμιράτο του Μεντεσέ ακολούθησε κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας την ίδια πολιτική που είχε και με την «Ιερή Ένωση» την περίοδο 1332-1334, διατηρώντας την επαφή με τους Βενετούς και μένοντας αμέτοχο στον πόλεμο. Τέλη Μαΐου η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, που αποτελούσε τότε η αντιβασιλεία, κατάφερε να αποσπάσει τον Ομούρ από τη Θράκη όπου δρούσε για λογαριασμό του Καντακουζηνού στον εμφύλιο και τον έπεισε να επιστρέψει στο εμιράτο του. Η ακριβής εξέλιξη των επιχειρήσεων δεν μας είναι γνωστή αλλά ξέρουμε ότι ο στόλος των σταυροφόρων συγκρούστηκε με τους Τούρκους αρχικά σε μικρής κλίμακας μάχη στη Χαλκίδα και έπειτα στην Παλλήνη Χαλκιδικής. Σύμφωνα με το χρονικό του σύγχρονου της εποχής Γουλιέλμου Κορτουσί από την Πάδουα η ναυμαχία της Παλλήνης έγινε την μέρα της Ανάληψης (13/5/1344) και ο ενωμένος χριστιανικός στόλος έκαψε και βύθισε 52 (ο Καντακουζηνός αναφέρει 60) τουρκικά σκάφη, πολλά από τα οποία είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν στην προσπάθειά τους να σωθούν. Αναφέρεται μάλιστα ότι στη ναυμαχία της Παλλήνης αιχμαλωτίστηκε ο εγγονός ενός εμίρη και αργότερα απελευθερώθηκε.
Βενετικός χάρτης, μεταγενέστερος των σταυροφορικών εκστρατειών, της Κρήτης (1563) από τον κρητικό χαρτογράφο Γεώργιο Σιδέρη ή Καλαπόδα. Η Κρήτη αποτέλεσε την πλέον σημαντική βάση για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων ενάντια στους Τούρκους.(Παλάτι των Δόγηδων, Βενετία).
Μετά από αυτές τις επιτυχίες οι σταυροφόροι κατευθύνθηκαν προς τη Σμύρνη, όπου και έφτασαν στις 28/10/1344. Αμέσως εκτέλεσαν μια ορμητική επίθεση και κατέλαβαν το λιμάνι και την υπόλοιπη πόλη, πλην της ακρόπολης. Η μικρή τουρκική φρουρά που αιφνιδιάστηκε δεν είχε πολλά περιθώρια αντίδρασης, ενώ όσα τουρκικά σκάφη ήταν εντός του λιμένα καταστράφηκαν. Η κατάληψη του λιμένα τον οποίο ο Ομούρ είχε ως ορμητήριο για τις επιδρομές του, προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στους Χριστιανούς ενώ αντίθετα οι αντίπαλοί τους ανησύχησαν τόσο πολύ ώστε Τούρκοι απ’ όλα τα εμιράτα άρχισαν να συρρέουν για να βοηθήσουν τους ομόφυλούς τους, του Αϊδινίου. Μια ακόμα επίθεση ενός επικεφαλή του στόλου των Τούρκων του Αϊδινίου Μουσταφά με 5 γαλέες κατέληξε σε συντριβή από τον στόλο του Πιέτρο Ζένο. Ο δόγης της Βενετίας Ανδρέας Δάνδολος ενημέρωσε με μεγάλη χαρά τον πάπα για αυτήν την πράγματι σημαντική νίκη των σταυροφόρων. Παρόλο που η δυναμική αυτή ενέργεια και η κατάληψη της Σμύρνης έχει δίκαια χαρακτηριστεί ως η «θετικότερη και μακροβιότερη επιτυχία της λατινικής συνεργασίας στην Ανατολή κατά τον 14ο αιώνα», έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι ήταν αδύνατη η ανάληψη επιθετικής ενέργειας στα ενδότερα της Μικράς Ασίας.


Η Σμύρνη είχε χωριστεί στα δύο. Οι σταυροφόροι διατηρούσαν τον έλεγχο  του λιμένα και ενός οχυρού στην προκυμαία και της υπόλοιπης πόλης, ενώ οι Τούρκοι την ακρόπολη. Μεταξύ τους παρεμβαλλόταν μια ουδέτερη ζώνη, ένας λαβύρινθος από ερημωμένα σπίτια. Οι σταυροφόροι οχύρωσαν την ακτογραμμή και έσκαψαν μια τάφρο για ενίσχυση. Ο Οθωμανός χρονικογράφος Ενβερί αναφέρει ότι οι Τούρκοι σφυροκόπησαν με καταπέλτες τις νεοανεγερθέντες οχυρώσεις των Λατίνων αλλά μια ξαφνική επίθεση των σταυροφόρων κατέστρεψε τις πολιορκητικές μηχανές. Όσο οι συγκρούσεις λάμβαναν μέρος στη θάλασσα οι σταυροφόροι διατηρούσαν σχεδόν πάντα το πάνω χέρι, όμως στη ξηρά η κατάσταση ήταν ισορροπημένη. Ο πατριάρχης Ερρίκος του Άστι ήθελε να πραγματοποιηθεί εορτασμός αυτής της επιτυχίας, προφανώς για να μνημονεύεται αυτή και το όνομά του, σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία την οποία οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε στάβλο.(2) Το γεγονός ότι η εκκλησία βρισκόταν στην ουδέτερη ζώνη των δύο αντιτιθέμενων στρατών δεν πτόησε τον Ερρίκο και οι σταυροφόροι δείχνοντας αδικαιολόγητη ολιγωρία, ή και αλαζονεία, δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, παρ’ όλο που ο Ζαχαρίας και οι υπόλοιποι επικεφαλής είχαν ήδη εκφράσει τις ανησυχίες τους για τον τόπο τέλεσης της εορτής.
Ανήμερα του αγίου Αντωνίου, στις 17/1/1345 οι Τούρκοι υπό τον Ομούρ επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά από την ακρόπολη πάνω στους παρευρισκομένους στην εκκλησία. Ο όχλος από απλούς, άμαχους πολίτες όπως ήταν επόμενο πανικοβλήθηκε και δημιούργησε χάος στις τάξεις των χριστιανών. Στη σύγκρουση σκοτώθηκε πλήθος Λατίνων και Ελλήνων κατοίκων, όμως το σημαντικότερο ήταν η απώλεια των κεφαλών της σταυροφορίας. Ο πατριάρχης Ερρίκος, ο Ζαχαρίας και ο Βενετός επικεφαλής Πιέτρο Ζένο εγκλωβίστηκαν μέσα στον ναό μαζί με αρκετούς συμπολεμιστές τους και σφαγιάστηκαν μέχρι ενός. Περίπου 40 ευγενείς και αξιωματικοί βρήκαν τον θάνατο στην τραγική για τους σταυροφόρους μάχη. Είναι πιθανό και οι Τούρκοι να υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Ο Ιμπραήμ Μπαχαντούρ Μπέγκ, αδερφός του Ομούρ, συμπεριλαμβανόταν στις απώλειες των Τούρκων, ενώ ο ίδιος ο εμίρης μαζί με τον άλλον αδελφό του, Κχιζίρ τραυματίστηκαν στη μάχη.



(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Τα τουρκικά μπεηλίκια στη Μικρά Ασία

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Ο δεύτερος εμίρης του Αϊδινίου Ομούρ (1309-1348)
αποτέλεσε έναν από τους πιο ισχυρούς
 και φιλόδοξους εμίρηδες της εποχής


Οι συνεχείς επαναστάσεις των Τουρκομάνων και οι εκστρατείες των Μογγόλων συνέβαλαν στην καταστροφή της πολιτικής ενότητας των Σελτζούκων. Την εδαφική διάλυση του κράτους ακολούθησε η κατάρρευση της εξουσίας των Μογγόλων και η ανάδυση νέων εμιράτων. Επίσης, η κατάρρευση της βυζαντινής δύναμης στη δυτική Ανατολία και το Αιγαίο στα τέλη του 13ου αιώνα καθώς και η κατάργηση του βυζαντινού ναυτικού το 1284 δημιούργησαν ένα κενό ισχύος, το οποίο γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τα Τουρκικά φύλα που κατέκλυζαν την περιοχή. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος και των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού. 

