Ιστορία

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Ο «Λευκός Πόλεμος», συγκρούσεις και επιβίωση στις απόκρυμνες οροσειρές των Άλπεων.

 Η έκφραση «Λευκός πόλεμος» ( γερμανικά Gebirgskrieg - ορεινός πόλεμος-, ιταλικά Guerra Bianca) ή αλπικό μέτωπο, αναφέρεται στο σύνολο των στρατιωτικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στους αλπικούς τομείς του ιταλικού μετώπου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μέτωπο αυτό διεξήχθησαν μάχες σε όρη μεσαίου και μεγάλου υψομέτρου, κατά μήκος των νότιων συνόρων της ιστορικής περιοχής του Τυρόλου , των οποίων η πλειοψηφία (περίπου τα 2/3) διατρέχεται από οροσειρές που ξεπερνούν τα 2000 μέτρα υψόμετρο και φτάνουν τα 3.905. 

Από τους πρώτους μήνες το μέτωπο των Άλπεων έγινε εκ των πραγμάτων και πιο στατικό : χτίστηκαν  οχυρωμένες γραμμές, στα πλαίσια του δυνατού, που κάλυψαν κάθε κενό κατά μήκος του μετώπου, όπου ακόμη και οι υψηλότερες κορυφές καταλήφθηκαν και αξιοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν μια συνεχή και απρόσιτη αμυντική γραμμή. Οι μετωπικές επιθέσεις ήταν σχεδόν αδύνατες και εγκαταλείφθηκαν ως ιδέα σύντομα για να ξεκινήσουν οι συμπλοκές μικρών τμημάτων, πιο συχνά μεγέθους περιπολιών, και ένας υπόγειος πόλεμος, ειδικά στο μέτωπο των Δολομιτών (ΒΑ αλπική Ιταλία) όπου και οι δύο στρατοί άρχισαν να κατασκευάζουν σήραγγες και τις πάκτωναν με εκρηκτικά προκειμένου να προκαλέσουν την ανατίναξη των κορυφών και των θέσεων που κατείχε ο εχθρός. Αλλά ακόμη και αυτή η τακτική έπρεπε να εγκαταλειφθεί όταν, μετά την Αυστροουγγρική επίθεση και νίκης τους στο Καπορέτο , οι Ιταλοί πεζικάριοι ανακλήθηκαν τάχιστα για να ενισχύσουν τις  γραμμές στον ποταμό Πιάβε τελειώνοντας τις συγκρούσεις στο μέτωπο των Δολομιτών Αλπεων.

 Το γεγονός αυτό φάνηκε όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία στις 24 Μαΐου 1915, επτά -οκτώ τάγματα από τα τριάντα πέντε που στάθμευαν μεταξύ του Σαν Καντίντο και του Στέλβιο στάλθηκαν στο Μόντε Πιάνα και τις κοιλάδες του. Το Μόντε Πιάνα αποτελούσε μέρος του επιχειρησιακού τομέα της IV Στρατιάς με διοικητή τον υποστράτηγο Λουίτζι Νάβα. Στις 24 Μαΐου η Πιάνα καταλήφθηκε από δύο διμοιρίες του 96ου λόχου, του τάγματος Pieve di Cadore, του 7ου συντάγματος. Άλλοι Αλπινιστές του 67ου λόχου γύρω στις 08:30 χτυπήθηκαν από βλήμα πυροβολικού. Ήταν οι πρώτοι Ιταλοί που σκοτώθηκαν σε ένα βουνό που σε λιγότερο από δύο χρόνια θα μετρούσε 14.000 θύματα και από τις δύο πλευρές με μηδαμινές αλλαγές στη γραμμή του μετώπου. Πιο ΝΔ, στο Μόντε Κριστάλλο, επικρατούσε η ίδια στατική κατάσταση με αποτυχημένες επιθέσεις και από τις δύο πλευρές και την επιβίωση των στρατιωτών τον βασικό παράγοντα διατήρησης της γραμμής. Για παράδειγμα, στις 27 Νοεμβρίου του 1915, οι Βερσαλιέροι που αποτέλεσαν μέρος επίθεσης σε εκείνον τον τομέα είχαν 140 απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες και 318 σε νεκρούς από το δριμύ ψύχος. Στο πιο ανατολικό άκρο, στο Κρόντα Ρόζα ντι Σέστο, οι Αυστ/οι κατάφεραν και κατέλαβαν τα σημεία με τη βοήθεια μικρού τμήματος Γερμανών Αλπινιστών.  Όμως, στις 7 Ιουλίου το ιταλικό πυροβολικό κατέστρεψε το καταφύγιο Zsigmondy και τον Αύγουστο ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την άνω κοιλάδα Fiscalina, ωθώντας μέχρι την κορυφογραμμή Zsigmondy και παρά τις τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν να πάρουν την κορυφή των 3.042 μέτρων (!) του όρους Ποπέρα.

