Ιστορία

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Ο «Λευκός Πόλεμος», συγκρούσεις και επιβίωση στις απόκρυμνες οροσειρές των Άλπεων.

 Η έκφραση «Λευκός πόλεμος» ( γερμανικά Gebirgskrieg - ορεινός πόλεμος-, ιταλικά Guerra Bianca) ή αλπικό μέτωπο, αναφέρεται στο σύνολο των στρατιωτικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στους αλπικούς τομείς του ιταλικού μετώπου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μέτωπο αυτό διεξήχθησαν μάχες σε όρη μεσαίου και μεγάλου υψομέτρου, κατά μήκος των νότιων συνόρων της ιστορικής περιοχής του Τυρόλου , των οποίων η πλειοψηφία (περίπου τα 2/3) διατρέχεται από οροσειρές που ξεπερνούν τα 2000 μέτρα υψόμετρο και φτάνουν τα 3.905. 

Από τους πρώτους μήνες το μέτωπο των Άλπεων έγινε εκ των πραγμάτων και πιο στατικό : χτίστηκαν  οχυρωμένες γραμμές, στα πλαίσια του δυνατού, που κάλυψαν κάθε κενό κατά μήκος του μετώπου, όπου ακόμη και οι υψηλότερες κορυφές καταλήφθηκαν και αξιοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν μια συνεχή και απρόσιτη αμυντική γραμμή. Οι μετωπικές επιθέσεις ήταν σχεδόν αδύνατες και εγκαταλείφθηκαν ως ιδέα σύντομα για να ξεκινήσουν οι συμπλοκές μικρών τμημάτων, πιο συχνά μεγέθους περιπολιών, και ένας υπόγειος πόλεμος, ειδικά στο μέτωπο των Δολομιτών (ΒΑ αλπική Ιταλία) όπου και οι δύο στρατοί άρχισαν να κατασκευάζουν σήραγγες και τις πάκτωναν με εκρηκτικά προκειμένου να προκαλέσουν την ανατίναξη των κορυφών και των θέσεων που κατείχε ο εχθρός. Αλλά ακόμη και αυτή η τακτική έπρεπε να εγκαταλειφθεί όταν, μετά την Αυστροουγγρική επίθεση και νίκης τους στο Καπορέτο , οι Ιταλοί πεζικάριοι ανακλήθηκαν τάχιστα για να ενισχύσουν τις  γραμμές στον ποταμό Πιάβε τελειώνοντας τις συγκρούσεις στο μέτωπο των Δολομιτών Αλπεων.

 Το γεγονός αυτό φάνηκε όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία στις 24 Μαΐου 1915, επτά -οκτώ τάγματα από τα τριάντα πέντε που στάθμευαν μεταξύ του Σαν Καντίντο και του Στέλβιο στάλθηκαν στο Μόντε Πιάνα και τις κοιλάδες του. Το Μόντε Πιάνα αποτελούσε μέρος του επιχειρησιακού τομέα της IV Στρατιάς με διοικητή τον υποστράτηγο Λουίτζι Νάβα. Στις 24 Μαΐου η Πιάνα καταλήφθηκε από δύο διμοιρίες του 96ου λόχου, του τάγματος Pieve di Cadore, του 7ου συντάγματος. Άλλοι Αλπινιστές του 67ου λόχου γύρω στις 08:30 χτυπήθηκαν από βλήμα πυροβολικού. Ήταν οι πρώτοι Ιταλοί που σκοτώθηκαν σε ένα βουνό που σε λιγότερο από δύο χρόνια θα μετρούσε 14.000 θύματα και από τις δύο πλευρές με μηδαμινές αλλαγές στη γραμμή του μετώπου. Πιο ΝΔ, στο Μόντε Κριστάλλο, επικρατούσε η ίδια στατική κατάσταση με αποτυχημένες επιθέσεις και από τις δύο πλευρές και την επιβίωση των στρατιωτών τον βασικό παράγοντα διατήρησης της γραμμής. Για παράδειγμα, στις 27 Νοεμβρίου του 1915, οι Βερσαλιέροι που αποτέλεσαν μέρος επίθεσης σε εκείνον τον τομέα είχαν 140 απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες και 318 σε νεκρούς από το δριμύ ψύχος. Στο πιο ανατολικό άκρο, στο Κρόντα Ρόζα ντι Σέστο, οι Αυστ/οι κατάφεραν και κατέλαβαν τα σημεία με τη βοήθεια μικρού τμήματος Γερμανών Αλπινιστών.  Όμως, στις 7 Ιουλίου το ιταλικό πυροβολικό κατέστρεψε το καταφύγιο Zsigmondy και τον Αύγουστο ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την άνω κοιλάδα Fiscalina, ωθώντας μέχρι την κορυφογραμμή Zsigmondy και παρά τις τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν να πάρουν την κορυφή των 3.042 μέτρων (!) του όρους Ποπέρα.

Άλλα σημεία ήταν τα απόκρυμνα Τρε τσίμε ντι Λβαρέντο και το Σάσσο ντι Σέστο, με συμπλοκές μικρών ομάδων και των δύο πλευρών από ορειβάτες και χιονοδρόμους, το Κολ ντι Λάνα, καθώς και το πέρασμα Φαλτσαρέγκο. Στο τελευταίο, μετά από μερικές ατελέσφορες επιθέσεις, οι Ιταλοί το 1916 αποφάσισαν να σκάψουν μια σήραγγα 500 μέτρων από τις θέσεις τους μέχρι τους πρόποδες της προεξοχής του βουνού που βρίσκονταν από πάνω οι αντίπαλες οχυρώσεις και τη γεμίσανε με 35 τόνους (!) εκρηκτικών. Με περισσή αυτοπεποίθηση για την επικείμενη νίκη τους, κλήθηκαν στο σημείο ο στρατηγός Καντόρνα και ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ προκειμένου να παρακολουθήσουν την έκρηξη την αμέσως μετά ταχεία επίθεση από τα ιταλικά στρατεύματα που ήταν έτοιμα σε μια άλλη σήραγγα για να ξεχυθούν.  Η επίθεση στις 11 Ιουλίου ήταν μόνο εν μέρει επιτυχής. Οι Ιταλοί κατάφεραν να πάρουν τη νότια πλευρά του Καστελέττο, αλλά είχαν πολλές απώλειες από το μονοξείδιο του άνθρακα που εισέπνευσαν οι στρατιώτες μετά την έκρηξη αλλά και τις συνεχείς κατολισθίσεις σε δεύτερο χρόνο από την τεράστια έκρηξη. Η ίδια τακτική εφαρμόστηκε και τον Ιούνιο του επόμενου έτους (στις 20 Ιουνίου 1917) όπου οι Ιταλοί κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν 32 τόνους δυναμίτη σε σήραγγα 1 χλμγια να ανατινάξουν την κορυφή του Piccolo Lagazuoi ύψους 2668 μέτρων. Παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι Αυστρο-Ούγγροι, αυτοί συνήλθαν εγκαίρως και ήταν ακόμη σε θέση να συγκρατήσουν τους επιτιθέμενους με πυκνά πυρά πολυβόλων.

 «La Domenica del Corriere», οπισθόφυλλο 3-10/10/1915, A. Beltrame.
Ιταλοί στρατιώτες ανεβάζουν ορεινό πυροβόλο σε μια βουνοπλαγιά.



Χάρτης που αποτυπώνει με λεπτομέρεια την αυστροιταλική
συνοριακή γραμμή η οποία διέσχιζε τις διάφορες βουνοκορφές.

Έτερο μέτωπο ήταν αυτό στο Ανταμέλλο-Πρεσανέλλα, το οποίο βρισκόταν στα δυτικά όρια του μετώπου, όπου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποσύρθηκαν μετά την ήττα στο Καπορέτο, όπως στους Δολομίτες και αλλού, και οι μάχες συνεχίστηκαν το 1918. Η κύρια επιχείρηση του έτους σε αυτόν τον τομέα, γνωστή ως «η Λευκή Μάχη», έλαβε χώρα μεταξύ 25 και 28 Μαΐου. Επτά τάγματα ιταλικών στρατευμάτων μαζί με τους επίλεκτους Αρντίτι , πολυβολητές και περίπου 200 πυροβόλα επιτέθηκαν και κατέλαβαν τον παγετώνα Πρέσενα και τις κοντινές κορυφές. Τέλος, το πιο απόκρυμνο σημείο από όλα τα παραπάνω, ήταν στον τομέα Ortles-Cevedale. Οι κορυφές εκεί ήταν κατά μέσο όρο 500 μέτρα υψηλότερες από τους άλλους τομείς, και είχαν τις πιο ακραίες συνθήκες από όλα τα πεδία μάχης των Άλπεων. Το έδαφος εδώ ήταν επίσης ασυνήθιστα σκληρό, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την κατασκευή τάφρων και σηράγγων. Αυτές οι συνθήκες καθιστούσαν σχεδόν αδύνατο για κάθε πλευρά να πραγματοποιήσει μια αποφασιστική επίθεση και το μέτωπο ήταν τελείως στατικό. Η μεγαλύτερη σύγκρουση εδώ ήταν η μάχη του Σαν Ματέο , η οποία έλαβε χώρα το 1918 (13 Αυγούστου- 3 Σεπτεμβρίου) στην Πούντα Σαν Ματέο (3.678 μέτρα). Αυτή ήταν η μάχη στο υψηλότερο υψόμετρο που παρατηρήθηκε οπουδήποτε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εμπλεκόμενες μονάδες ήταν Ιταλκοί Αλπινιστές των 307/08 λόχων του Τάγματος «Monte Ortler» και ορεινού Αυστροουγγρικού πεζικού «Kaiserschützen». Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των εμπλεκομένων, η νίκη που έστεψε τελικά τα Αυστ/κά όπλα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 17 Αυστρ/ων και 10 Ιταλών.

