Ιστορία

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Basilica Cisterna, ένα εκπληκτικό κατασκευαστικό της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η ζωτική σημασία της για την άμυνα της Πόλης.

 Η ικανότητα της Κωνσταντινούπολης να αντέχει πολύ μακρές πολιορκίες και αποκλεισμούς δεν οφειλόταν μόνο στο μήκος, το ύψος και το πάχος των Θεοδοσιανών Τειχών. Η κατασκευή των τειχών πραγματοποιήθηκε έτσι ώστε να προστατεύει μεγάλα τμήματα αγροτεμαχίων μεταξύ της αστικής περιοχής και των εξωτερικών οχυρώσεων, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια σιτηρών και άλλων ειδών προκειμένου να υπάρχει επαρκής τροφή για τον πληθυσμό σε κρίσιμες περιόδους.





Εκατοντάδες μικρές και μεγάλες δεξαμενές με συστήματα φιλτραρίσματος νερού ήταν ζωτικής σημασίας για το αμυντικό σύστημα. Η Βασιλική Cisterna, η μεγαλύτερη από όλες, που χτίστηκε κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού Α' (527-565 ή πιο ορθά επεκτάθηκε και διαμορφώθηκε πάνω σε μια ήδη κατεστραμμένη), ήταν σε θέση να χωρέσει 78.000 κυβικά μέτρα νερού με την οροφή να υποστηρίζεται από ένα σύμπλεγμα με 336 μαρμάρινες κίονες ύψους 8 μέτρων.


Δύο κίονες, που στηρίζονται σε αρχαίες ελληνικές βάσεις, υποβαστάζονται από ογκόλιθους, όπου έχουν σκαλιστεί δύο ογκώδη γοργόνεια, με ανάγλυφες κεφαλές Μέδουσας, ένα από αυτά τοποθετημένο ανάποδα και το άλλο στο πλάι.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Η αντίδραση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη στέψη του Καρλομάγνου από τον Πάπα

 Τα Βυζαντινά ανάκτορα προσπέρασαν τη στέψη στη Ρώμη με χαρακτηριστική περιφρόνηση. Ελάχιστες ήταν οι αναφορές στο πρόσωπο του Καρόλου και όσες υπήρχαν αναφέρονταν σε έναν δυτικό βάρβαρο βασιλιά, ο οποίος αναγνώρισε την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορα, αφού αποδέχθηκε τον τίτλο του πατρικίου (patricius).[1]Για τους Βυζαντινούς ο Φράγκος βασιλιάς δεν αποτελούσε παρά μόνο μια δευτερεύουσα δύναμη ενάντια στην κεντρική εξουσία της οικουμενικής αυτοκρατορίας. Μόλις ένα βυζαντινό χρονικό αναφέρεται στην τελετουργία που έλαβε μέρος τα Χριστούγεννα του 800.         

            Αξιοσημείωτη ήταν η αλλαγή στάσης του Καρόλου μετά τη στέψη καθώς δεν έθεσε ζήτημα ξανά επί του ζητήματος της λατρείας των εικόνων- άλλη μια απόδειξη της βαρύνουσας πολιτικής και όχι θρησκευτικής πτυχής του ζητήματος. Πλέον, αυτό που του απέμενε ήταν η αναγνώριση του τίτλου του από την Ανατολική Αυτοκρατορία. Η αναγνώριση αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί εφ’ όσον οικοδομούσε ένα κλίμα φιλίας ή και συμμαχίας. Ακολουθώντας τη βυζαντινή τακτική λίγα χρόνια νωρίτερα, αν αποδεχθούμε τα βυζαντινά χρονικά, έστειλε πρέσβεις, το επόμενο έτος, στην αυτοκράτειρα Ειρήνη με προτάσεις γάμου, μαζί με την εγκάρδια συμφωνία του πάπα σε αυτό το θέμα.[2] Το σενάριο αν τύγχανε επιτυχές θα δημιουργούσε μια αυτοκρατορία κολοσσιαία σε μέγεθος και ισχύ αλλά με τρομερή ανομοιογένεια και ροπή προς διαμελισμό. Έχει διαπιστωθεί όμως από την έρευνα ότι η συγκεκριμένη αναφορά του Θεοφάνη είναι κατά πάσα πιθανότητα ψευδής.