Άλλα σημεία ήταν τα απόκρυμνα Τρε τσίμε ντι Λβαρέντο και το Σάσσο ντι Σέστο, με συμπλοκές μικρών ομάδων και των δύο πλευρών από ορειβάτες και χιονοδρόμους, το Κολ ντι Λάνα, καθώς και το πέρασμα Φαλτσαρέγκο. Στο τελευταίο, μετά από μερικές ατελέσφορες επιθέσεις, οι Ιταλοί το 1916 αποφάσισαν να σκάψουν μια σήραγγα 500 μέτρων από τις θέσεις τους μέχρι τους πρόποδες της προεξοχής του βουνού που βρίσκονταν από πάνω οι αντίπαλες οχυρώσεις και τη γεμίσανε με 35 τόνους (!) εκρηκτικών. Με περισσή αυτοπεποίθηση για την επικείμενη νίκη τους, κλήθηκαν στο σημείο ο στρατηγός Καντόρνα και ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ προκειμένου να παρακολουθήσουν την έκρηξη την αμέσως μετά ταχεία επίθεση από τα ιταλικά στρατεύματα που ήταν έτοιμα σε μια άλλη σήραγγα για να ξεχυθούν.  Η επίθεση στις 11 Ιουλίου ήταν μόνο εν μέρει επιτυχής. Οι Ιταλοί κατάφεραν να πάρουν τη νότια πλευρά του Καστελέττο, αλλά είχαν πολλές απώλειες από το μονοξείδιο του άνθρακα που εισέπνευσαν οι στρατιώτες μετά την έκρηξη αλλά και τις συνεχείς κατολισθίσεις σε δεύτερο χρόνο από την τεράστια έκρηξη. Η ίδια τακτική εφαρμόστηκε και τον Ιούνιο του επόμενου έτους (στις 20 Ιουνίου 1917) όπου οι Ιταλοί κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν 32 τόνους δυναμίτη σε σήραγγα 1 χλμγια να ανατινάξουν την κορυφή του Piccolo Lagazuoi ύψους 2668 μέτρων. Παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι Αυστρο-Ούγγροι, αυτοί συνήλθαν εγκαίρως και ήταν ακόμη σε θέση να συγκρατήσουν τους επιτιθέμενους με πυκνά πυρά πολυβόλων.

 «La Domenica del Corriere», οπισθόφυλλο 3-10/10/1915, A. Beltrame.
Ιταλοί στρατιώτες ανεβάζουν ορεινό πυροβόλο σε μια βουνοπλαγιά.



Χάρτης που αποτυπώνει με λεπτομέρεια την αυστροιταλική
συνοριακή γραμμή η οποία διέσχιζε τις διάφορες βουνοκορφές.

Έτερο μέτωπο ήταν αυτό στο Ανταμέλλο-Πρεσανέλλα, το οποίο βρισκόταν στα δυτικά όρια του μετώπου, όπου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποσύρθηκαν μετά την ήττα στο Καπορέτο, όπως στους Δολομίτες και αλλού, και οι μάχες συνεχίστηκαν το 1918. Η κύρια επιχείρηση του έτους σε αυτόν τον τομέα, γνωστή ως «η Λευκή Μάχη», έλαβε χώρα μεταξύ 25 και 28 Μαΐου. Επτά τάγματα ιταλικών στρατευμάτων μαζί με τους επίλεκτους Αρντίτι , πολυβολητές και περίπου 200 πυροβόλα επιτέθηκαν και κατέλαβαν τον παγετώνα Πρέσενα και τις κοντινές κορυφές. Τέλος, το πιο απόκρυμνο σημείο από όλα τα παραπάνω, ήταν στον τομέα Ortles-Cevedale. Οι κορυφές εκεί ήταν κατά μέσο όρο 500 μέτρα υψηλότερες από τους άλλους τομείς, και είχαν τις πιο ακραίες συνθήκες από όλα τα πεδία μάχης των Άλπεων. Το έδαφος εδώ ήταν επίσης ασυνήθιστα σκληρό, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την κατασκευή τάφρων και σηράγγων. Αυτές οι συνθήκες καθιστούσαν σχεδόν αδύνατο για κάθε πλευρά να πραγματοποιήσει μια αποφασιστική επίθεση και το μέτωπο ήταν τελείως στατικό. Η μεγαλύτερη σύγκρουση εδώ ήταν η μάχη του Σαν Ματέο , η οποία έλαβε χώρα το 1918 (13 Αυγούστου- 3 Σεπτεμβρίου) στην Πούντα Σαν Ματέο (3.678 μέτρα). Αυτή ήταν η μάχη στο υψηλότερο υψόμετρο που παρατηρήθηκε οπουδήποτε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εμπλεκόμενες μονάδες ήταν Ιταλκοί Αλπινιστές των 307/08 λόχων του Τάγματος «Monte Ortler» και ορεινού Αυστροουγγρικού πεζικού «Kaiserschützen». Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των εμπλεκομένων, η νίκη που έστεψε τελικά τα Αυστ/κά όπλα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 17 Αυστρ/ων και 10 Ιταλών.

