Ιστορία

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Οι Αγριάνες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τον Αίμο έως την Φοινίκη. (Μέρος Α')

Οι Αγριάνες ήταν μια φυλή η οποία είχε εγκατασταθεί κυρίως στην περιοχή απ' όπου ξεκινάει ο ποταμός Στρυμόνας, στη σημερινή Βουλγαρία. Αποτελούσαν το ελαφρύ πεζικό του μακεδονικού στρατού ενσωματωμένοι σ' αυτόν ως πελταστές. Συνήθως τοποθετούνταν για να καλύψουν τη δεξιά πτέρυγα του στρατού στη μάχη, δίπλα στο ιππικό των Εταίρων, μια τιμητική θέση. Αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα, ιδίως σε αποστολές που απαιτούσαν ταχύτητα κίνησης ή σε ανώμαλο έδαφος. Ήταν οπλισμένοι με αρκετά ακόντια, σπαθί, με ελαφριά ασπίδα που ήταν συνήθως πέλτη και δεν έφεραν πανοπλία, ενώ αρκετοί είχαν κράνος, φρυγικού τύπου. Κινούνταν σε αραιούς και χαλαρούς σχηματισμούς ιδίως όταν αντιμετώπιζαν εχθρικό βαρύ και δυσκίνητο πεζικό. Εκτόξευαν τα ακόντιά τους κατά βούληση στον εχθρό και, χωρίς επιβάρυνση από θωράκιση ή βαριές ασπίδες, αποχωρούσαν εύκολα και πειθαρχημένα.


Στις επιχειρήσεις απέναντι στους Θράκες και τους Ιλλυριούς.

Στην πρώτη αναφορά του Αρριανού, τους συναντάμε, έχοντας βασιλιά τον Λάγγαρο, στις επιχειρήσεις ενάντια στις φυλές των Θρακών που βρίσκονταν επί της οροσειράς του Αίμου. Οι δυνάμεις τους, οι οποίες αποτελούνταν από έναν ισχυρό αριθμό πολεμιστών,  είχαν πιάσει τα στενά μιας ανηφορικής ανάβασης που θα διάβαινε ο στρατός του Αλέξανδρου. Στο σημείο εκείνο μάλιστα, συγκέντρωσαν άμαξες και τις τοποθέτησαν μπροστά τους, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν ως προμαχώνα. Παράλληλα όμως είχαν στο μυαλό τους να αφήσουν τις άμαξες αυτές να πέσουν επάνω στη φάλαγγα των Μακεδόνων, η οποία όντας πυκνή σε σχηματισμό όταν θα την χτυπούσαν οι άμαξες, τόσο περισσότερες απώλειες και σύγχυση θα προκαλούσαν. Ο Αλέξανδρος διέταξε τους οπλίτες του κάθε φορά που ρίχνονταν από ψηλά τα αμάξια καταπάνω τους,  να λύσουν τον σχηματισμό τους, να αραιώνουν προς τα πλάγια, έτσι ώστε οι άμαξες να περνούν ανάμεσά τους ή και να πέφτουν στη γη τοποθετώντας από πάνω τους τις ασπίδες κολλητά τη μια στην άλλη, ώστε  να μην προκαλείται καμία απώλεια. Στη συνέχεια, μετά το επιτυχημένα αυτό εγχείρημα, επιτέθηκε. Οι Αγριάνες ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο, στην αριστερή πτέρυγα μαζί με τη σωματοφυλακή και τους υπασπιστές. Οι Θράκες τελικά οπισθοχώρησαν γρήγορα αφήνοντας πίσω περίπου 1.500 νεκρούς.

Αγριάνας πολεμιστής με πέλτη, σπαθί, ακόντια
και φρυγικό κράνος.


Σειρά είχε το ιλλυρικό φύλο των Ταυλάντιων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πέλλιου, ένα απόσπασμα υπό τον Φιλώτα στάλθηκε για την εξερεύνηση της γύρω περιοχής και την ανεύρεση τροφής και διαφόρων εφοδίων. Το απόσπασμα όμως αποκλείστηκε από μια μεγάλη δύναμη εχθρών που ήταν υπό τον Γλαυκία και κατέλαβε όλα τα γύρω υψώματα. Ο Αλέξανδρος, ανέλαβε προσωπικά να διασώσει το απόσπασμα και γι αυτόν τον λόγο πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τετρακόσιους περίπου ιππείς. Η επιλογή του χαρακτηριζόταν από την ανάγκη για ευκινησία των ελαφρών σωμάτων, μεταξύ αυτών και των Αγριάνων. Η άφιξη και μόνο του μακεδονικού σώματος ανάγκασε σε υποχώρηση τους Ταυλάντιους. Στις επόμενες κινήσεις του κατά τη διάβαση ενός παραπλήσιου ποταμού, πάλι με ένα σώμα περίπου 2.000 ανδρών που η σύστασή του είχε πάλι Αγριάνες, τοξότες και ιππικό και έτρεψε σε φυγή τους αντιπάλους. Μετά από τρεις ημέρες βρήκε μια νέα ευκαιρία. Οι Ταυλάντιοι είχαν επιλέξει μια κακή τακτικά τοποθεσία στην ύπαιθρο για στρατοπέδευση. Και ενώ ήταν ακόμη νύχτα, Αλέξανδρος  αποφάσισε να εκτελέσει μια καταδρομική κίνηση, να περάσει τον ποταμό χωρίς να τον αντιληφθούν, παίρνοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους Αγριάνες, και τους τοξότες, καθώς και τα τάγματα του Περδίκκα και του Κοίνου. Είχε διατάξει να ακολουθήσει η υπόλοιπη στρατιά· όταν όμως είδε ότι ήταν ευκαιρία να επιτεθεί, χωρίς να περιμένει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις του, εξαπέλυσε τους τοξότες και τους Αγριάνες. Ακολούθησε πανικός και σφαγή. Άλλοι σκοτώνονταν ενώ ήταν ακόμη στα στρωσίδια τους, άλλοι αιχμαλωτίζονταν εύκολα από το σοκ της απρόσμενης επίθεσης, ενώ πολλοί έχασαν τη ζωή τους κατά την αποχώρηση που έγινε με αταξία και πανικό.

