Ιστορία

Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

Η δράση της βουλγαρικής «Οχράνα» κατά τη διάρκεια της κατοχής στην περιοχή της Μακεδονίας.

Το 1941, η Γερμανική Ύπατη Διοίκηση ενέκρινε την ίδρυση της Βουλγαρικής Λέσχης στη Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι οργάνωσαν προμήθειες τροφίμων για τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας, με στόχο να κερδίσουν την επιρροή και την εμπιστοσύνη του εκει πληθυσμού που βρισκόταν στις γερμανικές και ιταλικές ζώνες. Το 1942, η βουλγαρική λέσχη ζήτησε βοήθεια από την Ύπατη Αρχή για την οργάνωση ένοπλων μονάδων μεταξύ του σλαβόφωνου πληθυσμού στη βόρεια Ελλάδα. Αξιωματικοί, κυρίως οπαδοί του Ιβάν Μιχαήλωφ της ΕΜΕΟ, ανέλαβαν τη δημιουργία της πολιτοφυλακής. 

Το πρώτο απόσπασμα δύναμης 80 ατόμων δημιουργήθηκε το 1943 στην Καστοριά από τον βούλγαρο πράκτορα Κάλτσεφ, με την υποστήριξη του επικεφαλής των ιταλικών αρχών κατοχής στην Καστοριά, Συνταγματάρχη  Βενιέρι. Αυτοί παρείχαν όπλα και στολές με ραμμένη την επιγραφή « Ιταλοβουλγαρική Επιτροπή - Ελευθερία ή Θάνατος», πιο συγκεκριμένα με τα Βουλγαρικά αρχικά ΒΚ SIS Belgarskί Komitet, Βουλγαρικό Κομιτάτο και Svoboda ili Smrt, Ελευθερία ή Θάνατος, την επίσημη αναφορά της ΕΜΕΟ. 

Μέλη της βουλγαρικής παραστρατιωτικής οργάνωσης
«Οχράνα» («Ασφάλεια») στα Λακκώματα,
στην Ορεστίδα Καστοριάς.


Πρώτη τους ενέργεια στις 5/3/1943 ήταν η εκτέλεση 21 πολιτών για «συνεργασία με τους Έλληνες». Η στρατολόγηση συνεχίστηκε και στην περιοχή της Φλώρινας. Μετά την επιτυχία σε συμπλοκή με ελληνικά τμήματα αντίστασης, απευθύνθηκαν στη γερμανική διοίκηση Έδεσσας προκειμένου να εδραιωθουν και εκεί. Η «Επιτροπή» στη Φλώρινα και στην Καστοριά κατάφερε να οπλίσει ένα σημαντικό μέρος του σλαβόφωνου πληθυσμού των περιοχών, μετά από σφοδρο κύμα βίας, που στράφηκε κυρίως εναντίον των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Τέλη του 1943 έφτασαν να αριθμούν 3.000 άτομα υπό τον Αντών Καλτσέφ και τους Σαρακίνωφ και Μλαντένωφ, με κύριο στόχο την καταδίωξη όλων των  Ελλήνων, του τοπικού πληθυσμού, των σλαβόφωνων, των Βλαχων, εναντίον του προφυγικού πληθυσμού και σε όποιον θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας. Όπως αναφέρουν και οι ίδιοι συνάντησαν σκληρή αντίσταση από τους άνδρες της ΠΑΟ, Πανελλήνιας Απελευθερωτικής Οργάνωσης, στην περιοχή της Κρυας Βρύσης Γιαννιτσών και δεν είχαν εκεί τα επιδιωκώμενα αποτελέσματα. Ακόμη, αναφέρουν αντίσταση από τμήμα του Μιχάλαγα Παπαδόπουλου, και παρομοιάζουν την επικρατούσα κατάσταση ως «νέα φάση του μακεδονικού αγώνα». 