Κατά τους δύο αιώνες μεταξύ της διάλυσης Σελτζούκων- Αυτοκρατορίας της Νίκαιας δημιουργήθηκαν περισσότερα από 20 εμιράτα, τα περισσότερα πριν εκπνεύσει ο 13ος αιώνας. Μερικά από αυτά όπως το εμιράτο του Ντενιζλί στη Λαοδίκεια της Φρυγίας, το Εσρεφογουλλαρί στο Μπεησεχίρ (Κλαυδιοκαισάρεια στην επαρχία του Ικονίου) και το Σαχιμπογουλλαρί στο Φιλομήλιο είχαν σύντομη ύπαρξη που έφθανε τα 25 έτη. Οι Καραμανίδες στην οροσειρά του Τάυρου και οι Γερμιγιάν με κέντρο εξουσίας την Κιουτάχεια ήταν σαφώς μακροβιότερα και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις τοπικές εξελίξεις. Επαφή με την ακτογραμμή του Αιγαίου είχαν τα μπεηλίκια του Καρασί, στην περιοχή της Τρωάδας και της Μυσίας, και του Σαρουχάν. Στο δεύτερο, ο Σαρουχάν μπέης προήλθε από τους Γερμιγιάν και ίδρυσε το μπεηλίκι του στην περιοχή της Μαινεμένης και του Γόρδιου. Τα δύο αυτά εμιράτα, όπως φαίνεται και στον χάρτη* απορροφήθηκαν γρήγορα από τους Οθωμανούς. Οι τελευταίοι είχαν εγκατασταθεί υπό τον Οσμάν Α’ στην περιοχή της Βιθυνίας.
Χάρτης από το «Σ. Βρυώνης,
Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού της
Μικράς Ασίας και η διαδικασία του
εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας)
,Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης,
Αθήνα, 2008, σελ.225».

Δύο από τα πιο ισχυρά, το εμιράτο του Μεντεσέ που είχε έδρα στην περιοχή της Μιλήτου και το εμιράτο του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέσπασαν την προσοχή των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Βενετίας που έδινε μεγάλη βάση στο διαμετακομιστικό εμπόριο. Οι πρωτεύουσες των πολυάριθμων εμιράτων μετατράπηκαν σε διοικητικά, οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα που αποκατέστησαν μέχρι κάποιο βαθμό τη σταθερότητα στις περιοχές. 

Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ντόπιων Ελλήνων ναυτικών, οι Τούρκοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται ως πειρατές στην επικράτεια του Αιγαίου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στο μωσαϊκό κρατιδίων και δουκάτων που είχε δημιουργηθεί. Οι δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών εντείνονταν εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτιλιακών κρατών, της Βενετίας και της Γένοβας. Συχνά όμως, διατηρούσαν και καλές σχέσεις ή σύναπταν συνθήκες όπως όταν οι Τούρκοι του Αϊδινίου είχαν συνεργαστεί στενά με τον αναπληρωτή διοικητή του Δουκάτου Αθηνών, Αλφόνσο Φαντρίκουε ή όταν οι Βενετοί τον Απρίλιο του 1331 σύνηψαν συμμαχία με τους Καταλανούς και τον ίδιο μήνα ο Μαρίνο Μοροζίνι, δούκας της Κάντια, υπέγραψαν συνθήκη με τον επικεφαλή του εμιράτου του Μεντεσέ, Ορχάν ή ακόμα όταν με τις επιδρομές τον Μάρτιο του 1332 ο δούκας της Νάξου, Νικολό Σανούντο, έκανε ξεχωριστή συνθήκη δίνοντας φόρο υποτελείας και το παράδειγμά του ακολούθησε και η Χαλκίδα. Η τακτική αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της τουρκικής επέκτασης. Η σχετικά χαλαρή υποτέλεια έδινε τη θέση της αργά ή γρήγορα στην απώλεια της ανεξαρτησίας με την προσάρτηση. 

Αυτή την περίοδο ξεχώριζε για την ισχύ και την τόλμη μεταξύ των ηγεμόνων των τουρκικών εμιράτων ο Ομούρ, ο εμίρης του Αϊδινίου από το 1334. Ο Βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει χαρακτηριστικά «..τούτων τοίνυν απάντων ισχυρότερος ο Αμούρ εγεγόνει, σπουδή και τόλμη χρησάμενος υπέρ τους άλλους». Με τον στόλο του ο Ομούρ έγινε ο φόβος και ο τρόμος των νησιών, της Χαλκίδας, του Μορέα, της Κρήτης και της Ρόδου. Μπορούσε να λεηλατήσει αυτές τις περιοχές οποτεδήποτε, ενώ αποσπούσε σημαντικά ποσά φόρου υποτελείας ετησίως από τους κατοίκους. Ο Οθωμανός ιστορικός και ποιητής Ενβερί τον αναφέρει ως «κυρίαρχο του Μορέα και επί των Φράγκων». Ο εμίρης του Αϊδινίου διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην πορεία του Βυζαντινού εμφυλίου Καντακουζηνών-Παλαιολόγων. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός τον χρησιμοποίησε πολλές φορές, έχοντας μαζί του στενή φιλία από το 1334, για να απωθήσει Βούλγαρους και Σέρβους. Ικανή δύναμη είχε και το εμιράτο Περγάμου αλλά τον Οκτώβριο του 1334, στον κόλπο του Αδραμυττίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Τρωάδας, ο στόλος του με επικεφαλή τον Σούτζα αλ Ντιν Γιαξή διαλύθηκε από τους ενωμένους δυτικούς.
Νόμισμα που απεικονίζει τον Σαρουχάν, μπέη της Μαγνησίας, 1313-1348

Το μπεηλίκι του Αϊδινίου που εξαπλώθηκε στις παραποτάμιες περιοχές κοντά στη Σμύρνη και την Έφεσσο, σταδιακά απέκτησε μεγάλη ισχύ, πραγματοποιούσε επιδρομές σε όλο το Αιγαίο και επενέβαινε άμεσα στις ευρωπαϊκές υποθέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τη σταδιακή παρακμή του, τον ρόλο αυτόν ανέλαβαν οι Οθωμανοί. Ακόμα, το μπεηλίκι της δυναστείας Χαμίντ εκτεινόταν μια περιοχή σε μικρή ακτίνα από την Αττάλεια. Τέλος το μπεηλίκι του Μεντεσέ στο νοτιοδυτικό άκρο της Μικράς Ασίας, απέναντι από τα Δωδεκάνησα διατηρούσε ισχυρό στόλο για μερικές δεκαετίες και αποτελούσε υπολογίσιμο αντίπαλο για τους Λατίνους. 
Ο θάνατός του Ομούρ από τους σταυροφόρους στη Σμύρνη τον Μάϊο του 1348 επέφερε και τη σταδιακή πτώση του εμιράτου. Τα υπόλοιπα άρχισαν σιγά σιγά να υποκύπτουν στους ολοένα και πιο ισχυροποιημένους Οθωμανούς. Επίσης το προηγούμενο έτος, την άνοιξη του 1347 οι σταυροφόροι πέτυχαν ακόμα μια αναπάντεχη νίκη, καταστρέφοντας του Αϊδινίου και του εμιράτου Σαρουχάν στη Μαγνησία διευκολύνοντας το έργο των Οθωμανών για επικράτηση.