Όπως ήταν φυσικό, η σύγκρουση χαρακτηρίστηκε κυρίως από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες όσον αφορά  το κλίμα, το χιόνι και τις δυσχέρειες εφοδιασμού και των δύο στρατών. Την τιτανια προσπάθεια που απαιτούσε η μεταφορά του πυροβολικού στις κορυφές των βουνών- ίσως ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα όλου του Λευκού Πολέμου- ενώ οι συνθήκες διαβίωσης των στρατιωτών ήταν πιθανώς από τις πιο απαγορευτικές και δύσκολες του όλου πολέμου. Η ίδια η φύση των ψηλών βουνών,  αφενός προσέφερε φυσικά καταφύγια, αφετέρου επιβάρυνε την αντοχή των στρατιωτών, οι οποίοι έπρεπε να πολεμήσουν όχι μονάχα εναντίον του εχθρού αλλά κυρίως εναντίον των στοιχείων της φύσης. Πελώρια seracs (ογκώδη τμήματα πάγου, εξαιρετικά επικίνδυνα), μανιασμενες χιονιοθύελλες, συνεχείς χιονοστιβάδες, πείνα και φυσικά μόνιμα κρυοπαγήματα από τις θερμοκρασίες που έφταναν μερικές φορές 40 βαθμούς κάτω από το μηδέν προκάλεσαν περισσότερα θύματα από τις ένοπλες συγκρούσεις. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η επικράτηση σε αυτό το τμήμα του μετώπου αφορούσε τη δυνατότητα και τις αντοχές των τμημάτων να παραμείνουν στα σημεία τους. Χαρακτηριστική είναι η μεγαλύτερη μάχη του μετώπου όπου έπεσαν 14.000 άνδρες και από τις 2 πλευρές, αυτή της Μόντε Πιάνα, από τις 24 Μαΐου 1915 έως τις 22 Οκτωβρίου 1917 όπου και η γραμμή παρεμεινε σχεδόν ίδια. 

Σε αυτά τα ψηλά βουνά, οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας είναι σημαντικές και πάνω από 2.500 μέτρα οι βαθμοί μείον του 0 στην κλίμακα Κελσίου αποτελούν φυσιολογικές τιμές ακόμη και το καλοκαίρι. Οι χειμώνες του 1916 και του 1917 ήταν από τους πιο χιονισμένους του αιώνα, με τις πλαγιές των βουνών να καλύπτονται από στρώματα 8 μέτρων χιονιού, περίπου τριπλάσιο μέγεθος από τον μέσο όρο. Για να παραμείνουν τα στρατεύματα σε μεγάλα υψόμετρα, αναγκάζονταν να σκάβουν και να καθαρίζουν συνεχώς το χιόνι. Ο  ιστορικός Heinz Lichem von Löwenbourg ανέφερε ότι : «Με βάση τις ομόφωνες αναφορές των μαχητών, ισχύει ο κατά προσέγγιση κανόνας ότι το 1915-1918, στο μέτωπο των Άλπεων, τα δύο τρίτα των νεκρών ήταν θύματα των στοιχείων της φύσης (κρυοπαγήματα, κατολισθήσεις, κρυολογήματα, εξάντληση) και μόνο το ένα τρίτο θύματα εχθρικής στρατιωτικής δράσης. Για παράδειγμα, στις 13 Δεκεμβρίου 1916, συνέβησαν δεκάδες χιονοστιβάδες από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, οι οποίες  θεωρούνται πλέον ως ένα από τα πιο καταστροφικά γνωστά γεγονότα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ολόκληροι λοχοι  θάφτηκαν κάτω από το χιόνι. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, περίπου 5.000 στρατιώτες έπεσαν θύματα των χιονοστιβάδων. Το πρώτο τάγμα του Συντάγματος Kaiserschützen είχε 230 νεκρούς εκείνη την ημέρα και στον παγετώνα, στην τοποθεσία Μαρμολάντα, το ψηλότερο βουνό στους Δολομίτες , όπου μια χιονοστιβάδα σκότωσε μεταξύ 270 και 332 άνδρες.  Παρά την έκτασή της, η καταστροφή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, κυρίως για λόγους στρατιωτικού απορρήτου. Στη συγκεκριμένη τοποθεσία, οι Αυστριακοί είχαν σκάψει τόσες πολλές σήραγγες στα χαμηλά στρώματα του παγετώνα, ώστε ονόμασαν το σημείο «η πόλη ανάμεσα στους πάγους» της Μαρμολάντα.

Ιταλική γέφυρα από το Ριέντζο στην κορυφή της Μόντε Πιάνα. Είναι εμφανέστατος
ο διαρκής κίνδυνος των στρατιωτών από το περιβάλλον του μετώπου.

Αυστριακή περίπολος σε ρόλο παρατήρησης στα ψηλότερα βουνά του Τιρόλου.
Πηγή : Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Σλοβενίας, αρ. αν. 6CE9PLZJ.


Είσοδος αυστριακής σήραγγας σκαμμένης στο χιόνι του Monte Cristallo - Hohe Schneide ,
νότια του περάσματος Stelvio, 1917, κατά τη διάρκεια του «Λευκού Πολέμου». 

Αυστριακός στρατιώτης πάνω στη λεγόμενη «γέφυρα των στεναγμών»,
 στις αυστριακές σήραγγες κάτω από τον παγετώνα Μαρμολάντα, 25 Σεπτεμβρίου 1917.
Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Αυστρίας (https://onb.digital/result/BAG_15428250).


Σε αντίθεση με το μέτωπο στο Ισόντζο, στο οποίο συγκρούστηκαν μεγάλοι αριθμοί ανδρών, συχνά όχι ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι, ο «Λευκός Πόλεμος» χαρακτηρίζεται από τον χαμηλό αριθμό ανδρών στο μέτωπο, με άριστη κατάσταση και κατάρτιση και το γεγονός ότι ήταν εξοπλισμένοι με ό,τι καλύτερο που μπορούσε η τεχνολογία της εποχής να παρέχει προκειμένου να τους επιτραπούν να επιβιώσουν σε ένα τόσο εχθρικό για τον άνθρωπο περιβάλλον. Υπήρχαν διάφορα τμήματα που διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, όπως το τάγμα των Alpini Sciatori με επικεφαλής τον Nino Calvi, την ομάδα των ανιχνευτών Arditi του Val Zebrù ή την «Ιπτάμενη Περιπολο» του Joseph « Sepp» Innerkofler. Οι άνδρες αυτοί ήταν έμπειροι ορειβάτες, κυνηγοί και εξαιρετικοί σκοπευτές. Μόλις καθοριζόταν ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, απολάμβαναν πλήρη ελευθερία δράσης.

Λόγω της τεράστιας πίεσης και της στέρησης, και οι δύο πλευρές έπρεπε να αντιμετωπίσουν προβλήματα πειθαρχίας μέχρι και λιποταξίας . Στον Αυστροουγγρικό Στρατό , οι τσεχικές μονάδες ιδιαίτερα επηρεάστηκαν πολύ. Ο εθνικισμός και η διάδοση από την Αντάντ ενός ξεχωριστού τσεχικού έθνους -κράτους άρχισαν να έχουν αντίκτυπο. Η κακή κατάσταση εφοδιασμού των αυτοκρατορικών και βασιλικών μονάδων έκανε τα υπόλοιπα για να μειώσει το ηθικό. Στην περίπτωση των ιταλικών μονάδων, η (υπάρχουσα ακόμη) διαφορά μεταξύ των βορείων και των νότιων Ιταλών ήταν συχνά η αιτία της αυτομόλησης στον εχθρό. Οι Νότιοι Ιταλοί συχνά αντιμετώπιζαν τον πόλεμο ως «Πόλεμο της Ρώμης και του Βορρά» που δεν τους απασχολούσε.

Σε μια από τις δεκάδες συγκρούσεις ο Kaiserschütze (αυτοκρατορικό ορεινό πεζικό) Heinz von Lichem έγραφε το 1916 : «Εκεί πάνω, ο χειμώνας άρχισε ήδη στα τέλη Σεπτεμβρίου, όχι σε σιωπή και ειρήνη, [...] αλλά με τον τρομακτικό πόλεμο. [...] ο εχθρός δεν παραχώρησε ούτε την τελευταία ανάπαυση στους δικούς του πεσόντες, οι οποίοι έμειναν κατά εκατοντάδες μπροστά από τα συρματοπλέγματά μας μετά από τις αιματηρές επιθέσεις, και τους οποίους είχαμε θάψει επιτόπου. Τα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος ταρακουνουσαν το έδαφος νύχτα και μέρα, ανοίγοντας ξανά τους λάκκους..»

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Ύψωμα 203, Ρώσοι και Ιάπωνες μάχονται μανιασμένα κατά την πολιορκία του Πορτ Άρθουρ.

Στο σημείο αυτό εκτυλίχθηκαν οι πιο σημαντικές και σκληρές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πορτ Άρθουρ. Το ύψωμα αποτελούνταν από δύο κορυφές, 203 και 210 μέτρα ύψος με 140 μέτρα απόσταση μεταξύ τους, που συνδέονταν με μια απότομη κορυφογραμμή. Εκτός από τη φυσική οχυρή θέση με τις απότομες πλευρές, ενισχύθηκε με αμυντικά έργα από τους αμυνόμενους. Οι Ρώσοι υπερασπιστές του διοικούνταν από τον Συνταγματάρχη Τρετάκοφ, και αποτελούνταν από πέντε λόχους πεζικού με στοιχεία  πολυβόλων, έναν λόχο μηχανικών, μερικούς ναυτικούς και μια πυροβολαρχία. 

 Ο Ιάπωνας στρατηγός Νόγκι σχεδίασε και εκτόξευσε την πρώτη επίθεση πεζικού εναντίον του λόφου στις 20 Σεπτεμβρίου αλλά βρήκε τις οχυρώσεις αδιαπέραστες, με μικρές μόνο ζημιές από το ιαπωνικό πυροβολικό και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις 22 Σεπτεμβρίου με πάνω από 2500 θύματα. Στη συνέχεια, επανέλαβε τις προσπάθειές του να σπάσει τις οχυρώσεις στο Πορτ Άρθουρ σε άλλες τοποθεσίες, σε μια εξαήμερη επίθεση στα τέλη Οκτωβρίου, η οποία κόστισε στους Ιάπωνες 124 επιπλέον αξιωματικούς και 3611 άντρες και μια επιπλέον αποτυχία. Τα νέα αυτής της ήττας πυροδότησαν την οργή στην Ιαπωνική λαϊκή γνώμη εναντίον του Νόγκι ο οποίος σώθηκε από το στρατοδικείο μόνο με την, άνευ προηγουμένου, προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα. 

 Ιάπωνες και Ρώσοι σε μια από τις αιματηρές συγκρούσεις στο Ύψωμα 203 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πορτ Αρθουρ, 1 Αυγούστου 1904- 2 Ιανουαρίου 1905.