Τον Αύγουστο του 1943, ο Ιβάν Μιχαήλφ, κατέφθασε στο Ζάγκρεμπ και μετά σε ανεπίσημη περιοδεία στη Γερμανία, όπου επισκέφθηκε την έδρα της Υπηρεσίας Ασφαλείας. Εκεί έλαβε τη έγκριση να δημιουργήσει εθελοντικά τάγματα οπλισμένα με γερμανικά όπλα. Αυτά τα τάγματα - 3 στον αριθμό σε Καστοριά, Έδεσσα και Φλώρινα με την ονομασία «εθελοντικά τάγματα ΕΜΕΟ» - μπήκαν στην επιχειρησιακή διοίκηση του Ραϊχσφύρερ Χάινριχ Χίμλερ. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το φθινόπωρο και η ανάγκη ενισχύσεων στο Ανατολικό Μέτωπο ανάγκασαν τους Γερμανούς στην προσφορά επέκτασης της επιρροής των Βουλγάρων στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. 

Οι Βούλγαροι της Οχράνα ή γνωστής και ως Κεντρικής Επιτροπής Βουκγαρομακεδόνων, υπό γερμανική διοίκηση πλέον, συμμετείχαν στη σφαγή της Κλεισούρας Καστοριάς όπου βρήκαν τον θάνατο 250-270 άμαχοι. Η σφαγή έγινε μετά από επίθεση του ΕΛΑΣ σε προπορευόμενο τμήμα που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο 3 με 8 Γερμανών και μερικών κομιτατζήδων. Ο ΕΛΑΣ που εξυπηρετούσε την κομμουνιστικη ατζέντα της Σοβιετικής Ενωσης, η οποία είχε τα δικά της σχέδια για τη Μακεδονία, και επίσης δεν ήθελε άλλον αντίπαλο σε καμία περιοχή, δημιούργησε στις 25 Δεκεμβρίου 1943 στο Πολυάνεμο Καστοριάς και στις 26/27 Δεκεμβρίου στη Δροσοπηγή Φλώρινας, ως πόλο έλξης των Σλαβόφωνων και των σλάβων στην εθνική τους συνείδηση, το Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΣΝΟΦ-Славјаномакедонскиот народноослободителен фронт). 

Ο καθένας επιθυμούσε την προσχώρηση των Σλαβόφωνων για τα δικά του σχέδια, οι της Οχράνα για τη δημιουργία της βουλγαρικής Μακεδονίας, οι του ΕΛΑΣ με τον ΣΝΟΦ που ακολουθούσε την εξυπηρέτηση των κομμουνιστικών σχεδίων , την «Ανεξάρτητη Μακεδονία». Υπήρχαν άτομα μέσα στον ΕΛΑΣ που αντιδρούσαν σε αυτές τις ενέργειες και αποτέλεσαν αργότερα τους λόγους της διάλυσης του ΣΝΟΦ. Ο Svetozar Vukmanovic, απεσταλμένος του Τίτο, ισχυρίζεται ότι ο Σιάντος συμφώνησε προφορικά πως στους Μακεδόνες» πρέπει να λέγεται ότι μετά την απελευθέρωση θ’ αποκτήσουν το δικαίωμα της «εθνικής απελευθέρωσης και ισότητας». Τελικά, στον ΣΝΟΦ προχώρησαν άνω των 2.000 ατόμων, πολλοί πρώην Οχρανίτες και που θα πολεμούσαν αργότερα τον Ελληνικό Στρατό στον συμμοριτοπολεμο με τον ΔΣΕ. Το «Σλαβομακεδονικό Τάγμα», επίσημα II/28 Τάγμα, έφτασε τον Σεπτέμβρη του 1944 να έχει δύναμη 800 ανδρών, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν πρώην Οχρανίτες. 

Σλαβομακεδονικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (SNOF)
σε συνέδριο στο Δενδροχώρι Καστοριάς, Απρίλιος 1944.
Πολλοί εξ αυτών ήταν πρώην Οχρανίτες. 




Στις 5 Ιουνίου 1944, ομάδα 28 ατόμων της Οχράνα αιχμαλωτίστηκε από τον ΕΛΑΣ. Στις 21 Αυγούστου 1944 τμήμα της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ επιτέθηκε με επιτυχία στο προπυργιο των Βουλγάρων, το χωριό Πολυκέρασο. Κατά τη διάρκεια της μάχης, αναφέρθηκαν 11 με 20 άνδρες της Οχράνα νεκροί και δεκάδες αιχμάλωτοι (αναφέρονται ως αριθμοί 150 με 300). Τον Σεπτέμβριο, δύο ακόμα λόχοι της Οχράνα εξοντωθηκαν στην υπεράσπιση της Έδεσσας από επίθεση του ΕΛΑΣ.