Χάρτης της Μεσαιωνικής Ευρώπης το 800 μ.Χ. Δημιουργός ο Christos Nüssli


            Τελικά η Ειρήνη απέρριψε τις προτάσεις αλλά της απέμενε ελάχιστος χρόνος για να την απασχολεί το ζήτημα. Η αστάθεια στην οποία είχε περιέλθει το Βυζάντιο, για την οποία έφερε μεγάλο μερίδιο ευθύνης, είχε ως επακόλουθο την πτώση της τον Οκτώβριο του 802 και την άνοδο του γενικού λογοθέτη, Νικηφόρου Α’(802-811). Οι απεσταλμένοι του Καρόλου στη συνέχεια αποτελούσαν τα μάτια και τα αυτιά του, ενημερώνοντάς τον με τις εξελίξεις του Βυζαντίου. Το 803 οι διαπραγματεύσεις για την απόδοση της Βυζαντινής Δαλματίας και της Βενετίας απέβησαν άκαρπες αφού όπως μαρτυρούν τα βασιλικά φράγκικα χρόνια, ο Νικηφόρος δεν συνέχισε και δεν επικύρωσε ό,τι προσπάθησε η Ειρήνη. Μια αναπάντεχη στροφή των Βενετών προς τους Φράγκους δυναμίτισε το κλίμα. Η άμεση αντίδραση του Βυζαντίου ήταν η αποστολή στόλου προς ανακατάληψη της Δαλματίας με επικεφαλή τον πατρίκιο Νικήτα το 806. Η κίνηση αυτή απέφερε, έστω και προσωρινά, αποτέλεσμα. Το επόμενο έτος ο βυζαντινός αρχηγός του στόλου που βρισκόταν ήδη στη Βενετία σύναψε ειρήνη με τον γιο του Καρόλου, Πεπίνο Καρλομάγνο και στη συνέχεια αποχώρησε.[3]

            Μια νέα εκστρατεία όμως του τελευταίου, στην Ιταλία έφερε τις δυο αυτοκρατορίες στο χείλος της πολεμικής σύρραξης. Το 809 βυζαντινή μοίρα στόλου ηττήθηκε στο Κομάτσιο και επέστρεψε στη Βενετία. Η γενίκευση της σύγκρουσης αποφεύχθηκε από τον θάνατο του Πεπίνου τον Ιούλιο του 810, έξω από τα τείχη της Βενετίας την οποία απέτυχε να καταλάβει μετά από 6 μήνες πολιορκίας. Στη συνέχεια με τις νέες διπλωματικές επαφές Καρόλου και Νικηφόρου επικυρώθηκε η ειρήνη όταν ο Κάρολος έστειλε γι’ αυτόν τον λόγο, το 811, τους απεσταλμένους του, αρχιεπίσκοπο Χάιντο της Βασιλείας, κόμη Ούγκο από την Τούρ και τον Λομβαρδό Άιο στην Κωνσταντινούπολη. Ένας απρόβλεπτος παράγοντας όμως, ακύρωσε την ενδεχόμενη εξέλιξη των διαπραγματεύσεων. Οι αγώνες ενάντιων των Βουλγάρων του Κρούμου είχαν ως συνέπεια τη συντριπτική ήττα των Βυζαντινών στην Πλίσκα το 811 και τον τραγικό θάνατο του αυτοκράτορα Νικηφόρου.

Ο πίνακας που απεικονίζει τη στέψη του Καρλομάγνου (742-814 μ.Χ.) ως Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Πάπα Λέοντα Γ' (795-816 μ.Χ.) στις 25 Δεκεμβρίου 800 μ.Χ. Πίνακας του Φρίντριχ Κάουλμπαχ, 1861.


            Ο διάδοχός του Μιχαήλ Α’ Ραγκαβές (811-813), μετά από τη σύντομη θητεία στον θρόνο του Σταυράκιου, επιχείρησε την εποικοδομητική  σχέση των επαφών με τους Φράγκους. Έστειλε πρεσβεία, τους πρωτοσπαθάριους Αρσάφειο και Θεόγνωστο, στον Κάρολο προκειμένου να διαπραγματευτεί μια συνθήκη ειρήνης και τον υιό του Θεοφύλακτο με την προοπτική του συνοικεσίου, κάτι που αποκρύπτουν τα λατινικά χρονικά. Το περιεχόμενο παρουσιάζει έναν κόσμο του Χριστού στον οποίο ο Κάρολος και ο Μιχαήλ έχουν επιλεχθεί ελέω Θεού να είναι αυτοκράτορες και να διατηρήσουν την ειρήνη.[4]

