Ως αφετηρία για την απαρχή μιας νέας φάσης του μακεδονικού ελληνισμού υπήρξε το επαναστατικό κίνημα του 1878. Αν και δεν πέτυχε την ένωση της Μακεδονίας, εντούτοις έγινε εμφανέστατη η αντίθεση των Ελλήνων της Μακεδονίας στην προσάρτησή τους σε μια Μεγάλη Βουλγαρία, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε η διπλωματική θέση της Ελλάδας στη μη υλοποίηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Η προαναφερόμενη διαμάχη Βουλγάρων, Σέρβων, Τούρκων και Ελλήνων οδήγησε στην ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας στις 12 Νοεμβρίου 1894, η οποία απαλλαγμένη από την κρατική επίδραση, θα προκαλούσε «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήματος, την επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων του υπόδουλων Ελλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών δια πάσης θυσίας».
Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, εξέγειρε το φρόνημα των Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων.
Ανατέθηκε στον υπεύθυνο της Εταιρείας στα Τρίκαλα, Εμμανουήλ Λυκούδη να βρει Μακεδόνες και άλλους πρόθυμους αγωνιστές που διέμεναν στη Θεσσαλία. Αυτός είχε εύκολο σχετικά έργο καθώς ζούσαν τότε στη Θεσσαλία 2 με 3 χιλιάδες Μακεδόνες, πολλοί εκ των οποίων ήταν βετεράνοι της επανάστασης του 1878. Του ανατέθηκε επίσης να βρει ασφαλές πέρασμα στη συνοριογραμμή με τη βοήθεια των ντόπιων είτε προσεγγίζοντας αξιωματικούς του στρατού. Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει την απόφαση να απαγορέψει την είσοδο των ανταρτών στα εδάφη των Οθωμανών και να προβεί σε καταδιώξεις σε περίπτωση ανυπακοής.
Ως αρχηγός του κινήματος ορίσθηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας, Μακεδόνας από το Παλιοκριμίνι Κοζάνης, βετεράνος της επανάστασης του 1878 όπου μάλιστα πούλησε την οικία του και εξόπλισε δικό του σώμα, αποτελούμενο από 70 άνδρες.
Ως αρχηγός του κινήματος ορίσθηκε ο Αθανάσιος Μπρούφας, Μακεδόνας από το Παλιοκριμίνι Κοζάνης, βετεράνος της επανάστασης του 1878 όπου μάλιστα πούλησε την οικία του και εξόπλισε δικό του σώμα, αποτελούμενο από 70 άνδρες.
Δόθηκαν οδηγίες να προσέχουν οι αντάρτες την συμπεριφορά τους στο χριστιανικό στοιχείο, να μην παίρνουν τρόφιμα και εφόδια από κατοίκους χωρίς πληρωμή αλλά με χρήματα που χορηγήθηκαν γι’ αυτό το σκοπό και διατυπώθηκε ο όρκος τους.(2) Στη σύσταση των σωμάτων κυριαρχούσε το δυτικομακεδονικό στοιχείο με πολλούς από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, ακολουθούσαν πολλοί Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Ρουμελιώτες ενώ αγωνιστές εντάχθηκαν από την Ανατολική Ρωμυλία ως την Κρήτη και τους Έλληνες της Ρωσίας. Τα σώματα είχαν αρχηγό, υπαρχηγούς και μπουλουξήδες (ομαδάρχες/δέκαρχοι). Η στολή τους ήταν μια λευκή φουστανέλα με κάπα, μαύρο σκούφο στον οποίο οι αρχηγοί έφεραν χρυσοκέντητο σιρίτι. Άπαντες διέθεταν σακίδιο (ντορβά) και οι αρχηγοί διέθεταν κιάλια και δερμάτινες πλατιές ζώνες (σιλάχια). Έφεραν ομαδικούς ασκούς με νερό και ο οπλισμός τους αποτελούταν από μακρύκαννα τυφέκια Γκρά με ξιφολόγχες. Ο καθένας είχε 200-250 φυσίγγια σε φυσεκλίκια στη ζώνη και χιαστί στους ώμους. Τα σώματα διέθεταν και δυναμίτιδα για δολιοφθορές.