Μια απόπειρα των εμίρηδων του Γιερμιγιάν και του Καραμάν να αποσπάσουν εδάφη των Οθωμανών στη Μικρά Ασία απέβη ατελέσφορη. Ο «κεραυνός» Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια, και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν. Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. 

Με τη συντριβή του Οθωμανού Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας (1402), κάποια εμιράτα επανήλθαν στους προηγούμενους άρχοντές τους για να τεθούν πάλι υπό την κυριαρχία των Οθωμανών στα τέλη του 15ου αιώνα.

E. Zachariadou, TRADE AND CRUSADE, VENETIAN CRETE AND THE EMIRATES OF MENTESHE AND AYDIN (1300-1415), Venice, 1983. 

L. Paul, L’ EMIRAT D’ AYDIN, BYZANCE ET L’ OCCIDENT, RECHERCHES SUR LA GESTE D'UMUR PACHA, Presses universitaires de France, Paris, 1957. 

Σ. Βρυώνης, Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ (11ος-15ος ΑΙΩΝΑΣ), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2008.

J. Harris,C. Holmes, E.Russel, BYZANTINES, LATINS AND TURKS IN THE EASTERN MEDITERRANENAN WORLD AFTER 1150,Oxford, 2012.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Η μάχη της Κωνσταντινούπολης (1147). Οι Βυζαντινοί απωθούν τους Γερμανούς σταυροφόρους.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 
Τη στιγμή που το Βυζάντιο επί Μανουήλ Α’ Κομνηνού, σταθεροποιήθηκε και ανακατέλαβε πολλά από τα εδάφη που έχασε από τον πολυμέτωπο αγώνα σε Βαλκάνια και Μικρά Ασία συνεχίζοντας το έργο των προκατόχων του, μια νέα απειλή εμφανίστηκε από τη Δύση. Οι σταυροφόροι με επικεφαλής τους βασιλείς Λουδοβίκο Ζ’ της Γαλλίας και Κορράδο Γ’ της Γερμανίας κατέφθασαν. Η πορεία τους πέρασε μέσα από τα εδάφη της αυτοκρατορίας με τα δύο στρατόπεδα να διακατέχονται από αμοιβαία καχυποψία και να καταλήγουν στη σύγκρουση. 



ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ 

Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας πραγματοποίησε προπαρασκευαστικές ενέργειες για την αντιμετώπισή τους και συγκέντρωσε τα στρατεύματα που βρίσκονταν μέσα και πλησίον της Κωνσταντινούπολης θέτοντας ως επικεφαλής τον αξιόμαχο και έμπειρο από τις μάχες στη Μικρά Ασία, στρατηγό Βασίλη Τζικανδύλη και τον προαναφερόμενο Προσούχ. Οι διαταγές ήταν ρητές. Η απάντηση, στο ανάλογο μέτρο, κάθε επιθετικής ενέργειας των Γερμανών. Οι έμπειροι στρατηγοί παρατήρησαν τις κινήσεις, τον αριθμό και την διάταξη των αντίπαλων στρατευμάτων. Αντιλήφθηκαν ότι οι αντίπαλοι στρατιώτες είχαν εξαιρετική σωματική διάπλαση και ισχυρότατη θωράκιση, όμως το ιππικό τους δεν διέθετε καθόλου ευκινησία και η πορεία των στρατιωτικών σωμάτων πραγματοποιούνταν με μεγάλη αταξία, προφανώς από την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων τους. Έστειλαν λοιπόν αναφορά στον αυτοκράτορα, ότι θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τους νικήσουν, αναφέροντας όσα παρατήρησαν αλλά και τα παραπάνω εξαγόμενα συμπεράσματα ρωτώντας παράλληλα τι έπρεπε να πράξουν. Αυτός τους συνέστησε να είναι σε αναμονή μέχρι την πρόκληση ανοιχτής επιθετικής ενέργειας.

Εν τω μεταξύ σημαντικό στρατιωτικό τμήμα των Γερμανών συνέχισε την πορεία τους και έφθασε στην πεδιάδα των Χοιροβακχών (σημ. Μπαχσαγίς, δυτικά της Κωνσταντινούπολης), όπου υπήρχε άφθονη τροφή για τα άλογα και τα υποζύγια, και στρατοπέδευσε. Η περιοχή είναι πεδινή με τα ποτάμια και τους χείμαρρους να καταλήγουν στη λίμνη Μπουγιουκσεμεσέ που βρίσκεται πλησίον. Έχοντας υποτιμήσει τον αντίπαλό τους αλλά και θεωρώντας ότι δεν θα παραβιάζονταν ο όρκος από τους Βυζαντινούς, δεν περικαράχωσαν το στρατόπεδό τους, ούτε έσκαψαν τάφρο. Την νύχτα της 7-8 Σεπτεμβρίου του 1147, μια μεγάλη φυσική καταστροφή τους βρήκε σε αυτό το σημείο καθώς από μια αναπάντεχη δυνατή καταιγίδα οι παραπλήσιοι ποταμοί Μέλας (σημ.Καρασού) και Άθυρας υπερχείλισαν και πλημμύρισαν το μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας. Άλογα, οπλισμός, σκηνές παρασύρθηκαν ως την θάλασσα από την μεγάλη νεροποντή συνθέτοντας ένα σκηνικό χάους στο γερμανικό στρατόπεδο. Ο ανώνυμος συγγραφέας που συνέγραψε τον «Μαγγάνειο Πρόδρομο» αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «..το κύμα της κεφαλής του ρόου συρρεύσαν εστρόβησε πολλούς αθλίους εν Χοιροβάκχοις τον βίο λελοιπότας».[1] 
Ο Φρειδερίκος Α΄ (1122 - 1190), γνωστός και ως Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσσα 
ήταν αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από το 1155. 
Ήταν 25 χρονών όταν έλαβε μέρος στη Β’ σταυροφορία και διακρίθηκε 
για το θάρρος και τον παρορμητισμό του.(Άγαλμα που βρίσκεται στο 
Γκόσλαρ της Κάτω Σαξονίας,Γερμανία).

Μόνο το τμήμα του Φρειδερίκου που στρατοπέδευσε σε ψηλότερο σημείο δεν υπέστη ζημιές. Πληροφορούμενος του ευνοϊκού αυτού γεγονότος ο Μανουήλ έστειλε μέλη της αριστοκρατίας στον Κορράδο για να του αναφέρουν το συμβάν και να έρθουν σε συνεννόηση για τις επόμενες κινήσεις. Ο Κορράδος επιδεικνύοντας αλαζονεία, μη έχοντας πληροφορηθεί τη συμφορά που βρήκε το γερμανικό απόσπασμα, απαίτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να τον συναντήσει, καθώς πλησίαζε στην Κωνσταντινούπολη. Όταν όμως αντίκρισε τα απόρθητα τείχη της Πόλης, από την τοποθεσία Φιλοπάτιον που είχε φθάσει, με τους θεόρατους πύργους και την τεράστια τάφρο έμεινε έκθαμβος. Αντιλήφτηκε ότι η πόλη είναι σχεδόν απόρθητη, αποχώρησε και τάχιστα έφτασε σε ένα από τα προάστια της βυζαντινής πρωτεύουσας, το Πικρίδιον(σημ. Χασκόι). Από εκεί ενημέρωσε, με τη συνήθη υπεροψία, σε γράμμα τον Μανουήλ ότι δεν ευθύνεται για τα πρόσφατα γεγονότα, επισημαίνοντας τα χαρακτηριστικά ενός ευφυή αυτοκράτορα, τα οποία ο Μανουήλ, σύμφωνα με αυτόν, δεν διέθετε. Η παραμονή του στο προαστιακό παλάτι του Φιλοπατίου δεν ήταν φυσικά ανώδυνη και συνοδεύτηκε από λεηλασίες και καταστροφές σε τέτοιο βαθμό ώστε το παλάτι κατέστη μη κατοικήσιμο. Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ζήτησε αποζημίωση για τις λεηλασίες, ο Κορράδος του απάντησε ότι αυτές ήταν ασήμαντες και σε μια έκρηξη οργής απείλησε ότι θα ερχόταν το επόμενο έτος να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. 

