Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εμφύλιοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εμφύλιοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Ο β' γύρος της σύγκρουσης Παλαιολόγων-Καντακουζηνών (1352-1357) και ο τερματισμός του εμφυλίου.


Αποφασίζοντας να δώσει μια λύση στη διαμάχη του εκκλησιαστικού ζητήματος μεταξύ Ησυχαστών και αντιησυχαστών, ο Ιωάννης Στ'΄Καντακουζηνός δίνει εντολή για την σύγκλιση συνόδου στην οποία θα συμμετείχε ως πρόεδρος, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη το 1351. Μαζί με τον πατριάρχη Κάλλιστο, ο οποίος εξελέγη σε αυτή την θέση από τις 10/6/1350, ξεκίνησαν τις εργασίες στις 28/5/1351. Με τον Αθωνίτη μοναχό και φίλο του Παλαμά, πατριάρχη και τους φίλια προσκείμενους στον ησυχασμό επισκόπους, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν προδεδικασμένο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς όμως παραμένει ανένδοτος και υπερασπίζεται σθεναρά την γνώμη του. Στις 9/6 αναγνώσθηκαν οι αποφάσεις κατά των αντιπαλαμικών που απαγγέλθηκαν τα έτη 1341 κι 1347.  Τον επόμενο μήνα, σε νέα σύνοδο, αυτή τη φορά μόνο με παλαμικούς, απαγγέλλεται η ορθόδοξη διδασκαλία του Γρηγόριου Παλαμά, αφορίζονται οι διαφωνούντες και σε τελετή στις 15/8 στην Αγία Σοφία ο Τόμος υπογράφεται και από τον Καντακουζηνό.  Ο Νικηφόρος Γρηγοράς θα εγκλειστεί στη μονή της Χώρας  απ’ όπου θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την αξία της δικής του θεολογικής ερμηνείας.[1]
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός.
Τις ημέρες βασιλείας του Καντακουζηνού, ξέσπασε
και η ησυχαστική διαμάχη που δίχασε τον
 ορθόδοξο λαό και κλήρο

 Στο πεδίο των επιχειρήσεων, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος αναλαμβάνει θερινή εκστρατεία ενάντια στον ήδη δυσαρεστημένο Ματθαίο, που νιώθει παραγκωνισμένος από τον πατέρα του, πολιορκώντας την Αδριανούπολη. Με Τούρκους ενισχυτικούς η πολιορκία σπάει και ο Ιωάννης Ε’ κλιμακώνει την σύγκρουση καλώντας τους Σέρβους του Δουσάν που καταφθάνει με 4.000 ιππείς και τους Βούλγαρους. Οι προσπάθειες, από τις 10/6/1352, του μεσολαβητή πατριάρχη Κάλλιστου αποβαίνουν άκαρπες. Ο εμίρης Ορχάν καταφθάνει με 10.000-12.000 ιππείς υπό τον Σουλεϊμάν και συντρίβει τους συμμάχους του Ιωάννη Ε’ τον χειμώνα του 1352, στον ποταμό Έβρο. Ο τελευταίος εγκαταλείπει την Θράκη στις αρχές του 1353 και μεταβαίνει στην Τένεδο, μαζί με τη σύζυγό του.[2] Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά όπου οι Οθωμανοί θα έρχονταν μετά από πρόσκληση των Βυζαντινών. Η ουσιαστική μεταβολή της Οθωμανικής πολιτικής απέναντι στο Βυζάντιο αποκαλύφθηκε, όταν ο δραστήριος Σουλεϊμάν κατέλαβε το 1352 το φρούριο της Τζύμπης, αρνούμενος να το επιστρέψει στον Καντακουζηνό. Η νέα, μόνιμη πλέον, βάση των Οθωμανών από τον συγγενή μάλιστα του αυτοκράτορα άφηνε ανοιχτή πλέον την «κερκόπορτα» για την κατάληψη της Αυτοκρατορίας.[3]