Ωστόσο, ο στρατάρχης Ογιάμα Ιβάο έστειλε τον στρατηγό Κοντάμα να υποχρεώσει τον Νόγκι να αναλάβει δράση ή αλλιώς να τον απαλλάξει από τη διοίκηση. Μετά από ένα σφυροκοπημα από κάθε πυροβόλο καθώς και από τα νέα Άρμστρονγκ των 11 ιντσών, από τις 17 έως τις 24 Νοεμβρίου, δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρήγματα με μια γενική επίθεση να προγραμματιζεται για τη νύχτα της 26ης Νοεμβρίου. Η επίθεση θα ξεκινούσε από 2600 άντρες που θα «άνοιγαν» τα ρήγματα και θα είχαν τις πιο πολλές απώλειες. Η μετωπική έφοδος κατέληξε σε λουτρό αίματος. Οι επίσημες ιαπωνικές αναφορές έκαναν λόγο για 4.000 απώλειες μόνο εκείνη τη μέρα, αλλά πιθανόν οι πραγματικές να έφταναν το διπλάσιο. Αιχμή της επίθεσης ήταν η «Ταξιαρχία Αυτοκτονίας» Shirodasukitai ή αλλιώς «Ταξιαρχία Λευκής λωρίδας» από τις λευκές λωρίδες που έφεραν χιαστί οι στρατιώτες για την αποφυγή φιλιων απωλειών. Το τμήμα των 2.600-3.100 ανδρών είχε απώλειες περίπου 90% (!). 

Ιάπωνες της «Ταξιαρχίας Αυτοκτονίας» με τις 
χαρακτηριστικές λευκές χιαστί λωρίδες.


Ο σκληροτραχηλοι Ρώσοι ήταν επίσης στα όριά τους. Ο στρατηγος Κοντρανένκο τοποθέτησε σκοπευτές για οποιονδήποτε προσπαθούσε να εγκαταλείψει τη θέση του.

 Με μεγάλα ψυχικά αποθέματα, στις 08:30 στις 28 Νοεμβρίου και τεράστια υποστήριξη πυροβολικού, τα ιαπωνικά στρατεύματα προσπάθησαν και πάλι. Πάνω από χίλια βλήματα των 230 κιλών από τα πυροβόλα των 11-ιντσών (280 χλστ) ερρίφθησαν σε μια μέρα για να υποστηρίξουν αυτήν την επίθεση. Οι Ιάπωνες έφτασαν μέχρι τη ρωσική γραμμή από συρματοπλέγματα το ξημέρωμα και κράτησαν τις θέσεις τους και την επόμενη μέρα, στις 29 Νοεμβρίου, ενώ το πυροβολικό τους συνέχιζε τον ανηλεη  βομβαρδισμό. Οι απώλ

Το ύψωμα 203, στις 14 Δεκεμβρίου 1904.

ειές τους ήταν τρομερές. Εκτυλίχθηκαν μάχες σώμα με σώμα με τους Ρώσους υπερασπιστές να χρησιμοποιούν χειροβομβίδες και πολυβόλα πάνω στη μάζα των Ιαπωνών στρατιωτών και στη συνέχεια να παίρνουν τον λόγο οι ξιφολογχες. Στις 30 Νοεμβρίου, μια μικρή ομάδα Ιάπωνων κατάφερε να τοποθετήσει την ιαπωνική σημαία στην κορυφή του λόφου, αλλά το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου, οι Ρώσοι τους πέταξαν πίσω. Ψυχικά ράκος ο Νογκι παρέδωσε ουσιαστικά τη διοίκηση στον Κονταμα. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει γι αυτόν. Ο Νόγκι,είχε την πίκρα να μάθει ότι ο τελευταίος γιος του εν ζωή είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της τελικής επίθεσης στο λόφο.


Η μάχη συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες με την ίδια σφοδροτητα ο έλεγχος της κορυφής άλλαξε χέρια αρκετές φορές. Τελικά , στις 10:30 στις 5 Δεκεμβρίου, μετά από έναν ακόμη μαζικό βομβαρδισμό πυροβολικού κατά τον οποίο τραυματίστηκε σοβαρά ο Ρώσος συνταγματάρχης Τρετάκοφ, οι Ιάπωνες κατάφεραν να φτάσουν και να καταλάβουν το ύψωμα 203, βρίσκοντας μόνο μια χούφτα υπερασπιστών που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δύο αντεπιθέσεις των Ρώσων απέτυχαν, και μέχρι τις 17:00, το ύψωμα 203 είχε διασφαλιστεί. 

 Οι Ρώσοι, που δεν είχαν πάνω από 1.500 άντρες στο λόφο κάθε στιγμή, είχαν πάνω από 6.000 νεκρούς και τραυματίες. Το τίμημα για τους Ιάπωνες ήταν σαφώς βαρύτερο καθώς ο τελικός απολογισμός συμπεριλαμβανε 15 με 19 χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Επιχείρηση «Φρειδερίκος II», 22-26 Ιουνίου 1942. Οι Γερμανοί αποτελειώνουν την ομάδα στρατιών «Νοτιοδυτικό Μέτωπο» ως στρατιωτικό σχηματισμό.

Γερμανικά άρματα μάχης κοντά στο Χάρκοβο τον Μάιο του 1942.


Παρ' όλο που οι Σοβιετικοί είχαν υποστεί μια ήττα πρώτου μεγέθους κατά την αποτυχημένη επίθεση στο Χάρκοβο, τη «δεύτερη μάχη του Χαρκόβου» κατείχαν ακόμα σημαντικές θέσεις και δυνάμεις οι οποίες έπρεπε να εξαλειφθούν προκειμένου να δημιουργηθεί ο διάδρομος για τη μεγαλεπήβολη επιχείρηση «Μπλε»-Fall Blau. Οι αντικειμενικοί σκοποί που προβλέπονταν για τη  «Φρειδερίκος II» ήταν η περικύκλωση της 9ης και 38ης Σοβιετικής Στρατιάς στα βόρεια και ανατολικά του Ιζιούμ και η προώθηση της 1ης ΤΘ Στρατιάς ( Panzerarmee) περίπου 30 μίλια (48 χλμ.) προς τα ανατολικά ώστε να φτάσει στο σημείο εκκίνησης για το «Blau II» στον ποταμό Όσκολ στην περιοχή κάτω από το Κουπιάνσκ.


Στην απέναντι όχθη του μετώπου, οι Σοβιετικοί ανέμεναν τη γερμανική αντεπίθεση. Στις 29 Μαΐου, οι τρεις επικεφαλής, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αργότερα ευρύτερα γνωστός Νικίτα Χρουστσώφ, έστειλαν στην Στάβκα μια εκτίμηση της κατάστασης, στην οποία έκαναν λόγο για νέες γερμανικές επιθέσεις σε πέντε έως δέκα ημέρες. Αν και ο πολιτικός επίτροπος Τιμοσένκο θεώρησε ότι αυτές θα ήταν δευτερεύουσας σημασίας έχοντας κατά νου ότι βασικός στόχος ήταν η Μόσχα, εντούτοις έστειλε τον Χρουστσώφ στον Στάλιν προκειμένου να ζητήσουν ενισχύσεις όπως και ..παραδόξως έγινε.

Για τους Γερμανούς κλειδί της επιτυχίας ήταν η ταχύτητα. Οι λασπώδεις, από τις πρόσφατες βροχές, δρόμοι δεν ευνοούσαν και έτσι η επιχείρηση πήγαινε από αναβολή σε αναβολή: αρχικά στις 17, μετά στις 20 και εν τέλει στις 22 Ιουνίου. Κύριος γερμανικός σχηματισμός ήταν το 3ο ΤΘ ΣΣ , το οποίο επρόκειτο να επιτεθεί ανατολικά από την περιοχή του Τσουχουίβ στα ΝΑ προς την κατεύθυνση του Κουπιάνσκ και στη συνέχεια να στραφεί σχεδόν απευθείας προς τα νότια κατά μήκος του ποταμού Οσκόλ. Στο νότο, το 44o ΣΣ του στρατηγού Maximilian de Angelis και το 11ο ΣΣ επρόκειτο να διασχίσει τον ποταμό Ντόνετς στην περιοχή μεταξύ Ιζιούμ και τις εκβολές του ποταμού Οσκόλ και να συνεχίσει ΒΑ για να συναντήσει το 3ο ΤΘ ΣΣ στην περιοχή της Γκοροχόβατκα. Στοιχεία του 51ου Σώματος του στρατηγού Walter von Seydlitz-Kurzbach επρόκειτο να συνδράμουν βορειότερα.

Κατεστραμμένο σοβιετικό άρμα μάχης Τ-34 στην περιοχή
του Κουπιάνσκ.


Οι περιστάσεις οπως αναφέρθηκε δεν χωρούσαν νέα αναβολή και τα γερμανικά άρματα της 22ης ΤΘ Μεραρχίας ξεκίνησαν την προέλασή τους υπό βροχή. Αν και αρχικά υπήρξε αντίσταση, σύντομα αυτή εκτυλίχθηκε σε φυγή. Οι νωπές αποτυχίες του Μαϊου είχαν ρίξει τόσο το ηθικό των Σοβιετικών που το πρωί της επόμενης μέρας, στις 23/6, υποχωρούσαν σε όλο το μέτωπο μεταξύ του Κουπιάνσκ στα βόρεια και του Ιζιούμ στο νότο, βαδίζοντας προς τα ανατολικά, στην κατεύθυνση του ποταμού Οσκολ. Το βράδυ της ίδιας ημέρας το Κουπιάνσκ είχε πέσει. Το 44ο ΣΣ από την πρώτη κιόλας μέρα διέσπασε τις εχθρικές γραμμές και έστησε μάλιστα προγεφύρωμα. Για τις επόμενες 2 ημέρες οι Γερμανοί στρατιώτες αναλώθηκαν στην εκμηδένιση των θυλάκων που έμειναν πίσω και οποίοι δεν προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση. Μέχρι τις 26 Ιουνίου οι Γερμανοί είχαν εκκαθαρίσει τους τελευταίους θύλακες των σοβιετικών στρατευμάτων και η «συγκομιδή» αιχμαλώτων έφτασε τους 22.800 άνδρες .