Τα υπολείμματα της Οχράνα αποχώρησαν και προς Βουλγαρία αλλά κυρίως προς τη μεριά των Σκοπίων όπου εντάχθηκαν στον ΝΟΦ/NOF (Narodno Osloboditelen Front) που είχε έδρα στα Σκόπια, από τον Απρίλιο του 1945 και ως σκοπό την «απελευθέρωση της Μακεδονίας του Αιγαίου» .Μετά την απελευθέρωση, οι Ελληνικές Αρχές εξαπέλυσαν κύμα διώξεων εναντίον των πρώην μελών της παραστρατιωτικής αυτής οργάνωσης. Περισσότερα από 2.000 άτομα παραπέμφθηκαν στα έκτακτα στρατοδικεία δοσιλόγων που συστάθηκαν με βάση την Συντακτική Πραξη 6/1945 της κυβέρνησης Πλαστήρα. Οι περισσότεροι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, όπως και στην περίπτωση των Τσάμηδων, οι περιουσίες τους δημεύθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο και όσοι γλύτωσαν διέφυγαν στα Σκόπια. Ο Αντον Κάλτσεφ καταδικάσθηκε σε θάνατο και τουφεκίσθηκε στην Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο 1948.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Κυριακή 16 Μαΐου 2021

Οι Αγριάνες κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τον Αίμο έως την Φοινίκη. (Μέρος Α')

Οι Αγριάνες ήταν μια φυλή η οποία είχε εγκατασταθεί κυρίως στην περιοχή απ' όπου ξεκινάει ο ποταμός Στρυμόνας, στη σημερινή Βουλγαρία. Αποτελούσαν το ελαφρύ πεζικό του μακεδονικού στρατού ενσωματωμένοι σ' αυτόν ως πελταστές. Συνήθως τοποθετούνταν για να καλύψουν τη δεξιά πτέρυγα του στρατού στη μάχη, δίπλα στο ιππικό των Εταίρων, μια τιμητική θέση. Αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα, ιδίως σε αποστολές που απαιτούσαν ταχύτητα κίνησης ή σε ανώμαλο έδαφος. Ήταν οπλισμένοι με αρκετά ακόντια, σπαθί, με ελαφριά ασπίδα που ήταν συνήθως πέλτη και δεν έφεραν πανοπλία, ενώ αρκετοί είχαν κράνος, φρυγικού τύπου. Κινούνταν σε αραιούς και χαλαρούς σχηματισμούς ιδίως όταν αντιμετώπιζαν εχθρικό βαρύ και δυσκίνητο πεζικό. Εκτόξευαν τα ακόντιά τους κατά βούληση στον εχθρό και, χωρίς επιβάρυνση από θωράκιση ή βαριές ασπίδες, αποχωρούσαν εύκολα και πειθαρχημένα.


Στις επιχειρήσεις απέναντι στους Θράκες και τους Ιλλυριούς.

Στην πρώτη αναφορά του Αρριανού, τους συναντάμε, έχοντας βασιλιά τον Λάγγαρο, στις επιχειρήσεις ενάντια στις φυλές των Θρακών που βρίσκονταν επί της οροσειράς του Αίμου. Οι δυνάμεις τους, οι οποίες αποτελούνταν από έναν ισχυρό αριθμό πολεμιστών,  είχαν πιάσει τα στενά μιας ανηφορικής ανάβασης που θα διάβαινε ο στρατός του Αλέξανδρου. Στο σημείο εκείνο μάλιστα, συγκέντρωσαν άμαξες και τις τοποθέτησαν μπροστά τους, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν ως προμαχώνα. Παράλληλα όμως είχαν στο μυαλό τους να αφήσουν τις άμαξες αυτές να πέσουν επάνω στη φάλαγγα των Μακεδόνων, η οποία όντας πυκνή σε σχηματισμό όταν θα την χτυπούσαν οι άμαξες, τόσο περισσότερες απώλειες και σύγχυση θα προκαλούσαν. Ο Αλέξανδρος διέταξε τους οπλίτες του κάθε φορά που ρίχνονταν από ψηλά τα αμάξια καταπάνω τους,  να λύσουν τον σχηματισμό τους, να αραιώνουν προς τα πλάγια, έτσι ώστε οι άμαξες να περνούν ανάμεσά τους ή και να πέφτουν στη γη τοποθετώντας από πάνω τους τις ασπίδες κολλητά τη μια στην άλλη, ώστε  να μην προκαλείται καμία απώλεια. Στη συνέχεια, μετά το επιτυχημένα αυτό εγχείρημα, επιτέθηκε. Οι Αγριάνες ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο, στην αριστερή πτέρυγα μαζί με τη σωματοφυλακή και τους υπασπιστές. Οι Θράκες τελικά οπισθοχώρησαν γρήγορα αφήνοντας πίσω περίπου 1.500 νεκρούς.