 Μέσα σε αυτή την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο αποφασίζεται πλέον να κοπεί το νήμα της δυναστείας των Παλαιολόγων και να αναγορευθεί, ο Ματθαίος Καντακουζηνός συναυτοκράτορας. Οι συνεχείς συγκρούσεις είχαν διαλύσει οριστικά πλέον την ιδέα του «προστάτη» του Ιωάννη Ε’. Όμως η πράξη αυτή βρήκε αντιμέτωπη την άρνηση του πατριάρχη Κάλλιστου, καθώς αρνούνταν να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, υπενθυμίζοντάς του να μην αθετήσει τον όρκο που έδωσε το 1347. Τον Απρίλιο του 1353 γίνεται η αναγόρευση του Ματθαίου Καντακουζηνού στο παλάτι και πλέον με διάταγμα, θα μνημονεύονταν το όνομά του στη θέση του Ιωάννη Παλαιολόγου και θα συνεχιζόταν η μνημόνευση της αυτοκράτειρας Άννας και του υιού του Ιωάννη Ε’, Ανδρόνικου.[4] Το ζητούμενο ήταν η απαλοιφή και η απομόνωση του Ιωάννη Ε’ , όπως και έγινε. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί από την θέση του ο Κάλλιστος, να προσφύγει στη συνοικία του Γαλατά, όπου οι Γενουάτες τον βοήθησαν να μεταβεί στην Τένεδο για να τύχει θερμής υποδοχής από τον Ιωάννη Ε’, ο οποίος τον αντάμειψε. Την θέση του Κάλλιστου ανέλαβε να αναπληρώσει ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο επίσκοπος Ηράκλειας, ο οποίος πρόθυμα τέλεσε την στέψη του Ματθαίου με την Ειρήνη τον Φεβρουάριο του 1354. Η τελετή έλαβε μέρος, στο ναό της Παρθένου στις Βλαχέρνες. Σύμφωνα με το εθιμοτυπικό ο ίδιος ο Ματθαίος τοποθέτησε το στέμμα στην σύζυγό του. Φαινομενικά, η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί.
Βυζαντινοί στρατιώτες του 14ου αιώνα. 1. Κατάφρακτος,
εκ των οποίων ελάχιστοι τότε στον αριθμό,  2. Πεζός,
3. Τοξότης

Τα προβλήματα όμως ήταν ακόμα αξεπέραστα. Η παρουσία των Τούρκων βοηθητικών είχε γίνει ανυπόφορη για τους ήδη σκληρά δοκιμαζόμενους κατοίκους της Θράκης. Σταδιακά οι Οθωμανοί, συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κύριοι των εδαφών και με αιχμή τους ημιανεξάρτητους γαζήδες ερήμωναν και ξεχαρβάλωναν την όποια άμυνα προσπαθούσε να αντιτάξει το Βυζάντιο. Ο φιλόδοξος υιός του Ορχάν, Σουλεϊμάν, αποτελεί μια μόνιμη απειλή στην εύθραυστη συμμαχία με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι Οθωμανοί εξαπλώνονται και καταλαμβάνουν έναν λιμένα, τον Akca Liman, το φρούριο του Εξαμιλίου, τη Μάδυτο και το χωριό Σόφους.[5] Με διπλωματικούς ελιγμούς ο Ορχάν προσπαθούσε να αναβάλλει συνεχώς την προσφορά του Καντακουζηνού να αποχωρήσει από την χερσόνησο της Καλλίπολης, με αντάλλαγμα 10.000 υπέρπυρα.

 Η νύχτα της 2ας Μαρτίου του 1354, σημαδεύτηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό που διέλυσε ολοσχερώς τους οικισμούς πέριξ της Καλλίπολης, προκαλώντας εκατόμβες νεκρών, χιλιάδες προσφύγες και τεράστιες υλικές ζημιές. Τα ισοπεδωμένα τείχη της διαλυμένης Καλλίπολης, το «μάτι» του Βυζαντίου αυτή την περίοδο, αποτέλεσαν μια θαυμάσια ευκαιρία για τον Σουλεϊμάν, να διεκπεραιώσει την αποστολή πλήθους Οθωμανών στην Θράκη, τοποθετώντας ισχυρή φρουρά στην πόλη που καταλήφθηκε, ανοικοδομώντας τα τείχη. Στις διαμαρτυρίες των Βυζαντινών ο Σουλεϊμάν απάντησε ότι δεν μπορεί να αρνηθεί ένα «θεόσταλτο» δώρο, οδηγώντας τον Καντακουζηνό στην απεγνωσμένη κίνηση να τετραπλασιάσει το αρχικό προσφερόμενο ποσό. Η επιστροφή του αυτοκράτορα από συνάντηση στη Νικομήδεια που αναβλήθηκε, επειδή ο Ορχάν προφασίστηκε ότι ασθένησε, έδειχνε αν μη τι άλλο, ένα τετελεσμένο γεγονός. Η δοκιμασία για την ειλικρινή ή μη, η ήδη αμφίβολη πρόθεση των Οθωμανών θα χαθεί με την πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού.[6]