Πελταστής με στρογγυλόσχημη ασπίδα, εφοδιασμένος με 3 ακόντια, σπαθί
και φρυγικό κράνος.

Στην κατάπνιξη της επανάστασης στη Θήβα.

Οι αμέσως επόμενες επιχειρήσεις ήταν στη Νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θήβα που είχε επαναστατήσει. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο , τον γιο του Λάγου,ο Περδίκκας, που είχε τοποθετηθεί με το τάγμα του στην εμπροσθοφυλακή και δεν απείχε πολύ από το εχθρικό οχύρωμα, χωρίς να περιμένει να δοθεί το σύνθημα της μάχης από τον Αλέξανδρο, προσέβαλε πρώτος το οχύρωμα και αφού το διέσπασε, όρμησε επάνω στις θηβαϊκές προφυλακές. Όταν αντιλήφθηκε την τροπή αυτή ο Αλέξανδρος, επειδή φοβήθηκε μήπως αποκοπούν από τους Θηβαίους, οδήγησε προς τα εκεί και τον υπόλοιπο στρατό του. Έδωσε λοιπόν σήμα και οι τοξότες με τους Αγριάνες αφού έριξαν μεριές βολές από ακόντια και βέλη, όρμησαν ταχύτατα  μέσα στο οχύρωμα. 

Στο σημείο αυτό ο Περδίκκας, ενώ προσπαθούσε να εισχωρήσει στο δεύτερο οχύρωμα, τραυματίσθηκε με πολλή δυσκολία διασώθηκε από τους συμπολεμιστές του. Παρ᾽ όλα αυτά οι Αγριάνες που είχαν εισορμήσει μαζί του και οι τοξότες που έστειλε ο Αλέξανδρος απέκλεισαν τους Θηβαίους στην κοίλη οδό, η οποία οδηγεί προς τον ναό του Ηρακλή. Ακολούθησε σκληρή σύγκρουση στα στενά της πόλης αλλά οι Θηβαίοι σταδιακά υποχωρούσαν παρά τις αντεπιθέσεις και εν τέλει αποχώρησαν άτακτα για να ακολουθήσει η σφαγή κυρίως από τους Φωκείς, τους Πλαταιείς και τους υπόλοιπους Βοιωτούς που βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση για τα δεινά που είχαν υποστεί από τους Θηβαίους. Όσον αφορά τον ρόλο των Αγριάνων στην πολιορκία μιας ισχυρής ελληνικής πόλης φάνηκε ότι αντεπεξήλθαν απόλυτα στον ρόλο τους και αυτή τη φορά όχι σε κάποιο ορεινό έδαφος απέναντι σε χαλαρά πειθαρχημένες φυλές αλλά σε αστικό περιβάλλον με Έλληνες οπλίτες και λοιπούς στρατιώτες.

Στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία. 

Στη μάχη του Γρανικού οι 700 περίπου Αγριάνες στην αρχή της εκστρατείας, παρατάχθηκαν στο δεξί άκρο της παράταξης μαζί με τους τοξότες και τους εταίρους ιππείς υπό τον Φιλώτα έχοντας απέναντι τον Μέμνων μαζί με τον Αρσαμένη και το πολυάριθμο ιππικό του καλύπτοντας τη βασική επίθεση που διεξήχθη στο κέντρο της παράταξης. Μετά τη νίκη των ελληνικών όπλων, ο Αλέξανδρος συνέχισε προς τις Σάρδεις, την Έφεσο τις οποίες κατέλαβε αναίμακτα και κατόπιν έφτασε στη Μίλητο. Το εξωτερικό τείχος καταλήφθηκε με ορμητική έφοδο στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Αγριάνες και λοιποί Θράκες. Οι υπερασπιστές της πόλης επιχείρησαν μερικές αποτυχημένες αντεπιθέσεις που τους οδήγησαν τελικά στον αποκλεισμό τους στην ακρόπολη. Προκειμένου να μη χρονοτριβεί, ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του αφήνοντας τρεις χιλιάδες πεζούς μισθοφόρους και διακόσιους περίπου ιππείς με αρχηγό τον Πτολεμαίο, για να φρουρούν την Αλικαρνασσό και την υπόλοιπη Καρία και ξεκίνησε για τη Φρυγία. 

Εκεί προχωρώντας προς την πόλη Σαλαγασσό, ένας τοπικός λαός οι Πισίδες, είχαν καταλάβει τον λόφο που βρισκόταν μπροστά στην πόλη τους, γιατί ήταν οχυρός για άμυνα  και ανέμεναν τα μακεδονικά στρατεύματα. Οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου επιτέθηκαν στον λόφο που κατείχαν οι Πισίδες και βρίσκονταν στο πιο απόκρημνο σημείο της αναβάσεώς του. Τη στιγμή εκείνη, στο στενό σημείο, δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση οι δυο μακεδονικές πτέρυγες. Αρχικά, τράπηκαν σε φυγή τους τοξότες, επειδή και ελαφρά οπλισμένοι ήταν και οι πρώτοι που έφτασαν κοντά, αλλά οι Αγριάνες κράτησαν τις θέσεις τους για να κερδίσουν όσο χρόνο χρειάζονταν. Στη συνέχεια κατέφθασε και το βαρύ πεζικό που τελικά απώθησε τους αντιπάλους αλλά δεν μπορούσε να τους καταδιώξει προκαλώντας τους 500 περίπου νεκρούς. Στη συνέχεια της εκστρατείας, κατακτήθηκε η Γαλατία, παραδόθηκε η Παφλαγονία μέσω αντιπροσώπων και ενσωματώθηκε και η Καππαδοκία. Φτάνοντας στις Κιλίκιες Πύλες, πληροφορήθηκε την παρουσία σημαντικών εχθρικών φρουρών στο σημείο. Με την κλασική τακτική για μια ακόμη φορά, επιχείρησε νυχτερινή έφοδο και πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, και τους αναπόσπαστους Αγριάνες. Αν και τελικά έγιναν αντιληπτοί από τους Πέρσες, οι τελευταίοι νομίζοντας ότι επρόκειτο για ολόκληρο το στράτευμα αποχώρησαν άτακτα. 