            Με τη συνθήκη αυτή  στο Άαχεν στις 13 Ιανουαρίου 812, το Βυζάντιο αναγνώρισε την ύπαρξη μιας άλλης αυτοκρατορίας, όμως κράτησε τον τίτλο «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» μόνο για τον εαυτό του. Μαζί με αυτό όμως αναγνώρισε μια νέα σαφή κατανομή των σφαιρών με τη νέα δύναμη στη Δύση.  Σε πρακτικό επίπεδο, οι Βυζαντινοί έπρεπε να αποδεχθούν τη νέα πολιτική πραγματικότητα που περιελάμβανε τον περιορισμό των Βυζαντινών στα παράκτια κέντρα των πόλεων και του σλαβικού πληθυσμού στην ενδοχώρα. Η Βενετία και η δυτική Ίστρια επεστράφησαν στο Βυζάντιο, ενώ αποκαταστάθηκε πλήρως και η βυζαντινή κυριαρχία στη νότια Ιταλία. Οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων επηρέασαν την πολιτική και πνευματική επιρροή ή κυριαρχία του Βυζαντίου στη περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Η συνθήκη αποτέλεσε τη δομή και το πνεύμα των σχέσεων ως το 830, όταν σταδιακά άρχισε να εξασθενεί.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος



[1] H. Fichtenau, The Carolingian Empire, the age of Charlemange,σελ. 71.

[2] Niebuhr, Theophanis,σελ.737. «..ζευχθήναι μάλλον Ειρήνη βουληθείς, πρέσβεις εις τούτο πέμψας τω επιόντι χρόνω ινδικτιώνι ι’».

[3] Pertz, Annales Regni Francorum, σελ.122 « Classis a Niciforo imperatore, cui Niceta patricius praeerat, ad reciperandam Dalmatiam mittitur», σελ. 124 « Niceta patricius qui cum classe Constantinopolitana sedebat in Venetia, pace facta cum Pippino rege et indutiis usque ad mensem Augustum constitutes statione solute Constantinopolim regressus est».

[4] Pertz, Annales Regni Francorum, σελ.132 «Cum quibus et suos legatos direxit, Michahelem scilicet episcorum et Arsafium atque Theognostum protospatharios, et per eos pacem a Niciforo inceptam confirmative.

Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

Η σφαγή της Κωνσταντίνης, 20 Αυγούστου 1955.

To οργανωμένο σχέδιο αποτελούσε πρωτοβουλία του Γιουσέφ Ζίγκχουντ, επικεφαλής του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Front de Libération Nationale)/FLN στη Βόρεια Κωνσταντίνη με στόχο να αναζωπυρώσει τις συγκρούσεις με τον Γαλλικό Στρατό και να ανατρέψει τις προόδους του Ζακ Σουστέλ,  γενικού αντιπροσώπου της γαλλικής κυβέρνησης στην Αλγερία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λακχντάρ Μπεντομπάλ, πρώην αναπληρωτή του Γιουσέφ, το FLN ήθελε να δημιουργήσει ένα αδιάβατο «χάσμα αίματος»  μεταξύ των Αλγερινών και των Γάλλων με τις τυφλές σφαγές, από τις οποίες οι διαπραγματεύσεις δεν θα είχαν καμία ελπίδα και να ακυρώσει στην πράξη την έκκληση μετριοπαθών μουσουλμάνων προχούντων οι οποίοι καταδίκαζαν «κάθε βία από όπου κι αν προέρχεται».

Η σφαγή στην Ελ Αλία από τους Αλγερινούς του FLN αποτέλεσε ένα μνημείο κτηνωδίας από το οποίο δεν γλίτωσαν ούτε βρέφη που δεν είχαν συμπληρώσει χρόνο ζωής. 


Εκείνη την ημέρα ένας όχλος από αρκετές χιλιάδες μουσουλμάνους οπλισμένους με πυροβόλα όπλα, τσεκούρια, αξίνες και κάθε λογής αντικείμενα, επιτέθηκε καθοδηγούμενος από άντρες του FLN σε όποιον Ευρωπαίο έβλεπε στην πόλη Φιλιπβίλ (σμρ. Σκικντά) αλλά και σε μουσουλμάνους «συνεργούς». Πολίτες εκτελούνταν εν ψυχρώ ενώ η αφηνιασμένη μάζα είχε πλημμυρίσει την πόλη. Εκεί, η γαλλική αστυνομία και οι αλεξιπτωτιστές αντέδρασαν ακαριαία και εξαπέλυσαν αντεπίθεση. Μετά από σκληρή αλλά σύντομη μάχη, 134 μουσουλμάνοι ήταν νεκροί, 700 αιχμάλωτοι ενώ η γαλλική πλευρά μετρούσε 14 νεκρούς αστυνομικούς. Επιθέσεις εκτελέστηκαν και σε φυλάκιο στο Ελ Χρούμπ και στην Κωνσταντίνη αλλά αποκρουστηκαν με επιτυχία. 