Μη έχοντας πολλές επιλογές ο Καντακουζηνός πλέει για Τένεδο το καλοκαίρι του 1354 προκειμένου να λύσει τις διαφορές με τον γαμπρό του Ιωάννη, χωρίς όμως να προκύψει τίποτα. Στις 29/11 ο Ιωάννης Ε’ αναχώρησε από την Τένεδο και κατάφερε να περάσει απαρατήρητος στο λιμάνι του Επτασκάλου και να εισέλθει στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος με ισχυρή βοήθεια από τον λαό της Κωνσταντινούπολης, καταλάμβανε μία προς μία τις οχυρωμένες θέσεις των στρατευμάτων του αυτοκράτορα. Ο Φιλόθεος κατέφυγε σε μυστική εσοχή στον Ναό της Αγίας Σοφίας και την 1/12 ο Ιωάννης Ε’ πρότεινε την γενική αμνηστία και την από κοινού άσκηση της εξουσίας με προβάδισμα του πεθερού του. Σε κρατική σύνοδος που συγκλήθηκε, συζητήθηκε το επείγον ζήτημα της απειλής των Τούρκων. Ο Καντακουζηνός επέμεινε στο μάταιο της ένοπλης αντιπαράθεσης, παρά μόνο αν υπήρχε υποστήριξη από ισχυρούς συμμάχους, ένα ρεαλιστικό αλλά μάλλον αντιφατικό επιχείρημα από την κατάσταση που κατά μέγα μέρος είχε αυτός προκαλέσει. Δεδομένης της εχθρότητας του λαού απέναντι στον Καντακουζηνό, ο τελευταίος τελικώς παραιτήθηκε στις 10/12/1354 από το αξίωμά του και απεκδύθηκε όλα τα βασιλικά του ενδύματα, αποσυρόμενος ως Ιωάσαφ στη Μονή Αγίου Γεωργίου της Μαγνάυρας στην πρωτεύουσα.[7]
Το Βυζάντιο και τα γειτονικά κράτη την εποχή που οι Οθωμανοί εφορμούσαν για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Είναι εμφανής και η εξάπλωση του Σερβικού κράτους υπό τον Δουσάν, η οποία όμως αποδείχθηκε βραχύβια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, απομεινάρι του ένδοξου παρελθόντος περιορίζεται σε Θράκη, Θεσσαλονίκη, νησιά Β.Αιγαίου και τμήμα της Πελοποννήσου. 

Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό για να αποτρέψει μια νέα σύγκρουση. Το 1355 νέες μάχες μεταξύ Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου, οδήγησαν στη συμφωνία να διατηρήσουν αμφότεροι τον τίτλο του αυτοκράτορα, όμως ο Ματθαίος να χρησιμοποιεί τον τίτλο του στο Μοριά. Το επόμενο έτος ξεσπά για ακόμα μια φορά πόλεμος, με τον Ματθαίο υποστηριζόμενο από Οθωμανικά και Σερβικά στρατεύματα να προελαύνει προς την Κωνσταντινούπολη. Ενεργώντας αποτελεσματικά ο Ορχάν στρέφεται αποκλειστικά προς τον Ιωάννη Ε’ ενώ αφήνει πολεμιστές νομάδες με τους οποίους έχει χαλαρή εξάρτηση να προσβάλλουν την επικράτεια του Ματθαίου. Τελικώς, η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο με τους Τούρκους και τους Σέρβους να μάχονται μεταξύ τους και τον Ματθαίο να καταλήγει αιχμάλωτος του Σέρβου διοικητή της Δράμας, Vojihna.[8] Τα λύτρα της απελευθέρωσης θα πληρώσει τελικά ο Ιωάννης Ε’ και ο Ματθαίος μετά από μια αποτυχημένη συνωμοσία θα πεισθεί να αποποιηθεί τον αυτοκρατορικό τίτλο του. Τον Δεκέμβριο του 1357 σε επίσημη τελετή στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, παρουσία αυτοκρατόρων, πατριαρχών Κωνσταντινούπολης και Ιεροσολύμων και πλήθους επισκόπων και συγκλητικών ο Ματθαίος Καντακουζηνός δίνει όρκο υποταγής στον Ιωάννη Ε’. Με αυτή την τελετή τερματίστηκε η εμφύλια διαμάχη Παλαιολόγων και Καντακουζηνών που σπάραξε το Βυζάντιο, αφαίμαξε τους λιγοστούς πόρους, εξάντλησε το στράτευμα και τον κοινωνικό ιστό και έβαλε ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες είχε η Αυτοκρατορία να ανασυσταθεί.