Η επόμενη αποστολή των Αγριάνων βρισκόταν στα όρη της Κιλικίας. Εκεί, ο Μακεδόνας βασιλιάς πραγματοποίησε μια μικρή εκστρατεία μιας εβδομάδος, παίρνοντας μαζί του τρία τάγματα Μακεδόνων, όλους τους τοξότες και τους Αγριάνες, συντρίβοντας κάθε στράτευμα που παρέτασσαν οι Κίλικες. Στους Σόλους ο νικηφόρος Αλέξανδρος θυσίασε στον Ασκληπιό, έκαμε πομπή με όλον τον στρατό του, τέλεσε λαμπαδηδρομία και διεξήγαγε γυμνικούς και μουσικούς αγώνες. Το ίδιο διάστημα ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος έφτασε στην Ισσό όπου περίμενε να δώσει αποφασιστική μάχη με τα ελληνικά στρατεύματα.

Οι αντίπαλες παρατάξεις στη μάχη της Ισσού. Οι Αγριάνες
τοποθετήθηκαν στη δεξιά πτέρυγα στους πρόποδες του βουνού.

Στη μάχη, οι Αγριάνες με επικεφαλής τον Άτταλο, καθώς και μερικούς ιππείς και τοξότες, τοποθετήθηκαν στους πρόποδες του όρους δεξιά τους καλύπτοντας τα νώτα του στρατού. Δίπλα τους ήταν οι «γείτονές» τους Παίονες, με επικεφαλής τον Αρίστωνα. Μόλις ξεκίνησε η σφοδρή μάχη με τη διάσπαση της αριστερής περσικής πτέρυγας και την εξαιρετικά σκληρή ιππομαχία στις εκβολές του Πίναρου οι Αγριάνες εξετέλεσαν με επιτυχία την αποστολή τους, και μαζί με τοξότες και με ένα τμήμα Ελλήνων μισθοφόρων, επιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή το αντίπαλο ελαφρύ πεζικό που απειλούσε τα νώτα του ιππικού των Εταίρων. Μετά τη μεγάλη νίκη στην Ισσό, ο Αλέξανδρος συνέχισε με την κατάληψη της Φοινίκης βρίσκοντας ως πρώτο εμπόδιο την εξαιρετικά οχυρή πολή-νησί της Τύρου.  Εκεί, ενώ οι Μακεδόνες κατασκεύαζαν τον μόλο που θα τους οδηγούσε στα τείχη, πήρε υπασπιστές και τους Αγριάνες και ξεκίνησε για τη Σιδώνα, για να συγκεντρώσει όσα πλοία του ήταν ήδη εκεί. Η πόλη παραδόθηκε αμέσως με τα 80 πλοία της και έτσι οργανώθηκε για το επόμενο βήμα.Κατόπιν, οι Αγριάνες,  συμμετείχαν σε μια μικρή αποστολή διάρκειας 10 μαζί με μερικές ίλες ιππικού, τους υπασπιστές, και τους τοξότες υπέταξαν όλες τις πόλεις της οροσειράς του Αντιλιβάνου, είτε με τη δύναμη των όπλων είτε κατόπιν συμφωνίας.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Πηγές 

Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις» (έως (3.11.8-3.12.5), Μτφρ. Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, 1998, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών.

Πλούταρχος, «Βίος Αλέξανδρου» Μτφρ. Γιαγκόπουλος-Μαλαθούνη, 2012, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Οι Πορτογάλοι αιφνιδιάζουν τους αντάρτες του FRELIMO στη Μοζαμβίκη, επιχείρηση «Ζέτα» 7-11 Ιουνίου 1969.

Κατά τη διάρκεια του δεκαετούς πολέμου της ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης ή Αποικιακού Πολέμου των Πορτογάλων (1964-1974), τα στρατεύματα της Πορτογαλίας και του Απελευθερωτικού Μετώπου της Μοζαμβίκης (FRELIMO) επιδόθηκαν σε ένα κύκλο σκληρών συγκρούσεων. Οι στρατιώτες του FRELIMO, με υλικοτεχνική υποστήριξη από τον τοπικό πληθυσμό, πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε διοικητικές θέσεις κυρίως στην επαρχία, χρησιμοποιώντας συμβατικές αντάρτικες τεχνικές: ενέδρες σε περιπολίες, σαμποτάρισμα επικοινωνιών σε σιδηροδρομικές γραμμές και μικρές επιθέσεις σε αποικιακούς σταθμούς. Οι 250 άνδρες που είχαν αρχικά έφτασαν τους 8.000 το 1967 και παρά τις απώλειες, οι γραμμές τους πύκνωναν.


Η κατάσταση αυτή, οδήγησε την πορτογαλική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις προκειμένου να εξαλειφθούν οι αντάρτικοι θύλακες. Μια από αυτές ήταν η «Επιχείρηση Ζέτα» στις 7 με 11 Ιουνίου 1969. Σκοπός της αποστολής ήταν η καταστροφή των βάσεων του FRELIMO του οροπεδίου Μακόντε και νότια του ποταμού Μεσσάλο καθώς και η αποκοπή διαδρόμων διείσδυσης από τις βάσεις Νατσινγκουέα και Μτουάρα στην Τανζανία.