Όπως ήταν φυσικό, η σύγκρουση χαρακτηρίστηκε κυρίως από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες όσον αφορά  το κλίμα, το χιόνι και τις δυσχέρειες εφοδιασμού και των δύο στρατών. Την τιτανια προσπάθεια που απαιτούσε η μεταφορά του πυροβολικού στις κορυφές των βουνών- ίσως ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα όλου του Λευκού Πολέμου- ενώ οι συνθήκες διαβίωσης των στρατιωτών ήταν πιθανώς από τις πιο απαγορευτικές και δύσκολες του όλου πολέμου. Η ίδια η φύση των ψηλών βουνών,  αφενός προσέφερε φυσικά καταφύγια, αφετέρου επιβάρυνε την αντοχή των στρατιωτών, οι οποίοι έπρεπε να πολεμήσουν όχι μονάχα εναντίον του εχθρού αλλά κυρίως εναντίον των στοιχείων της φύσης. Πελώρια seracs (ογκώδη τμήματα πάγου, εξαιρετικά επικίνδυνα), μανιασμενες χιονιοθύελλες, συνεχείς χιονοστιβάδες, πείνα και φυσικά μόνιμα κρυοπαγήματα από τις θερμοκρασίες που έφταναν μερικές φορές 40 βαθμούς κάτω από το μηδέν προκάλεσαν περισσότερα θύματα από τις ένοπλες συγκρούσεις. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η επικράτηση σε αυτό το τμήμα του μετώπου αφορούσε τη δυνατότητα και τις αντοχές των τμημάτων να παραμείνουν στα σημεία τους. Χαρακτηριστική είναι η μεγαλύτερη μάχη του μετώπου όπου έπεσαν 14.000 άνδρες και από τις 2 πλευρές, αυτή της Μόντε Πιάνα, από τις 24 Μαΐου 1915 έως τις 22 Οκτωβρίου 1917 όπου και η γραμμή παρεμεινε σχεδόν ίδια. 

Σε αυτά τα ψηλά βουνά, οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας είναι σημαντικές και πάνω από 2.500 μέτρα οι βαθμοί μείον του 0 στην κλίμακα Κελσίου αποτελούν φυσιολογικές τιμές ακόμη και το καλοκαίρι. Οι χειμώνες του 1916 και του 1917 ήταν από τους πιο χιονισμένους του αιώνα, με τις πλαγιές των βουνών να καλύπτονται από στρώματα 8 μέτρων χιονιού, περίπου τριπλάσιο μέγεθος από τον μέσο όρο. Για να παραμείνουν τα στρατεύματα σε μεγάλα υψόμετρα, αναγκάζονταν να σκάβουν και να καθαρίζουν συνεχώς το χιόνι. Ο  ιστορικός Heinz Lichem von Löwenbourg ανέφερε ότι : «Με βάση τις ομόφωνες αναφορές των μαχητών, ισχύει ο κατά προσέγγιση κανόνας ότι το 1915-1918, στο μέτωπο των Άλπεων, τα δύο τρίτα των νεκρών ήταν θύματα των στοιχείων της φύσης (κρυοπαγήματα, κατολισθήσεις, κρυολογήματα, εξάντληση) και μόνο το ένα τρίτο θύματα εχθρικής στρατιωτικής δράσης. Για παράδειγμα, στις 13 Δεκεμβρίου 1916, συνέβησαν δεκάδες χιονοστιβάδες από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, οι οποίες  θεωρούνται πλέον ως ένα από τα πιο καταστροφικά γνωστά γεγονότα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ολόκληροι λοχοι  θάφτηκαν κάτω από το χιόνι. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, περίπου 5.000 στρατιώτες έπεσαν θύματα των χιονοστιβάδων. Το πρώτο τάγμα του Συντάγματος Kaiserschützen είχε 230 νεκρούς εκείνη την ημέρα και στον παγετώνα, στην τοποθεσία Μαρμολάντα, το ψηλότερο βουνό στους Δολομίτες , όπου μια χιονοστιβάδα σκότωσε μεταξύ 270 και 332 άνδρες.  Παρά την έκτασή της, η καταστροφή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, κυρίως για λόγους στρατιωτικού απορρήτου. Στη συγκεκριμένη τοποθεσία, οι Αυστριακοί είχαν σκάψει τόσες πολλές σήραγγες στα χαμηλά στρώματα του παγετώνα, ώστε ονόμασαν το σημείο «η πόλη ανάμεσα στους πάγους» της Μαρμολάντα.