1] D.Nicol Τελευταίοι αιώνες, σελ.367-369
[2] D.Nicol, ό.π., σελ 375-377.
[3] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη,σελ. 85
[4] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 113
[5] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη, σελ.92
[6] Γ.Βογιατζής, ό.π., σελ.88
[7]Γ. Βογιατζής, ό.π., σελ.387-388.
[8] Γ.Βογιατζής, ό.π. σελ. 393

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Μετάφραση και ερμηνευτική ανάλυση του διαλόγου ανάμεσα στον Ματθαίο Καντακουζηνό και τον Νικηφόρο Γρηγορά (Ρωμαϊκή ιστορία XXVIII 43-44, 47-48)

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

i) Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII. 43-44

43. Μόλις έφτασε η κατάλληλη ώρα στις ζωντανές ψυχές για να αναβιώσει κάθε αποδυναμωμένη γη, ενδεδυμένη με γρασίδι και περιανθισμένη με χρώματα, τοποθέτησαν το αυτοκρατορικό στέμμα στον Ματθαίο μέσα στον ναό των Βλαχερνών, ο πατέρας του μαζί με τον Φιλόθεο που διαδέχθηκε τον πρόσφατο πατριάρχη Κάλλιστο, όπως επέβαλλε η παλαιά επικρατούσα συνήθεια και όπως ήταν αναγκαίο. Σκοπός αυτής της νέας στέψης ήταν μεν να συγκυβερνήσει ο γιος με τον πατέρα ισόβια, από την άλλη δε όταν αυτός πεθάνει ίσως από γηρατειά, μόνος του ο γιος να φέρει τα σκήπτρα της βασιλείας του Αυτοκράτορα. Σε ότι αφορά τον γαμπρό Παλαιολόγο πάντα και απ’ όλους να καταδικασθεί σε λήθη και να κλείσει τελείως κάθε πόρτα για φιλική ομόνοια.
44.  Δεν πέρασαν πολλές μέρες ανάμεσα και ο Ματθαίος , ο νέος αυτός βασιλιάς, έφτασε στην οικία που είμαι έγκλειστος, διατασσόμενος από τον πατέρα του βασιλιά να γίνει μεσολαβητής ώστε να με πείσει να επιστρέψω στο παλάτι προσφέροντας τις υπηρεσίες στους βασιλείς, λαμβάνοντας από αυτές πολλές και διάφορες ανταμοιβές.

Ανάλυση, ερμηνεία

Τον Φεβρουάριο του 1354 γίνεται η στέψη που είχε προαποφασιστεί από τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους. Ο Ιωάννης Στ’ αποφασίζει τον οριστικό παραμερισμό του Ιωάννη Ε’ και χρίζει διάδοχο τον Ματθαίο. Έρχεται αντιμέτωπος με τον πατριάρχη Κάλλιστο, που θεωρεί παράνομη την στέψη και επίορκο τον Καντακουζηνό από τον όρκο που έδωσε το 1347, με αποτέλεσμα εν τέλει να παραιτηθεί, να καταφύγει στους Γενουάτες του Γαλατά και έπειτα στην Τένεδο όπου βρίσκονταν ο Ιωάννης Ε’ με την σύζυγό του Έλενα Παλαιολογίνα. Ο Κάλλιστος που διετέλεσε πατριάρχης από τις 10/6/1350, ήταν Αθωνίτης, φίλος του Παλαμά και μάλιστα πραγματοποίησε σε σύνοδο μαζί με τον Καντακουζηνό την πλήρη αποδοχή του Παλαμισμού, τον Ιούλιο του 1351, καταδικάζοντας τον Γρηγορά. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ακόμα μια φορά τα συγκεχυμένα όρια των παρατάξεων καθώς ο Κάλλιστος ήταν μεν παλαμικός αλλά παρέμεινε πιστός στον Ιωάννη Ε’. Έγινε μεσολαβητής τον Οκτώβριο του 1352 στη σύγκρουση Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου Καντακουζηνού, στην Αδριανούπολη, αλλά οι προσπάθειες του για ειρήνη απέτυχαν. Θα ξαναγίνει πατριάρχης το 1355, ενώ το 1363 θα συμμετάσχει εκ νέου σε διπλωματική αποστολή προς σύσφιξη των Σερβοβυζαντινών σχέσεων. Ο Φιλόθεος, διετέλεσε μητροπολίτης της Ηράκλειας Θράκης, ήταν παλαμικός και υποστηρικτής του Καντακουζηνού και συνέταξε τα πρακτικά της συνόδου του 1351.  
Ο αυτοκράτορας μπορούσε να παραχωρήσει κατ’ εξαίρεση το δικαίωμα να φέρει και ο υιός του τον ίδιο τίτλο, χωρίς όμως να εξομοιωθεί νομικώς ως προς τον πατέρα του. Ο πρεσβύτερος αυτοκράτωρ δικαιούνταν μεγαλύτερο σεβασμό και ανάλογο κύρος ενώ ως εστεμμένος έφερε την στολή, το στέμμα και τα σύμβολα σε αντίθεση με τον μη εστεμμένο που φορούσε την συνήθη ενδυμασία του.[1]
Για το τυπικό της στέψης πραγματοποιείται συγκέντρωση των φορέων αξιωμάτων και πολιτικών και στρατιωτικών τίτλων. Ακόμα παρευρίσκονται ο πατριάρχης, ο στρατός και ο λαός. Ο υποψήφιος ανερχόταν στην ασπίδα που έπειτα υψώνονταν από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη που την κρατάνε από μπροστά και με επιφανείς άνδρες, όπως δεσπότες, σεβαστοκράτορες ή συγκλητικοί να κρατάνε την πίσω πλευρά μέσα σε επευφημίες από το πλήθος. Έπειτα ακολουθούσε το δεύτερο μέρος της τελετής με στην Αγία Σοφία, η συγκεκριμένη πραγματοποιήθηκε στον ναό των Βλαχερνών λόγω της κακής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει ο ναός της Αγίας Σοφίας, όπου τοποθετούνταν το διάδημα με τους πολύτιμους λίθους. Ο πατριάρχης σε μια κατανυκτική σιγή τον χρίζει αυτοκράτορα και του παραδίδεται έγγραφη ομολογία πίστεως [2]                                                                                                  
Με την κίνηση αυτή ο Ιωάννης Καντακουζηνός θέτει τα θεμέλια για μια νέα δυναστεία. Ο γιος του Ματθαίος έχει νυμφευτεί την Ειρήνη Παλαιολογίνα, κόρη του Δεσπότη Δημήτριου Παλαιολόγου που ήταν γιος του Ανδρόνικου Β’, στις αρχές του 1341 στη Θεσσαλονίκη, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει υιούς οπότε η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί. Ο παραγκωνισμός του Ιωάννη Ε’ αποτελεί πλέον μια τυπική διαδικασία αφού είναι αδύνατο μετά απ’ όλες αυτές τις αιματηρές συγκρούσεις να προφασίζεται ότι υπερασπίζει τα συμφέροντα του νομίμου οίκου των Παλαιολόγων.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στον εγκλεισμό του Νικηφόρου Γρηγορά στη Μονή της Χώρας, όπου βρισκόταν από το καλοκαίρι του 1351, με απόφαση της  Συνόδου που συγκάλεσε ο Ιωάννης ΣΤ’ και ο πατριάρχης Κάλλιστος. Η Μονή της Χώρας βρισκόταν έξω από τα Κωνσταντίνεια τείχη, στη «Χώρα» ή «Χωρίο» όπως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί, νοτίως του Κεράτιου κόλπου, όπου ο Μετοχίτης προσέθεσε εξωνάρθηκα και παρεκκλήσι και ο Γρηγοράς ίδρυσε ιδιωτική Σχολή το 1332. Όντας σημαίνον πρόσωπο, πιθανή επιστροφή του στην πολιτική ζωή του Βυζαντίου θα προσέφερε κύρος στον Αυτοκράτορα και ακόμα περισσότερο χρήσιμες συμβουλές. Δεν πρέπει να μένει επίσης απαρατήρητο το γεγονός ότι πριν τους χωρίσουν οι θρησκευτικές διαμάχες είχαν αναπτύξει μια στενή φιλία και συνεργασία.

ii)Μετάφραση και ανάλυση του αποσπάσματος Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, έκδ. Immanuele Bekkero, Nicheophori Gregorae, Historiae Byzantinae ,vol.3, Bonnae 1855, XXVIII, 47-48.


 
47. Γιατί υπάρχουν, μερικοί από εσάς, μάλλον όχι μερικοί, αλλά οι περισσότεροι από τον λαό των Ρωμαίων, επιρρίπτοντας τις αιτίες των Ρωμαϊκών συμφορών πάνω στον πατέρα μου, για όσες συμφορές ξέσπασαν τώρα. Πλέον και σε δημόσιο χώρο ακούγεται η κατηγορία και σ’ όλα τα έθνη και τα γένη των βαρβάρων, πράγματι διαδίδουν αυτή τη φήμη σε γεμάτους δρόμους, αγορές και πλατείες, ενισχύοντας αυτήν πάντα και επιρρίπτοντας κάθε είδους κατηγορία, χωρίς να φροντίζουν να εξετάσουν την ποιότητα δικαίου και αδίκου , μη βάζοντας στο νου οι κατήγοροι ότι ήταν δυνατόν ο πατέρας μου, από λόγους που όλοι γνωρίζουν, ότι ενώ μπορούσε να σκοτώσει τον Παλαιολόγο (τον Ιωάννη Ε’) και την μητέρα του, αυτός τον έκανε γαμπρό δίνοντάς του, την αδελφή μου και τον προτίμησε από εμάς του υιούς του. Τώρα βλέποντας ότι επιβουλεύονται και κινούνται με κάθε μηχανορραφία κατά εμάς, πρέπει να τον μισήσετε, και τίθενται ενάντια με όλο τους το φρόνημα , ενώ αντίθετα τον δικό μου πατέρα χωρίς κρίση μισούν όταν αναγκάστηκε σε βοήθεια να προσκαλέσει βαρβάρους, αμυνόμενος με τον ευγνώμον αλλόφυλο γαμπρό, τον αγνώμον ομόφυλο γαμπρό και ταυτόχρονα την απροθυμία και κακοβουλία των υπηκόων του.
48. Και μ’ αυτόν τον τρόπο δε βλέπουν ότι αναιρούν την θεία πρόνοια και καταστρατηγούν την αναγκαιότητα του τυχαίου.

Ανάλυση, ερμηνεία

Ο Καντακουζηνός εκπρόσωπος της αριστοκρατίας του Βυζαντίου, δύσκολα κέρδιζε την συμπάθεια των κατώτερων στρωμάτων που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τις ληστρικές επιδρομές Τούρκων, Σέρβων, Βουλγάρων, ενώ παράλληλα είχαν φτάσει στα όριά τους από την βαριά φορολογία του κράτους και την αδυναμία να τους προστατεύσει. Αυτά σε συνδυασμό με την αποκάλυψη της τεράστιας περιουσίας του, που αποκαλύφθηκε από τον Απόκαυκο, ενέτεινε την δυσφορία. Η όποια εμπιστοσύνη υπήρχε προς το πρόσωπό του, από τις εξαιρετικές ικανότητες που είχε δείξει στο πεδίο της μάχης και στη διπλωματία, εξανεμίστηκαν όταν ο ίδιος έφερε νέα δεινά με την εισροή χιλιάδων Τούρκων μισθοφόρων. Αποτελεί γεγονός ότι η είσοδος του Ιωάννη Ε’ στην Κωνσταντινούπολη την 21-22/11/1354 συνοδεύτηκε από ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς από το λαό της Πόλης, ενώ σοβαρή αντίσταση προέβαλλε μόνο το μισθοφορικό σώμα των Καταλανών.
Ο Ματθαίος ομιλεί για την δυνατότητα που είχε ο πατέρας του όταν εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, στις 2/2/1347, να εξοντώσει την οικογένεια των Παλαιολόγων και να μείνει μόνος αυτοκράτορας. Αντ’ αυτού έδωσε την κόρη του, Έλενα Παλαιολογίνα ως σύζυγο στον Ιωάννη Ε’. Ο Ματθαίος επίσης δεν παραλείπει να αναφέρει την πικρία για τον παραγκωνισμό του, διότι παρ’ όλο που χρίστηκε ανώτερος των Δεσποτών και ακριβώς κάτω από τον Αυτοκράτορα, δεν έλαβε κάποιο επίσημο αξίωμα και το κυριότερο να μπει στη διαδοχή. Αυτό, σε συνάρτηση με την παρότρυνση μερικών αξιωματικών, οδήγησε τον Ματθαίο να κηρύξει την ανεξαρτησία του το ίδιο έτος, για να «εκλογικευτεί» με την σειρά του από τη σύζυγο του Ιωάννη ΣΤ’ και να του παραχωρηθεί τελικώς μια επικράτεια ως κυβερνήτης στη Θράκη, με κέντρο την Αδριανούπολη. Οι άλλοι γιοι στους οποίους αναφέρεται είναι ο Ανδρόνικος που πέθανε από την πανώλη το 1347 σε ηλικία 13 ετών και ο Εμμανουήλ Καντακουζηνός. Ο τελευταίος διετέλεσε διοικητής της Βέροιας ως τις αρχές του 1347 και έπειτα, μετά την κατάληψη της από τον Δουσάν, κατέφυγε στη Θεσσαλία. Του δόθηκε ο τίτλος του Δεσπότη, αμύνθηκε επιτυχώς στις επιθέσεις των Γενουατών του Γαλατά το 1348-1349 και με την λήξη του πολέμου τοποθετήθηκε ως κυβερνήτης της Πελοποννήσου. Εκεί παρέμεινε ως τον θάνατό του, το 1380, με εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες συμμαζεύοντας το χάος που επικρατούσε στην περιοχή.[3]
Ο Ματθαίος επίσης, προσπαθεί να δικαιολογήσει τις ενέργειες του πατέρα του, οποίος προσκάλεσε πολλές φορές τα τουρκικά φύλα να τον στηρίξουν στις εμφύλιες διαμάχες από ανάγκη για τον «αγνώμον γαμπρό του». Η αναφορά γίνεται στους γάμους του Ιωάννη Ε’ με την Έλενα Καντακουζηνή και του Ορχάν με την Θεοδώρα Καντακουζηνή. Ο πρώτος είχε ήδη εισβάλλει στην επικράτεια του Ματθαίου πολιορκώντας τον στην Αδριανούπολη, συνεπικουρούμενους από τους Σέρβους, ενώ ο Οθωμανός κατέφθασε να τον στηρίξει και να σπάσει την πολιορκία. Οι αναφορά σε βαρβάρους φανερώνει την πολιτισμική ανωτερότητα που ένιωθαν οι Βυζαντινοί σε σχέση με τους υπόλοιπους λαούς, παρά την απελπιστική κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, και εννοεί τους Τούρκους του Ομούρ, του Ορχάν και του Σουλεϊμάν που ισοπέδωσαν την Ελληνική ύπαιθρο. 
Στο τέλος δεν παραλείπει να τονίσει ένα ακόμη χαρακτηριστικό των Βυζαντινών, αυτό της αδυναμίας αποτροπής των πραγμάτων που έχουν οριστεί να τελεστούν από την θεία πρόνοια. Θεωρεί θέλημα Θεού την βασιλεία του πατέρα του και μάταια την ανατροπή αυτού.



[1]Α.Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή,σελ.217-218
[2] Α.Χριστοφιλοπούλου, ό.π., σελ.219,222.
[3] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 122-124.