Οι υψηλές απαιτήσεις απαιτούσαν τη συντονισμένη δράση μεταξύ της διοίκησης του στρατιωτικού τομέα της Μουέντα, της διοίκησης των αλεξιπτωτιστών και της Πολεμικής Αεροπορίας της Πορτογαλίας, για να εξαπολυθεί μία από τις καλύτερα οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του πορτογαλικού αποικιακού πολέμου στη Μοζαμβίκη. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά δύσβατη, με βάλτο, πολλά βράχια και γκρεμούς, χαμηλούς θάμνους και ποτάμια. Τις δυνάμεις των Πορτογάλων αποτελούσαν ο 10ος Λόχος Διοίκησης, 2 λόχοι Ιππικού (ρόλο τεθωρακισμένου πεζικού), 2 λόχοι από 32ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών (Νατσάλα), 1 λόχος από το 31ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών και 30 με 40 περίπου οχήματα.

Δύο λόχοι αλεξιπτωτιστών θα έπεφταν στα προκαθορισμένα σημεία για να δημιουργήσουν προγεφυρώματα. Ενώ οι αλεξιπτωτιστές απέφευγαν τα στροβιλιζόμενα νερά του ποταμού και την άμμο όπου λάμβανε μέρος η προσγείωση, σύντομα οι ομάδες οργανώθηκαν με σκοπό την άμυνα της ζώνης. Στη συνέχεια, οι περισσότεροι από διακόσιοι αλεξιπτωτιστές με το στοιχείο του αιφνιδιασμού ακόμα αφού ο εχθρός δεν τους είχε αντιληφθεί, επιτέθηκαν στα φρούρια του FRELIMO. Οι αντάρτες δεν είχαν κανένα περιθώριο για αντίσταση. Πολλοί εξ αυτών δεν άγγιξαν καν τα όπλα τους και άρχισαν να τρέχουν στην αντίθετη κατεύθυνση από τα εχθρικά πυρά. Οι Πορτογάλοι εξουδετέρωσαν αρκετές δεκάδες ανταρτών κατά τη διάρκεια των πρώτων μαχών, κατέλαβαν μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και ολόκληρη σχεδόν την περιοχή του εχθρού. Σε τρεις ημέρες επιχειρήσεων, οι αλεξιπτωτιστές ασφάλισαν τις θέσεις τους με τα υπόλοιπα τμήματα, προχώρησαν μεταξύ του ποταμού Ροβούμα και της βάσης Λιμπόπο στο Μπαλάντε, νότια του βάλτου, ερεύνησαν και εξουδετέρωσαν νάρκες και παγίδες του FRELIMO και απέκτησαν επαφή με τις ομάδες του στρατού που βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά του ποταμού Ροβούμα. Εκείνο το διάστημα τέθηκε υπό τον πορτογαλικό έλεγχο , το στρατόπεδο εφοδιασμού από τους αντάρτες, νότια του βάλτου. Ο λόχος 2376 του Ιππικού έφτασε κοντά στη λίμνη Λιντέν και στην κοιλάδα του ποταμού Νάντζε και επιτέθηκε σε ένα αντάρτικο νοσοκομείο, συλλέγοντας πλούσιο πολεμικό υλικό και έγγραφα, συλλαμβάνοντας στοιχεία του εχθρού και μερικά άτομα από τον ντόπιο πληθυσμό που βοηθούσε τους αντάρτες. Ο έτερος λόχος 2375 από το Μοτσιμπόα ντο Ροβούμα προωθήθηκε στα εδάφη δυτικά του βάλτου και ενήργησε υποστηρικτά στους αλεξιπτωτιστές.

Πορτογάλοι στρατιώτες κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία απεικονίζει τον βετεράνο του πολέμου
και παρόντα στις επιχειρήσεις Jose Carlos Galo, που τη δημοσιοποίησε.
Έχοντας καταλάβει ένα χωριό από τους αντάρτες διαβάζει
ένα εγχειρίδιο του Μάο Τσε Τούνγκ που προμήθευαν οι
κομμουνιστές στον FRELIMO.

Καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης Ζέτα, η αεροπορική υποστήριξη ήταν σημαντική, με ένα Dornier Do 27, ένα ελικόπτερο οπλισμένο με πολυβόλα, οκτώ αεροσκάφη T6 που επιτέθηκαν σε εχθρικές ομάδες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους Πορτογάλους, δύο βομβαρδιστικά PV2, τέσσερα μεταγωγικά  Nordatlas και τρία Ντακότα κατά την έναρξη, στην άφεση αλεξιπτωτιστών. Ο βομβαρδισμός των υποχωρούντων ομάδων βοήθησε να διαλύσει τη μαχητική διάθεση των ανταρτών και να αποθαρρύνει κάθε σκέψη για αντεπίθεση.


Λάφυρα της επιχείρησης.

Λόγω της λεπτομερούς συλλογής πληροφοριών, των προσεκτικών δοκιμών και της οργάνωσης, η επιχείρηση Zέτα είναι μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές αποστολές που πραγματοποιήθηκαν στη Μοζαμβίκη και θεωρείται από αρκετούς υπόδειγμα επιχείρησης(1). Τα αποτελέσματα μαρτυρούν την επιτυχία των στρατευμάτων της Πορτογαλίας, των οποίων ο συντονισμός έχει ξεπεράσει τις καλύτερες προοπτικές, δεδομένης της αδυναμίας πρόσβασης σε μια περιοχή που ελέγχεται από τον εχθρό, των αποστάσεων από οποιοδήποτε σημείο στήριξης και το δυσχερές του πεδίου. Η συντονισμένη δράση περίπου 680 αποφασισμένων ανδρών, δεκαοχτώ αεροπλάνων και 40 περίπου οχημάτων έφτασαν για να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν περισσότερους από διακόσιους αντάρτες, καταστρέφοντας τα καταφύγια τους και αποσυντονίζοντας τη δράση τους για αρκετό χρονικό διάστημα στην περιοχή. Ο σχετικά μικρός αριθμός οφείλεται στην άμεση και άτακτη φυγή των ανταρτών που προέβαλαν μηδαμινή αντίσταση. Κατασχέθηκαν 3 όλμοι των 82 χλστ, τμήματα μερικών άλλων και 1.816 βλήματά τους, 279 τυφέκια, 20 πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, πάνω από 100 χειροβομβίδες και 21 ΑΕΜ (Αυτοσχέδιος Εκρηκτικός Μηχανισμός).

