Ιστορία

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

21η Ορεινή Μεραρχία Waffen SS «Σκεντέρμπεης» (1η Αλβανική), ίσως η πιο αποτυχημένη στρατιωτική μονάδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Αρχικά, η στρατολόγηση Αλβανών στρατιωτών για τις γερμανικές μονάδες απαγορεύτηκε με πρωτοβουλία του «Κοινωνικού Εκπροσώπου» του Υπουργείου Εξωτερικών, Χέρμαν Νόιμπαχερ, προκειμένου να διατηρηθεί η εμφάνιση της αλβανικής ανεξαρτησίας. Εντούτοις, οι υπηρεσιακές ανάγκες οδήγησαν τον Χίμλερ να δώσει το πράσινο φως για τη σύσταση της μονάδας. 

Λόγω της κάκιστης ποιότητάς τους , τελικά μετά από επιλογή από πλήθος εθελοντών, των οποίων τα βασικά κίνητρα θεωρούσαν ότι ήταν το πλιάτσικο, στελέχωσαν τη μονάδα περίπου 6.500 άνδρες- από ένα αρχικό σώμα 11.000 περίπου εθελοντών. Αυτή τελικά ήταν έτοιμη από την 1η Μαΐου 1944 ως τμήμα του 21ου Σώματος Αλπινιστών. Οι άνδρες θα ήταν υπεύθυνοι για την τάξη και ασφάλεια στο Κοσσυφοπέδιο, συμπεριλαμβανομένων των οδικών αξόνων, των σημείων σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος, όπως τα μεταλλεία χρωμίου στο Κούκες και της Ντακόβιτσα , καθώς και την ανάληψη επιθετικής δράσης εναντίον Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων που δρούσαν στην περιοχή. Η μεραρχία, μαζί με τους Γερμανούς επικεφαλής και μερικούς βετεράνους, είχε συνολικά λίγο περισσότερους από 8.500 στρατιώτες και χωρίστηκε σε δύο συντάγματα πεζικού , ένα σύνταγμα πυροβολικού , ένα τάγμα αναγνώρισης , ένα τάγμα πληροφοριών , ένα τάγμα καταστροφέων αρμάτων μάχης και ένα τάγμα μηχανικών. Οι Αλβανοί νεοσύλλεκτοι ήταν κυρίως από το Κοσσυφοπέδιο και ήταν όλοι μουσουλμάνοι.




Όλο τον μήνα Μάιο οι Αλβανοί επιδόθηκαν σε εκτελέσεις αμάχων Σέρβων αλλά και Αλβανών ακόμα, ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο αναγκάζοντας μάλιστα τους Γερμανούς να επιβάλλουν αυστηρά μέτρα και να στείλουν έναν διοικητή τους στη φυλακή. Σε μια έκθεσή του προς τον Χίμλερ, ο Josef Fitzthum* ανέφερε ότι « στους υφιστάμενους αλβανικούς σχηματισμούς, καμία αλλαγή στο μέλλον δεν μπορεί να αναμένεται να επιφέρει ακόμη και μέσω ενδελεχούς εκπαίδευσης. Δεν θα γίνουν ποτέ σοβαρά και ικανά στρατεύματα.» Οι αξιωματικοί δε ήταν «..εντελώς διεφθαρμένοι, άχρηστοι, απείθαρχοι και μη εκπαιδευόμενοι» φτάνοντάς τον στο σημείο να διαλύσει 4 ολόκληρα τάγματα μετά τις οικτρές αποτυχίες έναντι των παρτιζάνων τον Μάιο του 1944.

Συμμετείχαν στις επιχειρήσεις Endlich και Falkenauge τον Ιούνιο/Ιούλιο 1944. Κατά την επιχείρηση «Draufgänger», 18 Ιουλίου έως 1 Αυγούστου 1944, είχαν κάκιστη απόδοση, έσπασαν γρήγορα τις γραμμές τους και είχαν πάνω από 400 λιποτάκτες έως το τέλος οδηγώντας τις δυνάμεις του Άξονα σε ήττα αφού παράτησαν κυριολεκτικά ένα περικυκλωμένο γερμανικό τμήμα. Η μόνη «αξιόλογη» δράση τους αφορούσε την εκτέλεση 428 αμάχων, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, στη Βέλικα του Μαυροβουνίου στις 28 Ιουλίου.

Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Γερμανοί περιόρισαν τα καθήκοντα των ανδρών αυστηρά σε καθήκοντα φρούρησης στο Κόσοβο στα μεταλλεία χρωμίου. Οι Παρτιζάνοι εντέλει τους παρέσυραν προκαλώντας τους πάνω από 1.000 απώλειες ενώ τεράστιο ήταν το φαινόμενο της λιποταξίας. Η αναφορά της «Ομάδας Στρατιών Ε» ήταν χαρακτηριστική για αυτήν την μονάδα : «Δεν έχει καμία απολύτως στρατιωτική αξία». 

Επιχείρηση «Daredevil». Δύο στρατιώτες της Μεραρχίας SS «Σκεντέρμπεης»
σε συνομιλία με έναν συμπολεμιστή τους(μάλλον Γερμανό) στο πέρασμα Čakor.
Το θέμα της συζήτησης είναι προφανώς το μπρίκι που κρέμεται από το τυφέκιο
 του φαντάρου . Κείμενο: Ivan Ž. Φωτογράφος: Ernst A. Zwilling,
Τάγμα πολεμικού ανταποκριτή της Πολεμικής Αεροπορίας ΝΑ.
 Ημερομηνία: Ιούλιος 1944. Τοποθεσία: Čakor Pass (περιοχή Andrijevica),
Γιουγκοσλαβία. Αρχική λεζάντα: άγνωστο. Πηγή αρχείου: ECPAD, LFT SO F2677 L20
.