Ο Μποκ συνεχάρη την 1η ΤΘΣ, λέγοντας: «Η Πρώτη Στρατιά Πάντσερ μπορεί να δει την τελευταία της νίκη με δικαιολογημένη υπερηφάνεια». Ο Κλάιστ πρόσθεσε τις δικές του ευχαριστίες «στους αξιωματικούς και τα στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένων των νεαρών συντρόφων μας από την Εργατική Υπηρεσία». Ενώ όμως τόσο ο φον Μποκ όσο και ο φον Κλάιστ εξέφρασαν την πλήρη ικανοποίησή τους για την ολοκλήρωση των δύο επιχειρήσεων, υπήρξαν ανάμεικτες αντιδράσεις στα υψηλότερα επίπεδα διοίκησης, καθώς οι μάχες κερδήθηκαν σχετικά εύκολα, αλλά είχαν συγκριτικά λίγους αιχμαλώτους. Σε συνομιλία με τον Χάλντερ, αρχηγό του γενικού επιτελείου Oberkommando des Heeres, ο φον Μποκ είπε ότι ίσως οι Σοβιετικοί περιμένουν τις ΗΠΑ να παρέμβουν σε μεγάλη κλίμακα τώρα που οι Αμερικανοί είχαν εμπλακεί στον πόλεμο για περισσότερο από έξι μήνες και είχαν αποφασίσει, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, να αποφύγουν τις μεγάλες ήττες και να υποχωρούν όποτε δινόταν η ευκαιρία εκμεταλλευόμενοι το τεράστιο στρατηγικό βάθος.






Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Η επέλαση της 4ης Ελαφράς Ταξιαρχίας Ιππικού πάνω στα οθωμανικά χαρακώματα στη μάχη της Μπεέρσεμπά.

 «Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι η επιχείρηση έπρεπε να γίνει πριν πέσει το σκοτάδι, γι' αυτό συμβούλεψα την επέλαση στο σημείο ως τη μοναδική μας ευκαιρία. Είχα κάποια εμπειρία από επιτυχημένες αιφνιδιαστικές επιθέσεις στα στρατόπεδα των Μπόερ στον πόλεμο της Νότιας Αφρικής.» *

Στις 31 Οκτωβρίου 1917 η 4η Ελαφρά Ταξιαρχία Ιππικού εκτέλεσε μια θρυλική επέλαση πάνω στα οθωμανικά χαρακώματα στη μάχη της Μπεέρσεμπά έχοντας αντί για σπαθες τις ξιφολόγχες τους στα χέρια. Η διαταγή ανέφερε να κραδαίνεται η ξιφολόγχη, η οποία έπρεπε να ακονιστεί τάχιστα, ως σπάθη πάρα να είναι προσαρμοσμένη στο τυφέκιο. Με εξαιρετική υποστήριξη πυροβολικού έπεσαν πάνω στους Οθωμανούς υπερασπιστές που ξεκίνησαν να βάλλουν προς τους καλπάζοντες ιππείς. Ξεκίνησε μια σκληρή μάχη μέσα στις γραμμές των χαρακωμάτων. Σύντομα ο εχθρός άρχισε να υποχωρεί απο την ορμητικότητα.



«Θεωρώ ότι η επιτυχία οφειλόταν στην ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε η επέλαση. Εξαιτίας του όγκου του πυρός που διέθεταν τα πολυβόλα και τα τουφέκια από την οχυρωμενη θέση του εχθρού, μια ασύντακτη  επίθεση θα είχε ως αποτέλεσμα πολύ μεγαλύτερο αριθμό απωλειών. Παρατηρήθηκε επίσης ότι το ηθικό του εχθρού κλονίστηκε πολύ από τα στρατεύματά μας που κάλπαζαν πάνω από τις θέσεις του, προκαλώντας έτσι στους τυφεκιοφόρους και τους πολυβολητές του να χάσουν κάθε έλεγχο της πειθαρχίας του πυρός.»**

« Ένα υπέροχο θέαμα ξεπήδησε ξαφνικά στα αριστερά μας, καθώς οι γραμμές των ιππέων κινούνταν. Οι Τούρκοι ήταν σε φυγή και η αυστραλιανή μεραρχία τους κυνηγούσε. Βλέπαμε τα άλογα να πηδούν στα χαρακώματα, σκόνη παντού.» ***Ενώ τα άλογα συνέχισαν τον καλπασμό, οι στρατιώτες αφίππευσαν συντονισμένα και επιτέθηκαν στα χαρακώματα και τις ξιφολόγχες , σκοτώνοντας μεταξύ 30 και 40 Οθωμανούς πριν οι υπόλοιποι παραδοθούν. Οι υπερασπιστές «πολέμησαν σκληρά, και ένας σημαντικός αριθμός δικών μας σκοτώθηκαν», ενώ μεταξύ αυτών σκοτώθηκαν και τέσσερις βετεράνοι της Καλλίπολης. 

Μαζί τα 4ο και το 12ο συντάγματα ελαφρύ Ιππικού πήραν 1.148 αιχμαλώτους, 10 πυροβόλα, τέσσερα πολυβόλα και μια τεράστια ποσότητα στρατιωτικού υλικού. Οι ιππείς είχαν 55 νεκρούς και 58 τραυματίες. «Η τιμή και η δόξα της εξασφάλισης της πόλης ανήκει στην 4η Ελαφρά Ταξιαρχία σε μια επίθεση ιππικού που σε φήμη κατατάσσεται ίση με αυτήν της Ελαφράς Ταξιαρχίας στην Μπαλακλάβα το 1854».




*Επιστολή του Ντόναλντ Κάμερον, επικεφαλής του 12ου Συντάγματος Ιππικού 1928 στον Αυστραλό ιστορικό E. W. Bean.

**Αντισυνταγματάρχης M. Bourchier, διοικητής του 4ου Συντάγματος Ιππικού.

*** Τζέιμς Μακ Κάρολ από το σημείο στο Τελ Ελ Σαμπά.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Επιχείρηση «Moduler», Αύγουστος-Νοέμβριος 1987.

Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης (διήρκησε από τις 4 Αυγούστου έως τις 30 Νοεμβρίου) στις 3 Οκτωβρίου οι δυνάμεις της Νοτίου Αφρικής προσπαθούσαν να ανακόψουν τους κομμουνιστές του FAPLA (Forças Armadas Populares de Libertação de Angola) και τους Κουβανούς για να περισωσουν τους πιεζόμενους άνδρες της UNITA (Εθνική Ένωση για την Ολική Ανεξαρτησία της Αγκόλα - Uniao Nacional para a Independencia Total de Angola). Κατά τη διάρκεια αυτών των μαχών, κατάφεραν να καταλάβουν έναν σοβιετικό Α/Α εκτοξευτη SA-8.



Τότε τον Οκτώβριο, το Νοτιοαφρικανικό 61ο ΜΚ Τάγμα και σε συνδυασμό σε δεύτερο χρόνο με τη SAAF κατέστρεψαν κυριολεκτικά ολόκληρη την 47η ΤΘ Ταξιαρχία της FAPLA και των Κουβανών. Είχαν υποκλέψει πιο πριν σήμα του εχθρού για την ώρα διάβασης ενός ποταμού και με αιχμή του δόρατος μερικά ΤΟΜΑ Ratel-90 επιτέθηκαν μανιασμενα. Κάθε προσπάθεια του FAPLA με χερσαίες δυνάμεις και με τα MIG για βοήθεια ή απαγκιστρωση της 47ης κατέληξε σε αποτυχία. Από τις 10.17 έως τις 12.00 και από τις 14.00 έως τις 17.00, η δύναμη των κομμουνιστών είχε εξοντωθεί. Πάνω από 600 στρατιώτες ήταν νεκροί και περίπου 10 άρματα μάχης και ΤΟΜΑ απωλεσθεντα. Οι Νοτιοαφρικανοί είχαν 1 μόλις νεκρό και 1 Ratel-90 εκτός μάχης.


Ο Γιόχαν Λέμαν, ένας αξιωματικός πληροφοριών της SAAF κατευθύνθηκε στην περιοχή καταμετρώντας τις ζημιές και τις απώλειες που υπέστη η 47η ΤΘ Ταξιαρχία με ένα προπορευόμενο τμήμα από το 32ο Τάγμα. Σαρώνοντας την περιοχή μέσα από τα κιάλια του στην ομίχλη, σε μια λασπώδη πεδιάδα κάτι κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον του. Παρατηρώντας πιο προσεκτικά, έμεινε έκπληκτος και αμέσως ανέφερε στον ασύρματο ότι είχε δει ένα SA-8.


Τότε, ο Λέμαν και ο λοχαγός Πιέτ βαν Ζυλ προχώρησαν στην πεδιάδα και βρήκαν το Α/Α σύστημα κολλημένο στην παχιά λάσπη. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Πιέτ βαν Ζυλ πηδηξε σε ένα επίσης εγκαταλελειμμένο σοβιετικό άρμα μάχης Τ-55 του FAPLA που ήταν παραδίπλα και διαπίστωσε ότι ακόμα ήταν λειτουργικό. Η 21η Ταξιαρχία του FAPLA που ήταν δίπλα, επίσης μαζί με Κουβανούς, ξεκίνησε με μεγάλη νευρικότητα ένα μπαράζ πυροβολικού με ό,τι διέθετε προκειμένου να μην πέσει λειτουργικό το σύστημα στον εχθρό. Τάχιστα, οι νοτιοαφρικανοί έδεσαν το άρμα μάχης με το σύστημα SA-8 για να το τραβήξουν μέσα από την πεδιάδα, σε απόσταση 2 χλμ ανοιχτού πεδινού πεδίου εως τα πρώτα δέντρα. Και τα κατάφεραν. Παρά μερικές απώλειες προσωπικού το Α/Α περιήλθε επιτέλους στα χέρια τους μαζί με το άρμα.


Το γεγονός αυτό, προκάλεσε τεράστιο σοκ και ενδιαφέρον για τη Δύση και τις ΗΠΑ ειδικότερα, προκειμένου να μάθουν τις ικανότητες του συστήματος, τις αδυναμίες του και καθετί έως τότε απόρρητο. Στο αποκορύφωμα του ψυχρού πολέμου κανείς στη Δύση δεν είχε βρεθεί κοντά σε έναν από αυτο, αποτελούσε ένα σοβιετικό πυραυλικό σύστημα «Άκρως Απόρρητο» εκείνη την εποχή και η ικανότητά του ένα ομιχλώδες μυστήριο για τις δυτικές δυνάμεις.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

Επιχείρηση «Fall Weiß», 20 Ιανουαρίου με 9 Μαρτίου 1943 (Επιχείρηση «Λευκό»). Ο Τίτο «ματώνει» αλλά διαφεύγει.