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Σημείωση

(1) Flight Plan Africa: Portuguese Airpower in Counterinsurgency, 1961-1974, σελ 307-308.



Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Οι Γερμανοί εκπαιδεύουν τους Οθωμανούς. Οι τουρκικές μονάδες stormtrooper κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι μονάδες των Stormtroopers, που σε ελεύθερη μετάφραση είναι «δυνάμεις κρούσης» και στα γερμανικά είναι γνωστές ως Sturmtruppen ή Stoßtruppen, αποτελούσαν τις ειδικές μονάδες του γερμανικού και όχι μόνο στρατού. Εκπαιδεύονταν και επιχειρούσαν σε νέες τακτικές διείσδυσης που αποτελούσαν μέρος της βελτιωμένης μεθόδου επίθεσης των Γερμανών στα χαρακώματα του εχθρού. Αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα από τη μειωμένη επιτυχία που είχαν οι ως τότε επιχειρήσεις ιδίως στο Δυτικό Μέτωπο. Ανελέητο μπαράζ πυροβολικού στις εχθρικές θέσεις, έφοδο με το πεζικό που κατέληγε συνήθως σε λουτρό αίματος, μηδαμινά έως μηδενικά εδαφικά κέρδη και μια κατάσταση σε τέλμα. 


Ο στρατηγός Φρίντριχ Κρες φον Κρέσενσταϊν επιθεωρεί
μια μονάδα οθωμανικών stormtrooper στην Παλαιστίνη.

Η ιδέα σχηματίστηκε στα μυαλά του ταγματάρχη Κάλσοου και του λοχαγού Γουίλι Ρούρ από την άνοιξη του 1915. Όμως η φιλοσοφία ανάπτυξης τέτοιων μονάδων δεν αποτελούσε «γερμανικό μονοπώλειο». Ο Γάλλος λοχαγός Αντρέ Λαφάργκ, επίσης το 1915, ανέπτυξε την ιδέα για τον εντοπισμό και τη συντριβή των αδύναμων σημείων του εχθρού και την αντιμετώπιση των δύσκολων από τα επόμενα και βασικά κύματα πεζικού. Οι απόψεις του αν και δεν είχαν μεγάλη απήχηση, σταδιακά θα λαμβάνονταν υπόψιν και θα υιοθετούνταν ανεπίσημα με πρωτοπόρο τον Καναδικό Στρατό. Οι Βρετανοί τις απέρριψαν και έδωσαν έμφαση στην ισχύ πυρός. Η προοπτική είχε ως εξής : προσεκτικά επιλεγμένοι εθελοντές στρατιώτες θα εκπαιδευόντουσαν σε μικρής κλίμακας επιθέσεις σε καίρια σημεία. Προτιμούνταν οι στρατιώτες του Μηχανικού. Οι άνδρες αυτοί θα πραγματοποιούσαν καταδρομικές επιθέσεις, αφού πλησίαζαν αθόρυβα προς την αντίπαλη πλευρά των χαρακωμάτων και διένυαν τον ενδιάμεσο χώρο, τη no man's land. Ο εξοπλισμός που λάμβαναν ήταν κόφτες για τα συρματοπλέγματα, ελαφρά πολυβόλα, φλογοβόλα, ξιφίδια, πολλές χειροβομβίδες και πολλοί εξ αυτών έφεραν μεταλλικούς θώρακες. (1)


Οθωμανοί stormtroopers κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής
τους στο Ροχατίν της δυτικής Ουκρανίας.

Ο σχηματισμός ενός τάγματος stormtrooper διατάχθηκε και υλοποιήθηκε από τον Ένβερ Πασά , τον Υπουργό Πολέμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας , τον Ιούλιο του 1917. Τον Μάιο του ίδιου έτους, μια ομάδα αξιωματικών και υπαξιωματικών έλαβε εκπαίδευση πάνω σε αυτές τις τεχνικές επίθεσης στο Ντούμπλιανι της Ουκρανίας. Οι πρώτοι στρατιώτες που πήγαν για να εκπαιδευτούν ήταν σε εξαιρετικά κακή κατάσταση, σε προχωρημένη ηλικία και με εξαθλιωμένο ρουχισμό. Έτσι, επιλέχθηκαν τα κατάλληλα στελέχη από άλλες μονάδες. Με τη βοήθεια Γερμανών και Αυστροούγγρων εκπαιδευτών, τα στρατεύματα εκπαιδεύτηκαν και στη χρήση φλογοβόλων και όλμων Minenwerfer των 7,58 εκατοστών. Ακόμη, τα οθωμανικά στρατεύματα που δεν έφεραν ποτέ μεταλλικά κράνη, παρέλαβαν τα  γερμανικά κράνη M1916, αλλά με μια παραλλαγή καθώς μειώθηκε το μήκος των γείσων επειδή θεωρήθηκε ότι δυσκολεύονταν να ακούσουν τις διαταγές στο πεδίο της μάχης. 


Οι τακτικές και οι οδηγίες για την εκπαίδευση των
stormtrooper μεταφράστηκε και στα τουρκικά.