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ (1147) 


Το βυζαντινό απόσπασμα συνέχισε την πορεία του και προσέγγισε ακόμη περισσότερο τους Γερμανούς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στα στρατεύματά τους οι στρατηγοί Προσούχ και Τζικανδύλης ανέμεναν το λάθος από τους αντιπάλους τους που συχνά συμπεριφέρονταν σαν όχλος. Η διάταξη των βυζαντινών στρατευμάτων, η οποία μας προσφέρεται λεπτομερέστατα από τον Κίνναμο, ήταν η εξής : μπροστά τοποθετήθηκαν τα πιο άπειρα τμήματα, με την διατύπωση να δίνει την εικόνα στρατευμάτων πεζικού πιθανόν ψιλούς, που βάδισαν χωρισμένα σε τέσσερα τμήματα. Έπειτα ακλούθησαν οι επίλεκτοι βαριά θωρακισμένοι κατάφρακτοι και εν συνεχεία το ελαφρύ ιππικό. Τέλος την διάταξη συμπλήρωσαν οι Κουμάνοι μαζί με τους Τούρκους μισθοφόρους ιππείς πλαισιωμένοι από Βυζαντινούς ιπποτοξότες. Η τοποθέτηση των ιπποτοξοτών στην τελευταία γραμμή και όχι στην πρώτη, όπως συνηθιζόταν, με αποστολή την παρενόχληση του εχθρού έχει λογική βάση στο περιορισμένο εύρος κινήσεων που προσέδιδε το έδαφος ή στο γεγονός ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Επίσης, οι Βυζαντινοί μάχονταν σε γνωστό, για αυτούς έδαφος, συνεπώς δεν είχαν την ανάγκη για ανίχνευση του εδάφους και ακόμη γνώριζαν ήδη τον αριθμό και την τοποθεσία του εχθρικού στρατού. 
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ 
Κομνηνός (28/11/1118 – 24/9/1180) βασίλεψε σε μία 
κρίσιμη καμπή στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 
Μεταξύ των Σελτζούκων, Νορμανδών, Ούγγρων, Σέρβων και 
Βενετών που αντιμετώπισε καλέστηκε να διαχειριστεί και την
πρόκληση της Β’ Σταυροφορίας. Τα λατινικά χρονικά της 
δυτικής Ευρώπης και του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, τον 
μνημονεύουν ως « γενναιόδωρο και άξιο άνθρωπο, αγαπημένο
του Θεού, με μεγάλη δύναμη, ασύγκριτη ενέργεια και ευγνωμοσύνη». 
Λεπτομέρεια διπλού πορτρέτου με τη Μαρία της Αντιόχειας, 
Βιβλιοθήκη του Βατικανού, Ρώμη.


Προφανώς τα τμήματα που εστάλησαν για να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς ήταν από αυτά που παρέμεναν στην πρωτεύουσα και για τα οποία είχε μεγαλύτερη εποπτεία ο αυτοκράτορας, σε σχέση με αυτά που ήταν στις επαρχίες σε Ανατολή και Δύση. Μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι ο Χωνιάτης προβαίνει σε μια υπερβολή όσον αφορά τον ρόλο του αυτοκράτορα στον εξοπλισμό τους από τις κεντρικές αποθήκες, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι εκείνη την περίοδο εκτελούσε χρέη αρμοστή των θρακικών πόλεων και υπεύθυνο της μισθοδοσίας των τοπικών στρατευμάτων. Μια πιθανή ενέργεια είναι να συμπληρώθηκε ο εξοπλισμός των στρατευμάτων λόγω της αναγκαιότητας της στιγμής, ιδίως των δυνάμεων κρούσης όπως οι κατάφρακτοι. Ο ιστορικός Τζόναθαν Χάρρις θεωρεί ότι οι Κουμάνοι και οι Τούρκοι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του Βυζαντινού στρατεύματος, αν και πιθανόν αποτελούσαν το σύνηθες ποσοστό και προφανώς αποτελεί αποτέλεσμα επηρεασμού από το γεγονός ότι ο ένας επικεφαλής ήταν τουρκικής καταγωγής, ο Προσούχ, καθώς και την παρουσία Τούρκων και Πετσενέγκων ή Κουμάνων μισθοφόρων. Ο Κίνναμος σε μια από τις συνήθεις για τους Βυζαντινούς χρονικογράφους αναφορά, χρησιμοποιεί αρχαιοελληνικές ονομασίες για τα έθνη που περιβάλλουν την αυτοκρατορία και τους αποκαλεί «Πέρσες» και «Σκύθες» αντίστοιχα και με τη γεωγραφική τους θέση.Μόλις οι Γερμανοί απέκτησαν επαφή με τον βυζαντινό στρατό, στις 10 Σεπτεμβρίου, κυριευτήκαν από ανυπομονησία και ζήλο να εμπλακούν σε σύγκρουση. Αμέσως επιτέθηκαν αλαλάζοντας με την γνωστή τους ορμή προς τους αντιπάλους τους, αλλά με πλήρη αταξία, επαληθεύοντας την αναφορά των Βυζαντινών στρατηγών προς τον Μανουήλ. Ακολούθησε σκληρή και αιματηρή μάχη, στην οποία η πλάστιγγα με την πάροδο του χρόνου έγειρε προς το μέρος των Βυζαντινών. Με εξαιρετική πολεμική δεινότητα, αντιστάθηκαν σθεναρά στην σφοδρότητα της επίθεσης των Γερμανών και στη συνέχεια τους κατέκοπταν. 
Η τοποθεσία όπου οι Γερμανοί υπέστησαν τη φυσική καταστροφή 
στους Χοιροβάκχους (σημ. Μπαχσαγίς )και έπειτα τη στρατιωτική ήττα, όπως 
είναι σήμερα . Το πεδινό έδαφος ευνοούσε περισσότερο το ευέλικτο 
Βυζαντινό ελαφρύ ιππικό και οι Γερμανοί πλήρωσαν την εμμονή τους 
στις κατά τ’ άλλα εξαίρετες δυνάμεις πεζικού. (Φωτογραφία από δορυφόρο)




Δυστυχώς δεν διαθέτουμε αναλυτική περιγραφή της μάχης. Πιθανόν να απορροφήθηκε η αρχική ορμή και σφοδρότητα της επίθεσης των Γερμανών και να ακολούθησε πλαγιοκόπηση από το ευκίνητο Βυζαντινό ιππικό με συνεχή φθορά από τους ιπποτοξότες. Αυτό το συμπέρασμα μπορούμε να εξαγάγουμε από τον Κίνναμο στο σημείο όπου οι Βυζαντινοί «αντιστάθηκαν επιδέξια και στη συνέχεια τους σκότωσαν». Το ευέλικτο ιππικό των Βυζαντινών μαζί με τους ιπποτοξότες είχε ευρύτερο πεδίο κινήσεων από τους πεζούς και τους δυσκίνητους Γερμανούς ιππείς. Το αποτέλεσμα ήταν το τέλος της σύγκρουσης να μετατραπεί σε σφαγή. Δεν αναφέρονται τα ακριβή μεγέθη των αντιπαρατασσόμενων αντίπαλων δυνάμεων, όμως σίγουρα γνωρίζουμε από τις πηγές ότι η γερμανική δύναμη ήταν πολλαπλάσια. Αν υποθέσουμε αυθαίρετα ότι το γερμανικό στρατιωτικό σώμα αποτελούσε το ένα τέταρτο ή το ένα πέμπτο του συνολικού στρατού, περίπου 20.000 χιλιάδες, τότε ο υπολογισμός κυμαίνεται στους 4 με 5 χιλιάδες άνδρες, που υπέστησαν εξαιρετικά βαριές απώλειες από την πολεμική αναμέτρηση με το Βυζαντινό απόσπασμα, έχοντας υποστεί και απώλεια ηθικού και ανδρών από την φυσική καταστροφή στους Χοιροβάκχους.