Ιταλική γέφυρα από το Ριέντζο στην κορυφή της Μόντε Πιάνα. Είναι εμφανέστατος
ο διαρκής κίνδυνος των στρατιωτών από το περιβάλλον του μετώπου.

Αυστριακή περίπολος σε ρόλο παρατήρησης στα ψηλότερα βουνά του Τιρόλου.
Πηγή : Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Σλοβενίας, αρ. αν. 6CE9PLZJ.


Είσοδος αυστριακής σήραγγας σκαμμένης στο χιόνι του Monte Cristallo - Hohe Schneide ,
νότια του περάσματος Stelvio, 1917, κατά τη διάρκεια του «Λευκού Πολέμου». 

Αυστριακός στρατιώτης πάνω στη λεγόμενη «γέφυρα των στεναγμών»,
 στις αυστριακές σήραγγες κάτω από τον παγετώνα Μαρμολάντα, 25 Σεπτεμβρίου 1917.
Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Αυστρίας (https://onb.digital/result/BAG_15428250).


Σε αντίθεση με το μέτωπο στο Ισόντζο, στο οποίο συγκρούστηκαν μεγάλοι αριθμοί ανδρών, συχνά όχι ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι, ο «Λευκός Πόλεμος» χαρακτηρίζεται από τον χαμηλό αριθμό ανδρών στο μέτωπο, με άριστη κατάσταση και κατάρτιση και το γεγονός ότι ήταν εξοπλισμένοι με ό,τι καλύτερο που μπορούσε η τεχνολογία της εποχής να παρέχει προκειμένου να τους επιτραπούν να επιβιώσουν σε ένα τόσο εχθρικό για τον άνθρωπο περιβάλλον. Υπήρχαν διάφορα τμήματα που διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, όπως το τάγμα των Alpini Sciatori με επικεφαλής τον Nino Calvi, την ομάδα των ανιχνευτών Arditi του Val Zebrù ή την «Ιπτάμενη Περιπολο» του Joseph « Sepp» Innerkofler. Οι άνδρες αυτοί ήταν έμπειροι ορειβάτες, κυνηγοί και εξαιρετικοί σκοπευτές. Μόλις καθοριζόταν ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, απολάμβαναν πλήρη ελευθερία δράσης.

Λόγω της τεράστιας πίεσης και της στέρησης, και οι δύο πλευρές έπρεπε να αντιμετωπίσουν προβλήματα πειθαρχίας μέχρι και λιποταξίας . Στον Αυστροουγγρικό Στρατό , οι τσεχικές μονάδες ιδιαίτερα επηρεάστηκαν πολύ. Ο εθνικισμός και η διάδοση από την Αντάντ ενός ξεχωριστού τσεχικού έθνους -κράτους άρχισαν να έχουν αντίκτυπο. Η κακή κατάσταση εφοδιασμού των αυτοκρατορικών και βασιλικών μονάδων έκανε τα υπόλοιπα για να μειώσει το ηθικό. Στην περίπτωση των ιταλικών μονάδων, η (υπάρχουσα ακόμη) διαφορά μεταξύ των βορείων και των νότιων Ιταλών ήταν συχνά η αιτία της αυτομόλησης στον εχθρό. Οι Νότιοι Ιταλοί συχνά αντιμετώπιζαν τον πόλεμο ως «Πόλεμο της Ρώμης και του Βορρά» που δεν τους απασχολούσε.

Σε μια από τις δεκάδες συγκρούσεις ο Kaiserschütze (αυτοκρατορικό ορεινό πεζικό) Heinz von Lichem έγραφε το 1916 : «Εκεί πάνω, ο χειμώνας άρχισε ήδη στα τέλη Σεπτεμβρίου, όχι σε σιωπή και ειρήνη, [...] αλλά με τον τρομακτικό πόλεμο. [...] ο εχθρός δεν παραχώρησε ούτε την τελευταία ανάπαυση στους δικούς του πεσόντες, οι οποίοι έμειναν κατά εκατοντάδες μπροστά από τα συρματοπλέγματά μας μετά από τις αιματηρές επιθέσεις, και τους οποίους είχαμε θάψει επιτόπου. Τα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος ταρακουνουσαν το έδαφος νύχτα και μέρα, ανοίγοντας ξανά τους λάκκους..»

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Ύψωμα 203, Ρώσοι και Ιάπωνες μάχονται μανιασμένα κατά την πολιορκία του Πορτ Άρθουρ.

Στο σημείο αυτό εκτυλίχθηκαν οι πιο σημαντικές και σκληρές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πορτ Άρθουρ. Το ύψωμα αποτελούνταν από δύο κορυφές, 203 και 210 μέτρα ύψος με 140 μέτρα απόσταση μεταξύ τους, που συνδέονταν με μια απότομη κορυφογραμμή. Εκτός από τη φυσική οχυρή θέση με τις απότομες πλευρές, ενισχύθηκε με αμυντικά έργα από τους αμυνόμενους. Οι Ρώσοι υπερασπιστές του διοικούνταν από τον Συνταγματάρχη Τρετάκοφ, και αποτελούνταν από πέντε λόχους πεζικού με στοιχεία  πολυβόλων, έναν λόχο μηχανικών, μερικούς ναυτικούς και μια πυροβολαρχία. 

 Ο Ιάπωνας στρατηγός Νόγκι σχεδίασε και εκτόξευσε την πρώτη επίθεση πεζικού εναντίον του λόφου στις 20 Σεπτεμβρίου αλλά βρήκε τις οχυρώσεις αδιαπέραστες, με μικρές μόνο ζημιές από το ιαπωνικό πυροβολικό και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις 22 Σεπτεμβρίου με πάνω από 2500 θύματα. Στη συνέχεια, επανέλαβε τις προσπάθειές του να σπάσει τις οχυρώσεις στο Πορτ Άρθουρ σε άλλες τοποθεσίες, σε μια εξαήμερη επίθεση στα τέλη Οκτωβρίου, η οποία κόστισε στους Ιάπωνες 124 επιπλέον αξιωματικούς και 3611 άντρες και μια επιπλέον αποτυχία. Τα νέα αυτής της ήττας πυροδότησαν την οργή στην Ιαπωνική λαϊκή γνώμη εναντίον του Νόγκι ο οποίος σώθηκε από το στρατοδικείο μόνο με την, άνευ προηγουμένου, προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα. 

 Ιάπωνες και Ρώσοι σε μια από τις αιματηρές συγκρούσεις στο Ύψωμα 203 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πορτ Αρθουρ, 1 Αυγούστου 1904- 2 Ιανουαρίου 1905.


Ωστόσο, ο στρατάρχης Ογιάμα Ιβάο έστειλε τον στρατηγό Κοντάμα να υποχρεώσει τον Νόγκι να αναλάβει δράση ή αλλιώς να τον απαλλάξει από τη διοίκηση. Μετά από ένα σφυροκοπημα από κάθε πυροβόλο καθώς και από τα νέα Άρμστρονγκ των 11 ιντσών, από τις 17 έως τις 24 Νοεμβρίου, δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρήγματα με μια γενική επίθεση να προγραμματιζεται για τη νύχτα της 26ης Νοεμβρίου. Η επίθεση θα ξεκινούσε από 2600 άντρες που θα «άνοιγαν» τα ρήγματα και θα είχαν τις πιο πολλές απώλειες. Η μετωπική έφοδος κατέληξε σε λουτρό αίματος. Οι επίσημες ιαπωνικές αναφορές έκαναν λόγο για 4.000 απώλειες μόνο εκείνη τη μέρα, αλλά πιθανόν οι πραγματικές να έφταναν το διπλάσιο. Αιχμή της επίθεσης ήταν η «Ταξιαρχία Αυτοκτονίας» Shirodasukitai ή αλλιώς «Ταξιαρχία Λευκής λωρίδας» από τις λευκές λωρίδες που έφεραν χιαστί οι στρατιώτες για την αποφυγή φιλιων απωλειών. Το τμήμα των 2.600-3.100 ανδρών είχε απώλειες περίπου 90% (!). 

Ιάπωνες της «Ταξιαρχίας Αυτοκτονίας» με τις 
χαρακτηριστικές λευκές χιαστί λωρίδες.


Ο σκληροτραχηλοι Ρώσοι ήταν επίσης στα όριά τους. Ο στρατηγος Κοντρανένκο τοποθέτησε σκοπευτές για οποιονδήποτε προσπαθούσε να εγκαταλείψει τη θέση του.

 Με μεγάλα ψυχικά αποθέματα, στις 08:30 στις 28 Νοεμβρίου και τεράστια υποστήριξη πυροβολικού, τα ιαπωνικά στρατεύματα προσπάθησαν και πάλι. Πάνω από χίλια βλήματα των 230 κιλών από τα πυροβόλα των 11-ιντσών (280 χλστ) ερρίφθησαν σε μια μέρα για να υποστηρίξουν αυτήν την επίθεση. Οι Ιάπωνες έφτασαν μέχρι τη ρωσική γραμμή από συρματοπλέγματα το ξημέρωμα και κράτησαν τις θέσεις τους και την επόμενη μέρα, στις 29 Νοεμβρίου, ενώ το πυροβολικό τους συνέχιζε τον ανηλεη  βομβαρδισμό. Οι απώλ

Το ύψωμα 203, στις 14 Δεκεμβρίου 1904.