Δε συνέβη όμως το ίδιο και στην πόλη Ελ Αλια, μια μικρή κωμόπολη με 2.000 μουσουλμάνους και 130 Ευρωπαίους που βασιζόταν κυρίως στα ορυχεία πυρίτη. Εκατοντάδες μουσουλμάνοι, άνδρες και γυναίκες, ως επί το πλείστον οπλισμένοι με διαφορά γεωργικά εργαλεία, αξινες, ακονισμένα φτυάρια ή μαχαίρια με επικεφαλής 25 άνδρες του FLN επιτέθηκαν στους χθεσινούς ευρωπαίους γείτονές τους. Για την ακρίβεια, μιας και οι ευρωπαίοι άνδρες δούλευαν εκείνη τη στιγμή στα ορυχεία, βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στα γυναικόπαιδα που ήταν στα σπίτια. Ακολούθησαν κτηνωδιες πέρα από κάθε φαντασία. 

Όλες οι γυναίκες βιάστηκαν, τεμαχίστηκαν και αποκεφαλιστηκαν. Κάτω από τις κραυγές «Αλλάχ ου Ακμπάρ» των ανδρών και τις αλαλάζοντες φωνές των γυναικών, οι χθεσινοί συμπολίτες άρπαζαν τα παιδιά και έκοβαν τους λαιμους τους, ενώ έπαιρναν τα βρέφη και τα πετούσαν με δύναμη στον τοίχο μέχρι να διαλυθούν τα μικρά κρανία τους. Στο Αΐν Αΐμπ συνέβη ένα εξίσου φρικιαστικό περιστατικό, όταν η Μοερναντέτ Μέλλο, ένα νεογέννητο βρέφος μόλις 5 ημερών, τεμαχίστηκε μπροστά από στη μητέρα της, η κοιλιά της οποίας στη συνέχεια άνοιξε για να τοποθετηθούν τα κομμένα μέλη του βρέφους. Ο Ζακ Σουστέλ, αντιπρόσωπος της γαλλικής κυβέρνησης στην Αλγερία, έγραψε «Το αίμα ήταν παντού, βάφοντας αυτούς τους ταπεινούς εσωτερικούς χώρους, τις φωτογραφίες που κρέμονται στους τοίχους, τα έπιπλα της επαρχίας, όλα τα φτωχά πλούτη αυτών των εποίκων χωρίς ιδιαίτερη περιουσία». Άλλοι 13 Ευρωπαίοι δολοφονήθηκαν στο Σαιντ Σαρλαί, μεταξύ των οποίων και 3 παιδιά.

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «L'Express» , 5 μήνες μετά τις σφαγές και 2 μήνες μετά τη δημοσίευση του περιοδικού «Life» στις 3 Οκτωβρίου 1955, δείχνοντας τα στιγμιότυπα που προκάλεσαν ένα σκάνδαλο στα ΜΜΕ και το πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας, ως προς τα μέσα και τον βαθμό καταστολής. Οι εικόνες όμως που αντίκρυσαν οι Γάλλοι στρατιώτες δύσκολα θα άφηναν περιθώρια σε κάθε στρατιώτη.


Οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστες που έφτασαν κατόπιν για να επιβάλουν την τάξη είδαν  σκηνές βγαλμένες από την κόλαση. Μετά το απίστευτο σοκ και την αποστροφή το μόνο που ζητούσαν ήταν η εκδίκηση. Περίπου 80 αλγερινοί αντάρτες στην Ελ Αλία και 60 στο Ελ Χρουμο εκτελέστηκαν επί τόπου. Οι εικόνες που αντικρυσαν δεν τους άφησαν περιθώρια για κανέναν οίκτο. Στο γήπεδο της Φιλιπβίλ, συγκεντρωθηκαν εκατοντάδες αλγερινοί που εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες μετά από σύντομη ανάκριση. Ο δήμαρχος της πόλης Μπενκέτ Κρεβώ δημιούργησε πολιτοφυλακή που προκάλεσε αρκετά χτυπήματα, συχνά τυφλά, στους Αλγερινούς. Τις επόμενες μέρες, αρκετά ύποπτα άτομα που θεωρήθηκαν ότι φιλοξενούσαν μέλη του FLN ή ότι συμμετείχαν στις επιθέσεις, εκτελέστηκαν εξολοθρεύτηκαν από τη γαλλική αεροπορία. Περίπου 1.200 με 5.000 Αλγερινοί πλήρωσαν το τίμημα των σφαγών 123-211 ατόμων εκ των οποίων οι 92-161, ανάλογα με τις πηγές, άμαχοι. 

Το γεγονός ότι ορισμένες από τις  φρικαλεότητες είχαν διαπραχθεί από «έμπιστους» μουσουλμάνους γείτονες, με τους οποίους ζούσαν τα θύματα εδώ και χρόνια, δημιούργησε μεγάλη νευρικότητα στην κοινότητα Pied-Noir, η οποία άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ο κάθε μουσουλμάνος αποτελούσε έναν πιθανό μελλοντικό εχθρό και ότι δεν υπήρχε περιθώριο «μέσης λύσης».

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

Ο «Λευκός Πόλεμος», συγκρούσεις και επιβίωση στις απόκρυμνες οροσειρές των Άλπεων.

 Η έκφραση «Λευκός πόλεμος» ( γερμανικά Gebirgskrieg - ορεινός πόλεμος-, ιταλικά Guerra Bianca) ή αλπικό μέτωπο, αναφέρεται στο σύνολο των στρατιωτικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στους αλπικούς τομείς του ιταλικού μετώπου κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μέτωπο αυτό διεξήχθησαν μάχες σε όρη μεσαίου και μεγάλου υψομέτρου, κατά μήκος των νότιων συνόρων της ιστορικής περιοχής του Τυρόλου , των οποίων η πλειοψηφία (περίπου τα 2/3) διατρέχεται από οροσειρές που ξεπερνούν τα 2000 μέτρα υψόμετρο και φτάνουν τα 3.905. 

Από τους πρώτους μήνες το μέτωπο των Άλπεων έγινε εκ των πραγμάτων και πιο στατικό : χτίστηκαν  οχυρωμένες γραμμές, στα πλαίσια του δυνατού, που κάλυψαν κάθε κενό κατά μήκος του μετώπου, όπου ακόμη και οι υψηλότερες κορυφές καταλήφθηκαν και αξιοποιήθηκαν για να δημιουργήσουν μια συνεχή και απρόσιτη αμυντική γραμμή. Οι μετωπικές επιθέσεις ήταν σχεδόν αδύνατες και εγκαταλείφθηκαν ως ιδέα σύντομα για να ξεκινήσουν οι συμπλοκές μικρών τμημάτων, πιο συχνά μεγέθους περιπολιών, και ένας υπόγειος πόλεμος, ειδικά στο μέτωπο των Δολομιτών (ΒΑ αλπική Ιταλία) όπου και οι δύο στρατοί άρχισαν να κατασκευάζουν σήραγγες και τις πάκτωναν με εκρηκτικά προκειμένου να προκαλέσουν την ανατίναξη των κορυφών και των θέσεων που κατείχε ο εχθρός. Αλλά ακόμη και αυτή η τακτική έπρεπε να εγκαταλειφθεί όταν, μετά την Αυστροουγγρική επίθεση και νίκης τους στο Καπορέτο , οι Ιταλοί πεζικάριοι ανακλήθηκαν τάχιστα για να ενισχύσουν τις  γραμμές στον ποταμό Πιάβε τελειώνοντας τις συγκρούσεις στο μέτωπο των Δολομιτών Αλπεων.

 Το γεγονός αυτό φάνηκε όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστροουγγαρία στις 24 Μαΐου 1915, επτά -οκτώ τάγματα από τα τριάντα πέντε που στάθμευαν μεταξύ του Σαν Καντίντο και του Στέλβιο στάλθηκαν στο Μόντε Πιάνα και τις κοιλάδες του. Το Μόντε Πιάνα αποτελούσε μέρος του επιχειρησιακού τομέα της IV Στρατιάς με διοικητή τον υποστράτηγο Λουίτζι Νάβα. Στις 24 Μαΐου η Πιάνα καταλήφθηκε από δύο διμοιρίες του 96ου λόχου, του τάγματος Pieve di Cadore, του 7ου συντάγματος. Άλλοι Αλπινιστές του 67ου λόχου γύρω στις 08:30 χτυπήθηκαν από βλήμα πυροβολικού. Ήταν οι πρώτοι Ιταλοί που σκοτώθηκαν σε ένα βουνό που σε λιγότερο από δύο χρόνια θα μετρούσε 14.000 θύματα και από τις δύο πλευρές με μηδαμινές αλλαγές στη γραμμή του μετώπου. Πιο ΝΔ, στο Μόντε Κριστάλλο, επικρατούσε η ίδια στατική κατάσταση με αποτυχημένες επιθέσεις και από τις δύο πλευρές και την επιβίωση των στρατιωτών τον βασικό παράγοντα διατήρησης της γραμμής. Για παράδειγμα, στις 27 Νοεμβρίου του 1915, οι Βερσαλιέροι που αποτέλεσαν μέρος επίθεσης σε εκείνον τον τομέα είχαν 140 απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες και 318 σε νεκρούς από το δριμύ ψύχος. Στο πιο ανατολικό άκρο, στο Κρόντα Ρόζα ντι Σέστο, οι Αυστ/οι κατάφεραν και κατέλαβαν τα σημεία με τη βοήθεια μικρού τμήματος Γερμανών Αλπινιστών.  Όμως, στις 7 Ιουλίου το ιταλικό πυροβολικό κατέστρεψε το καταφύγιο Zsigmondy και τον Αύγουστο ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την άνω κοιλάδα Fiscalina, ωθώντας μέχρι την κορυφογραμμή Zsigmondy και παρά τις τεράστιες δυσκολίες κατάφεραν να πάρουν την κορυφή των 3.042 μέτρων (!) του όρους Ποπέρα.

Άλλα σημεία ήταν τα απόκρυμνα Τρε τσίμε ντι Λβαρέντο και το Σάσσο ντι Σέστο, με συμπλοκές μικρών ομάδων και των δύο πλευρών από ορειβάτες και χιονοδρόμους, το Κολ ντι Λάνα, καθώς και το πέρασμα Φαλτσαρέγκο. Στο τελευταίο, μετά από μερικές ατελέσφορες επιθέσεις, οι Ιταλοί το 1916 αποφάσισαν να σκάψουν μια σήραγγα 500 μέτρων από τις θέσεις τους μέχρι τους πρόποδες της προεξοχής του βουνού που βρίσκονταν από πάνω οι αντίπαλες οχυρώσεις και τη γεμίσανε με 35 τόνους (!) εκρηκτικών. Με περισσή αυτοπεποίθηση για την επικείμενη νίκη τους, κλήθηκαν στο σημείο ο στρατηγός Καντόρνα και ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ προκειμένου να παρακολουθήσουν την έκρηξη την αμέσως μετά ταχεία επίθεση από τα ιταλικά στρατεύματα που ήταν έτοιμα σε μια άλλη σήραγγα για να ξεχυθούν.  Η επίθεση στις 11 Ιουλίου ήταν μόνο εν μέρει επιτυχής. Οι Ιταλοί κατάφεραν να πάρουν τη νότια πλευρά του Καστελέττο, αλλά είχαν πολλές απώλειες από το μονοξείδιο του άνθρακα που εισέπνευσαν οι στρατιώτες μετά την έκρηξη αλλά και τις συνεχείς κατολισθίσεις σε δεύτερο χρόνο από την τεράστια έκρηξη. Η ίδια τακτική εφαρμόστηκε και τον Ιούνιο του επόμενου έτους (στις 20 Ιουνίου 1917) όπου οι Ιταλοί κατάφεραν να χρησιμοποιήσουν 32 τόνους δυναμίτη σε σήραγγα 1 χλμγια να ανατινάξουν την κορυφή του Piccolo Lagazuoi ύψους 2668 μέτρων. Παρά τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν οι Αυστρο-Ούγγροι, αυτοί συνήλθαν εγκαίρως και ήταν ακόμη σε θέση να συγκρατήσουν τους επιτιθέμενους με πυκνά πυρά πολυβόλων.

 «La Domenica del Corriere», οπισθόφυλλο 3-10/10/1915, A. Beltrame.
Ιταλοί στρατιώτες ανεβάζουν ορεινό πυροβόλο σε μια βουνοπλαγιά.



Χάρτης που αποτυπώνει με λεπτομέρεια την αυστροιταλική
συνοριακή γραμμή η οποία διέσχιζε τις διάφορες βουνοκορφές.

Έτερο μέτωπο ήταν αυτό στο Ανταμέλλο-Πρεσανέλλα, το οποίο βρισκόταν στα δυτικά όρια του μετώπου, όπου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποσύρθηκαν μετά την ήττα στο Καπορέτο, όπως στους Δολομίτες και αλλού, και οι μάχες συνεχίστηκαν το 1918. Η κύρια επιχείρηση του έτους σε αυτόν τον τομέα, γνωστή ως «η Λευκή Μάχη», έλαβε χώρα μεταξύ 25 και 28 Μαΐου. Επτά τάγματα ιταλικών στρατευμάτων μαζί με τους επίλεκτους Αρντίτι , πολυβολητές και περίπου 200 πυροβόλα επιτέθηκαν και κατέλαβαν τον παγετώνα Πρέσενα και τις κοντινές κορυφές. Τέλος, το πιο απόκρυμνο σημείο από όλα τα παραπάνω, ήταν στον τομέα Ortles-Cevedale. Οι κορυφές εκεί ήταν κατά μέσο όρο 500 μέτρα υψηλότερες από τους άλλους τομείς, και είχαν τις πιο ακραίες συνθήκες από όλα τα πεδία μάχης των Άλπεων. Το έδαφος εδώ ήταν επίσης ασυνήθιστα σκληρό, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολη την κατασκευή τάφρων και σηράγγων. Αυτές οι συνθήκες καθιστούσαν σχεδόν αδύνατο για κάθε πλευρά να πραγματοποιήσει μια αποφασιστική επίθεση και το μέτωπο ήταν τελείως στατικό. Η μεγαλύτερη σύγκρουση εδώ ήταν η μάχη του Σαν Ματέο , η οποία έλαβε χώρα το 1918 (13 Αυγούστου- 3 Σεπτεμβρίου) στην Πούντα Σαν Ματέο (3.678 μέτρα). Αυτή ήταν η μάχη στο υψηλότερο υψόμετρο που παρατηρήθηκε οπουδήποτε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εμπλεκόμενες μονάδες ήταν Ιταλκοί Αλπινιστές των 307/08 λόχων του Τάγματος «Monte Ortler» και ορεινού Αυστροουγγρικού πεζικού «Kaiserschützen». Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των εμπλεκομένων, η νίκη που έστεψε τελικά τα Αυστ/κά όπλα είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 17 Αυστρ/ων και 10 Ιταλών.