Μη έχοντας γνώση της στρατιωτικής ήττας ενός τμήματος του στρατού του, ο Κορράδος παρέμεινε αλαζόνας απέναντι στον Μανουήλ, ακόμα και όταν ο τελευταίος του ανέφερε ότι «..έμαθα ότι ένας μικροσκοπικός ρωμαϊκός στρατός αντιμετώπισε και διέλυσε έναν τεράστιο γερμανικό στρατό . Αποτελεί σχεδόν κανόνα ο αυτόχθον(στρατός) να είναι υπέρτερος σε ξένους εισβολείς..». Εν τέλει ο Κορράδος αποδύθηκε επιτέλους την υπεροπτική του στάση και ζήτησε οδηγό από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα για την μετέπειτα πορεία του. Ο απεσταλμένος ακόλουθος κουβαλούσε μαζί του και την πρόταση του Μανουήλ για σύναψη συμμαχίας, την οποία απέρριψε και ακλούθησε τον δρόμο προς το Φιλομήλιο. 

ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 
Ο Άγιος Δημήτριος. 12ος αι. Στεατίτης.
Ο Δημήτριος εδώ είναι τοξότης. Εξοπλισμένος με 
ένα σύνθετο τόξο, ένα δόρυ και μια στρογγυλή ασπίδα
φέρει ένα γεμισμένο λινοθώρακα(ζάβα) 
με συνημμένες «πτερούγες» (Λούβρο)

Το αποτέλεσμα ήταν τελικά να πραγματοποιηθεί η αναχώρηση των Γερμανών με μεγάλη επίσπευση. Με διαταγή του Μανουήλ, διατέθηκε κάθε λέμβος, πλοίο, ακόμα και ψαρόβαρκες των κατοίκων καθώς και μεταφορικά για τους ίππους για την όσο το δυνατόν ταχύτερη διέλευση των Γερμανών. Επίσης, διόρισε καταγραφείς για να καταγράψει κάθε άνθρωπο που θα αποβιβαζόταν στο έδαφος της Μικράς Ασίας, αλλά σύμφωνα με τον Χωνιάτη, αυτοί ήταν τόσο πολλοί που οι διορισμένοι υπάλληλοι δεν κατόρθωσαν να φέρουν σε πέρας αυτό το έργο. Σύντομα οι Βυζαντινοί θα έβλεπαν με ανακούφιση να ακολουθούν τον ίδιο δρόμο και οι Γάλλοι που διεκπεραιώθηκαν χωρίς προβλήματα, ενώ δεν αμέλησαν να στήσουν αγορές που θα βοηθούσαν στην ομαλή, στα πλαίσια του δυνατού, τροφοδότησή τους. 

Από την σύγκρουση που έλαβε χώρα στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Κατ’ αρχάς, δεν αποτέλεσε μια πρώτου μεγέθους σύγκρουση καθώς ενεπλάκη τμήμα μόνο του γερμανικού σώματος, αλλά από την άλλη πλευρά υπήρξε μια αξιόλογη μάχη στην οποία οι Βυζαντινοί, υστερώντας αριθμητικά, δοκίμασαν και αξιοποίησαν τις πολεμικές τους τακτικές σε έναν καινούργιο αντίπαλο, διαφορετικό από αυτούς που αντιμετώπιζαν την περίοδο εκείνη. Οι σιδηρόφρακτοι Γερμανοί στρατιώτες διέφεραν σημαντικά στη σύνθεση και στις τακτικές των νομάδων Τούρκων, των συγγενών τους Πετσενέγκων και των Ούγγρων μετέπειτα (Σίρμιο 1167). Το βυζαντινό στρατιωτικό σώμα βάδισε με εξαιρετικά ικανούς αξιωματικούς απέναντι σε έναν κατά κανόνα γενναίο και επίφοβο αντίπαλο, έχοντας ως πλεονέκτημα την άριστη γνώση του εδάφους και με γνώμονα την προσαρμοστικότητα που αν μη τι άλλο χαρακτήριζε τους Βυζαντινούς. Προκαλεί εντύπωση η αυτοπεποίθηση που είχαν οι στρατηγοί Τζικανδύλης και Προσούχ για τη νίκη και η επίτευξη αυτής, όταν γίνεται σύγκριση με την εξαιρετικά χαμηλή πολεμική απόδοση που επέδειξαν οι Βυζαντινοί μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν αλώθηκε για πρώτη φορά η Κωνσταντινούπολη. Διακρίνεται εύκολα η σημασία της συντήρησης του αξιόμαχου του στρατού, ο ορθός υπολογισμός και συντονισμός από τον αυτοκράτορα των στρατευμάτων και η κατάλληλη επιλογή των στρατηγών με αντικειμενικά κριτήρια, βάσει των ικανοτήτων που έκρινε αλλά και που αυτοί επέδειξαν στο πεδίο της μάχης. 

Η σύγκρουση δεν γενικεύτηκε σε μια κατάσταση πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης ή σε μια μεγαλύτερη μάχη στα περίχωρα της Πόλης, παρέμεινε όμως μια χρήσιμη πηγή εξαγωγής συμπερασμάτων και από τους δύο στρατούς, αν και εν τέλει φάνηκε ότι οι Γερμανοί δεν έμαθαν από τα λάθη τους. Η προσωρινή ρήξη με τον Κορράδο, αντικαταστάθηκε με μια ανανέωση της συμμαχίας ενάντια στους Νορμανδούς, που είχαν αδράξει την ευκαιρία και επιτέθηκαν στην Κέρκυρα, στη Θήβα, στις ακτές του Ιονίου και την Κόρινθο. Η άμεση αντίδραση του Μανουήλ απέφερε μια συμμαχία με τη Βενετία, τη συντριβή του εχθρικού στόλου και την ανάκτηση της Κέρκυρας. Το Βυζάντιο παρέμενε ακόμη σημαντικός ρυθμιστής των εξελίξεων στη διεθνή πολιτική σκηνή.


*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 257, Αύγουστος 2018


Βιβλιογραφία



(1) J.Kinnamos, DEEDS OF JOHN AND MANUEL COMNENUS,μτφρ. C.Brand, Columbia University Press, New York, 1976 

(2) J.C.Cheynet, Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ (641-1204), ΤΟΜ. Β’,μτφρ. Αναστασία Καραστάθη, Εκδ.Πόλις, Αθήνα, 2014. 

(3) P.Magdalino, Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ Α’ ΚΟΜΝΗΝΟΥ 1143-1180, , μτφρ. Α.Κασδαγλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2008. 

(4) A.E. Laiou and R.P. Mottahedeh, THE CRUSADES FROM THE PERSPECTIVE OF BYZANTIUM AND THE MUSLIM WORLD, Dumbarton Oaks, Washington, 2001. 

(5) Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, μτφρ.H.J. Magoulias O CITY OF BYZANTIUM, ANNALS OF NIKETAS CHONIATES, Wayne State University, Detroit,1984. 

(6) Birkenmeier, J. W., THE DEVELOPMENT OF THE KOMNENIAN ARMY : 1081-1180, Boston,2002. 