Δεν είχαν απομείνει πλέον πάνω από 500 Αλβανοί και ο επικεφαλής της Ομάδας Στρατιών Ε,Alexander Löhr, διέταξε τη διάλυση της μονάδας και τον αφοπλισμό της που ολοκληρώθηκε την 1η Νοεμβρίου 1944 ολοκληρώνοντας τη σύντομη πορεία της. Ο Κρίστοφερ Άιλσμπυ και ο Μπάτλερ Ρούπερτ** συμφωνούν ότι η μεραρχία θεωρείται ως μια πλήρως στρατιωτική αποτυχία και κανένα μέλος της δεν τιμήθηκε ποτέ με τον Σιδηρούν Σταυρό όσο υπηρετούσε σε αυτήν. Η δρ. Franziska A. Zaugg, συγγραφέας μονογραφίας για τις αλβανικές μονάδες SS***αναφέρει ότι από τη γερμανική πλευρά υπήρχε μια ρομαντική εξιδανικευτική εικόνα των Αλβανών ως μαχητή που αψηφά τον θάνατο, που δημιουργήθηκε από λαϊκούς επιστήμονες και τα μυθιστορήματα του Karl May , η οποία φυσικά αντιστράφηκε στην πορεία του πολέμου: εκεί, οι Αλβανοί θεωρούνταν από τους Γερμανούς ως απείθαρχοι, φυγόστρατοι και πλιατσικολόγοι.

*Ειδικός Εκπρόσωπος του Reichsführer-SS στην Αλβανία και υπεύθυνος για την οργάνωση, στελέχωση και εκπαίδευση των Αλβανών.

**Ailsby, Christopher,«Hitler's Renegades: Foreign Nationals in the Service of the Third Reich» και Butler, Rupert « SS-Leibstandarte: The History of the First SS Division 1933–45.»

***Franziska A. Zaugg, «Albanische Muslime in der Waffen-SS: Von Großalbanien zur Division „Skanderbeg». Verlag Ferdinand Schöningh, Paderborn, 2016.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Ηρωισμός και σφαγή στην παγωμένη στέπα. Οι Γάλλοι του Ναπολέοντα καταδιώκονται από τους Ρώσους του Κουτούζωφ.

 Φεύγοντας από τη Μόσχα στις 18 Οκτωβρίου 1812 , η πάλαι ποτέ Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα θα προσπαθούσε να οπισθοχωρήσει και να εγκατασταθεί στο Σμολένσκ , 430 χιλιόμετρα δυτικά όπου και θα διαχείμαζε. Τις επόμενες τρεις εβδομάδες, ο στρατός χρειάστηκε να αντιμετωπίσει στερήσεις, απώλεια ηθικού, χαλαρή πειθαρχία, έλλειψη αλόγων και προμηθειών, δριμύ ψύχος και αδιάκοπες επιθέσεις από Κοζάκους και λοιπές ρωσικές μονάδες. Παρά το γεγονός ότι κατάφερε και έφτασε στην πόλη στις 9 Νοεμβρίου ο Ναπολέων συνειδητοποιεί ότι η θέση του Σμολένσκ δεν προσφέρει αυτό που θα ήθελε και επιλέγει να συνεχίσει την υποχώρηση προς το Μινσκ έχοντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο Ρωσικός στρατός ήταν πλέον σε απόσταση. Όμως ο Κουτούζωφ ακολουθούσε τους Γάλλους σε μια παράλληλη διαδρομή νοτιότερα, αποφεύγοντας περιοχές που είχαν καταστραφεί οικονομικά από τις προηγούμενες μάχες. Ως εκ τούτου, φτάνει σε καλύτερη κατάσταση στο ίδιο σημείο με τους Γάλλους έχοντας 60.000 άνδρες στον τακτικό στρατό και 20.000 Κοζάκους σε μόνιμη παρενόχληση. Απέναντί τους βρίσκονταν 50.000 κατάκοποι μάχιμοι Γάλλοι και άλλοι 35.000 σε κατάσταση φυγάδων.

Πίνακας του Γερμανού ζωγράφου Peter von Hess ,
«Η μάχη του Κράσνι», 1849.


Οι πρώτες αψιμαχίες έγιναν στις 15 Νοεμβρίου , μέσα και γύρω από το Κράσνι. Ο Ναπολέων, ο οποίος διοικούσε προσωπικά 16.000 άνδρες της Αυτοκρατορικής Φρουράς , βάδισε στα υψώματα κατά μήκος του δρόμου, όπου ήταν τοποθετημένοι οι 17.000 άνδρες του Ρώσου στρατηγού Μιλοράντοβιτς . Εντυπωσιασμένος από την τάξη και την ηρεμία των επίλεκτων μονάδων της Φρουράς,ο Ρώσος αποφασίζει να μην τους αντιμετωπίσει αλλά να βομβαρδίσει από απόσταση. Τα ρωσικά πυροβόλα όμως δεν εμπόδισαν τη Φρουρά να συνεχίσει, χωρίς μεγάλες ζημιές, προς το Κράσνι. Μερικά τμήματα Κοζάκων υπό τον Ντενίσωφ αποφάσισαν να επιτεθούν. Η περιγραφή του αυτόπτη Ρώσου στρατηγού Νταβίντωφ είναι χαρακτηριστική για το αποτέλεσμα :


«…Το απόγευμα, είδαμε την παλιά φρουρά, να περικυκλώνει τον Ναπολέοντα. Οι εχθρικοί στρατιώτες (Γάλλοι), παρατηρούσαν την απειθαρχία μας αλλά κρατούσαν τα όπλα τους έτοιμα και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς βιασύνη. Σαν ένα κομμάτι γρανίτη, έμοιαζαν άτρωτοι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απίστευτη αποφασιστικότητα αυτών των στρατιωτών, για τους οποίους η απειλή του θανάτου είναι μια καθημερινή και γνώριμη εμπειρία. Με τα μεγάλα καπέλα τους από δέρμα αρκούδας, τις μπλε στολές τους, τα κόκκινα λοφία τους, τις επωμίδες τους, έμοιαζαν με παπαρούνες στο χιονισμένο πεδίο μάχης… Η μια φάλαγγα μετά την άλλη έβρισκε τον θάνατο, σκορπίζοντάς τον με τα όπλα τους και γελώντας με το ασήμαντο ιππικό μας. Η Αυτοκρατορική Φρουρά με ανάμεσά τους ο Ναπολέων πέρασε τις τάξεις των Κοζάκων μας όπως ένα πλοίο με 100 πυροβόλα θα είχε περάσει μέσα από έναν στολίσκο από ψαροκάικα. »