ειές τους ήταν τρομερές. Εκτυλίχθηκαν μάχες σώμα με σώμα με τους Ρώσους υπερασπιστές να χρησιμοποιούν χειροβομβίδες και πολυβόλα πάνω στη μάζα των Ιαπωνών στρατιωτών και στη συνέχεια να παίρνουν τον λόγο οι ξιφολογχες. Στις 30 Νοεμβρίου, μια μικρή ομάδα Ιάπωνων κατάφερε να τοποθετήσει την ιαπωνική σημαία στην κορυφή του λόφου, αλλά το πρωί της 1ης Δεκεμβρίου, οι Ρώσοι τους πέταξαν πίσω. Ψυχικά ράκος ο Νογκι παρέδωσε ουσιαστικά τη διοίκηση στον Κονταμα. Τα χειρότερα όμως δεν είχαν έρθει γι αυτόν. Ο Νόγκι,είχε την πίκρα να μάθει ότι ο τελευταίος γιος του εν ζωή είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της τελικής επίθεσης στο λόφο.


Η μάχη συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες με την ίδια σφοδροτητα ο έλεγχος της κορυφής άλλαξε χέρια αρκετές φορές. Τελικά , στις 10:30 στις 5 Δεκεμβρίου, μετά από έναν ακόμη μαζικό βομβαρδισμό πυροβολικού κατά τον οποίο τραυματίστηκε σοβαρά ο Ρώσος συνταγματάρχης Τρετάκοφ, οι Ιάπωνες κατάφεραν να φτάσουν και να καταλάβουν το ύψωμα 203, βρίσκοντας μόνο μια χούφτα υπερασπιστών που ήταν ακόμα ζωντανοί. Δύο αντεπιθέσεις των Ρώσων απέτυχαν, και μέχρι τις 17:00, το ύψωμα 203 είχε διασφαλιστεί. 

 Οι Ρώσοι, που δεν είχαν πάνω από 1.500 άντρες στο λόφο κάθε στιγμή, είχαν πάνω από 6.000 νεκρούς και τραυματίες. Το τίμημα για τους Ιάπωνες ήταν σαφώς βαρύτερο καθώς ο τελικός απολογισμός συμπεριλαμβανε 15 με 19 χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Επιχείρηση «Φρειδερίκος II», 22-26 Ιουνίου 1942. Οι Γερμανοί αποτελειώνουν την ομάδα στρατιών «Νοτιοδυτικό Μέτωπο» ως στρατιωτικό σχηματισμό.

Γερμανικά άρματα μάχης κοντά στο Χάρκοβο τον Μάιο του 1942.


Παρ' όλο που οι Σοβιετικοί είχαν υποστεί μια ήττα πρώτου μεγέθους κατά την αποτυχημένη επίθεση στο Χάρκοβο, τη «δεύτερη μάχη του Χαρκόβου» κατείχαν ακόμα σημαντικές θέσεις και δυνάμεις οι οποίες έπρεπε να εξαλειφθούν προκειμένου να δημιουργηθεί ο διάδρομος για τη μεγαλεπήβολη επιχείρηση «Μπλε»-Fall Blau. Οι αντικειμενικοί σκοποί που προβλέπονταν για τη  «Φρειδερίκος II» ήταν η περικύκλωση της 9ης και 38ης Σοβιετικής Στρατιάς στα βόρεια και ανατολικά του Ιζιούμ και η προώθηση της 1ης ΤΘ Στρατιάς ( Panzerarmee) περίπου 30 μίλια (48 χλμ.) προς τα ανατολικά ώστε να φτάσει στο σημείο εκκίνησης για το «Blau II» στον ποταμό Όσκολ στην περιοχή κάτω από το Κουπιάνσκ.


Στην απέναντι όχθη του μετώπου, οι Σοβιετικοί ανέμεναν τη γερμανική αντεπίθεση. Στις 29 Μαΐου, οι τρεις επικεφαλής, μεταξύ των οποίων ήταν και ο αργότερα ευρύτερα γνωστός Νικίτα Χρουστσώφ, έστειλαν στην Στάβκα μια εκτίμηση της κατάστασης, στην οποία έκαναν λόγο για νέες γερμανικές επιθέσεις σε πέντε έως δέκα ημέρες. Αν και ο πολιτικός επίτροπος Τιμοσένκο θεώρησε ότι αυτές θα ήταν δευτερεύουσας σημασίας έχοντας κατά νου ότι βασικός στόχος ήταν η Μόσχα, εντούτοις έστειλε τον Χρουστσώφ στον Στάλιν προκειμένου να ζητήσουν ενισχύσεις όπως και ..παραδόξως έγινε.