(7) D.Nicolle, THE SECOND CRUSADE 1148: DISASTER OUTSIDE DAMASCUS, London, 2009.
(8) T. Dawson, BYZANTINE INFANTRYMAN, EASTERN ROMAN EMPIRE C.900-1204,Osprey, 2007. 
(9) S.Runciman, A HISTORY OF THE CRUSADES, VOL.2, THE KINGDOM OF JERUSALEM AND THE FRANKISH EAST 1100-1187, Cambridge, 1952.
(10) I. Heath and A.McBride, BYZANTINE ARMIES 118-1461 AD, Osprey, 1997. 

(11) T.F.Madden, THE CONCISE HISTORY OF THE CRUSADES, 3rd edition, Rowman and Littlefield, UK, 2013
(12) H. Jonathan, BYZANTIUM AND THE CRUSADES, 2nd edit.,London, 2014. 






[1] Με τη συμβατική ονομασία «Μαγγάνειος Πρόδρομος» είναι γνωστός ο ανώνυμος ρήτορας των μέσων του δωδέκατου αιώνα και συντάκτης της συλλογής των 148 ποιημάτων, που περιέχεται στον Μαρκιανό κώδικα XI. 22 υπό το όνομα Θεόδωρος Πρόδρομος. 

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Η «Ιερή Ένωση» και η ναυμαχία στο Αδραμύττιο (1334).


Ιστορικό πλαίσιο. Η κατάρρευση της βυζαντινής δύναμης στη δυτική Ανατολία και το Αιγαίο στα τέλη του 13ου αιώνα καθώς και η κατάργηση του βυζαντινού ναυτικού το 1284 δημιούργησαν ένα κενό ισχύος, το οποίο γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τα Τουρκικά φύλα που κατέκλυζαν την περιοχή. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος και των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Από την άλλη πλευρά, ο θανάσιμος αντίπαλος του Βυζαντίου, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, άρχισαν να καταρρέουν ιδίως μετά τη μογγολική εισβολή το 1243 και έτσι στη θέση τους δημιουργήθηκαν διάφορα τουρκικά εμιράτα. Δύο από τα πιο ισχυρά, το εμιράτο του Μεντεσέ που είχε έδρα στην περιοχή της Μιλήτου και το εμιράτο του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέσπασαν την προσοχή των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Βενετίας που έδινε μεγάλη βάση στο διαμετακομιστικό εμπόριο.
Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου που εκπροσωπεί
τον ευαγγελιστή Άγιο Μάρκο, σύμβολο της
Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, κρατά
την επιγραφή PAX TIBI MARCE EVANGELISTA MEVS
 (Ειρήνη μετά σου, Μάρκο Ευαγγελιστά μου ). Η Βενετία
είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάσχεση της
τουρκικής πειρατείας στο Αιγαίο.


Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ντόπιων Ελλήνων ναυτικών, οι Τούρκοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται ως πειρατές στην επικράτεια του Αιγαίου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στο μωσαϊκό κρατιδίων και δουκάτων που είχε δημιουργηθεί. Η Κρήτη ήταν από το 1211 υπό Βενετική κατοχή διαμορφώνοντας το δουκάτο της Κάντια (Ηράκλειο), όπως και το δουκάτο της Νάξου (ή δουκάτο Αρχιπελάγους). Μάλιστα ο δούκας της Κρήτης είχε λάβει ανάθεση από τη Γερουσία της ρύθμισης των σχέσεων με τα προαναφερόμενα εμιράτα. Με μια διευρυμένη ελευθερία κινήσεων, έστελνε πρέσβεις, σύναπτε συνθήκες -μάλιστα το διάστημα 1331-1414 σύναψε 9 συνθήκες- και διόριζε πρόξενους. Στη Χαλκίδα της Εύβοιας δημιουργήθηκε μετά τη Δ’ Σταυροφορία η τριαρχία του Νεγροπόντε (Χαλκίδα, Κάρυστος και Ωρεός) που σταδιακά περιήλθε ολόκληρη στην επιρροή της Βενετίας. Η γενοβέζικη παρουσία με την οικογένεια Ζαχαρία είχε την ηγεμονία της Χίου, μέχρι το 1329 που ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, την ίδια στιγμή που στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι κατείχαν ακόμη το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Στην Αττική οι Καταλανοί διοικούσαν το δουκάτο των Αθηνών από το 1311, έχοντας θέσει την ηγεμονία τους υπό το στέμμα της Αραγωνίας, ενώ η Παλατινή κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου βρισκόταν υπό τους Ανδεγαυούς από το 1325. Οι Ιωαννίτες ήταν εγκατεστημένοι πλέον στη Ρόδο από το 1310 έχοντας επεκταθεί και στα γύρω νησιά, ενώ τέλος η Κύπρος από το 1192 ήταν βασίλειο το οποίο κυβερνούσαν μέλη της δυναστείας των Λουζινιανών. Οι δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών εντάθηκαν εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτιλιακών κρατών, της Βενετίας και της Γένοβας. 



Οι Τούρκοι του Αϊδινίου διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Καταλανούς και η ανανέωση της συμμαχίας τους το 1325 επιδείνωσε τις σχέσεις που είχαν οι τελευταίοι με τους ανταγωνιστές τους Βενετούς. Το συγκεκριμένο εμιράτο που προηγουμένως είχε συνεργαστεί στενά με τον αναπληρωτή διοικητή του Δουκάτου Αθηνών, Αλφόνσο Φαντρίκουε, άρχισε να αποκτά αυξημένη ισχύ και σημαίνοντα ρόλο. Αυτό προκάλεσε την συσπείρωση των αντιπάλων σε ένα κοινό μέτωπο και έτσι ο Ανδεγαυός Ιωάννης της Γκραβίνα, ο άρχων της Χίου Μαρτίνος Ζαχαρίας και ο Νικολό Σανούντο του δουκάτου Νάξου μαζί με τους Βενετούς δημιούργησαν μια πρόσκαιρη συμμαχία. Οι επιθέσεις των Τούρκων σε Χαλκίδα και Νάξο ήταν αυτές που γέννησαν την ιδέα στους Βενετούς να συνασπίσουν μια ακόμα ευρύτερη αντιτουρκική συμμαχία. Νέες επιθέσεις στο φρούριο Δαμάλα της Χίου το 1327 και η αποβίβαση στρατευμάτων στη Χαλκίδα, ενέτειναν τις προσπάθειες των Βενετών να θέσουν Βυζαντινούς, Ιωαννίτες και τον Μαρτίνο Ζαχαρία στην από κοινού οργάνωση επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θηβών πήγε στη Βενετία για ζητήσει τη βοήθεια και άλλων δυνάμεων της Δύσης. Οι Βενετοί τον Απρίλιο του 1331 σύνηψαν συμμαχία με τους Καταλανούς και τον ίδιο μήνα ο Μαρίνο Μοροζίνι, δούκας της Κάντια, υπέγραψαν συνθήκη με τον επικεφαλή του εμιράτου του Μεντεσέ, Ορχάν. Οι δίαυλοι του εμπορίου που άνοιξαν ξανά στη Μικρά Ασία έδωσαν ενίσχυση στα σχέδια των Βενετών να αφοσιωθούν στην αντιμετώπιση του Αϊδινίου.
Ελαφρύ σκάφος στο Αιγαίο τον 14ο αιώνα. Στις ναυμαχίες
που έλαβαν μέρος εκείνον τον αιώνα τα μικρότερα σκάφη απάρτιζαν
μεγάλο μέρος των στόλων, ιδίως σε αυτούς των Τούρκων



Οι προετοιμασίες και η σύγκρουση. Η ιδέα για σταυροφορία που υπήρχε στα σκαριά το 1327 ενισχύθηκε περεταίρω όταν ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ πρότεινε στο Γάλλο βασιλιά Φίλιππο ΣΤ’ να οργανώσει μια με τη συμμετοχή και των άλλων ισχυρών κρατών της Δύσης. Οι Βενετοί πρότειναν την αποστολή 20.000 ιππέων και 50.000 πεζών που θεωρούσαν ως απαραίτητη δύναμη για την εξασφάλιση της επιτυχίας, ενώ η δικιά τους συνεισφορά θα ανερχόταν στα 100 πλοία, πολεμικών και ιππαγωγών. Προσπάθησαν να τραβήξουν την προσοχή του Γάλλου βασιλιά λέγοντάς του ότι η καταστροφή των Τούρκων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Η άρνηση του Γάλλου βασιλιά έκανε τα σχέδια να ναυαγήσουν. Οι Τούρκοι συνέχισαν τις επιδρομές σε τέτοια ένταση ώστε τον Μάρτιο του 1332 ο δούκας της Νάξου, Νικολό Σανούντο, έκανε ξεχωριστή συνθήκη δίνοντας φόρο υποτελείας και το παράδειγμά του ακολούθησε και η Χαλκίδα. Η τακτική αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της τουρκικής επέκτασης. Η σχετικά χαλαρή υποτέλεια έδινε τη θέση της αργά ή γρήγορα στην απώλεια της ανεξαρτησίας με την προσάρτηση. 