Την επόμενη ημέρα, 16/11, οι στρατιώτες του Μιλοράντοβιτς έκοψαν τον δρόμο που οδηγούσε στο Κρασνι και προκάλεσαν μεγάλες απώλειες στο 4ο σώμα του Eugène de Beauharnais , το οποίο έχασε 2.000 άνδρες καθώς και τη φάλαγγα με τα εφόδια και το πυροβολικό του. Στις τρεις το μεσημέρι της 17 Νοεμβρίου, οι 9.000 άνδρες του 1ου Σώματος του Νταβού έσπευσαν προς το Κράσνι. Οι αναφορές για την ήττα του Eugene την προηγούμενη μέρα ήταν τόσο φρικτές που ο Νταβού θεώρησε ότι ήταν απαραίτητο να εγκαταλείψει το αρχικό του σχέδιο να περιμένει το 3ο Σώμα του Νέι , το οποίο ακόμα δεν είχε φύγει από το Σμόλενσκ. Ο Μιλοράντοβιτς λαμβάνει άδεια να συνεχίσει την επίθεσή του με ένα τεράστιο μπαράζ πυροβολικού στον Νταβούτ κοντά στο Ιέσκοβο. Προκλήθηκε χάος και πανικόβλητα, τα γαλλικά στρατεύματα άρχισαν να υποχωρούν μόνο και μόνο για να σφαγιαστούν ανελέητα από το ρωσικό ιππικό.


Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, ο Ναπολέων ένιωσε ότι, για πρώτη φορά τις τελευταίες εβδομάδες, ήταν αυτός που είχε την πρωτοβουλία. Σύμφωνα με τα γραπτά του Γάλλου στρατηγού και μετέπειτα διπλωμάτη Armand de Caulaincourt : «Η τροπή των γεγονότων, που ανέτρεψε όλους τους υπολογισμούς του Αυτοκράτορα θα είχε κατακλύσει οποιονδήποτε άλλο στρατηγό. Αλλά ο Αυτοκράτορας ήταν πιο δυνατός στις αντιξοότητες και γινόταν πιο πεισματάρης όταν ο κίνδυνος φαινόταν επικείμενος. » Αμέσως πριν νυχτώσει, ο Ναπολέων προετοίμασε την Αυτοκρατορική του Φρουρά για να πραγματοποιήσει μια εικονική επίθεση εναντίον του Μιλοράντοβιτς και του μεγαλύτερου μέρους του ρωσικού στρατού ελπίζοντας να απωθήσει τους Ρώσους για αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να λάβει ενισχύσεις από τον Νταβού και τον Νέι και να ξαναρχίσει αμέσως την υποχώρησή του. Παράλληλα, οι Ρώσοι ετοιμάζονταν για το τελειωτικό χτύπημα στον Κορσικανό αυτοκράτορα...

.. Στις πέντε το απόγευμα της 17ης Νοεμβρίου 1812, 11.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και 6.000 της Νέας και Παλαιάς Φρουράς, υπό τον Έντουαρτ Μορτιέ βγήκαν έξω από το Κράσνι για να εξασφαλίσουν τα περίχωρα της πόλης στα ανατολικά και νοτιοανατολικά και να κερδίσουν χρόνο για τις υπόλοιπες γαλλικές δυνάμεις. Ο Ναπολέων τέθηκε επικεφαλής των γρεναδιέρων της Παλαιάς Φρουράς, δηλώνοντας: «Έπαιξα τον Αυτοκράτορα αρκετό καιρό! Ήρθε η ώρα να παίξω τον στρατηγό! »

Πίνακας του Γάλλου ζωγράφου Adolphe Yvon (1817–1893)
«Ο στρατηγος Νέι μάχεται με την οπισθοφυλακή κατά
τη διάρκεια της υποχώρησης από τη Μόσχα».

«Τάγματα και πυροβολικό απέκλεισαν τον ορίζοντα από τρεις πλευρές - μπροστά, στα δεξιά μας και πίσω μας». Παρά την τοπική συντριπτική αριθμητική υπεροχή ο Κουτούζωφ δεν τόλμησε να επιτεθεί και έτσι οι Ρώσοι πέρασαν το υπόλοιπο της ημέρας, σε απόσταση από τη Φρουρά, εκτός βεληνεκούς των γαλλικών τυφεκίων και της ξιφολόγχης, αρκούμενοι να τους κανονιοβολούν από απόσταση. Νέα σύγκρουση ξέσπασε στο κοντινό χωριό Ουβάροβο, όπου οι Γάλλοι εκδίωξαν τους εκεί Ρώσους αλλά υπέστησαν βαριές απώλειες στη συνέχεια από το ρωσικό πυροβολικό. Το τελευταίο θα είχε ένα τρομερά αιματηρό έργο να επιτελέσει εκείνη την ημέρα. Τα καταδιωκώμενα τμήματα του Νταβού που είχαν συνεχώς τους Κοζάκους στο κατόπι τους δέχόνταν πλέον και τις πυρακτωμένες οβίδες . Μια πρώτη επίθεση ανακατάληψης του χωριού με θωρακοφόρους του ιππικού αποκρούστηκε από τη Φρουρά αλλά η δεύτερη διέσπασε τις γραμμές της. Τα ρωσικά κανόνια στη συνέχεια εξαΰλωσαν ένα δεύτερο τμήμα που επιχείρησε να κρατήσει τη γραμμή άμυνας.