Αγριάνας πολεμιστής με πέλτη, σπαθί, ακόντια
και φρυγικό κράνος.


Σειρά είχε το ιλλυρικό φύλο των Ταυλάντιων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Πέλλιου, ένα απόσπασμα υπό τον Φιλώτα στάλθηκε για την εξερεύνηση της γύρω περιοχής και την ανεύρεση τροφής και διαφόρων εφοδίων. Το απόσπασμα όμως αποκλείστηκε από μια μεγάλη δύναμη εχθρών που ήταν υπό τον Γλαυκία και κατέλαβε όλα τα γύρω υψώματα. Ο Αλέξανδρος, ανέλαβε προσωπικά να διασώσει το απόσπασμα και γι αυτόν τον λόγο πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τετρακόσιους περίπου ιππείς. Η επιλογή του χαρακτηριζόταν από την ανάγκη για ευκινησία των ελαφρών σωμάτων, μεταξύ αυτών και των Αγριάνων. Η άφιξη και μόνο του μακεδονικού σώματος ανάγκασε σε υποχώρηση τους Ταυλάντιους. Στις επόμενες κινήσεις του κατά τη διάβαση ενός παραπλήσιου ποταμού, πάλι με ένα σώμα περίπου 2.000 ανδρών που η σύστασή του είχε πάλι Αγριάνες, τοξότες και ιππικό και έτρεψε σε φυγή τους αντιπάλους. Μετά από τρεις ημέρες βρήκε μια νέα ευκαιρία. Οι Ταυλάντιοι είχαν επιλέξει μια κακή τακτικά τοποθεσία στην ύπαιθρο για στρατοπέδευση. Και ενώ ήταν ακόμη νύχτα, Αλέξανδρος  αποφάσισε να εκτελέσει μια καταδρομική κίνηση, να περάσει τον ποταμό χωρίς να τον αντιληφθούν, παίρνοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους Αγριάνες, και τους τοξότες, καθώς και τα τάγματα του Περδίκκα και του Κοίνου. Είχε διατάξει να ακολουθήσει η υπόλοιπη στρατιά· όταν όμως είδε ότι ήταν ευκαιρία να επιτεθεί, χωρίς να περιμένει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις του, εξαπέλυσε τους τοξότες και τους Αγριάνες. Ακολούθησε πανικός και σφαγή. Άλλοι σκοτώνονταν ενώ ήταν ακόμη στα στρωσίδια τους, άλλοι αιχμαλωτίζονταν εύκολα από το σοκ της απρόσμενης επίθεσης, ενώ πολλοί έχασαν τη ζωή τους κατά την αποχώρηση που έγινε με αταξία και πανικό.

Πελταστής με στρογγυλόσχημη ασπίδα, εφοδιασμένος με 3 ακόντια, σπαθί
και φρυγικό κράνος.

Στην κατάπνιξη της επανάστασης στη Θήβα.

Οι αμέσως επόμενες επιχειρήσεις ήταν στη Νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θήβα που είχε επαναστατήσει. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο , τον γιο του Λάγου,ο Περδίκκας, που είχε τοποθετηθεί με το τάγμα του στην εμπροσθοφυλακή και δεν απείχε πολύ από το εχθρικό οχύρωμα, χωρίς να περιμένει να δοθεί το σύνθημα της μάχης από τον Αλέξανδρο, προσέβαλε πρώτος το οχύρωμα και αφού το διέσπασε, όρμησε επάνω στις θηβαϊκές προφυλακές. Όταν αντιλήφθηκε την τροπή αυτή ο Αλέξανδρος, επειδή φοβήθηκε μήπως αποκοπούν από τους Θηβαίους, οδήγησε προς τα εκεί και τον υπόλοιπο στρατό του. Έδωσε λοιπόν σήμα και οι τοξότες με τους Αγριάνες αφού έριξαν μεριές βολές από ακόντια και βέλη, όρμησαν ταχύτατα  μέσα στο οχύρωμα. 