Η αντίδραση της Βενετίας ήταν να αναζητήσει συμμάχους από τα τουρκικά μπεηλίκια και οι Τούρκοι από τα μπεηλίκια του Γκερμιγιάν, που είχαν έδρα στην Κιουτάχεια και του Μεντεσέ ανταποκρίθηκαν θετικά. Στον πόλεμο κατά των Τούρκων του Αϊδινίου επάνδρωσαν τον Νοέμβριο του 1333 10 γαλέες με επικεφαλή τον Μαρίνο Μοροζίνι. Ο χρονικογράφος του 14ου αιώνα Πέτρο Ιουστινιάνι αναφέρει ότι προκάλεσε αρκετές επιδρομές στους Τούρκους με ιδιαίτερη επιτυχία. Τα γεγονότα αυτά ενθουσίασαν τους Βενετούς που συγκρότησαν νέο στόλο από 10 γαλέες, 12 ιππαγωγά και άλλα μικρότερα σκάφη, αυτή τη φορά θέτοντας ως επικεφαλή του στόλου τον Πιέτρο Ζένο, μπαΐλο (πρέσβη) της Βενετίας. Αρχές Μαρτίου του 1334 ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ’ μπήκε επίσημα πλέον στη συμμαχία της «Ιερής Ένωσης» (Sancta Unio) με 6 γαλέες.
Οικόσημα του Βασιλείου της Κύπρου πάνω από την
εσωτερική πύλη του κάστρου. Αριστερά το οικόσημο
του οίκου Λουζινιάν.Το βασίλειο της Κύπρου επί
 βασιλείας Ούγου Δ’ συνέβαλε στις
 επιχειρήσεις κατά των Τούρκων (Κάστρο Κερύνειας, Κύπρος). 


Η προτεινόμενη εκστρατεία θεωρήθηκε ότι θα επείχε θέση ενός primum passagium (προκαταρκτικής εκστρατείας) που θα προετοίμαζε το έδαφος για μια πλήρως οργανωμένη σταυροφορία. Ακολούθησαν μικροσυμπλοκές στη Μονεμβασιά και νοτιοδυτικά του Μυστρά. Τα σημεία των αψιμαχιών δείχνουν καταφανώς πόσο ανεξέλεγκτοι είχαν γίνει οι Τούρκοι πειρατές που έφταναν ως τα σύνορα με το Ιόνιο. Η αντεπίθεση των Λατίνων τους ανάγκασε να επιστρέψουν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί τον Οκτώβριο του 1334, στον κόλπο του Αδραμυττίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Τρωάδας, συνάντησαν τον υπολογίσιμο στόλο από το Εμιράτο Περγάμου με επικεφαλή τον Σούτζα αλ Ντιν Γιαξή, το γιο του εμίρη, ο οποίος όπως μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός ασχολούταν συχνά με το δουλεμπόριο. Στη σφοδρή σύγκρουση που ακολούθησε οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος χάνοντας 100-150 γαλέες και μικρότερα πλοιάρια καθώς και 3.000-5.000 άνδρες. Οι επιζώντες και οι επικεφαλής των Τούρκων σφαγιάστηκαν. 




Μετά τη νίκη τους οι Βενετοί σχεδίασαν τις επόμενες κινήσεις τους. Ο θάνατος όμως του πάπα Ιωάννη ΚΒ’ ακύρωσε κάθε προετοιμασία. Ο διάδοχός του, ο Βενέδικτος ΙΒ’ δεν ήταν ένθερμος οπαδός των σταυροφοριών και έτσι οι οργανωμένες ενέργειες της «Ιερής Ένωσης» διακόπηκαν, αν και οι Βενετοί συνέχισαν τον πόλεμο με τους Τούρκους. Η πανωλεθρία στο Αδραμύττιο ανέκοψε τις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων στο Αιγαίο και επέλεξαν να συμβιβαστούν υπογράφοντας μια νέα συνθήκη το 1337 με τη Βενετία. Αυτή τη φορά τα εμιράτα του Μεντεσέ και του Αϊδινίου συμφώνησαν με τον δούκα της Κάντια, Μαρίνο Μοροζίνι να μη συνεχιστούν οι επιδρομές των Βενετών στα παράλια των εμιράτων τους με πλούσια οικονομικά και εμπορικά ανταλλάγματα.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)
Βιβλιογραφία
P.W. Edbury, ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ 1191-1374, μτφρ. Α. Νικολάου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2003.

J. Harris,C. Holmes, E.Russel, BYZANTINES, LATINS AND TURKS IN THE EASTERN MEDITERRANENAN WORLD AFTER 1150,Oxford, 2012.
K.M. Setton, THE PAPACY AND THE LEVANT (1204-1571),vol.I, THE THIRTEEN AND FOURTEEN CENTURIES, American Philosophical Society, Philadelphia, 1976.
E. Zachariadou, TRADE AND CRUSADE, VENETIAN CRETE AND THE EMIRATES OF MENTESHE AND AYDIN (1300-1415), Venice, 1983.
L. Paul, L’ EMIRAT D’ AYDIN, BYZANCE ET L’ OCCIDENT, RECHERCHES SUR  LA GESTE D'UMUR PACHA, Presses universitaires de France, Paris, 1957.
A. Luttrell, THE HOSPITALLERS IN CYPRUS, RHODES, GREECE AND THE WEST 1291-1440, Great Britain and USA, 1979.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Η πολιορκία της Σμύρνης (1402). Οι Ιωαννίτες αντιμετωπίζουν τον Ταμερλάνο.



Ο Οθωμανός σουλτάνος, επονομαζόμενος «κεραυνός», Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια, και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν. Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. Ο ασταμάτητος Βαγιαζήτ είχε όμως να αντιμετωπίσει έναν ακόμη, τρομερό αντίπαλο. Οι τουρκο-μογγόλοι Τιμουρίδες υπό τον Τιμούρ ή αλλιώς Ταμερλάνο απάντησαν στις εκκλήσεις των Τούρκων εμίρηδων για βοήθεια. Εκστράτευσαν λοιπόν, κατέλαβαν τη Σεβάστεια και συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στρατό στην Άγκυρα. Στην τρομερή μάχη που διεξήχθη οι Οθωμανοί νικήθηκαν και ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίσθηκε.