Γύρω στις 11 π.μ. της 18ης Νοεμβρίου, καθώς η Αυτοκρατορική Φρουρά, παρά τις μεγάλες απώλειες, κρατούσε κοντά στο Ουβάροβο, ο Ναπολέων έλαβε αναφορές ότι τα στρατεύματα του Τορμάσοφ ήταν έτοιμα να βαδίσουν δυτικά από το Κράσνι. Αυτά τα νέα, σε συνδυασμό με την τρομερη αιμορραγία της Φρουράς, ανάγκασαν τον Ναπολέοντα να εγκαταλείψει την ιδέα του να αντισταθεί αρκετά για να επιτρέψει στο 3ο Σώμα του Νέι να φτάσει στο Κράσνι. Η ανθεκτικότητα της Φρουράς μειωνόταν ταχύτατα και ο Μορτιέ διέταξε υποχώρηση, προτού τα υπόλοιπα στρατεύματα περικυκλωθούν και καταστραφούν. Σαν να βρισκόταν σε άσκηση και απόλυτα πειθαρχημένα, παρά τις απίστευτες κακουχίες τόσων ημερών και τις φρικτες απώλειες, η Φρουρά γύρισε και συνέχισε το δρόμο προς το Κράσνι, αντιμετωπίζοντας έναν τρομερό καταιγισμό πυροβολικού στο δρόμο. Η 17η Νοεμβρίου του 1812 ήταν ίσως η πιο αιματηρή μέρα της. Μόνο 3.000 άνδρες από τους 6.000 είχαν επιζήσει από τους ρωσικούς βομβαρδισμούς του Ουβάροβο. Ο Κουτούζοφ και 70.000 στρατιώτες έσπευσαν να καταλάβουν το Κράσνι και τα περίχωρά του το βράδυ της ίδιας ημέρας.


Στις 15.00 της 18ης Νοεμβρίου , το 3ο Σώμα του Νέι ήρθε σε επαφή με τον Μιλοράντοβιτς, ο οποίος είχε στείλει 12.000 άνδρες σε έναν λόφο με θέα τη βαθιά χαράδρα της Λοσμίνα . Ο Νέι είχε ακόμη 8.000 στρατιώτες και 7.000 φυγάδες υπό τις διαταγές του. Πιστεύοντας ότι ο Νταβού βρισκόταν ακόμα στο Κράσνι, ακριβώς πίσω από τις στήλες του Μιλοράντοβιτς, ο Νέι απέρριψε μια προσφορά τιμητικής παράδοσης και προσπάθησε να περάσει με ορμή μέσα από τις τάξεις του εχθρού. Τα γαλλικά στρατεύματα μαζεύοντας κάθε ικμάδα ηθικού κατάφεραν να διασπάσουν τις δύο πρώτες γραμμές του ρωσικού πεζικού. Έφτασαν όμως στα όριά τους. Η τρίτη γραμμή μαζί με το πυροβολικό αντεπιτέθηκε και τους ανέτρεψε.


Η περιγραφή του Βρετανού αυτόπτη μάρτυρα Σερ Ρόμπερτ Ουίλσον είναι κάτι παραπάνω από γλαφυρή : «Σαράντα πυροβόλα έβγαλαν ταυτόχρονα τις φλόγες τους και έριξαν το καταστροφικό τους πυρ στους επιτιθέμενους Γάλλους. Οι περισσότεροι Ρώσοι, κραυγάζοντας εκ των προτέρων το «huzza!» τους, είχαν εφορμήσει με τοποθετημένες τις ξιφολόγχες και χωρίς καμία ομοβροντία με τα τυφέκια. Ακολούθησε σύντομος αιματηρός αγώνας και ο εχθρός, μη μπορώντας να συγκρατηθεί, εκδιώχτηκε στη χαράδρα. Η κορυφή και οι πλαγιές του λόφου καλύφθηκαν από νεκρούς και ετοιμοθάνατους Γάλλους. Όλα τα ρωσικά όπλα έσταζαν αίμα και οι τραυματίες, στην απελπισμένη τους κατάσταση, φώναζαν «θάνατο» ως το μεγαλύτερο έλεος που θα μπορούσε να τους επιδειχθεί. »


Η τρομερή ήττα του 3ου Σώματος ήταν τόσο πλήρης που ο Μιλοράντοβιτς κάνει ιπποτικά εκ νέου μια προσφορά παράδοσης . Και πάλι ο Νέι αρνείται να υποταχθεί και με 2.000 επιζώντες – ό,τι έχει απομείνει από τον στρατό του – καταφέρνει να ξεφύγει, καταδιωκόμενος στο δάσος από τους Κοζάκους του Ματβέι Πλατόφ. Την προηγούμενη ημέρα είχε δηλώσει πως «όλοι οι Κοζάκοι και οι Ρώσοι του κόσμου δεν θα τον εμπόδιζαν να επανενωθεί με τον στρατό». Οι πράξεις του έδειχναν ότι εννοούσε κάθε λέξη. Για τις επόμενες δύο ημέρες, ο Νέι και το μικρό τμήμα του απέκρουαν τις επιθέσεις των Κοζάκων, βαδίζοντας δυτικά μέσα από μονοπάτια αναζητώντας τον στρατό του Ναπολέοντα. Σύντομα το απόσπασμά του αποτελούνταν από μόλις 800 μάχιμους επιζώντες και στις 20 Νοεμβρίου ο Νέι και ο Ναπολέων βρέθηκαν επιτέλους κοντά στην Όρσα. Για τα εντελώς αποκαρδιωμένα γαλλικά στρατεύματα, αυτό το γεγονός θεωρήθηκε συναισθηματικά ισοδύναμο μιας μεγάλης νίκης .Η ψυχραιμία του Νέι μπροστά στην ήττα στο Κράσνι του χάρισε την αθανασία στα χρονικά της στρατιωτικής ιστορίας καθώς ο Ναπολέων του απένειμε τον τίτλο του «Γενναίου των γενναίων». Οι Γάλλοι είχαν συνολικά απώλειες 10.000 νεκρών και τραυματιών καθώς και 20.000 ανδρών που αδυνατώντας και να κουνηθούν ακόμα, παραδόθηκαν. Οι Ρώσοι από την άλλη πλευρά είχαν περίπου 5.000 νεκρούς και τραυματίες.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος


Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

Σφαγή στον Δραβήσκο, το αθηναϊκό σώμα εκμηδενίζεται από τους Θράκες(465/4 π.Χ.).