Για τους Γερμανούς κλειδί της επιτυχίας ήταν η ταχύτητα. Οι λασπώδεις, από τις πρόσφατες βροχές, δρόμοι δεν ευνοούσαν και έτσι η επιχείρηση πήγαινε από αναβολή σε αναβολή: αρχικά στις 17, μετά στις 20 και εν τέλει στις 22 Ιουνίου. Κύριος γερμανικός σχηματισμός ήταν το 3ο ΤΘ ΣΣ , το οποίο επρόκειτο να επιτεθεί ανατολικά από την περιοχή του Τσουχουίβ στα ΝΑ προς την κατεύθυνση του Κουπιάνσκ και στη συνέχεια να στραφεί σχεδόν απευθείας προς τα νότια κατά μήκος του ποταμού Οσκόλ. Στο νότο, το 44o ΣΣ του στρατηγού Maximilian de Angelis και το 11ο ΣΣ επρόκειτο να διασχίσει τον ποταμό Ντόνετς στην περιοχή μεταξύ Ιζιούμ και τις εκβολές του ποταμού Οσκόλ και να συνεχίσει ΒΑ για να συναντήσει το 3ο ΤΘ ΣΣ στην περιοχή της Γκοροχόβατκα. Στοιχεία του 51ου Σώματος του στρατηγού Walter von Seydlitz-Kurzbach επρόκειτο να συνδράμουν βορειότερα.

Κατεστραμμένο σοβιετικό άρμα μάχης Τ-34 στην περιοχή
του Κουπιάνσκ.


Οι περιστάσεις οπως αναφέρθηκε δεν χωρούσαν νέα αναβολή και τα γερμανικά άρματα της 22ης ΤΘ Μεραρχίας ξεκίνησαν την προέλασή τους υπό βροχή. Αν και αρχικά υπήρξε αντίσταση, σύντομα αυτή εκτυλίχθηκε σε φυγή. Οι νωπές αποτυχίες του Μαϊου είχαν ρίξει τόσο το ηθικό των Σοβιετικών που το πρωί της επόμενης μέρας, στις 23/6, υποχωρούσαν σε όλο το μέτωπο μεταξύ του Κουπιάνσκ στα βόρεια και του Ιζιούμ στο νότο, βαδίζοντας προς τα ανατολικά, στην κατεύθυνση του ποταμού Οσκολ. Το βράδυ της ίδιας ημέρας το Κουπιάνσκ είχε πέσει. Το 44ο ΣΣ από την πρώτη κιόλας μέρα διέσπασε τις εχθρικές γραμμές και έστησε μάλιστα προγεφύρωμα. Για τις επόμενες 2 ημέρες οι Γερμανοί στρατιώτες αναλώθηκαν στην εκμηδένιση των θυλάκων που έμειναν πίσω και οποίοι δεν προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση. Μέχρι τις 26 Ιουνίου οι Γερμανοί είχαν εκκαθαρίσει τους τελευταίους θύλακες των σοβιετικών στρατευμάτων και η «συγκομιδή» αιχμαλώτων έφτασε τους 22.800 άνδρες .

Ο Μποκ συνεχάρη την 1η ΤΘΣ, λέγοντας: «Η Πρώτη Στρατιά Πάντσερ μπορεί να δει την τελευταία της νίκη με δικαιολογημένη υπερηφάνεια». Ο Κλάιστ πρόσθεσε τις δικές του ευχαριστίες «στους αξιωματικούς και τα στρατεύματα, συμπεριλαμβανομένων των νεαρών συντρόφων μας από την Εργατική Υπηρεσία». Ενώ όμως τόσο ο φον Μποκ όσο και ο φον Κλάιστ εξέφρασαν την πλήρη ικανοποίησή τους για την ολοκλήρωση των δύο επιχειρήσεων, υπήρξαν ανάμεικτες αντιδράσεις στα υψηλότερα επίπεδα διοίκησης, καθώς οι μάχες κερδήθηκαν σχετικά εύκολα, αλλά είχαν συγκριτικά λίγους αιχμαλώτους. Σε συνομιλία με τον Χάλντερ, αρχηγό του γενικού επιτελείου Oberkommando des Heeres, ο φον Μποκ είπε ότι ίσως οι Σοβιετικοί περιμένουν τις ΗΠΑ να παρέμβουν σε μεγάλη κλίμακα τώρα που οι Αμερικανοί είχαν εμπλακεί στον πόλεμο για περισσότερο από έξι μήνες και είχαν αποφασίσει, μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, να αποφύγουν τις μεγάλες ήττες και να υποχωρούν όποτε δινόταν η ευκαιρία εκμεταλλευόμενοι το τεράστιο στρατηγικό βάθος.






Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Η επέλαση της 4ης Ελαφράς Ταξιαρχίας Ιππικού πάνω στα οθωμανικά χαρακώματα στη μάχη της Μπεέρσεμπά.

 «Ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι η επιχείρηση έπρεπε να γίνει πριν πέσει το σκοτάδι, γι' αυτό συμβούλεψα την επέλαση στο σημείο ως τη μοναδική μας ευκαιρία. Είχα κάποια εμπειρία από επιτυχημένες αιφνιδιαστικές επιθέσεις στα στρατόπεδα των Μπόερ στον πόλεμο της Νότιας Αφρικής.» *

Στις 31 Οκτωβρίου 1917 η 4η Ελαφρά Ταξιαρχία Ιππικού εκτέλεσε μια θρυλική επέλαση πάνω στα οθωμανικά χαρακώματα στη μάχη της Μπεέρσεμπά έχοντας αντί για σπαθες τις ξιφολόγχες τους στα χέρια. Η διαταγή ανέφερε να κραδαίνεται η ξιφολόγχη, η οποία έπρεπε να ακονιστεί τάχιστα, ως σπάθη πάρα να είναι προσαρμοσμένη στο τυφέκιο. Με εξαιρετική υποστήριξη πυροβολικού έπεσαν πάνω στους Οθωμανούς υπερασπιστές που ξεκίνησαν να βάλλουν προς τους καλπάζοντες ιππείς. Ξεκίνησε μια σκληρή μάχη μέσα στις γραμμές των χαρακωμάτων. Σύντομα ο εχθρός άρχισε να υποχωρεί απο την ορμητικότητα.



«Θεωρώ ότι η επιτυχία οφειλόταν στην ταχύτητα με την οποία πραγματοποιήθηκε η επέλαση. Εξαιτίας του όγκου του πυρός που διέθεταν τα πολυβόλα και τα τουφέκια από την οχυρωμενη θέση του εχθρού, μια ασύντακτη  επίθεση θα είχε ως αποτέλεσμα πολύ μεγαλύτερο αριθμό απωλειών. Παρατηρήθηκε επίσης ότι το ηθικό του εχθρού κλονίστηκε πολύ από τα στρατεύματά μας που κάλπαζαν πάνω από τις θέσεις του, προκαλώντας έτσι στους τυφεκιοφόρους και τους πολυβολητές του να χάσουν κάθε έλεγχο της πειθαρχίας του πυρός.»**

« Ένα υπέροχο θέαμα ξεπήδησε ξαφνικά στα αριστερά μας, καθώς οι γραμμές των ιππέων κινούνταν. Οι Τούρκοι ήταν σε φυγή και η αυστραλιανή μεραρχία τους κυνηγούσε. Βλέπαμε τα άλογα να πηδούν στα χαρακώματα, σκόνη παντού.» ***Ενώ τα άλογα συνέχισαν τον καλπασμό, οι στρατιώτες αφίππευσαν συντονισμένα και επιτέθηκαν στα χαρακώματα και τις ξιφολόγχες , σκοτώνοντας μεταξύ 30 και 40 Οθωμανούς πριν οι υπόλοιποι παραδοθούν. Οι υπερασπιστές «πολέμησαν σκληρά, και ένας σημαντικός αριθμός δικών μας σκοτώθηκαν», ενώ μεταξύ αυτών σκοτώθηκαν και τέσσερις βετεράνοι της Καλλίπολης. 

Μαζί τα 4ο και το 12ο συντάγματα ελαφρύ Ιππικού πήραν 1.148 αιχμαλώτους, 10 πυροβόλα, τέσσερα πολυβόλα και μια τεράστια ποσότητα στρατιωτικού υλικού. Οι ιππείς είχαν 55 νεκρούς και 58 τραυματίες. «Η τιμή και η δόξα της εξασφάλισης της πόλης ανήκει στην 4η Ελαφρά Ταξιαρχία σε μια επίθεση ιππικού που σε φήμη κατατάσσεται ίση με αυτήν της Ελαφράς Ταξιαρχίας στην Μπαλακλάβα το 1854».




*Επιστολή του Ντόναλντ Κάμερον, επικεφαλής του 12ου Συντάγματος Ιππικού 1928 στον Αυστραλό ιστορικό E. W. Bean.

**Αντισυνταγματάρχης M. Bourchier, διοικητής του 4ου Συντάγματος Ιππικού.

*** Τζέιμς Μακ Κάρολ από το σημείο στο Τελ Ελ Σαμπά.