Το αντάρτικο στη Γιουγκοσλαβία ήταν  εξαιρετικά σκληρό και αιματηρό και για τις δύο πλευρές. Για να γίνει αντιληπτό αυτό,αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις εμπλεκόμενες δυνάμεις σε κάθε εκκαθαριστική επιχείρηση. «Οι πολεμικές επιχειρήσεις.. έχουν χάσει τον χαρακτήρα του ανταρτοπόλεμου», είπε λίγο πιο μετά, στις 1/11/43 ο Διοικητής των ΝΑ, Στρατάρχης φον Βάις.

 Συγκεκριμένα, μόνο για τη «Fall Weiß» ο Άξονας ενέπλεξε 90.000 άνδρες από 10 Μεραρχίες και 12 μοίρες της αεροπορίας. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και 12 με 15 χιλιάδες Τσέτνικς προκειμένου να «ελευθερώσουν τη σερβική γη από την κομμουνιστική τρομοκρατία».

Παρτιζάνοι της 2ης Δαλματικής Ταξιαρχίας σε μια ανάπαυλα των μαχών.


Οι Γερμανικές μεραρχίες, η 7η Ορεινή SS «Πρίγκηπας Ευγένιος», η 714η και 717η (πρώην Κυνηγών) μαζί με την κροατική 369η και τις ιταλικές «Λομβαρδία», «Ρε», «Σάσσαρι» επιτέθηκαν από διαφορετικά σημεία με ΑΝΣΚ την περικύκλωση των 11 υποστελεχωμένων μεραρχιών των παρτιζάνων που αριθμούσαν περίπου 45.000. Οι τελευταίοι αντιστάθηκαν πεισματικά και με επιτυχία εκτελώντας νυχτερινές αντεπιθέσεις υπό τον φόβο της εχθρικής αεροπορίας. Μάλιστα στις 25 Ιανουαρίου, 2 τάγματα των παρτιζάνων στο Σάνσκι Μοστ διέλυσαν ένα τμήμα της 717ης, κυρίως Κροατών Ουστάσι, παίρνοντας μεταξύ άλλων 10 πολυβόλα και 5 πυροβόλα . Νέες επιθέσεις στις 28 και 29/1 είχαν την ίδια τύχη και μάλιστα σκοτώθηκε και ο διοικητής του 202ου Τάγματος Αρμάτων. Τελικά η 7η SS υπερνικησε τις άμυνες των κομμουνιστών Γιουγκοσλάβων και με αργό αλλά σταθερό ρυθμό συνέχισε την προέλαση μέχρι το Πέτροβακ όταν και η λαβίδα είχε κλείσει. Στην επίθεση στο Γκρμέτς παρτιζάνοι και άμαχοι που επέλεξαν την έξοδο υπέστησαν τρομερές απώλειες. Έως τότε οι Γερμανοί είχαν 877 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους ενώ μικρές ήταν αυτές των Κροατών και Ιταλών. Οι παρτιζάνοι είχαν πολλαπλάσιες ,άνω των 4.000 νεκρών καθώς ο αριθμός των 6.561 που δίνουν οι Γερμανοί εμπεριέχει και αμάχους ή συμπαθούντες.

Άνδρες της Μεραρχίας SS «Πρίγκηπας Ευγένιος» εκπαιδεύονται στον ορεινό αγώνα (στα αριστερά: SS-Sturmbannführer Richard Kaaserer, διοικητής τάγματος). Οι στρατιώτες αυτής της μεραρχίας, που ήταν ως επί το πλείστον απλοί αγρότες, πέρασαν από μια ασυνήθιστα μακρά και δύσκολη εκπαίδευση πριν ετοιμαστούν για τον εξαιρετικά απαιτητικό ανταρτοπόλεμο. Το σύνθημα που ειχαν οι άνδρες κατά τη διάρκεια της σχεδόν εννιάμηνης εκπαίδευσής τους ήταν «καλύτερα να ιδρώσεις παρά να ματώσεις».


Ο Τίτο βλέποντας το κρίσιμο της κατάστασης, εξαπέλυσε τη δική του αντεπίθεση στις 9 με 10 Φεβρουαρίου απέναντι στους έτερους συμμάχους των Γερμανών. Η 2η «Μεραρχία Προλετάριων» νίκησε εύκολα τις κροάτικες φρουρές στο Ποσούτζιε και Ιμότσκι και στις 15 εξαΰλωσε το 1ο Τάγμα της ιταλικής Μεραρχίας Μούρτζε που είχε 406 νεκρούς και αιχμαλώτους,μαζί με τον διοικητή τους και όλο τον εξοπλισμό μεταξύ αυτών και 13 άρματα. Οι παρτιζάνοι της 3ης Μεραρχίας υπερνικησαν τους Ιταλούς ξανά,με τη δεύτερη προσπάθεια,στο Προζόρ που είχαν 340 νεκρούς και αιχμαλώτους και άλλους 190 στις 20/2, ενώ με την πτώση της Τζαμπλάνιτσα πήραν άλλους 270 και εκτέλεσαν τον διοικητή Μαλαντονίο αφού ειπώθηκε ότι συμμετείχε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Μονάχα η εμφάνιση γερμανικών ενισχύσεων σταθεροποίησε το μέτωπο και εξεδίωξε τους Γιουγκοσλαβους από αρκετά σημεία. Με την είσοδο της 718ης Κυνηγών,οι Γερμανοί αναλώθηκαν σε μια αιματηρή σειρά συγκρούσεων 10 ημερών στην οποία επικράτησαν πλήρως αναγκάζοντας τον διοικητή της 1ης Ταξιαρχίας Προλετάριων, που υπέστη τρομερή αιμορραγία, να αναφέρει στον Τίτο την αποτυχία και τον κίνδυνο κατάρρευσης.

Τσέτνικς μαζί με Ιταλούς στρατιώτες στη Τζαμπλάνιτσα.


Με την ιταλική Μεραρχία Μούρτζε διαλυμένη (2.300 απώλειες) και με κατώτατο ηθικό ,κρίθηκε αναγκαία η αποστολή 3.000 Τσέτνικς για την άμυνα της πόλης Κονιτς. Η παρουσία τους ήταν όντως αναγκαία. Οι παρτιζάνοι της 3ης Μεραρχίας έπεσαν με ορμή στις 22,23 και 24/2 αλλά απωθήθηκαν κάτι που αναγνώρισαν οι Γερμανοί λέγοντας για τη σημαντική «βοηθεια των γενναίων Τσέτνικς». Όμως εκείνη τη στιγμή, ο Τίτο είδε με τρόμο την 717η να εμφανίζεται στο Προζόρ επιδιώκοντας την κατάρρευση όλου του δυτικού μετώπου.

Με ΑΝΣΚ την κατάληψη του Λίβν οι Γερμανοί ξεκινησαν την επιχείρηση «Λευκό 2» και πίεζαν πλέον ασταμάτητα τους παρτιζάνους εν μέσω βαρύ χειμώνα. Οι τελευταίοι υποχωρούσαν συνεχώς προσπαθώντας να επιβιώσουν εγκαταλείποντας τις πόλεις τη μια μετά την άλλη, και το Λίβν έπεσε στις 5 Μαρτίου. Εντωμεταξυ, ο Τίτο και το αρχηγείο του είχαν βρεθεί σε απίστευτα δεινή θέση, αφού πλέον δεν είχαν διέξοδο. Από τη μια οι Γερμανοί φαίνονταν ασταμάτητοι στα ορεινά περάσματα του Προζόρ ,από την άλλη οι επιθέσεις στο Κόνιτς είχαν πέσει πάνω στους σκληροτράχηλους Τσέτνικς και ήταν σε τέλμα. Τελικά,πήρε την κατάσταση και την ευθύνη πάνω του. Διέταξε αλλαγή της επίθεσης πάνω στους ορμώμενους Γερμανούς του Προζόρ. Εκεί, στις 2 Μαρτίου εκτυλίχθηκαν απίστευτες σκηνές στις πλαγιές του όρους Ραντούσα. Κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και με βαρύτατες απώλειες, οι παρτιζάνοι ανάγκασαν τους Γερμανούς σε υποχώρηση. Λόχοι των παρτιζάνων είχαν μείνει με 8 μόλις άνδρες , ενώ δεκάδες ήταν οι κρυοπαγημενοι, αλλά η πίεση δεν σταμάτησε και τις δύο επόμενες ημέρες, όταν και αιχμαλώτισαν τον Ταγματάρχη Στρέκερ, κάτι που οδήγησε στις «διαπραγματεύσεις του Μαρτίου».


Χάρτης των επιχειρήσεων «Fall Weiß», 20 Ιανουαρίου με 9 Μαρτίου 1943 (Επιχείρηση «Λευκό»). Στην γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία αναφέρεται ως «Τέταρτη εχθρική επίθεση ».


Τοτε , προς έκπληξη όλων ,ο Τίτο κάνει ξανά στροφή 180 μοιρών και επιτίθεται άλλη μια φορά στη Τζαμπλάνιτσα αιφνιδιάζοντας τους Τσέτνικς. Το σχέδιο ήταν « να πάρει μια ανάσα» από τη μια πλευρά και κατόπιν να επιτεθεί ξανά στην έτερη όσο πιο γρήγορα γινόταν. Όλο το καταληφθεν βαρύ υλικό και τα άρματα ρίχτηκαν στον ποταμό Νερέτβα. Για μια ακόμα φορά ο Τίτο βασίστηκε στην παραπλάνηση. Ανατίναξε όλες τις γέφυρες του ποταμού δίνοντας την εντύπωση ότι θα έφευγε βόρεια μόλις οι εναέριες δυνάμεις των Γερμανών έβλεπαν την καταστροφή ,κάτι που έγινε και κατόπιν επιδιόρθωσαν πρόχειρα και ταχύτατα τις γέφυρες ,αιφνιδίασαν τους λιγοστούς Τσέτνικς και διέφυγαν κάτω από το συνεχές σφυροκόπημα της Λουφτβάφε αλλά μέσα από τα ορεινά και δασώδη περάσματα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια στρατηγική νίκη για τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο που κατάφερε να διαφύγει από τη θανάσιμη παγίδα. Το τίμημα όμως ήταν τρομερό. Περίπου 12.500 παρτιζάνοι ήταν νεκροί, άλλοι 2.506 αιχμάλωτοι και άγνωστος ο αριθμός τραυματιών. Στον αντίποδα ο τακτικά νικητής Άξονας είχε υποστεί συνολικά 6.500 με 8.500 άνδρες σε νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους. Από αυτούς 1.900 με 2.400 ήταν Γερμανοί, 2.600 περίπου των Ιταλών , 600 των Κροατών και 2 με 3 χιλιάδες των Τσέτνικς.