Στην τουρκική ορολογία οι μονάδες ονομάζονταν «Hucum Taburu/Mufrezesi/Kita» όπου Taburu είναι το τάγμα, Mufreze η διμοιρία και Kita η ομάδα. Εκπαίδευση πραγματοποιούνταν και στο Μάλτεπε της Κωνσταντινούπολης μέχρι και το πέρας του πολέμου. Αν και δεν υπάρχουν παραπάνω αναφορές θεωρείται βέβαιο ότι πολλοί εξ αυτών συμμετείχαν στον πόλεμο εναντίον της Ελλάδος κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. 


Εκπαίδευση με φλογοβόλο. Η ειδικότητα αυτή είχε μικρή
συμμετοχή στις μάχες.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου στο θεάτρου της Μέσης Ανατολής του Α 'Παγκοσμίου Πολέμου , ειδικά στην εκστρατεία του Σινά και της Παλαιστίνης , οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν το τάγμα stormtrooper που αποτελούσε μέρος της ομάδας στρατιών Yıldırım (Κεραυνός) χρησιμοποιώντας τις τελευταίες τακτικές διείσδυσης του Δυτικού Μετώπου σε συνδυασμό με το πυρ των πυροβόλων και πολυβόλων. Πρόκειται για τμήματα της 19ης και 20ης Μεραρχίας που εκπαιδεύτηκαν στη Γαλικία. Μια αξιοσημείωτη δράση αυτής της μονάδας ήταν στη Μάχη του Ελ Μπούρτζ την 1η Δεκεμβρίου 1917, όταν αποσύρθηκαν μονάδες της 3ης Ταξιαρχίας του Αυστραλιανού ελαφρού ιππικού από τις αμυντικές τους θέσεις σε μια κορυφογραμμή, αλλά σταμάτησαν και απομονώθηκαν όταν έφτασαν οι βρετανικές ενισχύσεις. 


Διμοιρία stormtrooper στο μέτωπο της Παλαιστίνης. Ο 
ρουχισμός ήταν παρόμοιος με τους απλούς στρατιώτες,
η ευκρινέστερη διαφορά ήταν το μεταλλικό κράνος.

Σε μια αναφορά του Αυστραλού Gullet παραθέτονται τα εξής: «Μετά από ένα διάστημα απόλυτης σιωπής, η οποία ήταν η μεγαλύτερη πίεση στα νεύρα των υπερασπιστών από την ίδια τη μάχη, περίπου 500 Τούρκοι, με δυνατές κραυγές «Αλλάχ» έσπευσαν στο λόφο. Οι Αυστραλοί κράτησαν την ψυχραιμία τους έως ότου οι πρώτοι άντρες του εχθρού ήταν εντός είκοσι γιάρδων και στη συνέχεια τους υποδέχτηκαν με σφοδρό πυρ από τα τυφέκια και τα Hotchkiss, και ταυτόχρονα τους βομβάρδισαν αποτελεσματικά. Ανταποκρινόμενοι, οι Τούρκοι όρμησαν γενναία προς τα εμπρός σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φέρουν τους πολύ ανώτερους αριθμούς τους σε έναν αγώνα σώμα με σώμα με τους Αυστραλούς. 



Αλλά οι Βικτωριανοί πολέμησαν με υπέροχη σταθερότητα κράτησαν τον εχθρό όταν 48 άνδρες  του Συντάγματος του Γκλούτσεστερ (..) και λίγα λεπτά αργότερα μια ομάδα των Βασιλικών Σκωτσέζων Τυφεκιοφόρων υπό τον αντισυνταγματάρχη Στιούαρτ-Ρίτσαρντσον έσπευσε επίσης να ανέβει στο λόφο και εντάχθηκε στον αγώνα. (..)Στη συνέχεια, μάθαμε ότι η επιθετική δύναμη ήταν τάγμα στρατευμάτων που επιλέχτηκε στη Γαλικία (σ.σ. της Ουκρανίας) από τη 19η και 20η Μεραρχία, και ειδικά εκπαιδευμένο από Γερμανούς αξιωματικούς. Φυσικά ήταν οι καλύτεροι Τούρκοι που είχαν δει οι Αυστραλοί κατά τη διάρκεια του πολέμου. (2)


Νεκροί Τούρκοι μετά την αποτυχημένη επίθεση στο Ελ Μπούρτζ.
Πάνω από 100 έπεσαν νεκροί, 60 τραυματίες αιχμαλωτίστηκαν
καθώς και άλλοι 112 άνδρες που αποκόπηκαν.

Παρά τη σταδιακή υποχώρηση, οι Οθωμανοί διατηρούσαν την αμυντική γραμμή τους μερικές φορές με επιτυχή αποτελέσματα. Μια από αυτές τις αμυντικές επιτυχίες αποτέλεσε και η συμμαχική 2η επίθεση στην Τρανσιορδανία τον Μάιο τoυ 1918 στο Σουνέτ Νιμρίν όπου και μια ομάδα stormtrooper διακρίθηκε στη μάχη καθώς νίκησε το ιππικό των Βρετανών/ Αυστραλών και Νεοζηλανδών. Στην επίθεση αυτή, την 1η Μαΐου το Οθωμανικό 143ο Σύνταγμα Πεζικού, ένα τάγμα stormtrooper με 2 γερμανικούς λόχους πεζικού και έναν πολυβόλων κινήθηκαν ταχύτατα στο ανοιχτό πεδίο κάτω από πυρά πυροβολικού για να φτάσουν στις γραμμές του 4ου και 12 Συντάγματος Ιππικού των Αυστραλών και μιας μοίρας πυροβολικού. Παρά τις μεγάλες απώλειες, με συνεχή και ασφυκτική πίεση από 3 σημεία, οι Οθωμανοί και Γερμανοί ανάγκασαν τους αντιπάλους τους να εγκαταλείψουν το πυροβολικό και τα άλογα και να διαφύγουν, όσοι τα κατάφεραν, από μια επικίνδυνη και απότομη βραχώδη πορεία. 

