Η συμμαχική προέλαση ως την πόλη.
Στις 13 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους, το 1943,τα συμμαχικά στρατεύματα διέσχισαν την αμυντική γραμμή Volturno, 65 χιλιόμετρα νότια της γραμμής Γουσταύου. «Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτήν την πολύ ισχυρή φυσική αμυντική θέση» έγραψε ο επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα, Άλμπερτ Κέσσερλινγκ, όσον αφορά την επόμενη αμυντική γραμμή, τη γραμμή Χειμώνα «και ήλπιζα, κρατώντας την για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ίσως μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να μπορέσω να ενισχύσω τη γραμμή Γουσταύου, ιδίως στο πίσω μέρος της ώστε οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να σπάσουν τα δόντια τους». Σύμφωνα με τον Ρόμελ, η Ιταλία έπρεπε να υπερασπιστεί στα Απέννινα όρη κατά μήκος της γοτθικής γραμμής, στο βόρειο τμήμα .Ο Κεσσερλινγκ, από την άλλη πλευρά, σκόπευε να αντισταθεί όπου υπήρχε η ευκαιρία και αυτό έπραξε με μεγάλη επιτυχία. Στις 21 Νοεμβρίου 1943, ο Αδόλφος Χίτλερ ικανοποίησε τα αιτήματα του Κέσσελρινγκ και τον διόρισε «ανώτατο διοικητή του ΝΔ τομέα - Ομάδα Στρατιων C» ( Oberbefehlshabers Süd - Heeresgruppe C ), ενώ ο Ρόμελ στάλθηκε στη Γαλλία ως επόπτης του Ατλαντικού Τείχους.
Πυροβολικό της 5ης Στρατιάς σε δράση, ανοίγει την αυλαία της μάχης κατά την επίθεση της 17ης-18ης Ιανουαρίου. |
Τα φυσικά αμυντικά πλεονεκτήματα του ορεινού εδάφους γύρω από το Κασσίνο είχαν ενισχυθεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν αφαιρέσει κτίρια και δέντρα για να δημιουργήσουν ιδανικά πεδία βολής, δημιούργησαν οχυρωμένες και διευρυμένες σπηλιές, δημιουργώντας υπόγεια καταφύγια που συνδέονταν με σήραγγες. Η γραμμή Γουσταύος δεν ήταν στην πραγματικότητα μια ενιαία γραμμή, αλλά ένα σύμπλεγμα πολλών αμυντικών στρωμάτων με θέσεις προετοιμασμένες για άμεσες αντεπιθέσεις σε περίπτωση που μία ή περισσότερες θέσεις έπεφταν στα χέρια των αντιπάλων. Ένα άλλο πλεονέκτημα για το Κέσσερλινγκ ήταν η παρουσία των Απενίνων όρων που ανάγκαζαν τους συμμάχους να πολεμουν σε δύο τομείς, τους Αμερικανούς στα δυτικά και τους Βρετανούς στα ανατολικά των βουνών. Οι ενέργειές τους δεν μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται και επομένως οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις από τη μία πλευρά και στη συνέχεια να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στην άλλη.
Καμουφλάζ ενός άρματος μάχης Panzer III στο ιταλικό μέτωπο. |
Μετά από έναν μήνα συνεχών μαχών, στα τέλη Νοεμβρίου 1943, η τελευταία γραμμή προ του Κασσίνο Bernhardt είχε σπάσει στο κέντρο και βόρεια του Βενάφρο, αλλά χρειάστηκαν άλλες 2 εβδομάδες περίπου για να διατηρηθεί πλήρως και να μεταβούν όλες οι γερμανικές δυνάμεις στη γραμμή Γουσταύου. Στις 31 Δεκεμβρίου, η γερμανική διοίκηση σημείωσε με ικανοποίηση ότι η προέλαση των Συμμάχων προς τη Ρώμη αποδείχθηκε πολύ αργή, μόλις «δέκα χιλιομέτρων το μήνα». Η λάσπη, το τραχύ έδαφος, η έλλειψη δρόμων κατάλληλων για τις τεράστιες εφοδιοπομπές, η κακοκαιρία και η συστηματική καταστροφή που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί είχαν αποκλείσει σχεδόν πλήρως τους συμμαχικούς στρατούς στην Ιταλία και η γερμανική αντίσταση δημιούργησε ένα πεδίο μάχης παρόμοιο με τον πόλεμο φθοράς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Για τους Συμμάχους, η πτώση της γραμμής Γουσταύου είχε γίνει πλέον ο πιο επείγων ΑΝΣΚ. Από τον Νοέμβριο του 1943 σχεδιαζοταν μια απόβαση πίσω από τις γερμανικές γραμμές στο Αντζιο, ακριβώς νότια της Ρώμης στα νώτα της γραμμής. Γι' αυτό είχαν συγκεντρώσει 240.000 άνδρες της 5ης Αμερικανικής Στρατιάς και της 8ης Βρετανικής, 1.900 άρματα μάχης και 4.000 αεροσκάφη. Απέναντί τους, βρίσκονταν εξόχως οχυρωμένοι και οργανωμένοι 140.000 Γερμανοί της 10ης Στρατιάς.
Η κατάσταση στο μέτωπο του Κασσίνο πριν τη μάχη για την κατάκτηση της πόλης. |
Η πρώτη επίθεση.
Η μάχη στον ποταμό Γκαριλιάνο.
Η βρετανική επίθεση ξεκίνησε στις 17 Ιανουαρίου, αρκετά ομαλά και αιφνιδίασε τη γερμανική 94η μεραρχία. Παρά τις δυσκολίες λόγω του ισχυρού ρεύματος, το επόμενο πρωί το 10ο Σώμα Στρατού είχε μεταφέρει δέκα τάγματα στην απέναντι όχθη και οι μηχανικοί εργάζονταν για να επιτρέψουν τη διέλευση και σε αντιαρματικά όπλα και βαριά οχήματα. Κατά τη διάρκεια της 18ης Ιανουαρίου, και τα δύο τμήματα επέκτειναν το προγεφύρωμα τους, παρά το γεγονός ότι η 5η Μεραρχία (10 Βρετανικό ΣΣ) επιβραδύνθηκε εν μέρει από τεράστια ναρκοπέδια. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας των μαχών, 18 Ιανουαρίου 1944, η 56η Μεραρχία βρισκόταν στο υπερυψωμένο έδαφος και στις δύο πλευρές του Castelforte, ενώ στις 19 του μήνα, η 5η κατάφερε να μπει στο Minturno και τα γαλλικά τμήματα του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος ( Corps Expéditionnaire Français, CEF) πίεζαν συνεχώς βορείως της πόλης. Χάρη στις ενισχύσεις του 14ου ΤΘ Σώματος Γρεναδιέρων (29η και 90η Μεραρχία), οι Γερμανοί πραγματοποίησαν αντεπιθέσεις: στις 21 η Castelforte ανακαταλήφθηκε και στις 23 η Colle Damiano (ένας λόφος στα μισά του δρόμου μεταξύ Minturo και Castelforte, που κατέλαβαν οι Σύμμαχοι την πρώτη νύχτα των μαχών). Οι Βρετανοί αντέδρασαν αποφασιστικά σε μια σειρά σκληρών συγκρούσεων, οι οποίες συνεχίστηκαν με διακυμάνσεις έντασης έως τις 9 Φεβρουαρίου. Στη βρετανική αποτίμηση της πρώτης σύγκρουσης υπήρχε ικανοποίηση που διέβησαν τον ποταμό και δημιούργησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα και κυρίως διότι αγκίστρωσαν δύο γερμανικές μεραρχίες στο μέτωπο του Κασσίνο, τα οποία, διαφορετικά, θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην επικείμενη απόβαση στο Άντζιο. Ωστόσο, απογοητεύτηκαν εντελώς από τη δράση της 46ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), η οποία υπέστη βαριές απώλειες (περίπου 4.000) σε σημείο ο διοικητής, στρατηγός Χόκσγουορθ, να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια.
Η διέλευση του Γκαριλιάνο από ένα M4 Sherman, 20 Ιανουαρίου 1944. |
Μάχη του ποταμού Ραπίντο.
Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες στην αμερικανική ιστορία έστω και σε τοπική και περιορισμένη κλίμακα. Η μάχη διεξήχθη κατά τις 20 με 22 Ιανουαρίου 1944, στην πραγματικότητα στον ποταμό Γκάρι. Ο Αμερικανός στρατηγός Μαρκ Γουέιν Κλάρ, ο «αμερικανικός αετός» όπως ήταν το παρατσούκλι του, εκπόνησε ένα σχέδιο το οποίο περιελάμβανε τη δημιουργία δύο προγεφυρωμάτων κατά μήκος του ποταμού Γκάρι , (που λανθασμένα εξέλαβαν ως τον ποταμό Ραπίντο) κοντά στο Σαίντ Άντζελο στη Θεοδίκη , ένα χωριουδάκι του Κασσίνο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21 Ιανουαρίου, οι πρώτοι Αμερικανοί του 1ου τάγματος του 141ου και 143ου συνταγμάτων πεζικού (ΣΠ) της 36ης Μεραρχίας του ταξίαρχου Γουόλκερ κατάφεραν να επιβιβαστούν σε βάρκες και λέμβους, αλλά μόνο περίπου εκατό από αυτούς διέσχισαν τον ποταμό φτάνοντας στη δυτική όχθη. Οι Γερμανοί στην απέναντι ακτή, δημιούργησαν μια κόλαση πυρός. Πολυβόλα, όλμοι και κάθε λογής ατομικό τυφέκιο από τους Γρεναδιέρους του 71ου ΤΘΣ της 15ης Μεραρχίας στόχευε τους Αμερικανούς. Σε αυτό το πανδαιμόνιο ήρθαν να προστεθούν και τα εύστοχα πυρά του πυροβολικού που κομμάτιαζαν τα συμμαχικά σκάφη μαζί με τους επιβαίνοντες, αλλά παράλληλα χτυπούσαν και τις αμερικανικές μονάδες που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή. Σαφώς καλύτερη «τύχη» αλλά αποτυχία στον ΑΝΣΚ της είχε και η βρετανική 46η ΜΠ, που δρούσε παράλληλα στο χωριό Σαίντ Αμπρότζιο πλησίον, η οποία δεν αιφνιδιάστηκε από τα εχθρικά πυρά, αλλά από το ισχυρό ρεύμα του ποταμού που παρέσυρε τα μικρά σκάφη που επέβαιναν οι στρατιώτες.
Η διαφορά των Βρετανών με τους Αμερικανούς ήταν ότι οι πρώτοι είχαν τη διάυγεια να ακυρώσουν την επιχείρηση και να αποχωρήσουν. Οι δε Αμερικανοί, συνέχισαν τις προσπάθειες παρόλο που δεν άλλαξε τίποτα απολύτως στην έκβαση της μάχης παρά μόνο μεγάλωναν οι απώλειες και στις δύο όχθες του ποταμού που δέχονταν τα φονικά πυρά. Σα να μην έφτανε αυτό, αποφάσισαν και την επόμενη ημέρα (22 Ιανουαρίου) να φτιάξουν μια γέφυρα τύπου «Baily» αλλά κατέστη αδύνατο κάτω από τέτοια έκθεση στο εχθρικό πυρ. Οι δε δυνάμεις στη δυτική όχθη ήταν τελείως αποκλεισμένες και δέχονταν γερμανικές επιθέσεις. Μόνο εκείνη την ημέρα είχαν 700 απώλειες εκ των οποίων οι 240 νεκροί. Η αντίσταση των αποκομμένων τμημάτων κάμφθηκε τελικά στις 23 και οι τελευταίοι θύλακες εξαλείφθηκαν στις 24 Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη τοπική νίκη για τα γερμανικά όπλα. Με απώλειες μόλις 274 ανδρών (94 νεκροί και 179 τραυματίες) προκάλεσαν 2.783 στους Αμερικανούς , 934 νεκρούς, 1089 τραυματίες και 770 αιχμαλώτους. (1) Μεταπολεμικά, αυτή η αποτυχία αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας του Κογκρέσου.
Γερμανικό πλήρωμα προσπαθεί να επαναφέρει σε λειτουργική κατάσταση ένα Panzer IV εν μέσω εχθρικών πυρών. |
Η επίθεση στον ορεινό όγκο του Κασσίνο από τους Αμερικανούς και Γάλλους. (24 Ιανουαρίου-11 Φεβρουαρίου 1944).
Με την απόβαση στο Άντζιο από τις 22 Ιανουαρίου στα νώτα της γερμανικής άμυνας, ο στρατηγός Κλαρκ αποφάσισε να επαναλάβει τις επιθέσεις στις 24 Ιανουαρίου, χρησιμοποιώντας την 34η Μεραρχία, τους «Κόκκινους Ταύρους» του ταγματάρχη Τσαρλς Ράιντερ, που έμελλε να δώσουν έναν από τους πιο σκληρούς αγώνες στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία. Το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση της 34ης Μεραρχίας εναντίον του βόρειου τμήματος της πόλης του Κασσίνο, ταυτόχρονα με την άμεση επίθεση εναντίον του ορεινού όγκου Κασσίνο ακόμα βορειότερα, που ανατέθηκε στους Γάλλους. Απέναντί τους βρίσκονταν βετεράνοι του Ανατολικού Μετώπου, στον τομέα του Στάλινγκραντ, της 44ης Μεραρχίας αλλά ήταν αρκετά υποστελεχωμένη.
Ενώ το έργο της διέλευσης του ποταμού ήταν ευκολότερο απ' ότι στον Ραπίντο, η πλημμύρα έκανε την κίνηση των τμημάτων πολύ δύσκολη, για τα άρματα δε τιτάνια. Βραχώδη όρη, απότομες πλαγιές, τεράστιοι ογκόλιθοι και χαράδρες αποτελούσαν από μόνα τους δυσκολίες στην κίνηση, πόσο μάλλον κάτω από το εχθρικό πυρ και τα ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα και κάθε λογής εμπόδια που τοποθετήθηκαν.
Η απόδοση της 34ης Μεραρχίας σε αυτήν τη σύγκρουση θεωρείται ως μια από τις καλύτερες των Αμερικανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Β' ΠΠ. Με αργό αλλά σταθερό ρυθμό έφτασαν σε απόσταση 1.5 χιλιομέτρου από το δεσπόζον αββαείο του Κασσίνο. Δύο πολύ σημαντικά σημεία, το Colle Sant'Angelo και το ύψωμα 593 (που ονομάστηκε «κεφάλι του φιδιού») καταλήφθηκαν και χάθηκαν ξανά λόγω του αριστοτεχνικού συντονισμού των αμυντικών ενεργειών από τον φον Σένγκερ: απέσυρε την 44η Μεραρχία και την αντικατέστησε με την 90η ΤΘ που μόλις είχε απαγκιστρωθεί. Στις 7 Φεβρουαρίου, οι Αμερικανοί κατάφεραν να πάρουν το ύψωμα 445, στον οικισμό Άγιο Ονόφριο, μόλις 400 μέτρα από το αββαείο. Ωστόσο εκεί σταμάτησαν. Κάθε προσπάθεια για περεταίρω προέλαση ήταν αδύνατη και μετά από ακόαμ 4 ημέρες άκαρπων επιθέσεων σταμάτησαν. Οι απώλειες τρομακτικές. Περίπου 7 στους 10 από τους συμμετέχοντες στα τάγματα πεζικού που εφόρμησαν, 2.200 άνδρες, ήταν νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι/αιχμάλωτοι και 840 παρέμεναν ακόμα όρθιοι. Οι αμερικανικές μονάδες αντικαταστάθηκαν από τους Νεοζηλανδούς της 2ης Μεραρχίας και τους Ινδούς της 4ης Μεραρχίας με διοικητή τον Αντιστράτηγο Σερ Μπέρναρντ Φράιμπεργκ.
Οι Γερμανοί βρίσκονταν κι αυτοί στα όριά τους. Αιμορραγούσαν κατά ένα τάγμα την ημέρα και τελευταία στιγμή δεν αποχώρησαν : στις 12 Φεβρουαρίου, ο Σένγκερ είχε προτείνει στον Κέσσερλινγκ την αποδέσμευση από το Κασσίνο και την υποχώρηση στη λεγόμενη «Γραμμή C», που βρισκόταν πίσω από το προγεφύρωμα του Άντζιο, αλλά είδαν ότι εκείνη την ημέρα οι Σύμμαχοι ανέστειλαν τις επιθέσεις τους στο σημείο.
Πιο βόρεια, οι Γάλλοι στις 24 Ιανουαρίου, με τα αποικιακά στρατεύματα της 3ης Μεραρχίας Πεζικού της Αλγερίας διέσχισε το Σέτσο, ξεπέρασε τα ναρκοπέδια και έσπασε τις άμυνες της 44ης Μεραρχίας, συνέλαβε 1.200 άνδρες του Άξονα, και με σκληρό αγώνα έφτασε στο Μπελβεντέρε. Ο Γερμανός στρατηγός φον Σένγκερ παρατήρησε ότι «..τα αποικιακά στρατεύματα πολέμησαν εδώ, όπως και αλλού, με εξαιρετική μανία και αδιαφορούσαν για τις απώλειες..». Οι Αλγερινοί με αιχμή τους Τυνήσιους του 4ου Συντάγματος τυφεκιοφόρων προσπάθησαν να προωθηθούν κι άλλο, στο Colle Abate (ύψωμα 915) αλλά αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες, περίπου 2.500 άνδρες. Τη δράση αυτών εξαίρει και ο Ντε Γκωλ στα απομνημονεύματά του σε αυτήν τη μάχη. Νέες προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα και την κατάληψη του υψώματος αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα: γερμανική αντεπίθεση με 2 νέα συντάγματα τους οδήγησε στις προηγούμενες θέσεις τους.
Η πρώτη μάχη για την κατάληψη της πόλης αποτελούσε μια μερική επιτυχία για τη γερμανική πλευρά που σε γενικές γραμμές κατάφερε να συγκρατήσει και να απορροφήσει το μεγαλύτερο τμήμα των συμμαχικών επιθέσεων.