Άνδρες της 118ης Ελαφράς Μεραρχίας Πεζικού, που από τον Απρίλιο του 1943 θα γινόταν Κυνηγών, κατά τη διάρκεια των μαχών στη Γιουγκοσλαβία.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος


Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

Ιωάννης Αγοραστός Πλαγής, ένας Έλληνας άσσος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στη RAF.

Ο Ιωάννης Αγοραστός Πλαγής ήταν Έλληνας άσσος, με καταγωγή από την Μυτιλήνη, που πολέμησε στις τάξεις της Βασιλικής Βρετανικής Αεροπορίας (RAF). Ολοκλήρωσε τον πόλεμο με συνολικό αριθμό καταρριψεων 16 εχθρικών αεροσκαφών που επιβεβαιώθηκαν ότι καταστράφηκαν (συμπεριλαμβανομένων δύο κοινών νίκων που υπολογίστηκαν ως μισή νίκη στον καθένα), 2 πιθανών κοινών καταρριψεων, την πρόκληση ζημιών σε 6 και σε 1 από κοινού. Αυτό το γεγονός αποτελεί και τον υψηλότερο αριθμό καταρριψεων από τους άσσους της Ροδεσίας στον πόλεμο καθώς και τον κορυφαίο άσσο πιλότο ελληνικής καταγωγής. Ήταν ένας από τους πιο παρασημοφορημενους στρατιώτες της Ροδεσίας κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ο Έλληνας άσσος σε
επιχρωματισμένη φωτογραφία από τον κ. Μάρκο Δανέζη:
Πηγή :https://www.greeks-in-foreign-cockpits.com/2018/01/.



Γιος Ελλήνων μεταναστών στη Ροδεσία , έγινε δεκτός για στρατολόγηση μόνο μετά την ένταξη της Ελλάδας στους Συμμάχους στα τέλη του 1940. Η πρώτη μεγάλη επιχείρησή του ήταν η Επιχείρηση Spotter , η πρώτη από τις πολλές βρετανικές προσπάθειες για την ενίσχυση του πολιορκημένου νησιού της Μάλτας ενόψει των γερμανικών και ιταλικών επιθέσεων, εντασσομενος στη 249η Μοίρα. Η Μάλτα αποτελούσε αναμφίβολα ζωτικής και στρατηγικής σημασίας σημείο και η άμυνά της έδειχνε όλο και πιο επισφαλής τον Μάρτιο του 1942.


Ο Πλαγής κατέρριψε το πρώτο εχθρικό αεροσκάφος στις 25 Μαρτίου 1942 και την 1η Απριλίου πέτυχε τέσσερις ακόμη σε ένα μόνο απόγευμα, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος άσσος με Spitfire Mk Vb στη διάρκεια της πολιορκίας της Μάλτας. Η πτώση τεσσάρων εχθρών του σε λίγες ώρες κέρδισε πλήθος από επαίνους από ανώτερους και δημοσιογράφους που συνέβαλε στην αυξανόμενη φήμη του ως ενός επιθετικού αλλά επιδέξιου πιλότου μάχης. Του απονεμήθηκε ο Διακεκριμένος Σταυρός Πτήσεων (DFC) την 1η Μαΐου 1942, αναφέροντας ότι «είχε καταστρέψει 4 και πιθανώς κατέστρεψε άλλα 3 εχθρικά αεροσκάφη» . Στις 6 Ιουνίου του ίδιου έτους σε μια ανάσχεση 40 βομβαρδιστικών χρεώνεται με 2 νέες καταρρίψεις ενώ του αναγνωρίζονται και άλλες 4 πιθανές. Ακολουθεί προσθήκη της Διεμβολής στο προηγούμενο παράσημο και μετάθεση στη Μοίρα 185. Στο κείμενο απονομής αναφέρεται ότι «...Το παράδειγμα για την γενναιότητά του θεωρείται αξεπέραστο έως σήμερα...». Τις περισσότερες καταρρίψεις του, συνολικά 13 στη Μάλτα, έχει πετύχει με το αεροπλάνο του Β, BR321, με το όνομα της αδελφής του Καίτης, σαν ΚΑΥ (αγγλική συντόμευση του ΚΑΙΤΗ).



Φτάνοντας στην Αγγλία, βρέθηκε να πάσχει από υποσιτισμό , ψώρα και σωματική και ψυχική κόπωση. Ανάρρωσε για λίγο σε ένα γηροκομείο και στη συνέχεια πέρασε ένα χρόνο ως εκπαιδευτής. Προήχθη σε δόκιμο ιπτάμενο αξιωματικό την 1η Οκτωβρίου 1942 και επέστρεψε στη δράση τον Σεπτέμβριο του 1943 με την 64η Μοίρα επιχειρώντας στη βόρεια Γαλλία. Ένα Messerschmitt 109 Bf πάνω από τη Γαλλία στις 24 Σεπτεμβρίου 1943 και ένα Focke-Wulf Fw 190 στις 23 Νοεμβρίου ήταν τα επόμενα θύματα του Έλληνα άσσου που έλαβε επίσημα το βαθμό του υπολοχαγού στις 8 Δεκεμβρίου 1943. Όντας επικεφαλής της 126ης Μοίρας σε επιδρομές στη Νορμανδία κατά τη διάρκεια της Συμμαχικής εισβολής, ο Πλάγης συμμετείχε σε πολλές από τις επιθέσεις σε γερμανικές θέσεις στη βόρεια Γαλλία και στις Κάτω Χώρες που ακολούθησαν τους επόμενους μήνες. Τραυματιστηκε πάνω από τον Άρνεμ στην Ολλανδία κατά τη διάρκεια της λειτουργίας Market Garden τον Σεπτέμβριο του 1944, γρήγορα επέστρεψε στη δράση και στις 3 Νοεμβρίου του απονεμήθηκε για τις διακεκριμένες ενέργειές του το Distinguished Service Order (DSO). Μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 συμμετείχε σε αποστολές συνοδείας των συμμαχικών βομβαρδιστικών στην ασθμαινουσα Γερμανία.

Ο Ιωάννης Πλαγής κατά την επιστροφή του στο Ηνωμένο
Βασίλειο από τη Μάλτα, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του
11 καταρρίψεις.


Μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ο πλέον διακεκριμένος Ροδεσιανός πλέον πολίτης (πήρε τότε την υπηκοότητα) του γίνεται η τιμή στην τότε πρωτεύουσα Σώλσμπερυ να ονομασθεί λεωφόρος με το όνομά του και αναγνωρίζεται ως Ροδεσιανός ήρωας. Επιστρεφοντας στη Ροδεσία, ανοίγει δικιά του επιχείρηση, ενώ το 1969 εργαζόταν στο γραφείο του Ροδεσιανού Πρωθυπουργού Ίαν Σμιθ (ο ίδιος πιλότος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, επίσης με Spitfire), με ευθύνη για τη γραπτή αλληλογραφία του πρωθυπουργού. Αυτοκτόνησε το 1974 στη Λήμνο και σύμφωνα με έναν συγγραφέα, τον Λώρεν Τζον, δεν προσαρμόστηκε ποτέ πραγματικά στον πολιτικό κόσμο.. Άφησε πίσω του τέσσερα παιδιά που ζουν σήμερα στην Νότια Αφρική, 3 γιους, τον Ιάσονα, τον Μιχάλη και τον Γιάννη και μια κόρη την Τζιλ – Αγγέλα.


Ευχαριστίες στον κ. Δημήτρη Βασιλόπουλο ο οποίος έχει κάνει εκτενέστατη και ακριβής μελέτη για τους Έλληνες πιλότους που υπηρέτησαν υπό τις σημαίες τρίτων χωρών 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

21η Ορεινή Μεραρχία Waffen SS «Σκεντέρμπεης» (1η Αλβανική), ίσως η πιο αποτυχημένη στρατιωτική μονάδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Αρχικά, η στρατολόγηση Αλβανών στρατιωτών για τις γερμανικές μονάδες απαγορεύτηκε με πρωτοβουλία του «Κοινωνικού Εκπροσώπου» του Υπουργείου Εξωτερικών, Χέρμαν Νόιμπαχερ, προκειμένου να διατηρηθεί η εμφάνιση της αλβανικής ανεξαρτησίας. Εντούτοις, οι υπηρεσιακές ανάγκες οδήγησαν τον Χίμλερ να δώσει το πράσινο φως για τη σύσταση της μονάδας. 

Λόγω της κάκιστης ποιότητάς τους , τελικά μετά από επιλογή από πλήθος εθελοντών, των οποίων τα βασικά κίνητρα θεωρούσαν ότι ήταν το πλιάτσικο, στελέχωσαν τη μονάδα περίπου 6.500 άνδρες- από ένα αρχικό σώμα 11.000 περίπου εθελοντών. Αυτή τελικά ήταν έτοιμη από την 1η Μαΐου 1944 ως τμήμα του 21ου Σώματος Αλπινιστών. Οι άνδρες θα ήταν υπεύθυνοι για την τάξη και ασφάλεια στο Κοσσυφοπέδιο, συμπεριλαμβανομένων των οδικών αξόνων, των σημείων σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως τα μεταλλεία χρωμίου στο Κούκες και της Ντακόβιτσα , καθώς και την ανάληψη επιθετικής δράσης εναντίον Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων που δρούσαν στην περιοχή. Η μεραρχία, μαζί με τους Γερμανούς επικεφαλής και μερικούς βετεράνους, είχε συνολικά λίγο περισσότερους από 8.500 στρατιώτες και χωρίστηκε σε δύο συντάγματα πεζικού , ένα σύνταγμα πυροβολικού , ένα τάγμα αναγνώρισης , ένα τάγμα πληροφοριών , ένα τάγμα καταστροφέων αρμάτων μάχης και ένα τάγμα μηχανικών. Οι Αλβανοί νεοσύλλεκτοι ήταν κυρίως από το Κοσσυφοπέδιο και ήταν όλοι μουσουλμάνοι.




