Ιστορία

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Η ενέδρα της Χεζμπολάχ στον Ισραηλινό Στρατό, 12 Ιουλίου 2006, επιχείρηση «Αληθινή Υπόσχεση». Η πυροδότηση του δεύτερου πόλεμου του Λιβάνου.

Εν μέσω κλίματος σύγκρουσης, της επιμονής του Ισραήλ να διατηρήσει τους Άραβες κρατούμενους του Λιβάνου που είχε και της αποφασιστικότητας της Χεζμπολάχ  να πετύχει την απελευθέρωσή τους, ιδίως των σχεδόν 30 χρόνια φυλακισμένων ορισμένων ( όπως ο Σαμίρ Κούνταρ ) και μετά την αποτυχία έμμεσων διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωσή του, η Χεζμπολάχ αποφάσισε να συλλάβει Ισραηλινούς στρατιώτες.

Η οργάνωση διατηρούσε ένα βαθύ υπόγειο κρυσφήγετο-αποθήκη σε μια συστάδα θάμνων ακριβώς κάτω από ένα σημείο περιπολίας των ισραηλινών οχημάτων. Ήταν εφοδιασμένο με τροφή, νερό, ραδιόφωνα, τυφέκια ΑΚ-47, αντιαρματικούς πυραύλους και διαγράμματα με λεπτομέρειες για τα διακριτικά και το μέγεθος των ισραηλινών στρατιωτικών μονάδων. Στις 9:00 π.μ. τοπική ώρα, στις 12 Ιουλίου 2006, η Χεζμπολάχ ξεκίνησε μια επίθεση αντιπερισπασμού (της επιχείρησης «Αληθινή Υπόσχεση») με πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών M-21OF των 122 χλστ σε ισραηλινές στρατιωτικές θέσεις και παραμεθόρια χωριά, όπου πέντε πολίτες τραυματίστηκαν.

Το σημείο της ενέδρας.

Μια ομάδα μαχητών της Χεζμπολάχ διέσχισε τα σύνορα, και χρησιμοποίησε κόφτες και εκρηκτικά για να περάσει το φράχτη. Ένας από τους μαχητές , ο οποίος κρυβόταν ανάμεσα σε θάμνους με RPG, εντοπίστηκε από έναν κοντινό πύργο παρατήρησης των Ισραηλινών, αλλά ο πύργος προφανώς δεν μπόρεσε να μεταδώσει αυτές τις πληροφορίες λόγω προβλημάτων επικοινωνίας. Μια περιπολία δύο ισραηλινών θωρακισμένων Humvees που περιείχαν εφέδρους πέρασαν από το σημείο. Ο επικεφαλής της περιπολίας Εχούντ Γκόλντσεσερ ήταν στο πρώτο όχημα μαζί με άλλους 3 στρατιώτες ενώ το δεύτερο Humvee είχε τρεις στρατιώτες.

Οι άνδρες της Χεζμπολάχ συγκλίνουν σε ένα
χτυπημένο Humvee κατά την επίθεση. Εικόνα από βίντεο
που ανέβασε η Χεζμπολάχ. Οι μαχητές φέρουν πλήρη εξοπλισμό,
κράνη, αλεξίσφαιρα, γιλέκα μάχης και κινούνται σε σχηματισμό
πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στους τακτικούς αραβικούς στρατούς.

Καθώς τα Humvee προχωρούσαν, οι μαχητές της Χεζμπολάχ περίμεναν να φτάσουν στη στροφή και να εκτεθούν εντελώς. Τότε, η πρώτη ομάδα της Χεζμπολάχ επιτέθηκε στη συνοδεία εκτοξεύοντας RPG και με πυρά πολυβόλου.  Ο οδηγός του 2ου οχήματος σκοτώθηκε ακαριαία ενώ οι άλλοι 2 στρατιώτες σκοτώθηκαν στην προσπάθεια διαφυγής. Δύο RPG εκτοξεύτηκαν και στο πρώτο Humvee από μικρή απόσταση. Ένας ελαφρά τραυματισμένος στρατιώτης έσυρε έναν συνάδελφό του στους παρακείμενους θάμνους και διέφυγαν. Οι άλλοι 2 μεταξύ των οποίων ήταν και ο επικεφαλής Γκόλντσεσερ αιχμαλωτίστηκαν αλλά υπέκυψαν στα τραύματά τους λίγο αργότερα. Η αποκόμιση αιχμαλώτων αποτελούσε τον ΑΝΣΚ της Χεζμπολάχ προκειμένου να προβεί σε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση κρατουμένων της. Όλο το περιστατικό δεν κράτησε περισσότερο από 10 λεπτά.

Ταυτόχρονα, μαχητές της Χεζμπολάχ έριχναν πυρά καταστρέφοντας τις παραπλήσιες κάμερες επιτήρησης και επικοινωνώντας με το κομβόι. Είκοσι λεπτά πέρασαν μέχρι οι αρχιλοχίες Γκόλντβάσερ  και Ρεγκέβ να επιβεβαιώσουν τους 2 αγνοούμενους. Επικαλέστηκε τότε την οδηγία «Αννίβας», μιας εντολής που δηλώνει ότι οι απαγωγές Ισραηλινών στρατιωτών πρέπει να αποφεύγονται με κάθε τρόπο και ξεκίνησε μια άμεση εναέρια επιτήρηση και αεροπορικές επιθέσεις στο Λίβανο για να περιορίσει την ικανότητα της Χεζμπολάχ να μετακινήσει τους στρατιώτες που είχε αιχμαλώτους. 

Ισραηλινοί στρατιώτες κατά τον πόλεμο
του Λιβάνου το 2006.

Ένα άρμα μάχης Merkava Mark II, έναν ΤΟΜΠ και ένα ελικόπτερο ήταν σε αναζήτηση. Διασχίζοντας τον Λίβανο, στράφηκαν σε δρόμο κοντά σε ένα γνωστό φυλάκιο της Χεζμπολάχ κατά μήκος των συνόρων. Όμως το άρμα μάχης διαλύθηκε κυριολεκτικά από Αυτοσχέδιο Εκρητκτικό Μηχανισμό με περίπου 200-300 κιλά εκρηκτικών, σκοτώνοντας το 4μελές πλήρωμα. Ακόμη, ενας στρατιώτης σκοτώθηκε και δύο τραυματίστηκαν ελαφρά από πυρά όλμων. Συνολικά 8 στρατιώτες κείτονταν νεκροί από την αρχή της επίθεσης, που μετά από λίγο θα γίνονταν 10 από τους δύο που υπέκυψαν, 1 άρμα μάχης και 2 τραυματίες. Η Χεζμπολάχ δεν υπέστη απώλειες.

Ο επικεφαλής της Βόρειας Διοίκησης υποστρατηγος Αδάμ προειδοποίησε προφητικά, μόνο μια ημέρα πριν από την ενέδρα, σε συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Όλμερτ και τον Υπουργό Άμυνας Αμίρ Πέρετζ: «Είμαστε στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης στα σύνορα του Λιβάνου ... Είναι ένας βάλτος εκεί κάτω. Εάν δεν προχωρήσουμε στο ζήτημα των αγροκτημάτων Σαμπάα και τους Λιβανέζους κρατουμένους, αυτή η ιστορία θα εκραγεί και θα μετατραπεί σε καταστροφή. »

Το περιστατικό αυτό πυροδότησε τον δεύτερο πόλεμο του Λιβάνου των 34 ημερών.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Επιχείρηση «Κάστωρ», η μεγαλύτερη αερομεταφερόμενη επιχείρηση μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές απέναντι στους Βιετμίνχ.

Η επιχείρηση δημιούργησε έναν οχυρωμένο αεροδιάδρομο στην επαρχία Ντεν Μπιέν, στη βορειοδυτική γωνία του Βιετνάμ όπου διοικούσε ο ταξίαρχο Jean Gilles . Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 10:35 την 20η Νοεμβρίου 1953, με τις ενισχύσεις να πέφτουν τις επόμενες δύο ημέρες. Με την επίτευξη όλων των στόχων της, η επιχείρηση έληξε στις 22 Νοεμβρίου.

Απαιτήθηκαν 65 από τα 70 επιχειρησιακά αεροσκάφη C-47 Dakota καθώς και τα 12 αεροσκάφη μεταφοράς C-119 Flying Boxcar. Περίπου 4.560 Γάλλοι και Βιετναμέζοι αλεξιπτωτιστές θα λάμβαναν μέρος στην αποστολή. Η μυστικότητα τηρήθηκε αυστηρά: οι πιλότοι των αεροσκαφών δεν έμαθαν τον ακριβή προορισμό τους μέχρι την πτήση. Στο πρώτο κύμα συμμετείχαν στοιχεία του 17ου Αερομεταφερόμενου Μηχανικού Συντάγματος, του 1ου και 6ου Αποικιακού Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, του 1ου Συντάγματος Κυνηγών Αλεξιπτωτιστών και του 35ου Σύνθετου Συντάγματος αερομεταφερόμενου ελαφρού πυροβολικού. Απέναντί τους είχαν τους Βιετμίνχ του Γκιάπ με το 910ο Τάγμα, το 148ο Σύνταγμα, έναν λόχο της 320ης Μεραρχίας και μια πυροβολαρχία της 351ης Μεραρχίας Πυροβολικού.



Οι μάχες της πρώτης ημέρας συνεχίστηκαν μέχρι το απόγευμα. Ο αιφνιδιασμός που υπέστησαν οι Βιετμίνχ ήταν απόλυτος και τα περιθώρια αντίδρασης μικρά. Όταν οι μονάδες των Βιετμίνχ είδαν τις απώλειές τους να πολλαπλασιάζονται τελικά αποσύρθηκαν νότια. Την επόμενη μέρα, η δεύτερη ομάδα αποτελούμενη από το 1ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών της Γαλλικής Λεγεώνας και του 8ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών μαζί με άλλα στοιχεία υποστήριξης και ολόκληρη την ομάδα διοίκησης υπό τον Ταξίαρχο Jean Gilles. Σε άλλη ζώνη πτώσης οι μηχανικοί άρχισαν γρήγορα την επισκευή και επιμήκυνση του αεροδρομίου. Οι Γάλλοι υπέστησαν 15-16 νεκρούς και 34 με 47 τραυματίες την ίδια στιγμή που οι αιφνιδιασμένοι Βιετμίνχ είχαν 115 νεκρούς, άγνωστο αριθμό τραυματιών και 4 αιχμαλώτους.


Αυτό ήταν και το προοίμιο της διάσημης μάχης του Ντιέν Μπιέν Φου που θα πραγματοποιηθεί στο ίδιο μέρος τέσσερις μήνες αργότερα. Θα αποτελέσει την τελευταία μεγάλη σύγκρουση του πολέμου της Ινδοκίνας, επειδή μετά από αυτήν την ήττα, η Γαλλία επιτάχυνε τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στη Γενεύη για τη διευθέτηση της σύγκρουσης και εγκατέλειψε το βόρειο τμήμα του Βιετνάμ, μετά την υπογραφή αυτών των συμφωνιών τον Ιούλιο του 1954.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η πολιορκία της Δουνκέρκης και η τελευταία επιθετική ενέργεια των Γερμανών στη Γαλλία (Επιχείρηση «Μπλύχερ») τον Απρίλιο του 1945.

 Η κατάσταση και οι αντίπαλοι

Μετά την απόβαση στη Νορμανδία από τους Συμμάχους τον Ιούνιο του 1944 και το σταδιακό «ξήλωμα» των γερμανικών θέσεων, πολλά οχυρωμένα σημεία του Ατλαντικού Τείχους παρέμειναν υπό την κατοχή των Γερμανών. Με διαταγή του Χίτλερ στις 4 Σεπτεμβρίου 1944 ανακηρύχθηκαν ως οχυρά των οποίων οι φρουρές δεν θα παρέδιδαν στα σημαντικά λιμάνια/σημεία στον εχθρό. Γρήγορα οι πόλεις Διέππη, Οστένδη έπεσαν. Το Καλαί ακολούθησε την ίδια μοίρα στις 30 Σεπτεμβρίου μετά από 5ήμερη μάχη. Η γειτονική Δουνκέρκη, η πόλη-σύμβολο της επιτυχούς αποχώρησης των Συμμάχων το 1940 θα αποτελούσε ένα άπαρτο φρούριο που θα παρέμενε σε γερμανικά χέρια μέχρι τη λήξη του πολέμου.

Ο αποφασιστικός διοικητής αντιναύαρχος Φρίντριχ Φρίσιους ενέπνευσε τους 11.238 υπερασπιστές της Δουνκέρκης που προέρχονταν από διάφορες μονάδες, όπως των Μεραρχών 226, 346, 711, 49 της Βέρμαχτ, του Ναυτικού, της Αεροπορίας, εξασθενημένες από τις υποχωρητικές μάχες στη Γαλλία με 85 πυροβόλα διάφορων διαμετρημάτων, από 75 έως 200 χλστ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και περίπου 2.000 άνδρες των Waffen-SS.Η δύναμη χωρίστηκε σε 5 τμήματα και δημιουργήθηκε περίμετρος μέχρι 10 μίλια στα διπλανά χωριά, από το Νιούπορτ στα ΒΑ και τα Λούν Πλαζ, Μπερτζούς και Σπάικερ Νότια και ΝΑ,οχυρώνοντας κάθε πιθανή είσοδο στην πόλη. Τα εφόδια και πολεμοφόδια έφταναν τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 1945. Τον ρόλο του πολιορκητή είχαν οι Καναδοί με εναλλαγές μονάδων την 5η Ταξιαρχία Πεζικού, την 4η Ταξιαρχία Ειδικών Επιχειρήσεων και την 154η Ταξιαρχία Πεζικού και αργότερα με την 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία Τσεχοσλοβάκων. Αποστολή είχαν την επιτήρηση, παρενόχληση και αναγνωριστικές επιθέσεις. Το σημείο της πόλης είχε προφανή πλεονεκτήματα για τους αμυνόμενους. Τα κανάλια χώριζαν την πόλη σε αμυνόμενους τομείς, δημιουργώντας φυσικά εμπόδια.Οι δρόμοι μπλοκαρίστηκαν από οδοφράγματα που δημιουργήθηκαν από τα συντρίμμια που ήταν τυπικά για κάθε πόλη που υπέστη αεροπορικό βομβαρδισμό. Δημιουργήθηκε ακόμη και στρατόπεδο αιχμαλώτων με 60 Βρετανούς, Καναδούς και Γάλλους αντιστασιακούς. Μέχρι τις 5 Οκτωβρίου ο άμαχος πληθυσμός είχε αποχωρήσει σχεδόν εξολοκλήρου.

Χάρτης της πόλης πριν την πολιορκία
Πηγή https://weaponsandwarfare.com/2020/06/05/operation-blucher-2/

Η πολιορκία

Από τις 7-8 Σεπτεμβρίου έως τις 15 του ίδιου μήνα στοιχεία της 2ης Καναδικής Μεραρχίας, επιχείρησαν επιθετικές ενέργειες περιορίζοντας τον θύλακα των αμυνόμενων καταλαμβάνοντας τα πέριξ χωριά/οικισμούς Μπουρμποργκ, Μπρέι Ντιούνς, Ντιβέλντ, Γκάιβελντ κ.α. και εισήλθαν και στην Μπερτζούς. Στο χωριό Λούν Πλάζ υπήρξε μεγάλη αντίσταση και αρκετές απώλειες εκατέρωθεν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος κάθε συμμαχικός λόχος αριθμούσε περίπου 30 άνδρες. Οι επιτεθέμενοι είχαν τη δυσχέρεια να προωθούνται μέσα από πλημμυρισμένους δρόμους και ανοιχτά πεδία. Το Σπάικερ καταλήφθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου από μια διλοχία αλλά δέχθηκε αμέσως αντεπίθεση και πυκνά πυρά. Μερικά παράκτια πυροβόλα των Γερμανών γύρισαν 180 μοίρες και έβαλλαν και αυτά. Οι συμμαχικές δυνάμεις της Ταξιαρχίας εν τέλει υποχώρησαν και συγκεντρώθηκαν στο Μπουρμποργκ. Νυχτερινή επιδρομή των συμμάχων στις 15/9 ήταν επιτυχής και 25 Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Όμως, προσπάθειες την ίδια ημέρα να περάσουν το κανάλι κατέληξαν σε αποτυχία. Οι Καναδικές απώλειες ανήλθαν σε πρίπου 300 συνολικά και αποφασίστηκε η πόλη να τεθεί υπό πολιορκία γιατί νέα έφοδος θα προκαλούσε πολλαπλάσιες απώλειες.

Η 4η, η 5η και η 6η Ταξιαρχία της 2ης Καναδικής Μεραρχίας στη συνέχεια διατάχθηκε να λάβει μέρος στη μάχη της Αμβέρσας και αντικαταστάθηκε με άλλες καναδικές μονάδες(154η Ταξιαρχία) και στις 6η Οκτωβρίου κατέφθασαν και οι δυνάμεις των Τσεχοσλοβάκων μαζί με άλλες βρετανικές (7ο Βασιλικό Σύνταγμα Τεθωρακισμένων) και γαλλικές δυνάμεις μαζί με πανσπερμία οχημάτων, αρμάτων μάχης και λοιπών όπλων.

Όμως η γερμανική άμυνα ήταν ενεργητική και εξαιρετικά δραστήρια υπό τον Φρίσιους. Ο τελευταίος αντιλήφθηκε τις συνεχείς εναλλαγές των μονάδων παρατήρησης και σε μια από τις επιδρομές/αντεπιθέσεις στη Γκάιβελντ και Μπρέυ Ντιούνς οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το κέντρο διοίκησης της 7ης Ταξιαρχίας Χάιλαντερς Άργκυλ και Σάδερλαντ. Στις 3 με 6 Οκτωβρίου 17.000 πολίτες, Βρετανοί αιχμάλωτοι και Γερμανοί τραυματίες αποχώρησαν από την πόλη μετά από σύντομη ανακωχή. Ο βασικός λόγος ήταν η παροχή περισσότερων εφοδίων για τους άνδρες του Φρίσιους. Οι Τσεχοσλοβάκοι συνέχισαν τις επιδρομές και τις επιθετικές επιχειρήσεις και σε μια από αυτές , στις 28 Οκτωβρίου αιχμαλώτισαν 300 Γερμανούς υφιστάμενοι περίπου 130 απώλειες. Οι θέσεις όμως των αμυνόμενων δεν άλλαξαν.

Ο Γερμανός διοικητής Φρίντριχ Φρίσιους

Επιχείρηση «Μπλύχερ».

Τον Απρίλιο του 1945 και ενώ το Γ' Ράιχ έπνεε τα λοίσθια και η Δουνκέρκη ήταν πλήρως απομονωμένη, ο Γερμανός διοικητής αποφάσισε την εκτέλεση μιας ισχυρής αντεπίθεσης. Η επίθεση ορίστηκε για την αυγή της 5ης Απριλίου 1945. 

Με ισχυρή κάλυψη πυροβολικού οι Γερμανοί κατέπεσαν πάνω στους ανυποψίαστους Τσέχους. Παρά τη σθεναρή αντίσταση η άμυνα κατέρρευσε από την επιθετική ορμή και γρήγορα ένα ένα τα σημεία καταλήφθηκαν.Οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο να ανακαταλάβουν ολόκληρη την παλαιά περίμετρο που είχαν καταφέρει να πάρουν οι Καναδοί τον Σεπτέμβριο του 1944. Όταν έφτασε η είδηση στο Βρετανικό Επιτελείο επικράτησε πανικός. Οι Καναδοί έσπευσαν να συνδράμουν τους υποχωρούντες Τσεχ/κους ενώ η RAF προσπαθούσε να συγκρατήσει τη γερμανική επίθεση με συνεχή χτυπήματα. Το μηχανικό άρχισε να ανατινάζει μια μια τις γέφυρες της περιμέτρου προκειμένου να σταματήσει την εχθρική προέλαση. Οι αναδιοργανωμένοι Τσεχ/κοι μαζί με τους Καναδούς επιχείρησαν αντεπίθεση με πλήρη αεροπορική κάλυψη αλλά χωρίς να ανακτήσουν τίποτα. Οι Τσεχ/κοι υπέστησαν απώλειες 768 ανδρών, 207 νεκροί και αγνοούμενοι και 461 τραυματίες σε αυτή τη μάχη. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τη διείσδυση των Γερμανών 15 χλμ μέσα στις συμμαχικές γραμμές. Οι Σύμμαχοι επιχείρησαν νέες αντεπιθέσεις χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τις 4 Μαΐου. Πέντε μέρες αργότερα η γερμανική δύναμη παραδόθηκε. 

Οι γερμανικές απώλειες κατά τη διάρκεια της 9μηνης πολιορκίας και της τελευταίας επίθεσης ανήλθαν σε περίπου 1.000 άνδρες. Οι συμμαχικές απώλειες δεν αναφέρονται στο σύνολό τους, οι Καναδοί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Σεπτεμβρίου 1944 είχαν τουλάχιστον 300 απώλειες, οι Τσεχ/κοι κατά τη «Μπλύχερ» και στις 28 Οκτωβρίου είχαν 910 και των Βρετανών είναι άγνωστες. Στους τελευταίους πρέπει να υπολογίζονται και οι απώλειες κατά τη διάρκεια μικρότερων επιχειρήσεων, επιδρομών, πυρών πυροβολικού κλπ.

Τσεχ/κοι της 1ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.


Πηγές: -άρθρο της ιστοσελίδας «Weapons and Warfare»

             -Βίντεο της Mark Felton Productions , https://www.youtube.com/watch?v=FXqg-6YKU7Q

             -http://www.nasenoviny.com/DunkirkEN1944_45.html

             - www.bbc.co.uk/ww2peopleswar/stories/95/a8553495.shtml#selection-295.15-295.45


Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Η μάχη της Ακόστα Νου (1869), τα παιδιά-στρατιώτες των Παραγουανών αμύνονται με απελπισία και κατασφάζονται.

Στη μάχη της Ακόστα Νου (16-8-1869) οι Παραγουανοί σε μια πρωτοφανή κίνηση απελπισίας έστειλαν 3.500 στρατιώτες, πολλοί από αυτούς παιδιά 8-15 ετών, απέναντι σε 20.000 βετεράνους Βραζιλιάνους.

Οι μικροί αυτοί στρατιώτες τοποθετήθηκαν σε ανοιχτό πεδίο, ιδανικό για να καταστούν στόχος από το πυροβολικό και να κατακοπούν από το ιππικό, όπως και έγινε. Η μάχη θα διαρκέσει οκτώ ώρες, με τους Παραγουανούς αρχικά να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Μετά τις πρώτες επιθέσεις, τα στρατεύματα του Παραγουανού στρατηγού Bernardino Caballero κατέβηκαν στην άλλη πλευρά του ποταμού Yukyry, όπου είχαν οκτώ πυροβόλα και τους παρείχαν κάλυψη . Έβαλαν επίσης φωτιά στο δάσος για να αποκρύψουν τις τακτικές τους κινήσεις με καπνό. Η φωτιά όμως ξέφυγε από τον έλεγχο και γρήγορα εξαπλώθηκε μέσα από το ξηρό χορτάρι.

Το συμμαχικό πεζικό ήταν το πρώτο που προσπάθησε να διασχίσει τον ποταμό, αλλά απωθήθηκε. Ο διοικητής ντ' Εού, λοιπόν, διέταξε το πυροβολικό του να ανοίξει πυρ, το οποίο προκάλεσε μεγάλες απώλειες στην πλευρά της Παραγουάης. Τότε, το ιππικό του Βραζιλίας είχε τελικά φτάσει στο πεδίο της μάχης και διέσχισε τον ποταμό και πραγματοποίησε μια σαρωτική επίθεση ενάντια στη θέση των Παραγουανών. Τα στρατεύματα του στρατηγού Caballero αμύνθηκαν χρησιμοποιώντας ένα κλασικό τετράγωνο σχηματισμό με ξιφολόγχη . Ωστόσο, τα στρατεύματά του υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Το συμμαχικό πεζικό επιτέθηκε ξανά με ξιφολόγχη, καταλαμβάνοντας τα οκτώ κανόνια και την παραγουανή θέση.

Τα παιδιά, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, έτρεχαν να προσκολληθούν στα πόδια των βραζιλιάνων στρατιωτών εν μέσω της ταραχώδους μάχης, παρακαλώντας για έλεος, μόνο και μόνο για να αποκεφαλιστούν χωρίς δισταγμό. 



Αργότερα, ο Βραζιλιάνος στρατηγός Dionísio Cerqueira, ο οποίος ήταν στη μάχη, έδωσε μια περιγραφή: «Τι φοβερός αγώνα μεταξύ της χριστιανικής ευσέβειας και του στρατιωτικού καθήκοντος! Οι στρατιώτες μας είπαν ότι δεν ήταν χαρά να μαχόμαστε ενάντια σε τέτοια παιδιά ».
«Το πεδίο ήταν γεμάτο νεκρούς και τραυματίες από τον εχθρό, μεταξύ των οποίων σε μεγάλο αριθμό, στρατιώτες , καλυμμένοι με αίμα, με σπασμένα τα πόδια, από τους οποίους δεν είχαν ακόμη φθάσει στην εφηβεία» πρόσθεσε.


Μόλις κατέρρευσε κάθε έννοια της άμυνας, τα τραυματισμένα παιδιά προσπάθησαν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Ωστόσο, ο βραζιλιάνος διοικητής, ο Κάουντ του Εού, διέταξε το ιππικό του να κόψει την υποχώρηση και να κατακάψει ό,τι βρει στον δρόμο του, συμπεριλαμβανομένου του πρόχειρου νοσοκομείου πλησίον του πεδίου της μάχης.

Εξαιτίας αυτών των ενεργειών οι Παραγουανοί διαλύθηκαν ολοσχερώς με 2.000 από αυτούς να κείτονται νεκροί ή τραυματίες και 1.500 να αιχμαλωτίζονται. Οι Βραζιλιάνοι είχαν 182 νεκρούς και 420 τραυματίες.