Το 465/4 π.Χ. οι Αθηναίοι, για να φέρουν πίσω «με το κακό» πλέον τους Θασίτες οι οποίοι αγανακτισμένοι αποχώρησαν από τη Δηλιακή Συμμαχία, έστειλαν στόλο στην Θάσο. Στη ναυμαχία που ακολούθησε νίκησαν και αποβιβάστηκαν στο νησί σε μια πολιορκία που θα διαρκούσε ως το 462 π.Χ. Ταυτόχρονα όμως, οι Αθηναίοι, κινήθηκαν και χερσαία. Το γειτονικό Παγγαίο αποτελούσε από καιρό ένα ελκυστικό έπαθλο για τις αθηναϊκές βλέψεις, με τα πλούσια μεταλλεία χρυσού, αργύρου αλλά και την ξυλεία για να καταστεί ένας γενναίος «αιμοδότης» στη συνέχιση της αθηναϊκής ηγεμονίας. Στα εδάφη αυτά βρισκόταν οι Ηδωνοί, μια ισχυρή θρακική φυλή από τις δεκάδες στον ευρύτερο χώρο της τότε γεωγραφικής Θράκης και Μακεδονίας. 

Η Ηδωνία εκτεινόταν από τη λίμνη του Αχινού και τις εκβολές του Στρυμόνα μέχρι τον Νέστο. Με σημερινά όρια, είναι το μεγαλύτερο μέρος του νομού Δράμας και Καβάλας καθώς και το ΝΑ τμήμα του νομού Σερρών. Οι Ηδωνοί είχα δώσει δείγμα της σκληροτράχηλης φύσης τους 30 περίπου χρόνια νωρίτερα, το 497/6 π.Χ. Τότε, είχαν «αφανίσει» (Ηρόδοτος 5.126.2 « ἐκ δὲ ταύτης ὁρμώμενος ἀπόλλυται ὑπὸ Θρηίκων αὐτός τε ὁ Ἀρισταγόρης καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦτους») τους Μιλήσιους που τους πολιορκούσαν στη Μύρκινο υπό τον Αρισταγόρα πραγματοποιώντας αιφνιδιαστική έξοδο από την πόλη σκοτώνοντας μάλιστα και τον ίδιο τον Αρισταγόρα.

Οι Αθηναίοι έστειλαν στον Στρυμόνα 10.000 αποίκους υπό τον Λέαγρο και τον Σωφάνη (Ηρόδοτος 9.75.1),δικούς τους και από την υπόλοιπη συμμαχία, εκ των οποίων οι 2.500 με 3.000 στρατιώτες*, οπλίτες και ψιλοί πεζοί κυρίως πιθανότατα, για να εγκατασταθούν στην τότε ονομαζόμενη πόλη Εννέα Οδοί, τη σημερινή Αμφίπολη. Αν μη τι άλλο, οι συνολικοί αριθμοί δείχνουν ότι η Αθήνα είχε σκοπό να πατήσει για τα καλά το πόδι της στην περιοχή και να αποτελεί μια μόνιμη φύλαξη τροφοδοσίας για τη μητροπόλη και μια σταδιακή ίσως επέκταση σε γειτονικά σημεία. Η πόλη κυριεύτηκε εύκολα και οι Ηδωνοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα ενδότερα της Θράκης. Η συνέχεια δεν ήταν όμως η ανάλογη. 



Καθώς το αθηναϊκό σώμα άρχισε να κινείται προς τα Β/ΒΑ εκει που βρίσκεται η σημερινή Νέα Ζίχνη, η ενέδρα είχε στηθεί. Χιλιάδες Θράκες από τις γειτονικές φυλές, οι οποίοι θεωρούσαν την εγκατάσταση της αποικίας ως γεγονός που αργά ή γρήγορα θα αποτελούσε και δικό τους πρόβλημα, συνέρρευσαν για να αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους. Στον Δραβήσκο επιτέθηκαν. Οι πάντα πολυπληθείς, ψηλοί και ορμητικοί Θράκες, οπλισμένοι με τις επιβλητικές ρομφαίες, τα τσεκούρια, τους ακινάκες (ξίφη) τα ακόντια και την πέλτη ανά χείρας κατέπεσαν σαν κεραυνός πάνω στους Αθηναίους που σίγουρα δεν περιμέναν κάτι τέτοιο. 

Η συντριβή ήταν ολοκληρωτική αφού το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε αμέσως και οι επιζώντες ήταν ελάχιστοι - σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (1.100.3) «καταστράφηκαν» : «.. διεφθάρησαν ἐν Δραβησκῷ τῇ Ἠδωνικῇ ὑπὸ τῶν Θρᾳκῶν ξυμπάντων..». Οι Αθηναίοι θα χρειάζονταν είκοσι εννέα ολόκληρα χρόνια (437/6 π.Χ.), για να έρθουν ξανά προς ίδρυση της αποικίας με επικεφαλής τον Άγνωνα του Νικίου, όταν και έδιωξαν οριστικά πλέον τους Ηδώνες χτίζοντας και οχυρώνοντας την πόλη δίνοντας το σημερινό όνομα Αμφίπολη επειδή ο ποταμός Στρυμονας την περιβρεχει και από τις 2 πλευρές (Θουκ. 4.102.3). 



Πηγές : 

Ηρόδοτος «Ἱστορίαι».

Θουκιδίδης «Ἱστορίαι».


*Η Meiggs Russell στο «Athenian Empire» . (εκδ. Οξφόρδης, 1972) αναφέρει ότι η στρατιωτική ακολουθία ήταν μόλις 300 άνδρες, αλλά είναι απίθανο σε ένα τόσο αφιλόξενο και επικίνδυνο περιβάλλον για ένα τόσο μεγάλο τμήμα αποίκων της τάξης των 10.000 να φυλάσσεται από τόσους λίγους. Αν ο αριθμός είναι αληθινός θα αφορά πιθανόν μόνο τους οπλίτες και αυτό με επιφύλαξη. Ο Fred Eugene Ray απο την άλλη, στο «Land Battles in 5th Century B.C. Greece» (εκδ. McFarland, 2008) κάνει λόγο για 2.500 με 3.000 φάλαγγα οπλιτών κάτι που κάνει την καταστροφή πρώτου μεγέθους.

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Η πρώτη μάχη του Μόντε Κασσίνο. Λυσσαλέες συγκρούσεις στη «γραμμή Γουσταύου» .

Η συμμαχική προέλαση ως την πόλη.

Στις 13 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους, το 1943,τα συμμαχικά στρατεύματα διέσχισαν την αμυντική γραμμή Volturno, 65 χιλιόμετρα νότια της γραμμής Γουσταύου. «Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτήν την πολύ ισχυρή φυσική αμυντική θέση» έγραψε ο επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα, Άλμπερτ Κέσσερλινγκ, όσον αφορά την επόμενη αμυντική γραμμή, τη γραμμή Χειμώνα «και ήλπιζα, κρατώντας την για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ίσως μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να μπορέσω να ενισχύσω τη γραμμή Γουσταύου, ιδίως στο πίσω μέρος της ώστε οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να σπάσουν τα δόντια τους». Σύμφωνα με τον Ρόμελ, η Ιταλία έπρεπε να υπερασπιστεί στα Απέννινα όρη κατά μήκος της γοτθικής γραμμής, στο βόρειο τμήμα .Ο Κεσσερλινγκ, από την άλλη πλευρά, σκόπευε να αντισταθεί όπου υπήρχε η ευκαιρία και αυτό έπραξε με μεγάλη επιτυχία. Στις 21 Νοεμβρίου 1943, ο Αδόλφος Χίτλερ ικανοποίησε τα αιτήματα του Κέσσελρινγκ και τον διόρισε «ανώτατο διοικητή του ΝΔ τομέα - Ομάδα Στρατιων C» ( Oberbefehlshabers Süd - Heeresgruppe C ), ενώ ο Ρόμελ στάλθηκε στη Γαλλία ως επόπτης του Ατλαντικού Τείχους. 

Πυροβολικό της 5ης Στρατιάς σε δράση,
ανοίγει την αυλαία της μάχης
 κατά την επίθεση της 17ης-18ης Ιανουαρίου.


Τα φυσικά αμυντικά πλεονεκτήματα του ορεινού εδάφους γύρω από το Κασσίνο είχαν ενισχυθεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν αφαιρέσει κτίρια και δέντρα για να δημιουργήσουν ιδανικά πεδία βολής, δημιούργησαν οχυρωμένες και διευρυμένες σπηλιές, δημιουργώντας υπόγεια καταφύγια που συνδέονταν με σήραγγες. Η γραμμή Γουσταύος δεν ήταν στην πραγματικότητα μια ενιαία γραμμή, αλλά ένα σύμπλεγμα πολλών αμυντικών στρωμάτων με θέσεις προετοιμασμένες για άμεσες αντεπιθέσεις σε περίπτωση που μία ή περισσότερες θέσεις έπεφταν στα χέρια των αντιπάλων. Ένα άλλο πλεονέκτημα για το Κέσσερλινγκ ήταν η παρουσία των Απενίνων όρων που ανάγκαζαν τους συμμάχους να πολεμουν σε δύο τομείς, τους Αμερικανούς στα δυτικά και τους Βρετανούς στα ανατολικά των βουνών. Οι ενέργειές τους δεν μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται και επομένως οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις από τη μία πλευρά και στη συνέχεια να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στην άλλη. 

Καμουφλάζ ενός άρματος μάχης Panzer III στο ιταλικό μέτωπο.


Μετά από έναν μήνα συνεχών μαχών, στα τέλη Νοεμβρίου 1943, η τελευταία γραμμή προ του Κασσίνο Bernhardt είχε σπάσει στο κέντρο και βόρεια του Βενάφρο, αλλά χρειάστηκαν άλλες 2 εβδομάδες περίπου για να διατηρηθεί πλήρως και να μεταβούν όλες οι γερμανικές δυνάμεις στη γραμμή Γουσταύου. Στις 31 Δεκεμβρίου, η γερμανική διοίκηση σημείωσε με ικανοποίηση ότι η προέλαση των Συμμάχων προς τη Ρώμη αποδείχθηκε πολύ αργή, μόλις «δέκα χιλιομέτρων το μήνα». Η λάσπη, το τραχύ έδαφος, η έλλειψη δρόμων κατάλληλων για τις τεράστιες εφοδιοπομπές, η κακοκαιρία και η συστηματική καταστροφή που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί είχαν αποκλείσει σχεδόν πλήρως τους συμμαχικούς στρατούς στην Ιταλία και η γερμανική αντίσταση δημιούργησε ένα πεδίο μάχης παρόμοιο με τον πόλεμο φθοράς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Για τους Συμμάχους, η πτώση της γραμμής Γουσταύου είχε γίνει πλέον ο πιο επείγων ΑΝΣΚ. Από τον Νοέμβριο του 1943 σχεδιαζοταν μια απόβαση πίσω από τις γερμανικές γραμμές στο Αντζιο, ακριβώς νότια της Ρώμης στα νώτα της γραμμής. Γι'  αυτό είχαν συγκεντρώσει 240.000 άνδρες της 5ης Αμερικανικής Στρατιάς και της 8ης Βρετανικής, 1.900 άρματα μάχης και 4.000 αεροσκάφη. Απέναντί τους, βρίσκονταν εξόχως οχυρωμένοι και οργανωμένοι 140.000 Γερμανοί της 10ης Στρατιάς.

Η κατάσταση στο μέτωπο του Κασσίνο πριν τη μάχη για την
κατάκτηση της πόλης.



Η πρώτη επίθεση.

Η μάχη στον ποταμό Γκαριλιάνο.