Όλο τον μήνα Μάιο οι Αλβανοί επιδόθηκαν σε εκτελέσεις αμάχων Σέρβων αλλά και Αλβανών ακόμα, ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο αναγκάζοντας μάλιστα τους Γερμανούς να επιβάλλουν αυστηρά μέτρα και να στείλουν έναν διοικητή τους στη φυλακή. Σε μια έκθεσή του προς τον Χίμλερ, ο Josef Fitzthum* ανέφερε ότι « στους υφιστάμενους αλβανικούς σχηματισμούς, καμία αλλαγή στο μέλλον δεν μπορεί να αναμένεται να επιφέρει ακόμη και μέσω ενδελεχούς εκπαίδευσης. Δεν θα γίνουν ποτέ σοβαρά και ικανά στρατεύματα.» Οι αξιωματικοί δε ήταν «..εντελώς διεφθαρμένοι, άχρηστοι, απείθαρχοι και μη εκπαιδευόμενοι» φτάνοντάς τον στο σημείο να διαλύσει 4 ολόκληρα τάγματα μετά τις οικτρές αποτυχίες έναντι των παρτιζάνων τον Μάιο του 1944.

Συμμετείχαν στις επιχειρήσεις Endlich και Falkenauge τον Ιούνιο/Ιούλιο 1944. Κατά την επιχείρηση «Draufgänger», 18 Ιουλίου έως 1 Αυγούστου 1944, είχαν κάκιστη απόδοση, έσπασαν γρήγορα τις γραμμές τους και είχαν πάνω από 400 λιποτάκτες έως το τέλος οδηγώντας τις δυνάμεις του Άξονα σε ήττα αφού παράτησαν κυριολεκτικά ένα περικυκλωμένο γερμανικό τμήμα. Η μόνη «αξιόλογη» δράση τους αφορούσε την εκτέλεση 428 αμάχων, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, στη Βέλικα του Μαυροβουνίου στις 28 Ιουλίου.

Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Γερμανοί περιόρισαν τα καθήκοντα των ανδρών αυστηρά σε καθήκοντα φρούρησης στο Κόσοβο στα μεταλλεία χρωμίου. Οι Παρτιζάνοι εντέλει τους παρέσυραν προκαλώντας τους πάνω από 1.000 απώλειες ενώ τεράστιο ήταν το φαινόμενο της λιποταξίας. Η αναφορά της «Ομάδας Στρατιών Ε» ήταν χαρακτηριστική για αυτήν την μονάδα : «Δεν έχει καμία απολύτως στρατιωτική αξία». 

Επιχείρηση «Daredevil». Δύο στρατιώτες της Μεραρχίας SS «Σκεντέρμπεης»
σε συνομιλία με έναν συμπολεμιστή τους(μάλλον Γερμανό) στο πέρασμα Čakor.
Το θέμα της συζήτησης είναι προφανώς το μπρίκι που κρέμεται από το τυφέκιο
 του φαντάρου . Κείμενο: Ivan Ž. Φωτογράφος: Ernst A. Zwilling,
Τάγμα πολεμικού ανταποκριτή της Πολεμικής Αεροπορίας ΝΑ.
 Ημερομηνία: Ιούλιος 1944. Τοποθεσία: Čakor Pass (περιοχή Andrijevica),
Γιουγκοσλαβία. Αρχική λεζάντα: άγνωστο. Πηγή αρχείου: ECPAD, LFT SO F2677 L20
.


Δεν είχαν απομείνει πλέον πάνω από 500 Αλβανοί και ο επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών Ε,Alexander Löhr, διέταξε τη διάλυση της μονάδας και τον αφοπλισμό της που ολοκληρώθηκε την 1η Νοεμβρίου 1944 ολοκληρώνοντας τη σύντομη πορεία της. Ο Κρίστοφερ Άιλσμπυ και ο Μπάτλερ Ρούπερτ** συμφωνούν ότι η μεραρχία θεωρείται ως μια πλήρως στρατιωτική αποτυχία και κανένα μέλος της δεν τιμήθηκε ποτέ με τον Σιδηρούν Σταυρό όσο υπηρετούσε σε αυτήν. Η δρ. Franziska A. Zaugg, συγγραφέας μονογραφίας για τις αλβανικές μονάδες SS***αναφέρει ότι από τη γερμανική πλευρά υπήρχε μια ρομαντική εξιδανικευτική εικόνα των Αλβανών ως μαχητή που αψηφά τον θάνατο, που δημιουργήθηκε από λαϊκούς επιστήμονες και τα μυθιστορήματα του Karl May , η οποία φυσικά αντιστράφηκε στην πορεία του πολέμου: εκεί, οι Αλβανοί θεωρούνταν από τους Γερμανούς ως απείθαρχοι, φυγόστρατοι και πλιατσικολόγοι.

*Ειδικός Εκπρόσωπος του Reichsführer-SS στην Αλβανία και υπεύθυνος για την οργάνωση, στελέχωση και εκπαίδευση των Αλβανών.

**Ailsby, Christopher,«Hitler's Renegades: Foreign Nationals in the Service of the Third Reich» και Butler, Rupert « SS-Leibstandarte: The History of the First SS Division 1933–45.»

***Franziska A. Zaugg, «Albanische Muslime in der Waffen-SS: Von Großalbanien zur Division „Skanderbeg». Verlag Ferdinand Schöningh, Paderborn, 2016.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Ηρωισμός και σφαγή στην παγωμένη στέπα. Οι Γάλλοι του Ναπολέοντα καταδιώκονται από τους Ρώσους του Κουτούζωφ.

 Φεύγοντας από τη Μόσχα στις 18 Οκτωβρίου 1812 , η πάλαι ποτέ Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα θα προσπαθούσε να οπισθοχωρήσει και να εγκατασταθεί στο Σμολένσκ , 430 χιλιόμετρα δυτικά όπου και θα διαχείμαζε. Τις επόμενες τρεις εβδομάδες, ο στρατός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στερήσεις, απώλεια ηθικού, χαλαρή πειθαρχία, έλλειψη αλόγων και προμηθειών, δριμύ ψύχος και αδιάκοπες επιθέσεις από Κοζάκους και λοιπές ρωσικές μονάδες. Παρά το γεγονός ότι κατάφερε και έφτασε στην πόλη στις 9 Νοεμβρίου ο Ναπολέων συνειδητοποιεί ότι η θέση του Σμολένσκ δεν προσφέρει αυτό που θα ήθελε και επιλέγει να συνεχίσει την υποχώρηση προς το Μινσκ έχοντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο Ρωσικός στρατός ήταν πλέον σε απόσταση. Όμως ο Κουτούζωφ ακολουθούσε τους Γάλλους σε μια παράλληλη διαδρομή νοτιότερα, αποφεύγοντας περιοχές που είχαν καταστραφεί οικονομικά από τις προηγούμενες μάχες. Ως εκ τούτου, φτάνει σε καλύτερη κατάσταση στο ίδιο σημείο με τους Γάλλους έχοντας 60.000 άνδρες στον τακτικό στρατό και 20.000 Κοζάκους σε μόνιμη παρενόχληση. Απέναντί τους βρίσκονταν 50.000 κατάκοποι μάχιμοι Γάλλοι και άλλοι 35.000 σε κατάσταση φυγάδων.

Πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Peter von Hess ,
«Η μάχη του Κράσνι», 1849.


Οι πρώτες αψιμαχίες έγιναν στις 15 Νοεμβρίου , μέσα και γύρω από το Κράσνι. Ο Ναπολέων, ο οποίος διοικούσε προσωπικά 16.000 άνδρες της Αυτοκρατορικής Φρουράς , βάδισε στα υψώματα κατά μήκος του δρόμου, όπου ήταν τοποθετημένοι οι 17.000 άνδρες του Ρώσου στρατηγού Μιλοράντοβιτς . Εντυπωσιασμένος από την τάξη και την ηρεμία των επίλεκτων μονάδων της Φρουράς,ο Ρώσος αποφασίζει να μην τους αντιμετωπίσει αλλά να βομβαρδίσει από απόσταση. Τα ρωσικά πυροβόλα όμως δεν εμπόδισαν τη Φρουρά να συνεχίσει, χωρίς μεγάλες ζημιές, προς το Κράσνι. Μερικά τμήματα Κοζάκων υπό τον Ντενίσωφ αποφάσισαν να επιτεθούν. Η περιγραφή του αυτόπτη Ρώσου στρατηγού Νταβίντωφ είναι χαρακτηριστική για το αποτέλεσμα :


«…Το απόγευμα, είδαμε την παλιά φρουρά, να περικυκλώνει τον Ναπολέοντα. Οι εχθρικοί στρατιώτες (Γάλλοι), παρατηρούσαν την απειθαρχία μας αλλά κρατούσαν τα όπλα τους έτοιμα και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς βιασύνη. Σαν ένα κομμάτι γρανίτη, έμοιαζαν άτρωτοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απίστευτη αποφασιστικότητα αυτών των στρατιωτών, για τους οποίους η απειλή του θανάτου είναι μια καθημερινή και γνώριμη εμπειρία. Με τα μεγάλα καπέλα τους από δέρμα αρκούδας, τις μπλε στολές τους, τα κόκκινα λοφία τους, τις επωμίδες τους, έμοιαζαν με παπαρούνες στο χιονισμένο πεδίο μάχης… Η μια φάλαγγα μετά την άλλη έβρισκε τον θάνατο, σκορπίζοντάς τον με τα όπλα τους και γελώντας με το ασήμαντο ιππικό μας. Η Αυτοκρατορική Φρουρά με ανάμεσά τους ο Ναπολέων πέρασε τις τάξεις των Κοζάκων μας όπως ένα πλοίο με 100 πυροβόλα θα είχε περάσει μέσα από έναν στολίσκο από ψαροκάικα. »


Την επόμενη ημέρα, 16/11, οι στρατιώτες του Μιλοράντοβιτς έκοψαν τον δρόμο που οδηγούσε στο Κρασνι και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στο 4ο σώμα του Eugène de Beauharnais , το οποίο έχασε 2.000 άνδρες καθώς και τη φάλαγγα με τα εφόδια και το πυροβολικό του. Στις τρεις το μεσημέρι της 17 Νοεμβρίου, οι 9.000 άνδρες του 1ου Σώματος του Νταβού έσπευσαν προς το Κράσνι. Οι αναφορές για την ήττα του Eugene την προηγούμενη μέρα ήταν τόσο φρικτές που ο Νταβού θεώρησε ότι ήταν απαραίτητο να εγκαταλείψει το αρχικό του σχέδιο να περιμένει το 3ο Σώμα του Νέι , το οποίο ακόμα δεν είχε φύγει από το Σμόλενσκ. Ο Μιλοράντοβιτς λαμβάνει άδεια να συνεχίσει την επίθεσή του με ένα τεράστιο μπαράζ πυροβολικού στον Νταβούτ κοντά στο Ιέσκοβο. Προκλήθηκε χάος και πανικόβλητα, τα γαλλικά στρατεύματα άρχισαν να υποχωρούν μόνο και μόνο για να σφαγιαστούν ανελέητα από το ρωσικό ιππικό.


Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ο Ναπολέων ένιωσε ότι, για πρώτη φορά τις τελευταίες εβδομάδες, ήταν αυτός που είχε την πρωτοβουλία. Σύμφωνα με τα γραπτά του Γάλλου στρατηγού και μετέπειτα διπλωμάτη Armand de Caulaincourt : «Η τροπή των γεγονότων, που ανέτρεψε όλους τους υπολογισμούς του Αυτοκράτορα θα είχε κατακλύσει οποιονδήποτε άλλο στρατηγό. Αλλά ο Αυτοκράτορας ήταν πιο δυνατός στις αντιξοότητες και γινόταν πιο πεισματάρης όταν ο κίνδυνος φαινόταν επικείμενος. » Αμέσως πριν νυχτώσει, ο Ναπολέων προετοίμασε την Αυτοκρατορική του Φρουρά για να πραγματοποιήσει μια εικονική επίθεση εναντίον του Μιλοράντοβιτς και του μεγαλύτερου μέρους του ρωσικού στρατού ελπίζοντας να απωθήσει τους Ρώσους για αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να λάβει ενισχύσεις από τον Νταβού και τον Νέι και να ξαναρχίσει αμέσως την υποχώρησή του. Παράλληλα, οι Ρώσοι ετοιμάζονταν για το τελειωτικό χτύπημα στον Κορσικανό αυτοκράτορα...

.. Στις πέντε το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου 1812, 11.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και 6.000 της Νέας και Παλαιάς Φρουράς, υπό τον Έντουαρτ Μορτιέ βγήκαν έξω από το Κράσνι για να εξασφαλίσουν τα περίχωρα της πόλης στα ανατολικά και νοτιοανατολικά και να κερδίσουν χρόνο για τις υπόλοιπες γαλλικές δυνάμεις. Ο Ναπολέων τέθηκε επικεφαλής των γρεναδιέρων της Παλαιάς Φρουράς, δηλώνοντας: «Έπαιξα τον Αυτοκράτορα αρκετό καιρό! Ήρθε η ώρα να παίξω τον στρατηγό! »

Πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Adolphe Yvon (1817–1893)
«Ο στρατηγος Νέι μάχεται με την οπισθοφυλακή κατά
τη διάρκεια της υποχώρησης από τη Μόσχα».

«Τάγματα και πυροβολικό απέκλεισαν τον ορίζοντα από τρεις πλευρές - μπροστά, στα δεξιά μας και πίσω μας». Παρά την τοπική συντριπτική αριθμητική υπεροχή ο Κουτούζωφ δεν τόλμησε να επιτεθεί και έτσι οι Ρώσοι πέρασαν το υπόλοιπο της ημέρας, σε απόσταση από τη Φρουρά, εκτός βεληνεκούς των γαλλικών τυφεκίων και της ξιφολόγχης, αρκούμενοι να τους κανονιοβολούν από απόσταση. Νέα σύγκρουση ξέσπασε στο κοντινό χωριό Ουβάροβο, όπου οι Γάλλοι εκδίωξαν τους εκεί Ρώσους αλλά υπέστησαν βαριές απώλειες στη συνέχεια από το ρωσικό πυροβολικό. Το τελευταίο θα είχε ένα τρομερά αιματηρό έργο να επιτελέσει εκείνη την ημέρα. Τα καταδιωκώμενα τμήματα του Νταβού που είχαν συνεχώς τους Κοζάκους στο κατόπι τους δέχόνταν πλέον και τις πυρακτωμένες οβίδες . Μια πρώτη επίθεση ανακατάληψης του χωριού με θωρακοφόρους του ιππικού αποκρούστηκε από τη Φρουρά αλλά η δεύτερη διέσπασε τις γραμμές της. Τα ρωσικά κανόνια στη συνέχεια εξαΰλωσαν ένα δεύτερο τμήμα που επιχείρησε να κρατήσει τη γραμμή άμυνας.


Γύρω στις 11 π.μ. της 18ης Νοεμβρίου, καθώς η Αυτοκρατορική Φρουρά, παρά τις μεγάλες απώλειες, κρατούσε κοντά στο Ουβάροβο, ο Ναπολέων έλαβε αναφορές ότι τα στρατεύματα του Τορμάσοφ ήταν έτοιμα να βαδίσουν δυτικά από το Κράσνι. Αυτά τα νέα, σε συνδυασμό με την τρομερη αιμορραγία της Φρουράς, ανάγκασαν τον Ναπολέοντα να εγκαταλείψει την ιδέα του να αντισταθεί αρκετά για να επιτρέψει στο 3ο Σώμα του Νέι να φτάσει στο Κράσνι. Η ανθεκτικότητα της Φρουράς μειωνόταν ταχύτατα και ο Μορτιέ διέταξε υποχώρηση, προτού τα υπόλοιπα στρατεύματα περικυκλωθούν και καταστραφούν. Σαν να βρισκόταν σε άσκηση και απόλυτα πειθαρχημένα, παρά τις απίστευτες κακουχίες τόσων ημερών και τις φρικτες απώλειες, η Φρουρά γύρισε και συνέχισε το δρόμο προς το Κράσνι, αντιμετωπίζοντας έναν τρομερό καταιγισμό πυροβολικού στο δρόμο. Η 17η Νοεμβρίου του 1812 ήταν ίσως η πιο αιματηρή μέρα της. Μόνο 3.000 άνδρες από τους 6.000 είχαν επιζήσει από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς του Ουβάροβο. Ο Κουτούζοφ και 70.000 στρατιώτες έσπευσαν να καταλάβουν το Κράσνι και τα περίχωρά του το βράδυ της ίδιας ημέρας.


Στις 15.00 της 18ης Νοεμβρίου , το 3ο Σώμα του Νέι ήρθε σε επαφή με τον Μιλοράντοβιτς, ο οποίος είχε στείλει 12.000 άνδρες σε έναν λόφο με θέα τη βαθιά χαράδρα της Λοσμίνα . Ο Νέι είχε ακόμη 8.000 στρατιώτες και 7.000 φυγάδες υπό τις διαταγές του. Πιστεύοντας ότι ο Νταβού βρισκόταν ακόμα στο Κράσνι, ακριβώς πίσω από τις στήλες του Μιλοράντοβιτς, ο Νέι απέρριψε μια προσφορά τιμητικής παράδοσης και προσπάθησε να περάσει με ορμή μέσα από τις τάξεις του εχθρού. Τα γαλλικά στρατεύματα μαζεύοντας κάθε ικμάδα ηθικού κατάφεραν να διασπάσουν τις δύο πρώτες γραμμές του ρωσικού πεζικού. Έφτασαν όμως στα όριά τους. Η τρίτη γραμμή μαζί με το πυροβολικό αντεπιτέθηκε και τους ανέτρεψε.


Η περιγραφή του Βρετανού αυτόπτη μάρτυρα Σερ Ρόμπερτ Ουίλσον είναι κάτι παραπάνω από γλαφυρή : «Σαράντα πυροβόλα έβγαλαν ταυτόχρονα τις φλόγες τους και έριξαν το καταστροφικό τους πυρ στους επιτιθέμενους Γάλλους. Οι περισσότεροι Ρώσοι, κραυγάζοντας εκ των προτέρων το «huzza!» τους, είχαν εφορμήσει με τοποθετημένες τις ξιφολόγχες και χωρίς καμία ομοβροντία με τα τυφέκια. Ακολούθησε σύντομος αιματηρός αγώνας και ο εχθρός, μη μπορώντας να συγκρατηθεί, εκδιώχτηκε στη χαράδρα. Η κορυφή και οι πλαγιές του λόφου καλύφθηκαν από νεκρούς και ετοιμοθάνατους Γάλλους. Όλα τα ρωσικά όπλα έσταζαν αίμα και οι τραυματίες, στην απελπισμένη τους κατάσταση, φώναζαν «θάνατο» ως το μεγαλύτερο έλεος που θα μπορούσε να τους επιδειχθεί. »


Η τρομερή ήττα του 3ου Σώματος ήταν τόσο πλήρης που ο Μιλοράντοβιτς κάνει ιπποτικά εκ νέου μια προσφορά παράδοσης . Και πάλι ο Νέι αρνείται να υποταχθεί και με 2.000 επιζώντες – ό,τι έχει απομείνει από τον στρατό του – καταφέρνει να ξεφύγει, καταδιωκόμενος στο δάσος από τους Κοζάκους του Ματβέι Πλατόφ. Την προηγούμενη ημέρα είχε δηλώσει πως «όλοι οι Κοζάκοι και οι Ρώσοι του κόσμου δεν θα τον εμπόδιζαν να επανενωθεί με τον στρατό». Οι πράξεις του έδειχναν ότι εννοούσε κάθε λέξη. Για τις επόμενες δύο ημέρες, ο Νέι και το μικρό τμήμα του απέκρουαν τις επιθέσεις των Κοζάκων, βαδίζοντας δυτικά μέσα από μονοπάτια αναζητώντας τον στρατό του Ναπολέοντα. Σύντομα το απόσπασμά του αποτελούνταν από μόλις 800 μάχιμους επιζώντες και στις 20 Νοεμβρίου ο Νέι και ο Ναπολέων βρέθηκαν επιτέλους κοντά στην Όρσα. Για τα εντελώς αποκαρδιωμένα γαλλικά στρατεύματα, αυτό το γεγονός θεωρήθηκε συναισθηματικά ισοδύναμο μιας μεγάλης νίκης .Η ψυχραιμία του Νέι μπροστά στην ήττα στο Κράσνι του χάρισε την αθανασία στα χρονικά της στρατιωτικής ιστορίας καθώς ο Ναπολέων του απένειμε τον τίτλο του «Γενναίου των γενναίων». Οι Γάλλοι είχαν συνολικά απώλειες 10.000 νεκρών και τραυματιών καθώς και 20.000 ανδρών που αδυνατώντας και να κουνηθούν ακόμα, παραδόθηκαν. Οι Ρώσοι από την άλλη πλευρά είχαν περίπου 5.000 νεκρούς και τραυματίες.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος