Ιστορία

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Ο Οθωμανικός στόλος τον 18ο αιώνα.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Ο βασικός στόλος των Οθωμανών, ο «Μεγάλος Στόλος»(Kebir Donanma) βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούνταν από τα μεγάλα πολεμικά πλοία, τα πλοία της γραμμής, ενώ τις υπόλοιπες ναυτικές μονάδες(Ince Donanma), τις αποτελούσαν συνδυασμένες δυνάμεις από γαλέτες, κανονιοφόρους και κωπήλατα πλοία. Η διαβάθμιση των πλοίων από τους Οθωμανούς γίνονταν σύμφωνα με το μήκος κάθε ναυτικής μονάδας, από την πρύμνη ως την πλώρη της, μετρημένης σε zira, ίσο με 75 εκατοστά.[1]
Η ναυμαχία του Τσεσμέ τον Ιούλιο του 1770. Η ήττα
των Οθωμανών ήταν συντριπτική.

            Τα μεγαλύτερα πλοία ονομάζονταν
uc ambarh, με 100 κανόνια πάνω σε τρεις σειρές καταστρώματος. Ο κύριος όγκος του Οθωμανικού στόλου αποτελούνταν από σκάφη με δύο σειρές καταστρωμάτων τα οποία χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες : 1) Στις μεγάλες γαλέρες (Kebir Kalyon) που διέθεταν 74 με 86 κανόνια και 2) στις μικρές γαλέρες (Sagir Kalyon) με 54 έως 70 κανόνια. Το 1768 υπήρχαν 5 σκάφη του πρώτου τύπου γαλέρας εκ των οποίων τα 3 χάθηκαν στη ναυμαχία του Τσεσμέ. 

Οι δεύτερες είχαν πιο υποστηρικτικό ρόλο. Στις εκστρατείες που έλαβαν μέρος στη Μαύρη Θάλασσα, οι επιχειρήσεις που ανέλαβε το Ναυτικό είχαν κυρίως μεταφορικό και αποβατικό σκοπό. Υπήρχε και ένας τελευταίος τύπος γαλέρας, η καραβέλα, με δύναμη 48 κανονιών που ενεργούσαν ως καταδρομικά, ενώ το μικρό τους βύθισμα, τους επέτρεπε την προσέγγιση σε πολλά παραλιακά σημεία. Τέλος, οι Οθωμανοί διέθεταν και πυρπολικά(bomba firkateyni) και τα ευκίνητα πλοία που προτιμούσαν οι πειρατές και οι κουρσάροι, τα ζιμπέκ(xebecs ή sehtiye) με 24 έως 30 κανόνια.[2] 

Τα γενικά χαρακτηριστικά του Οθωμανικού στόλου, τον 18ο αιώνα, είναι ότι διέθετε κοντά σε μάκρος πλοία, φαρδιά και ευρύχωρα, με ψηλές πρύμνες, ελαφρύ σκελετό έχοντας συνήθως λιγότερο οπλισμό από τον προβλεπόμενο, αλλά υπερβολικά μεγάλο αριθμό προσωπικού. Το πλήρωμα των πλοίων απαρτιζόταν από όλα σχεδόν τα σώματα, Γενίτσαρους, τιμαριούχους, azabs, levends κοκ, οπλισμένους με μουσκέτα.


[1] Emir Yener, «Ottoman Sea Power and Naval Technology during Catherin’s II Turkish Wars 1768-1792»,International Naval Journal, 2016, Vol(9), Is.1 pp 4-15, 2016,Instanbul University, σελ.5
[2] Emir Yener, «Ottoman Sea Power and Naval Technology during Catherin’s II Turkish Wars 1768-1792», σελ. 8

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Υβρίας ο Κρης.

Ο Υβρίας ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής και μισθοφόρος με καταγωγή από την Κρήτη ο οποίος έζησε περίπου το 600 π.Χ. Το μόνο σωζόμενό του έργο, είναι ένα «σκόλιον», ένα είδος λυρικής ποίησης που καλλιεργήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα και τραγουδιόνταν στα επίσημα αριστοκρατικά συμπόσια, για τον εορτασμό κάποιου σημαντικού γεγονότος, εκθειάζοντας τις αρετές των θεών ή των ηρώων. Στο συγκεκριμένο που απαγγέλλει ο Υβρίας αναφέρεται η αγάπη για τα όπλα και τη μάχη.
Μισθοφόρος τοξότης από την Κρήτη.

Ο Υβρίας προφανώς το χορεύει και το τραγουδά ενόπλως χτυπώντας το δόρυ του και τη μικρή ασπίδα.

Πλούτη έχω κοντάρι και σπαθί μεγάλο, 

και για φύλαξή μου ασπίδα δυνατή

με αυτό οργώνω, με αυτό θερίζω

και με τ' άλλο μεσ' τ' αμπέλι 

το γλυκό κρασί πατώ


Και είμαι αφέντης της σκλαβολογιάς ατός μου,

κι όσοι άρματα δεν έχουν, καρδιά, νουν

γονατίζουν άψυχα κουφάρια ομπρός μου

βασιλέα με κράζουν και με προσκυνούν.


Μετάφραση από το «Στέφανος, εκλογαί αρχαίων ποιημάτων κατά μετάφρασιν Σίμου Μενάρδου, εκ. Ι.Ν.Σιδέρης, Αθήνα, 1924, σελ. 30.
Το αρχαίο κείμενο.

Τα σκόλια εκτελούνταν από τους ευπατρίδες στα επίσημα συμπόσια με τους εξής δύο τρόπους.

α)Όλοι μαζί οι συμποσιαστές ξεκινούσαν τραγουδώντας ένα χορικό τραγούδι, στη συνέχεια ο κάθε συνδαιτυμόνας τραγουδούσε μόνος του και στο τέλος τραγουδούσαν οι καταλληλότεροι, ανεξαρτήτως αξιώματος.

β)Ο συμποσιαστής τραγουδούσε τα σκόλια κρατώντας στο ένα του χέρι ένα κλαδί μυρσίνης που μετά το παρέδιδε σ' εκείνον που θεωρούσε ότι ήταν άξιος να τραγουδήσει. 

(Πηγή από Βικιπαίδεια: Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος (2013). «Σκόλια». ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΙ ΟΡΟΙ. Αθήνα: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε., σελ. 312).

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Οι Τάταροι στον Οθωμανικό στρατό τον 17ο και 18ο αιώνα.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος
Το ελαφρύ άτακτο ιππικό των Οθωμανών στις μάχες των Οθωμανών με τους Ρώσους το είχαν αναλάβει οι Τάταροι. Αυτοί διαδραμάτισαν τον ρόλο που είχαν οι ακιντζήδες ( διαλύθηκαν το 1595), αποτελούνταν από εθελοντές επιδρομείς των οποίων η κύρια πηγή εισόδων, πέραν από την καλλιέργεια της γης από την οποία είχαν φοροαπαλλαγή,  ήταν από τις λεηλασίες των επιδρομών τους. Αυτές μπορεί να γίνονταν κατά τη διάρκεια μιας διατεταγμένης εκστρατείας αλλά και από ανεξάρτητες επιδρομές στις συνοριακές γραμμές. Σημαντικό μέρος της λείας που αποκόμιζαν ήταν οι αιχμάλωτοι που πωλούνταν ως σκλάβοι. Υπολογίζεται ότι το Χανάτο της Κριμαίας κατά το διάστημα του 15ου-18ου αιώνα πούλησε ως σκλάβους περισσότερους από 3 εκατομμύρια αιχμαλώτους. Οι επιδρομές τους στις ανατολικές περιοχές των Σλάβων ήταν καταστροφικές. Μόνο σε μια επιδρομή, το 1688, έσυραν στην επιστροφή τους 60.000 αιχμαλώτους προς πώληση στα σκλαβοπάζαρα.
Δεινοί ιππείς, ικανοί για συνεχή πορεία έως και 13 ώρες, ήταν εξαιρετικοί στην συνεχή παρενόχληση του εχθρού, στην καταστροφή των εχθρικών γραμμών εφοδιασμού αλλά τελείως απείθαρχοι και πολλές φορές αποδείχτηκαν αναξιόπιστοι. Το πεδινό έδαφος της Ουκρανίας και της Κριμαίας με τις απέραντες στέπες ευνοούσε τις πολεμικές τακτικές των Τατάρων, χτύπημα και φυγή, που πολεμούσαν συνήθως ελαφρά οπλισμένοι με σπαθί και δόρυ ενώ ήταν και εξαιρετικοί ιπποτοξότες.

Κοζάκοι μάχονται με Τάταρους πολεμιστές του χανάτου της Κριμαίας.
Πίνακας του Μπράντ Τζόζεφ (1845-1910) το 1890.
Οι συντονισμένες επιδρομές τους στα μετόπισθεν του εχθρού μπορούσαν να φέρουν καίρια πλήγματα στην τροφοδοσία του. Παραδείγματος χάριν, η εκστρατεία των Ρώσων το 1736, που έληξε με την αποχώρησή τους από την Ουκρανία χωρίς να έχουν καταφέρει τίποτα ουσιαστικό, αποτέλεσε μια καταστροφή πρώτης τάξεως. Η συνεχής φθορά από τους Τατάρους στις εφοδιοπομπές σε συνδυασμό με την τρομερή ανεπάρκεια στον τομέα της μέριμνας είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 30.000 ανδρών εκ των οποίων μόλις οι 2.000 ήταν στο πεδίο της μάχης. Βασιζόμενοι στην παραπλάνηση, οι Τάταροι τοποθετούσαν ανθρώπινα ομοιώματα από άχυρο στα ελεύθερα άλογα τους για να φαίνονται πιο πολυάριθμοι ενώ συνεχώς διέδιδαν σκόπιμα ψευδείς και αντικρουόμενες φήμες σχετικά με τη δύναμή τους και τα σχέδιά τους. Με την τακτική της καμμένης γης απέτρεψαν δυο φορές (1687 και 1689) μεγάλες εκστρατείες των Ρώσων τους οποίους εξανάγκασαν σε υποχώρηση.
Χαρακτηριστικός τύπος Τάταρου ιπποτοξότη.

Παροιμιώδης όμως υπήρξε και η απειθαρχεία τους και η αναξιοπιστία τους στο πεδίο της τακτικής μάχης. Στο Πετροβαραντίν (1716) αποχώρησαν χωρίς καν να εμπλακούν στη μάχη όταν διαφάνηκε η ήττα, στην πολιορκία του Οτσάκωφ (1737) λιποτάκτησαν μαζικά με αποτέλεσμα να λυθεί η πολιορκία, ενώ τα έτη 1736-1738 υποχώρησαν από όλο το πολεμικό μέτωπο αφήνοντας εκτεθειμένες τις οθωμανικές φρουρές, μεταξύ αυτών και του Άζοφ, στο έλος των Ρώσων προκαλώντας τη δυσμένεια του Οθωμανού σουλτάνου για την ανικανότητά τους όπως ανέφερε και την εκθρόνιση των χάνων τους Καπλάν και Φατίχ Γκιρέι. Τέλος στη μάχη του Καγκούλ, τον Αύγουστο του 1770, παρά τους τεράστιους αριθμούς τους δεν ενεπλάκησαν στο πλευρό των Οθωμανών που υπέστησαν πανωλεθρία.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η μάχη του Μαράς, 1920. Η έναρξη του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 
Στις 21 Ιανουαρίου 1920, ο Γάλλος στρατηγός Κιερέτ έκανε ένα θλιβερό απολογισμό της κατάστασης. Η τραγική έλλειψη σε εφόδια και η αδυναμία ασφαλούς ανεφοδιασμού δεν του άφηνε πολλά περιθώρια και σκεφτόταν σοβαρά την ιδέα εγκατάλειψης της πόλης. Την ίδια μέρα ακούστηκαν πυρά από την πλευρά που ήταν το γερμανικό νοσοκομείο. Η πολιορκία του Μαράς είχε αρχίσει. Οι κεμαλικοί ξεκίνησαν τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Γάλλους. 

Ομάδες ενόπλων, σε συνεννόηση με Τούρκους κατοίκους της πόλης, κατέλαβαν σπίτια σε καίρια σημεία σκοτώνοντας αρκετούς Γάλλους στρατιώτες και χριστιανούς αμάχους. Οι Γάλλοι απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πολυβόλων και σύντομα ξέσπασε σκληρή μάχη. Ο αντισυνταγματάρχης Τιμπόλτ εντυπωσιάστηκε από το άγριο και επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Κάθε χριστιανικό σπίτι που έπεφτε στα χέρια τους ήταν σίγουρο ότι δεν θα είχε κανέναν επιζώντα. Την επόμενη μέρα, πολλοί άμαχοι βρήκαν προστασία στα σχολεία και τις εκκλησίες, ενώ οι επικοινωνίες προς Άινταμπ και Άδανα είχαν κοπεί εντελώς. Ο Τούρκος ιστορικός Σαράλ περιγράφει τις σκληρές μάχες των τριών πρώτων ημερών με τα γαλλικά πυρά να καταστρέφουν πολλά σπίτια, τους Τούρκους να έχουν υποστεί πολλές απώλειες στα σημεία που οι υπερασπιστές ήταν Αρμένιοι αλλά «με την πλάστιγγα να γέρνει σταθερά προς την τουρκική πλευρά.» Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 50 στρατιώτες με χιλιάδες αμάχους, εγκλωβίστηκαν σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο και σώθηκαν μόνο χάρις τις υπεράνθρωπες προσπάθειες ενός γαλλικού λόχου. Από τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους που έμειναν πίσω δεν επέζησε κανείς.
Η πόλη Μαράς στις φλόγες. Οι υλικές ζημιές και οι ανθρώπινες απώλειες των αμάχων ήταν τεράστιες
           
Οι επίσημες αναφορές της τουρκικής στρατιωτικής ιστορίας αποκαλύπτουν ότι η σύγκρουση στο Μαράς δεν ήταν απλώς μια τοπική εξέγερση στην πόλη αλλά αντιπροσώπευε την έναρξη του εθνικιστικού κινήματος στην Κιλικία με στόχο την εκδίωξη των Γάλλων και τον αφανισμό, που προφανώς δεν το αναφέρει, των Αρμενίων. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν συστηματικά να διαλύουν ολοσχερώς την αρμενική συνοικία βάζοντας φωτιές σε κάθε σπίτι. Περίπου 500 με 600 Αρμένιοι που βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και προέβαλλαν κάποια αντίσταση κάηκαν ζωντανοί όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να την περικυκλώσουν και να την κατακάψουν με κηροζίνη. Στη συνοικία Κουμπέτ και την εκκλησία του Αγίου Σαρκίς η αντίσταση ήταν μεγαλύτερη και προκάλεσε αρκετές απώλειες στους Τούρκους, αλλά οι υπερασπιστές μαζί με 3.000 Αρμένιους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις νέες αφίξεις Τούρκων ατάκτων. 
Μια μαρτυρία του χειρούργου ιατρού Γκαζαριάν στο Γερμανικό νοσοκομείο της πόλης αναφέρει ότι μια ομάδα που έσφαξε περίπου 3.000 Αρμένιους αποτελούνταν από Τούρκους, Κούρδους και Τσερκέζους με επικεφαλή τον Βαγιαζήτ Ζαντέ Σουκρί. Στον ναό του Ασντβαντσατζίν 50 λεγεωνάριοι κράτησαν σθεναρή αντίσταση έως ότου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν δύο τρύπες και να ρίξουν κηροζίνη μέσα στον ναό. Από τους 50 ένοπλους και τους 2.000 χριστιανούς αμάχους που επιχείρησαν έξοδο ελάχιστοι επέζησαν. Στη συνοικία Τας Χαν οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πλησιάσουν καθώς η γαλλική αντίσταση ήταν σθεναρή και μάλιστα έχασαν μια ολόκληρη ομάδα που επιχείρησε να βάλει φωτιά μαζί με τον επικεφαλή τους, Εβλιγιέ Εφέντι. Την πέμπτη μέρα της μάχης, στις 24 Ιανουαρίου 1920, το ηθικό στη γαλλοαρμενική πλευρά ήταν χαμηλό. Έβλεπαν μέρα με τη μέρα, τη μια συνοικία μετά την άλλη να πέφτουν σε τουρκικά χέρια και να λαμπαδιάζουν. Πολλοί Γάλλοι αξιωματικοί αρνήθηκαν να εμπλακούν στη διάσωση του χριστιανικού στοιχείου της πόλης. Οι προσπάθειες για επαφή με τις άλλες φρουρές κατέστη αδύνατη και οι αγγελιοφόροι θανατώνονταν καθοδόν από τους τσέτες.

Γαλλικό ορειβατικό πυροβόλο των 75 χλστ. σε πεδίο ασκήσεων. Τα πυροβόλα αυτού του τύπου έτυχαν ευρείας χρήσης στον γαλλοτουρκικό πόλεμο
            

Στο μεταξύ στη Βυρηττό, ο στρατηγός Γκουρόντ πληροφορήθηκε στις 8 Ιανουαρίου τις συγκρούσεις μεταξύ Γάλλων και Τούρκων. Θεώρησε ότι πρόκειται για μπλόφα και ότι μια μικρή αποστολή θα μπορούσε να επιτύχει μια φιλική συμφωνία. Για την αποστολή κάλεσε τον αντισυνταγματάρχη του μηχανικού Ρόμπερτ Νορμάντ. Του ανέθεσε να πάει στο Ντιάρμπεκιρ, στο Μαρντίν και στην Ούρφα μεταφέροντας μηνύματα καλής θελήσεως των Γάλλων για να αποκατασταθεί η τάξη. Προφανώς η γαλλική διοίκηση δεν είχε αντιληφθεί την κατάσταση στην Κιλικία. Όλως παραδόξως εκτέλεσε την αποστολή του και γύρισε πίσω ζωντανός. Ο Γκουρόντ πληροφορήθηκε για τη δυσχερή κατάσταση στην Ούρφα και έλαβε επίγνωση για το Μαράς. Οργάνωσε λοιπόν ένα εκστρατευτικό σώμα από τρία τάγματα αλγερινού πεζικού, τέσσερις ίλες ιππικού, δύο πυροβολαρχίες ορεινού πυροβολικού, μια νοσοκομειακή μονάδα και μια ομάδα με ασύρματο τηλέγραφο για να αποκατασταθεί η επικοινωνία. 
Σημειώθηκε μεγάλη καθυστέρηση καθώς η δύναμη ξεκίνησε μόλις στις 2 Φεβρουαρίου. Στην πορεία, στις 5 Φεβρουαρίου, 135 από τις 250 φορτωμένες καμήλες εξαφανίστηκαν καθώς οι Γάλλοι εμπιστεύτηκαν τη φύλαξή τους σε.. Τούρκους χωροφύλακες. Ένα τάγμα του Νορμάντ βρήκε μερικούς Αρμένιους λεγεωνάριους να πολιορκούνται στο Μπελ Πουνάρ, όπου φύλασσαν μια στρατιωτική αποθήκη, από 200 Τούρκους. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν εύκολα από τους Γάλλους. Η φάλαγγα έφθασε στο Ακ Σου στις 7 Φεβρουαρίου όπου η εμπροσθοφυλακή απέκρουσε επίθεση από Τούρκους με στολές του τακτικού Οθωμανικού στρατού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφθασαν στην πόλη Μαράς. Η άφιξη των ενισχύσεων προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στις καταπονημένες δυνάμεις της φρουράς της πόλης. Νωρίς το πρωί της επομένης, το αλγερινό πεζικό μαζί με το ιππικό και κάθε στοιχείο του πυροβολικού παρέσυραν 250 Τούρκους που ήταν στα ορύγματά τους και πραγματοποίησαν μια θυελλώδη έφοδο. Μέχρι τις 09.00 οι Τούρκοι απωθήθηκαν και από δεύτερη γραμμή άμυνας ενώ η αναθαρρημένη φρουρά επιτέθηκε και κατέλαβε τα απολεσθέντα τμήματα της πόλης. 
Όμως η κατάσταση ήταν ακόμη κρίσιμη. Χωρίς τρόφιμα και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης αποστολής ενός κομβόι με εφόδια δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εκκένωση της πόλης. Ο στρατηγός Κιερέτ βρισκόταν σε δίλλημα. Ως ανώτερος αξιωματικός και διοικητής της φρουράς του Μαράς είχε την ευθύνη για το αν έπρεπε ή όχι να εγκαταλείψουν την πόλη Ο Νορμάντ έχοντας εκμηδενίσει την τουρκική αντίσταση μέσα στο Μαράς είχε το δικαίωμα να επιστρέψει στο Ισλαχιγιέ και εξήγησε τους λόγους που δεν μπορούσε να παραμείνει. Οι άνδρες του έτρωγαν τη μισή μερίδα συσσιτίου και υπέφεραν από τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες –συνεχής χιονόπτωση και έως μείον 18 βαθμούς Κελσίου- χωρίς καταφύγιο. Τα μεταφορικά κτήνη δεν είχαν ζωοτροφή για πολλές μέρες και ήταν υποχρεωμένος να ενισχύσει τη φρουρά της Ούρφα. Τα πολεμοφόδια έφθαναν μόλις για 4 ημέρες και κάθε προσπάθεια να τα αναπληρώσει από το Άινταμπ ή το Μπελ Πουνάρ είχε αποτύχει. Το αποκορύφωμα ήταν η αποχώρηση του ταγματάρχη Κορνελούπ με 13 λόχους χωρίς καν να πάρει εξουσιοδότηση από τον ανώτερό του. 
Αναμφίβολα η προδιαγραφόμενη τύχη των Αρμένιων βάραινε τη συνείδηση του Γάλλου στρατηγού. Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει η γαλλική δύναμη μυστικά και να εγκαταλείψει τους πρόσφυγες, διότι θα δυσχέραιναν την επιστροφή. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Φεβρουαρίου οι Γάλλοι αποχώρησαν, όμως οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι που ήταν μαζί τους, έντονα δυσαρεστημένοι από την ωμή εγκατάλειψη των ομόφυλών τους, ειδοποίησαν τους συμπατριώτες τους. Ο εξοπλισμός που δεν μπορούσε να μεταφερθεί, καταστράφηκε. Περίπου 4 με 5 χιλιάδες Αρμένιοι ακολούθησαν τη γαλλική φάλαγγα και πολλοί από αυτούς πέθαναν από την εξάντληση και τα κρυοπαγήματα στη διαδρομή έως το Ελ Ογλού όπου διανυκτέρευσαν. Ελάχιστοί είχαν υποδήματα για χειμερινή πορεία ενώ ξύπνησαν την επόμενη μέρα καλυμμένοι με 20 εκατοστά χιόνι. Μετά από 3 μέρες πορείας έφθασαν στο Ισλαχιγιέ.

Σενεγαλέζου στον Γαλλικό Στρατό, Ιανουάριος 1918. Συμμετείχαν στις περισσότερες
συγκρούσεις του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Η υποχώρηση προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο ηθικό των Γάλλων. Οι απώλειες των τελευταίων υπολογίζονται στους 1.200 άνδρες. Το έξοχο 412 Σύνταγμα είχε 223 απώλειες εκ των οποίων οι 122 νεκροί. Ο Νορμάντ ανέφερε μόνο 11 νεκρούς και 35 τραυματίες στρατιώτες από το τμήμα του αλλά είχε και 150 κρυοπαγημένους. Τα τμήματα των Σενεγαλέζων και Αλγερινών υπέστησαν απώλειες 630 ανδρών. Οι τουρκικές απώλειες έτσι όπως παρουσιάζονται στη γενική έκθεση του προσωπικού ήταν 200 νεκροί και 500 τραυματίες, αλλά πιθανότατα αυτοί οι αριθμοί αντιπροσωπεύουν τις απώλειες που υπέστησαν μονάχα τα τακτικά σώματα της 3ης Μεραρχίας Καυκάσου της 9ης Στρατιάς και δύο ιλών ιππικού. Ο τοπικός μουτασερίφης, ο κυβερνήτης της διοικητικής διαίρεσης ενός σαντζακίου, ανέφερε στις 29 Φεβρουαρίου 1920 ότι υπολόγιζε τους νεκρούς του Μαράς σε 6 με 8 χιλιάδες εκ των οποίων οι 4 χιλιάδες Αρμένιοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι άτακτοι και άμαχοι. Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσαν οι Αρμένιοι άμαχοι. Πριν την πολιορκία η πόλη Μαράς είχε περίπου 24.000 Αρμένιους κάτοικους, ενώ μετά την αποχώρηση των Γάλλων στις 11 Φεβρουαρίου 1920 είχαν μείνει στην πόλη μόλις 9.700. Αν συνυπολογίσουμε και τους 1.000-1.200 από αυτούς που πέθαναν από τις κακουχίες της μετάβασης στο Ισλαχιγιέ φτάνουμε στον αριθμό των 12.700-13.700 επιζώντων από τον αρχικό αριθμό των 24 χιλιάδων ήτοι περίπου το μισό του αρχικού Αρμενικού πληθυσμού της πόλης.

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 266, Μάιος 2019.
(