Όπως ήταν φυσικό, η σύγκρουση χαρακτηρίστηκε κυρίως από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες όσον αφορά  το κλίμα, το χιόνι και τις δυσχέρειες εφοδιασμού και των δύο στρατών. Την τιτανια προσπάθεια που απαιτούσε η μεταφορά του πυροβολικού στις κορυφές των βουνών- ίσως ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα όλου του Λευκού Πολέμου- ενώ οι συνθήκες διαβίωσης των στρατιωτών ήταν πιθανώς από τις πιο απαγορευτικές και δύσκολες του όλου πολέμου. Η ίδια η φύση των ψηλών βουνών,  αφενός προσέφερε φυσικά καταφύγια, αφετέρου επιβάρυνε την αντοχή των στρατιωτών, οι οποίοι έπρεπε να πολεμήσουν όχι μονάχα εναντίον του εχθρού αλλά κυρίως εναντίον των στοιχείων της φύσης. Πελώρια seracs (ογκώδη τμήματα πάγου, εξαιρετικά επικίνδυνα), μανιασμενες χιονιοθύελλες, συνεχείς χιονοστιβάδες, πείνα και φυσικά μόνιμα κρυοπαγήματα από τις θερμοκρασίες που έφταναν μερικές φορές 40 βαθμούς κάτω από το μηδέν προκάλεσαν περισσότερα θύματα από τις ένοπλες συγκρούσεις. Κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η επικράτηση σε αυτό το τμήμα του μετώπου αφορούσε τη δυνατότητα και τις αντοχές των τμημάτων να παραμείνουν στα σημεία τους. Χαρακτηριστική είναι η μεγαλύτερη μάχη του μετώπου όπου έπεσαν 14.000 άνδρες και από τις 2 πλευρές, αυτή της Μόντε Πιάνα, από τις 24 Μαΐου 1915 έως τις 22 Οκτωβρίου 1917 όπου και η γραμμή παρεμεινε σχεδόν ίδια. 

Σε αυτά τα ψηλά βουνά, οι διακυμάνσεις της θερμοκρασίας είναι σημαντικές και πάνω από 2.500 μέτρα οι βαθμοί μείον του 0 στην κλίμακα Κελσίου αποτελούν φυσιολογικές τιμές ακόμη και το καλοκαίρι. Οι χειμώνες του 1916 και του 1917 ήταν από τους πιο χιονισμένους του αιώνα, με τις πλαγιές των βουνών να καλύπτονται από στρώματα 8 μέτρων χιονιού, περίπου τριπλάσιο μέγεθος από τον μέσο όρο. Για να παραμείνουν τα στρατεύματα σε μεγάλα υψόμετρα, αναγκάζονταν να σκάβουν και να καθαρίζουν συνεχώς το χιόνι. Ο  ιστορικός Heinz Lichem von Löwenbourg ανέφερε ότι : «Με βάση τις ομόφωνες αναφορές των μαχητών, ισχύει ο κατά προσέγγιση κανόνας ότι το 1915-1918, στο μέτωπο των Άλπεων, τα δύο τρίτα των νεκρών ήταν θύματα των στοιχείων της φύσης (κρυοπαγήματα, κατολισθήσεις, κρυολογήματα, εξάντληση) και μόνο το ένα τρίτο θύματα εχθρικής στρατιωτικής δράσης. Για παράδειγμα, στις 13 Δεκεμβρίου 1916, συνέβησαν δεκάδες χιονοστιβάδες από την απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, οι οποίες  θεωρούνται πλέον ως ένα από τα πιο καταστροφικά γνωστά γεγονότα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ολόκληροι λοχοι  θάφτηκαν κάτω από το χιόνι. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, περίπου 5.000 στρατιώτες έπεσαν θύματα των χιονοστιβάδων. Το πρώτο τάγμα του Συντάγματος Kaiserschützen είχε 230 νεκρούς εκείνη την ημέρα και στον παγετώνα, στην τοποθεσία Μαρμολάντα, το ψηλότερο βουνό στους Δολομίτες , όπου μια χιονοστιβάδα σκότωσε μεταξύ 270 και 332 άνδρες.  Παρά την έκτασή της, η καταστροφή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, κυρίως για λόγους στρατιωτικού απορρήτου. Στη συγκεκριμένη τοποθεσία, οι Αυστριακοί είχαν σκάψει τόσες πολλές σήραγγες στα χαμηλά στρώματα του παγετώνα, ώστε ονόμασαν το σημείο «η πόλη ανάμεσα στους πάγους» της Μαρμολάντα.