Στο σημείο αυτό ο Περδίκκας, ενώ προσπαθούσε να εισχωρήσει στο δεύτερο οχύρωμα, τραυματίσθηκε με πολλή δυσκολία διασώθηκε από τους συμπολεμιστές του. Παρ᾽ όλα αυτά οι Αγριάνες που είχαν εισορμήσει μαζί του και οι τοξότες που έστειλε ο Αλέξανδρος απέκλεισαν τους Θηβαίους στην κοίλη οδό, η οποία οδηγεί προς τον ναό του Ηρακλή. Ακολούθησε σκληρή σύγκρουση στα στενά της πόλης αλλά οι Θηβαίοι σταδιακά υποχωρούσαν παρά τις αντεπιθέσεις και εν τέλει αποχώρησαν άτακτα για να ακολουθήσει η σφαγή κυρίως από τους Φωκείς, τους Πλαταιείς και τους υπόλοιπους Βοιωτούς που βρήκαν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση για τα δεινά που είχαν υποστεί από τους Θηβαίους. Όσον αφορά τον ρόλο των Αγριάνων στην πολιορκία μιας ισχυρής ελληνικής πόλης φάνηκε ότι αντεπεξήλθαν απόλυτα στον ρόλο τους και αυτή τη φορά όχι σε κάποιο ορεινό έδαφος απέναντι σε χαλαρά πειθαρχημένες φυλές αλλά σε αστικό περιβάλλον με Έλληνες οπλίτες και λοιπούς στρατιώτες.

Στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία. 

Στη μάχη του Γρανικού οι 700 περίπου Αγριάνες στην αρχή της εκστρατείας, παρατάχθηκαν στο δεξί άκρο της παράταξης μαζί με τους τοξότες και τους εταίρους ιππείς υπό τον Φιλώτα έχοντας απέναντι τον Μέμνων μαζί με τον Αρσαμένη και το πολυάριθμο ιππικό του καλύπτοντας τη βασική επίθεση που διεξήχθη στο κέντρο της παράταξης. Μετά τη νίκη των ελληνικών όπλων, ο Αλέξανδρος συνέχισε προς τις Σάρδεις, την Έφεσο τις οποίες κατέλαβε αναίμακτα και κατόπιν έφτασε στη Μίλητο. Το εξωτερικό τείχος καταλήφθηκε με ορμητική έφοδο στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Αγριάνες και λοιποί Θράκες. Οι υπερασπιστές της πόλης επιχείρησαν μερικές αποτυχημένες αντεπιθέσεις που τους οδήγησαν τελικά στον αποκλεισμό τους στην ακρόπολη. Προκειμένου να μη χρονοτριβεί, ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του αφήνοντας τρεις χιλιάδες πεζούς μισθοφόρους και διακόσιους περίπου ιππείς με αρχηγό τον Πτολεμαίο, για να φρουρούν την Αλικαρνασσό και την υπόλοιπη Καρία και ξεκίνησε για τη Φρυγία. 

Εκεί προχωρώντας προς την πόλη Σαλαγασσό, ένας τοπικός λαός οι Πισίδες, είχαν καταλάβει τον λόφο που βρισκόταν μπροστά στην πόλη τους, γιατί ήταν οχυρός για άμυνα  και ανέμεναν τα μακεδονικά στρατεύματα. Οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου επιτέθηκαν στον λόφο που κατείχαν οι Πισίδες και βρίσκονταν στο πιο απόκρημνο σημείο της αναβάσεώς του. Τη στιγμή εκείνη, στο στενό σημείο, δέχτηκαν αιφνιδιαστική επίθεση οι δυο μακεδονικές πτέρυγες. Αρχικά, τράπηκαν σε φυγή τους τοξότες, επειδή και ελαφρά οπλισμένοι ήταν και οι πρώτοι που έφτασαν κοντά, αλλά οι Αγριάνες κράτησαν τις θέσεις τους για να κερδίσουν όσο χρόνο χρειάζονταν. Στη συνέχεια κατέφθασε και το βαρύ πεζικό που τελικά απώθησε τους αντιπάλους αλλά δεν μπορούσε να τους καταδιώξει προκαλώντας τους 500 περίπου νεκρούς. Στη συνέχεια της εκστρατείας, κατακτήθηκε η Γαλατία, παραδόθηκε η Παφλαγονία μέσω αντιπροσώπων και ενσωματώθηκε και η Καππαδοκία. Φτάνοντας στις Κιλίκιες Πύλες, πληροφορήθηκε την παρουσία σημαντικών εχθρικών φρουρών στο σημείο. Με την κλασική τακτική για μια ακόμη φορά, επιχείρησε νυχτερινή έφοδο και πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, και τους αναπόσπαστους Αγριάνες. Αν και τελικά έγιναν αντιληπτοί από τους Πέρσες, οι τελευταίοι νομίζοντας ότι επρόκειτο για ολόκληρο το στράτευμα αποχώρησαν άτακτα. 