Ο αρχηγός των Τιμουρίδων έχοντας να αντιμετωπίσει στα μετόπισθεν στην Κίνα την δυναστεία των Μίνγκ, ήταν σε δίλημμα να αποφασίσει αν θα συνέχιζε την πορεία του στη Μικρά Ασία για λίγο ακόμη. Τελικά, προκειμένου να γίνει «ο αληθινός υιός του Παραδείσου», ένας γαζής μαχητής της πίστης, ο Τιμούρ επέλεξε να επιτεθεί στη Σμύρνη διότι έτσι συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους από τους ευσεβείς μουσουλμάνους που τον κατηγορούσαν ότι με την αποδυνάμωση των Οθωμανών, προκάλεσε ένα θανατηφόρο χτύπημα στις ισλαμικές κατακτήσεις. Όντας ικανότατος διπλωμάτης, ο Τίμουρ μετέτρεψε την εκστρατεία της Ανατολίας σε έναν ιερό πόλεμο εναντίων των Χριστιανών, να κατακτήσει τη Σμύρνη και να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι Οθωμανοί.
Περσική μικρογραφία που απεικονίζει την
 πολιορκία της Σμύρνης του 1402,
από ένα χειρόγραφο της Ζαφαρανάμα
 (1467), μια βιογραφία του Τιμούρ. 

Τέλη του Οκτωβρίου του 1402, οι Ιωαννίτες συζητούσαν στη Ρόδο εάν θα έπρεπε να ρίξουν το κύριο βάρος τους στη Σμύρνη ή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αποφάσισαν ότι η άμυνα της Ρόδου και της Σμύρνης θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα και ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις του τάγματος δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για άλλες επιχειρήσεις, εκτός και αν περίσσευαν χρήματα από τις ανάγκες της Ρόδου και της Σμύρνης, το τελευταίο χριστιανικό κάστρο στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Όπλα, προμήθειες, χρήματα και ενισχύσεις έφταναν συνεχώς στο λιμάνι ενώ το ηθικό της φρουράς ήταν σε υψηλό επίπεδο. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο μοναχός και Ιωαννίτης ιππότης Ινίγκο ντε Αλφάρο με καταγωγή από την Αραγονία, έχοντας δίπλα του μόλις 200 ιππότες του τάγματος και τους κατοίκους της Σμύρνης.

Αποχωρώντας από την Κιουτάχεια ο Τιμούρ συνέχισε την πορεία του, ενισχυόμενος καθ’ οδόν από τους εμίρηδες Αμίρ Σουλεϊμάν και Σουντζούκ και κατέλαβε αμέσως το Αλτιντάς, νότια της Κιουτάχειας. Με τον Γκιουζέλ Χισάρ του Αϊδινίου βάδισε προς την Έφεσο την οποία κατέλαβε και στρατοπέδευσε στην πόλη Μεντερές, ανάμεσα από την αρχαία πόλη του Κολοφώνα και τη Σμύρνη. Επιθυμώντας να αποφύγει τους κινδύνους μιας πιθανής μακράς πολιορκίας έστειλε πρέσβη να καλέσει τους ιππότες να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ και να του αποτίσουν φόρο. Φυσικά, οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, αποφασισμένοι να αμυνθούν μέχρι το τέλος και έτσι, προχώρησε και έφτασε με όλες τις δυνάμεις του στην πόλη στις 2 Δεκεμβρίου 1402. Αποφάσισε να πραγματοποιηθεί γενική επίθεση από την αρχή.
Ιωαννίτες ιππότες μάχονται με Σαρακηνους.
Στη Σμύρνη πολέμησαν με το γνωστό πολεμικό μένος
αλλά ήταν απελπιστικά ολιγάριθμοι.

Οι καταπέλτες έριχναν λίθινους ογκόλιθους ακατάπαυστα την ίδια στιγμή που τα στρατεύματά του πραγματοποιούσαν εφόδους και οι σκαπανείς έσκαβαν λαγούμια για να υπονομεύσουν τα τείχη. Ο Τιμούρ διέταξε να χτιστεί μια σταθερή πλατφόρμα με ξύλα, προκειμένου να μπλοκάρει την είσοδο και έξοδο των σταυροφόρων από το λιμάνι, μια διαδικασία που διήρκησε 3 μέρες. Μετά από μερικές μέρες πολιορκίας κατά τη διάρκεια της οποίας διεξήχθησαν σκληρές μάχες στα τείχη της πόλης, κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τον Τιμούρ από τους, Πέρσες στην καταγωγή, σουλτάνο Μοχάμεντ και σάχη Μιράν. Νέες επιθέσεις στα τείχη της πόλης αποκρούστηκαν από τους λιγοστούς  ταλαιπωρημένους υπερασπιστές της Σμύρνης. 

Ο Πέρσης ιστορικός Σερίφ εντ Ντίν που ακολουθούσε τον Τιμούρ αναφέρει γλαφυρά τις σκηνές των μαχών που διαδραματίζονταν, με τους πολιορκητικούς κριούς να σφυροκοπούν τις πύλες, τους καταπέλτες να γκρεμίζουν τους πύργους, τις σκληρές μάχες σώμα με σώμα, τις πυκνές ανταλλαγές τοξευμάτων, τη χρήση υγρού πυρ, φλεγόμενων βελών ακόμα και βέλη με πυρίτιδα (προφανώς με τα πυραυλικά προωστικά της εποχής) χωρίς καμία ανάπαυση. Μια εξαιρετικά έντονη και συνεχή βροχόπτωση δημιούργησε ένα απόκοσμο πολεμικό σκηνικό. Την επόμενη μέρα οι ικανοί σκαπανείς των Τιμουρίδων υπονόμευσαν τα τείχη.Αμέσως πυροδοτήθηκαν οι δέσμες εκρηκτικών που τοποθετήθηκαν στο νευραλγικό σημείο. Τα τείχη ανασηκώθηκαν στον αέρα από την τρομερή έκρηξη, καλύπτοντας τους μαχητές στα ερείπια και οι αντίπαλοι εφόρμησαν αλαλάζοντας στα χαλάσματα και εισέβαλαν στην πόλη. Παρά τη σκληρή και απελπισμένη αντίσταση, οι ιππότες υποχώρησαν και αναζήτησαν σωτηρία στα πλοία που στάθμευαν στο λιμάνι. Ελάχιστοι από αυτούς τα κατάφεραν, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους Ινίγκο. Μερικά πλοία που έφτασαν για ενίσχυση έκαναν αναστροφή και αποχώρησαν. Ο χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος μάταια προσπάθησε να ξεφύγει, σφαγιάστηκε και η πόλη εκθεμελιώθηκε.

Βέλη με προωθητικά μέσα της εποχής.
Χρησιμοποιήθηκαν από τον Ταμερλάνο και στη Σμύρνη.
Ο Τιμούρ έκανε στροφή 180 μοιρών και έσπευσε προς Μεσοποταμία, την Περσία και από εκεί στη Σαμαρκάνδη όπου γιόρτασε 9 μήνες τις επιτυχίες του και προετοίμασε τον στρατό για νέες εκστρατείες σε Μογγολία και Κίνα. Οι Ιωαννίτες πλέον θα περιορίζονταν στις κτήσεις των Δωδεκανήσων όπου θα απέκρουαν τον 15ο αιώνα τις επιθέσεις των Μαμελούκων και Οθωμανών. Και τις δύο φορές αντιμετώπισαν επιτυχώς τον σουλτάνο της Αιγύπτου το 1444 και τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή το 1480. Το 1494 οι Ιωαννίτες δημιούργησαν ένα οχυρό στη χερσόνησο της Αλικαρνασσού και αποτέλεσαν έναν στόχο προτεραιότητας για τους Οθωμανούς. Το τέλος της κυριαρχίας τους στη Ρόδο ήρθε το 1522, όταν ένας τεράστιος στρατός του Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή πολιόρκησε επί 6 μήνες το κάστρο της Ρόδου. Μπροστά στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού κατέληξαν σε έντιμη συμφωνία αποχώρησης από το νησί και τους επετράπησαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα, τα τιμαλφή και τα θρησκευτικά κειμήλια που επιθυμούσαν.
*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259, Οκτώβριος 2018.