Ιταλική γέφυρα από το Ριέντζο στην κορυφή της Μόντε Πιάνα. Είναι εμφανέστατος
ο διαρκής κίνδυνος των στρατιωτών από το περιβάλλον του μετώπου.

Αυστριακή περίπολος σε ρόλο παρατήρησης στα ψηλότερα βουνά του Τιρόλου.
Πηγή : Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Σλοβενίας, αρ. αν. 6CE9PLZJ.


Είσοδος αυστριακής σήραγγας σκαμμένης στο χιόνι του Monte Cristallo - Hohe Schneide ,
νότια του περάσματος Stelvio, 1917, κατά τη διάρκεια του «Λευκού Πολέμου». 

Αυστριακός στρατιώτης πάνω στη λεγόμενη «γέφυρα των στεναγμών»,
 στις αυστριακές σήραγγες κάτω από τον παγετώνα Μαρμολάντα, 25 Σεπτεμβρίου 1917.
Πηγή: Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Αυστρίας (https://onb.digital/result/BAG_15428250).


Σε αντίθεση με το μέτωπο στο Ισόντζο, στο οποίο συγκρούστηκαν μεγάλοι αριθμοί ανδρών, συχνά όχι ιδιαίτερα εκπαιδευμένοι, ο «Λευκός Πόλεμος» χαρακτηρίζεται από τον χαμηλό αριθμό ανδρών στο μέτωπο, με άριστη κατάσταση και κατάρτιση και το γεγονός ότι ήταν εξοπλισμένοι με ό,τι καλύτερο που μπορούσε η τεχνολογία της εποχής να παρέχει προκειμένου να τους επιτραπούν να επιβιώσουν σε ένα τόσο εχθρικό για τον άνθρωπο περιβάλλον. Υπήρχαν διάφορα τμήματα που διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών, όπως το τάγμα των Alpini Sciatori με επικεφαλής τον Nino Calvi, την ομάδα των ανιχνευτών Arditi του Val Zebrù ή την «Ιπτάμενη Περιπολο» του Joseph « Sepp» Innerkofler. Οι άνδρες αυτοί ήταν έμπειροι ορειβάτες, κυνηγοί και εξαιρετικοί σκοπευτές. Μόλις καθοριζόταν ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, απολάμβαναν πλήρη ελευθερία δράσης.

Λόγω της τεράστιας πίεσης και της στέρησης, και οι δύο πλευρές έπρεπε να αντιμετωπίσουν προβλήματα πειθαρχίας μέχρι και λιποταξίας . Στον Αυστροουγγρικό Στρατό , οι τσεχικές μονάδες ιδιαίτερα επηρεάστηκαν πολύ. Ο εθνικισμός και η διάδοση από την Αντάντ ενός ξεχωριστού τσεχικού έθνους -κράτους άρχισαν να έχουν αντίκτυπο. Η κακή κατάσταση εφοδιασμού των αυτοκρατορικών και βασιλικών μονάδων έκανε τα υπόλοιπα για να μειώσει το ηθικό. Στην περίπτωση των ιταλικών μονάδων, η (υπάρχουσα ακόμη) διαφορά μεταξύ των βορείων και των νότιων Ιταλών ήταν συχνά η αιτία της αυτομόλησης στον εχθρό. Οι Νότιοι Ιταλοί συχνά αντιμετώπιζαν τον πόλεμο ως «Πόλεμο της Ρώμης και του Βορρά» που δεν τους απασχολούσε.

Σε μια από τις δεκάδες συγκρούσεις ο Kaiserschütze (αυτοκρατορικό ορεινό πεζικό) Heinz von Lichem έγραφε το 1916 : «Εκεί πάνω, ο χειμώνας άρχισε ήδη στα τέλη Σεπτεμβρίου, όχι σε σιωπή και ειρήνη, [...] αλλά με τον τρομακτικό πόλεμο. [...] ο εχθρός δεν παραχώρησε ούτε την τελευταία ανάπαυση στους δικούς του πεσόντες, οι οποίοι έμειναν κατά εκατοντάδες μπροστά από τα συρματοπλέγματά μας μετά από τις αιματηρές επιθέσεις, και τους οποίους είχαμε θάψει επιτόπου. Τα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος ταρακουνουσαν το έδαφος νύχτα και μέρα, ανοίγοντας ξανά τους λάκκους..»