Άγημα που φέρει τα μεταλλικά κράνη των stormtropers
υποδέχεται τον Κεμάλ κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής
Εκστρατείας, 1921.

Δυνάμεις των επιτεθέμενων συνέχισαν την καταδίωξη και κυρίευσαν έναν ακόμη καίριο λόφο, τον «κόκκινο λόφο» αναγκάζοντας σε οπισθοχώρηση το εκεί 11 Σύνταγμα ιππικού και τους εναπομείναντες άνδρες του 4ου. Με συνεχή πίεση ακόμα και τις νυχτερινές ώρες οι Οθωμανοί κυρίευσαν ακόμη ένα σημείο. Η μάχη συνεχίστηκε και στα άλλα σημεία του πεδίου έως τις 4 Μαίου. Αυτό που έκανε εντύπωση στις συμαμχικές δυνάμεις όσον αφορά τις κινήσεις της 1ης Μαΐου ήταν η ταχύτητα και η ορμή των επιτεθέμενων τμημάτων παρά τις απώλειες (συνολικά σε αυτήν οι Βρετανοί και οι σύμμαχοι είχαν 1.649 ενώ οι Οθωμανοί/Γερμανοί περίπου 2.500 αλλά είχαν καταφέρει να απωθήσουν τη συμαμχική επίθεση).

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Σημειώσεις 

(1) Gerhard Gruhaber, «The German Spirit in the Ottoman and Turkish Army, 1908-1938: A History of Military Knowledge », De Gruyter Oldenbourg, σελ.86

(2) HS Gullett, «Sinai and Palestine », Κεφάλαιο XXIX, Nahr Auja and El Burj, σελ. 504 - 509.


Πηγές 

Twitter/ Fatih Bas, MapperKrumm, Polat Safi.

Gerhard Gruhaber, «The German Spirit in the Ottoman and Turkish Army, 1908-1938: A History of Military Knowledge », De Gruyter Oldenbourg.

HS Gullett, «Sinai and Palestine ».

alh-research.tripod.com

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Οι Παλαιστίνοι του PLO στον Λίβανο, «κράτος εν κράτει» και το ξέσπασμα του εμφυλίου.

Η απαρχή της παρουσίας του PLO στον Λίβανο ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 . Ήδη σε μεγάλες περιοχές του Λιβάνου υπήρχαν παλαιστινιακές εξόριστες κοινότητες που αντιστοιχούσαν στο 12% του συνολικού πληθυσμού. Ο οργανισμός ομπρέλα, ο Οργανισμός Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO) - ήταν αναμφίβολα η πιο ισχυρή δύναμη του Λιβάνου εκείνη την εποχή αλλά ήταν κάτι περισσότερο από μια χαλαρή συνομοσπονδία όπου ο αρχηγός του, Γιασέρ Αραφάτ της συνιστώσας του PLO, Φατάχ, έλεγχε όλες τις υπόλοιπες ομάδες με βασικότερες το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και το τμήμα που αποκόπηκε από αυτό, το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (DFLP). Σε αντίθεση όμως με τους Λιβανέζους, οι Παλαιστίνιοι δεν ήταν σεχταριστικοί. Οι χριστιανοί Παλαιστίνιοι υποστήριξαν τον αραβικό εθνικισμό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο και πολέμησαν ενάντια στις πολιτοφυλακές των Μαρωνιτών.



Αρχικά, πολλοί Σιίτες του Λιβάνου είχαν συμπάθεια για τους Παλαιστινίους αλλά μετά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» του 1970 στην Ιορδανία όπου οι Παλαιστίνοι προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση, υπήρξε ξαφνική εισροή ένοπλων Παλαιστινίων στις περιοχές των Σιιτών. Το παλαιστινιακό κίνημα έχασε γρήγορα την επιρροή του, καθώς οι ριζοσπαστικές φατρίες κυβερνούσαν με τη δύναμη των όπλων ένα μεγάλο μέρος του νότιου Λιβάνου, όπου τα στρατόπεδα προσφύγων συγκεντρώνονταν, και ο PLO αποδείχθηκε είτε απρόθυμος είτε ανίκανος να τους ελέγξει.

Ο Γιασέρ Αραφάτ ευθυγραμμίστηκε πλήρως με το Λιβανέζικο
Εθνικό Κίνημα, την παναραβική/νασσερική/αριστερή πτέρυγα.

Ακόμη, οι Σιίτες δεν ήθελαν να πληρώσουν το τίμημα για τις επιθέσεις πυραύλων του PLO από τον Νότιο Λίβανο. Το PLO δημιούργησε κυριολεκτικά «ένα κράτος εν κράτει», ότι ακριβώς έκαναν και στην Ιορδανία. Το κράτος του Λιβάνου, που πάντα απέφευγε να προκαλεί το Ισραήλ, απλώς εγκατέλειψε τον νότιο Λίβανο και οι κάτοικοι έγιναν μετανάστες μέσα στην πατρίδα τους. Πολλοί από τους Σιίτες μετανάστευσαν στα προάστια της Βηρυτού, τα οποία έγιναν γνωστά ως «ζώνες φτώχειας». Ο PLO είχε καταλάβει τα κέντρα της Σιδώνας και της Τύρου και στον νότιο Λιβάνο ο σιιτικός πληθυσμός έπρεπε να υποστεί την ταπείνωση να περνά «με άδεια» από τα σημεία ελέγχου του PLO. Η Παλαιστινιακή οργάνωση το έκανε αυτό με τη βοήθεια των περίφημων εθελοντών από τη Λιβύη και την Αλγερία καθώς και μια ομάδα από σουνίτικες Λιβανέζικες ομάδες. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο Rex Brynen στη δημοσίευσή του για τον PLO, αυτές οι πολιτοφυλακές δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένοπλες συμμορίες χωρίς ιδεολογικές βάσεις και χωρίς οργανικό λόγο για την ύπαρξή τους, εκτός από το γεγονός ότι λάμβαναν μισθοδοσία από τον PLO / Φατάχ.