Η βρετανική επίθεση ξεκίνησε στις 17 Ιανουαρίου, αρκετά ομαλά και αιφνιδίασε τη γερμανική 94η μεραρχία. Παρά τις δυσκολίες  λόγω του ισχυρού ρεύματος, το επόμενο πρωί το 10ο Σώμα Στρατού  είχε μεταφέρει δέκα τάγματα στην απέναντι όχθη και οι μηχανικοί εργάζονταν για να επιτρέψουν τη διέλευση και σε αντιαρματικά όπλα και βαριά οχήματα. Κατά τη διάρκεια της 18ης Ιανουαρίου, και τα δύο τμήματα επέκτειναν το προγεφύρωμα τους, παρά το γεγονός ότι η 5η Μεραρχία (10 Βρετανικό ΣΣ) επιβραδύνθηκε εν μέρει από τεράστια ναρκοπέδια. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας των μαχών, 18 Ιανουαρίου 1944, η 56η Μεραρχία βρισκόταν στο υπερυψωμένο έδαφος και στις δύο πλευρές του Castelforte, ενώ στις 19 του μήνα, η 5η κατάφερε να μπει στο Minturno και τα γαλλικά τμήματα του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος ( Corps Expéditionnaire Français, CEF) πίεζαν συνεχώς βορείως της πόλης. Χάρη στις ενισχύσεις του 14ου ΤΘ Σώματος Γρεναδιέρων (29η και 90η Μεραρχία), οι Γερμανοί πραγματοποίησαν αντεπιθέσεις: στις 21 η Castelforte ανακαταλήφθηκε και στις 23 η Colle Damiano (ένας λόφος στα μισά του δρόμου μεταξύ Minturo και Castelforte, που κατέλαβαν οι Σύμμαχοι την πρώτη νύχτα των μαχών). Οι Βρετανοί αντέδρασαν αποφασιστικά σε μια σειρά σκληρών συγκρούσεων, οι οποίες συνεχίστηκαν με διακυμάνσεις έντασης έως τις 9 Φεβρουαρίου. Στη βρετανική αποτίμηση της πρώτης σύγκρουσης υπήρχε ικανοποίηση που διέβησαν τον ποταμό και δημιούργησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα και κυρίως διότι αγκίστρωσαν δύο γερμανικές μεραρχίες στο μέτωπο του Κασσίνο, τα οποία, διαφορετικά, θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην επικείμενη απόβαση στο Άντζιο. Ωστόσο, απογοητεύτηκαν εντελώς από τη δράση της 46ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), η οποία υπέστη βαριές απώλειες (περίπου 4.000) σε σημείο ο διοικητής, στρατηγός Χόκσγουορθ, να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια.

Η διέλευση του Γκαριλιάνο από ένα M4 Sherman,
20 Ιανουαρίου 1944.

Μάχη του ποταμού Ραπίντο.

Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες στην αμερικανική ιστορία έστω και σε τοπική και περιορισμένη κλίμακα. Η μάχη διεξήχθη κατά τις 20 με 22 Ιανουαρίου 1944, στην πραγματικότητα στον ποταμό Γκάρι. Ο Αμερικανός στρατηγός Μαρκ Γουέιν Κλάρ, ο «αμερικανικός αετός» όπως ήταν το παρατσούκλι του, εκπόνησε ένα σχέδιο το οποίο περιελάμβανε τη δημιουργία δύο προγεφυρωμάτων κατά μήκος του ποταμού Γκάρι , (που λανθασμένα εξέλαβαν ως τον ποταμό Ραπίντο) κοντά στο Σαίντ Άντζελο στη Θεοδίκη , ένα χωριουδάκι του Κασσίνο. 

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21 Ιανουαρίου, οι πρώτοι Αμερικανοί του 1ου τάγματος του 141ου και 143ου συνταγμάτων πεζικού (ΣΠ) της 36ης Μεραρχίας του ταξίαρχου Γουόλκερ κατάφεραν να επιβιβαστούν σε βάρκες και λέμβους, αλλά μόνο περίπου εκατό από αυτούς διέσχισαν τον ποταμό φτάνοντας στη δυτική όχθη. Οι Γερμανοί στην απέναντι ακτή, δημιούργησαν μια κόλαση πυρός. Πολυβόλα, όλμοι και κάθε λογής ατομικό τυφέκιο από τους Γρεναδιέρους του 71ου ΤΘΣ της 15ης Μεραρχίας στόχευε τους Αμερικανούς. Σε αυτό το πανδαιμόνιο ήρθαν να προστεθούν και τα εύστοχα πυρά του πυροβολικού που κομμάτιαζαν τα συμμαχικά σκάφη μαζί με τους επιβαίνοντες, αλλά παράλληλα χτυπούσαν και τις αμερικανικές μονάδες που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή. Σαφώς καλύτερη «τύχη» αλλά αποτυχία στον ΑΝΣΚ της είχε και η βρετανική 46η ΜΠ, που δρούσε παράλληλα στο χωριό Σαίντ Αμπρότζιο πλησίον, η οποία δεν αιφνιδιάστηκε από τα εχθρικά πυρά, αλλά από το ισχυρό ρεύμα του ποταμού που παρέσυρε τα μικρά σκάφη που επέβαιναν οι στρατιώτες.

Η διαφορά των Βρετανών με τους Αμερικανούς ήταν ότι οι πρώτοι είχαν τη διάυγεια να ακυρώσουν την επιχείρηση και να αποχωρήσουν. Οι δε Αμερικανοί,  συνέχισαν τις προσπάθειες παρόλο που δεν άλλαξε τίποτα απολύτως στην έκβαση της μάχης παρά μόνο μεγάλωναν οι απώλειες και στις δύο όχθες του ποταμού που δέχονταν τα φονικά πυρά. Σα να μην έφτανε αυτό, αποφάσισαν και την επόμενη ημέρα (22 Ιανουαρίου)  να φτιάξουν μια γέφυρα τύπου «Baily» αλλά κατέστη αδύνατο κάτω από τέτοια έκθεση στο εχθρικό πυρ. Οι δε δυνάμεις στη δυτική όχθη ήταν τελείως αποκλεισμένες και δέχονταν γερμανικές επιθέσεις. Μόνο εκείνη την ημέρα είχαν 700 απώλειες εκ των οποίων οι 240 νεκροί. Η αντίσταση των αποκομμένων τμημάτων κάμφθηκε τελικά στις 23 και οι τελευταίοι θύλακες εξαλείφθηκαν στις 24 Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη τοπική νίκη για τα γερμανικά όπλα. Με απώλειες μόλις 274 ανδρών (94 νεκροί και 179 τραυματίες) προκάλεσαν 2.783 στους Αμερικανούς , 934 νεκρούς, 1089 τραυματίες και 770 αιχμαλώτους. (1) Μεταπολεμικά, αυτή η αποτυχία αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας του Κογκρέσου.