Το πρώτο σώμα, δυνάμεως 89 ανδρών, καταρτίστηκε αρχές Ιουλίου και είχε αρχηγό τον Αθανάσιο Μπρόυφα και υπαρχηγούς τους Δημήτριο Κανναβό, Τάκη Νάτσιο, Ιωάννη Γεωργαντά, Ιωάννη Τσάμη, Βασίλη Οικονόμου και Λάζο(Λάζαρο) Βαρζή. Οι αντάρτες επιβιβάσθηκαν σε πλοίο στις 6 Ιουλίου που τους αποβίβασε στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου Πιερίας. Έπειτα διέγραψε πορεία μέχρι τα νοτιοδυτικά υψώματα πλησίον της Βέροιας. Συγκροτήθηκε τότε μια δύναμη 150 περίπου ανδρών του τακτικού Οθωμανικού στρατού, με επικεφαλή μάλιστα τον εξωμότη Τσάμη, πατέρα του υπαρχηγού του ελληνικού σώματος, συνεπικουρούμενο από ατάκτους και συγκρούσθηκε στις 9 Ιουλίου στη θέση Καρά Τσάϊρ στο Ξηρολίβαδο Βερμίου. Οι αντάρτες έλαβαν κατάλληλες θέσεις και σύντομα οι τουρκικές απώλειες μεγάλωναν. Μια επιπλέον ενίσχυση Τούρκων χωρικών από τα κοντινά χωριά δεν άλλαξε τον ρου της μάχης που διήρκησε 5 ώρες, από τις 10 το πρωί ως τις 3 το μεσημέρι. Οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν άτακτα αφήνοντας πίσω τους 40-100 νεκρούς (τουρκικές και ελληνικές αναφορές αντίστοιχα) και 18 αιχμαλώτους μεταξύ των οποίων έναν ανθυπολοχαγό. Οι Έλληνες αντάρτες είχαν 3 νεκρούς και 4 αγνοούμενους. Οι τελευταίοι, ενώ μάχονταν έχασαν την επαφή με το ελληνικό σώμα και μετά από μια περιπετειώδη πορεία έφτασαν την 1η Αυγούστου σε ελληνικό έδαφος. Οι αιχμάλωτοι έτυχαν άψογης συμπεριφοράς και περίθαλψης και μετά από λίγο απελευθερώθηκαν διαμηνύοντας τις τουρκικές αρχές ότι το αντάρτικο σώμα στρεφόταν κατά της βουλγαρικής επιβολής.
Στις 11 Ιουλίου το σώμα χωρίστηκε σε 2 τμήματα για να είναι πιο ευέλικτα. Το σώμα στο οποίο ήταν ο Μπρούφας έπειτα από αρκετές συμπλοκές και κοπιώδη πορεία πέρασε το Μορίχοβο (ορεινή περιοχή στη ΒΔ πλευρά του όρους Βόρα) και έφτασε στις Σιδηρές Πύλες (Ντεμίρ Καπού) στις 19 Ιουλίου. Εκεί έδωσαν σκληρή μάχη 14 ωρών με τουρκικό σώμα 200 ανδρών συνεπικουρούμενο από Τούρκους χωρικούς. Εν τέλει υποχώρησε με 7 νεκρούς, 3 τραυματίες και 4 αιχμαλώτους ενώ η αντίπαλη πλευρά υπέστη 78 νεκρούς και 12 τραυματίες. Μεταξύ των τραυματιών ήταν και ο Μπρούφας ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην οικία μιας ηλικιωμένης. Προδόθηκε όμως από Βούλγαρους και οι Τούρκοι εισέβαλαν στο καταφύγιο και τον σκότωσαν, ενώ μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι απλώς υπέκυψε στα τραύματά του. Η Εθνική Εταιρεία κράτησε μυστικό τον θάνατό του ως τις αρχές του επόμενου έτους, αφού ο Έλληνας οπλαρχηγός είχε πάρει σχεδόν μυθικές διαστάσεις στην ελληνική κοινωνία. Οι υπόλοιποι μετά από μια απόπειρα εκτροχιασμού τραίνου με Αλβανούς βοηθητικούς του Οθωμανικού στρατού, επέστρεψαν στην Ελλάδα.
Η δράση του Αθανάσιου Μπρούφα δοξάστηκε από τους Έλληνες της Μακεδονίας που τον ύμνησαν με πλήθος δημοτικών τραγουδιών:
Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,το λέει κι ο πετροκότσυφας σ' αντάρτικα λημέρια.Οι αντάρτες εσκορπίσανε, γινήκανε μπουλούκια ο Μπρούφας στο Μορίχοβο, Ζαρκάδας στα Καϊλάρια,κι ο Τάκης ο περήφανος ψηλά στο Περιστέρι. Kαι πάλιν εσυνάχτηκαν στην Παναγιά Λιμνίτσακι εκείθεν στέλνουν προσταγές και την Τουρκιά τρομάζουν:Τούρκοι, καθήστε φρόνιμα! Σας καίμε τα χωριά σας.Δεν είναι ο περσινός καιρός, Βούλγαροι αρκουδιαραίοι μόν' είναι Ελληνόπουλα, που ζούνε στα λαγκάδια και πολεμούνε την Τουρκιά και νύχτα και ημέρα.
Χαλάστρας Κωνσταντίνος
(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 263,Φεβρουάριος 2019)