Κάθε δράση φέρνει και αντίδραση και έτσι οι Σιίτες δημιούργησαν το κίνημα Αμάλ του οποίου οι ένοπλες τάξεις αυξήθηκαν ραγδαία και πολέμησε κατά του PLO στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου. Αργότερα, μια πιο σκληροπυρηνική ομάδα μέσα στο κίνημα θα αποσχιστεί και θα σχηματίσει τη γνωστή οργάνωση Χεζμπολάχ.


Τα δύο στρατόπεδα πολέμησαν με ιδιαίτερη σκληρότητα. Στην Καραντίνα της Βηρυτού στις 18 Ιανουαρίου 1976 οι χριστιανοί του Λιβανέζικου Μετώπου και ιδιαίτερα οι Φαλαγγίτες της Καταέμπ, έσπασαν τις γραμμές του PLO και επιδόθηκαν σε σφαγές που άφησαν 1.500 νεκρούς. Ως αντίποινα, η χριστιανική πόλη Νατμού, 20χλμ νότια της Βηρυτού δέχθηκε την επίθεση του Σουνιτικού Εθνικού Κινήματος του Λιβάνου μαζί με τον PLO και σκότωσαν περίπου 500 άτομα. «Ήταν μια αποκάλυψη», είπε ο ιερέας Μανσούρ Λαμπάκι, ένας χριστιανός Μαρωνίτης που επέζησε της σφαγής. «Ήρθαν, χιλιάδες και χιλιάδες, φωνάζοντας« Αλλάχ ου Άκμπαρ! (Ο Θεός είναι μεγάλος!) Ας τους επιτεθούμε για τους Άραβες, ας προσφέρουμε ένα ολοκαύτωμα στον Μωάμεθ! » και σφαγιάζαν όλους στο δρόμο τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.» 

Θρησκευτική κατανομή των κατοίκων του
Λιβάνου.

Μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Παλαιστίνιοι αποχώρησαν και από το στρατόπεδο Τελ αλ Ζαατάρ (ΝΑ της Βηρυτού) με βαριές απώλειες στις τάξεις της Φατάχ του Αραφάτ. Τον Οκτώβριο του 1976 στην πόλη Αϊσίγια του νότιου Λιβάνου μαχητές της Φατάχ και της Αλ Σαΐκα έσφαξαν 70 χριστιανούς και άφησαν τραυματίες πάνω από 100. Το κράτος ήταν τώρα ουσιαστικά διχοτομημένο, με το νότιο Λίβανο και το δυτικό μισό της Βηρυτού να έχουν γίνει βάσεις για τις πολιτοφυλακές του PLO και των υπόλοιπων μουσουλμάνων, και τους χριστιανούς να ελέγχουν την Ανατολική Βηρυτό και το χριστιανικό τμήμα του Λιβάνου. Η κύρια γραμμή αντιπαράθεσης στη διαιρεμένη Βηρυτό ήταν γνωστή ως η Πράσινη Γραμμή.

Στο εξαιρετικά πολύπλοκο σκηνικό ήρθε να προστεθεί και η συριακή επέμβαση. Στις 22 Ιανουαρίου 1976, ο Πρόεδρος της Συρίας Χαφέζ αλ Άσσαντ μεσολάβησε προκειμένου να επιτευχθεί ανακωχή μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ άρχισε κρυφά να μετακινεί Συριακά στρατεύματα στα σύνορα με τον Λίβανο με το πρόσχημα της παρουσίας του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Στρατού , ενώ ήθελε να φέρει τον PLO ξανά υπό τη Συριακή επιρροή και να αποτρέψει την αποσύνθεση του Λιβάνου. Οι σχέσεις μεταξύ της διοίκησης του Λιβανέζικου Μετώπου και της Δαμασκού είχαν ήδη ψυχρανθεί ως συνέπεια της αυξανόμενης απροθυμίας του Συριακού Σώματος είτε να καταστείλει εντελώς τις σουνιτικές δυνάμεις των LNM-PLO στη δυτική Βηρυτό ή να επιτρέψει στις χριστιανικές πολιτοφυλακές να το πράξουν. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στη σύγκρουση το 1978, στην έναρξη του «Πολέμου των 100 ημερών», στην οριστική διάσπαση της συμμαχίας με τη Συρία αλλά και την ήττα της τελευταίας στην ανατολική Βηρυτό.

Μέλη του Νότιου Στρατού Λιβάνου με σημαίες
του Λιβάνου και του Ισραήλ.

Ο PLO προκάλεσε και την εισβολή ενός ακόμη κράτους στον Λίβανο, του Ισραήλ. Το τρομοκρατικό χτύπημα στις 11 Μαρτίου 1978 στον παραλιακό δρόμο του Ισραήλ που άφησε 39 νεκρούς και 71 τραυματίες είχε ως συνέπεια την εισβολή στον νότιο Λίβανο μετά από 3 ημέρες. Εκεί στις επιχειρήσεις διάρκειας μιας εβδομάδας ο Ισραηλινός Στρατός μαζί με τον Νότιο Στρατό Λιβάνου», μια χριστιανική οργάνωση, εκδίωξαν του Παλαιστινίους του PLO με την επιχείρηση «Λιτάνι», όπου 300 με 550 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν. Ο εμφύλιος θα διαρκούσε ακόμη 12 έτη με αυξομειούμενες εντάσεις, εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιπάλων, αλλαγή στρατοπέδων και εξωτερικές αναμίξεις.