Γερμανικό πλήρωμα προσπαθεί να επαναφέρει σε λειτουργική
κατάσταση ένα Panzer IV εν μέσω εχθρικών πυρών.


Η επίθεση στον ορεινό όγκο του Κασσίνο από τους Αμερικανούς και Γάλλους. (24 Ιανουαρίου-11 Φεβρουαρίου 1944).




Με την απόβαση στο Άντζιο από τις 22 Ιανουαρίου στα νώτα της γερμανικής άμυνας, ο στρατηγός Κλαρκ αποφάσισε  να επαναλάβει τις επιθέσεις στις 24 Ιανουαρίου, χρησιμοποιώντας την 34η Μεραρχία, τους «Κόκκινους Ταύρους» του ταγματάρχη Τσαρλς Ράιντερ, που έμελλε να δώσουν έναν από τους πιο σκληρούς αγώνες στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία. Το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση της 34ης Μεραρχίας εναντίον του βόρειου τμήματος της πόλης του Κασσίνο, ταυτόχρονα με την άμεση επίθεση εναντίον του ορεινού όγκου Κασσίνο ακόμα βορειότερα, που ανατέθηκε στους Γάλλους. Απέναντί τους βρίσκονταν βετεράνοι του Ανατολικού Μετώπου, στον τομέα του Στάλινγκραντ, της 44ης Μεραρχίας αλλά ήταν αρκετά υποστελεχωμένη.

Ενώ το έργο της διέλευσης του ποταμού ήταν ευκολότερο απ' ότι στον Ραπίντο, η πλημμύρα έκανε την κίνηση των τμημάτων πολύ δύσκολη, για τα άρματα δε τιτάνια. Βραχώδη όρη, απότομες πλαγιές, τεράστιοι ογκόλιθοι και χαράδρες αποτελούσαν από μόνα τους δυσκολίες στην κίνηση, πόσο μάλλον κάτω από το εχθρικό πυρ και τα ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα και κάθε λογής εμπόδια που τοποθετήθηκαν.

Η απόδοση της 34ης Μεραρχίας σε αυτήν τη σύγκρουση θεωρείται ως μια από τις καλύτερες των Αμερικανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Β' ΠΠ. Με αργό αλλά σταθερό ρυθμό έφτασαν σε απόσταση 1.5 χιλιομέτρου από το δεσπόζον αββαείο του Κασσίνο. Δύο πολύ σημαντικά σημεία, το Colle Sant'Angelo και το ύψωμα 593 (που ονομάστηκε «κεφάλι του φιδιού») καταλήφθηκαν και χάθηκαν ξανά λόγω του αριστοτεχνικού συντονισμού των αμυντικών ενεργειών από τον φον Σένγκερ: απέσυρε την 44η Μεραρχία και την αντικατέστησε με την 90η ΤΘ που μόλις είχε απαγκιστρωθεί. Στις 7 Φεβρουαρίου, οι Αμερικανοί κατάφεραν να πάρουν το ύψωμα 445, στον οικισμό Άγιο Ονόφριο, μόλις 400 μέτρα από το αββαείο. Ωστόσο εκεί σταμάτησαν. Κάθε προσπάθεια για περεταίρω προέλαση ήταν αδύνατη και μετά από ακόαμ 4 ημέρες άκαρπων επιθέσεων σταμάτησαν. Οι απώλειες τρομακτικές. Περίπου 7 στους 10 από τους συμμετέχοντες στα τάγματα πεζικού που εφόρμησαν, 2.200 άνδρες, ήταν νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι/αιχμάλωτοι και 840 παρέμεναν ακόμα όρθιοι. Οι αμερικανικές μονάδες αντικαταστάθηκαν από τους Νεοζηλανδούς της 2ης Μεραρχίας και τους Ινδούς της 4ης Μεραρχίας με διοικητή τον Αντιστράτηγο Σερ Μπέρναρντ Φράιμπεργκ.

Οι Γερμανοί βρίσκονταν κι αυτοί στα όριά τους. Αιμορραγούσαν κατά ένα τάγμα την ημέρα και τελευταία στιγμή δεν αποχώρησαν : στις 12 Φεβρουαρίου, ο Σένγκερ είχε προτείνει στον Κέσσερλινγκ την αποδέσμευση από το Κασσίνο και την υποχώρηση στη λεγόμενη «Γραμμή C», που βρισκόταν πίσω από το προγεφύρωμα του Άντζιο, αλλά είδαν ότι εκείνη την ημέρα οι Σύμμαχοι ανέστειλαν τις επιθέσεις τους στο σημείο.

Πιο βόρεια, οι Γάλλοι στις 24 Ιανουαρίου, με τα αποικιακά στρατεύματα της 3ης Μεραρχίας Πεζικού της Αλγερίας διέσχισε το Σέτσο, ξεπέρασε τα ναρκοπέδια και έσπασε τις άμυνες της 44ης Μεραρχίας, συνέλαβε 1.200 άνδρες του Άξονα, και με σκληρό αγώνα έφτασε στο Μπελβεντέρε. Ο Γερμανός στρατηγός φον Σένγκερ παρατήρησε ότι «..τα αποικιακά στρατεύματα πολέμησαν εδώ, όπως και αλλού, με εξαιρετική μανία και αδιαφορούσαν για τις απώλειες..». Οι Αλγερινοί με αιχμή τους Τυνήσιους του 4ου Συντάγματος τυφεκιοφόρων προσπάθησαν να προωθηθούν κι άλλο, στο Colle Abate (ύψωμα 915) αλλά αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες, περίπου 2.500 άνδρες. Τη δράση αυτών εξαίρει και ο Ντε Γκωλ στα απομνημονεύματά του σε αυτήν τη μάχη. Νέες προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα και την κατάληψη του υψώματος αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα: γερμανική αντεπίθεση με 2 νέα συντάγματα τους οδήγησε στις προηγούμενες θέσεις τους.




Η πρώτη μάχη για την κατάληψη της πόλης αποτελούσε μια μερική επιτυχία για τη γερμανική πλευρά που σε γενικές γραμμές κατάφερε να συγκρατήσει και να απορροφήσει το μεγαλύτερο τμήμα των συμμαχικών επιθέσεων.