Η επόμενη αποστολή των Αγριάνων βρισκόταν στα όρη της Κιλικίας. Εκεί, ο Μακεδόνας βασιλιάς πραγματοποίησε μια μικρή εκστρατεία μιας εβδομάδος, παίρνοντας μαζί του τρία τάγματα Μακεδόνων, όλους τους τοξότες και τους Αγριάνες, συντρίβοντας κάθε στράτευμα που παρέτασσαν οι Κίλικες. Στους Σόλους ο νικηφόρος Αλέξανδρος θυσίασε στον Ασκληπιό, έκαμε πομπή με όλον τον στρατό του, τέλεσε λαμπαδηδρομία και διεξήγαγε γυμνικούς και μουσικούς αγώνες. Το ίδιο διάστημα ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος έφτασε στην Ισσό όπου περίμενε να δώσει αποφασιστική μάχη με τα ελληνικά στρατεύματα.

Οι αντίπαλες παρατάξεις στη μάχη της Ισσού. Οι Αγριάνες
τοποθετήθηκαν στη δεξιά πτέρυγα στους πρόποδες του βουνού.

Στη μάχη, οι Αγριάνες με επικεφαλής τον Άτταλο, καθώς και μερικούς ιππείς και τοξότες, τοποθετήθηκαν στους πρόποδες του όρους δεξιά τους καλύπτοντας τα νώτα του στρατού. Δίπλα τους ήταν οι «γείτονές» τους Παίονες, με επικεφαλής τον Αρίστωνα. Μόλις ξεκίνησε η σφοδρή μάχη με τη διάσπαση της αριστερής περσικής πτέρυγας και την εξαιρετικά σκληρή ιππομαχία στις εκβολές του Πίναρου οι Αγριάνες εξετέλεσαν με επιτυχία την αποστολή τους, και μαζί με τοξότες και με ένα τμήμα Ελλήνων μισθοφόρων, επιτέθηκαν και έτρεψαν σε φυγή το αντίπαλο ελαφρύ πεζικό που απειλούσε τα νώτα του ιππικού των Εταίρων. Μετά τη μεγάλη νίκη στην Ισσό, ο Αλέξανδρος συνέχισε με την κατάληψη της Φοινίκης βρίσκοντας ως πρώτο εμπόδιο την εξαιρετικά οχυρή πολή-νησί της Τύρου.  Εκεί, ενώ οι Μακεδόνες κατασκεύαζαν τον μόλο που θα τους οδηγούσε στα τείχη, πήρε υπασπιστές και τους Αγριάνες και ξεκίνησε για τη Σιδώνα, για να συγκεντρώσει όσα πλοία του ήταν ήδη εκεί. Η πόλη παραδόθηκε αμέσως με τα 80 πλοία της και έτσι οργανώθηκε για το επόμενο βήμα.Κατόπιν, οι Αγριάνες,  συμμετείχαν σε μια μικρή αποστολή διάρκειας 10 μαζί με μερικές ίλες ιππικού, τους υπασπιστές, και τους τοξότες υπέταξαν όλες τις πόλεις της οροσειράς του Αντιλιβάνου, είτε με τη δύναμη των όπλων είτε κατόπιν συμφωνίας.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Πηγές 

Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις» (έως (3.11.8-3.12.5), Μτφρ. Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, 1998, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών.

Πλούταρχος, «Βίος Αλέξανδρου» Μτφρ. Γιαγκόπουλος-Μαλαθούνη, 2012, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Οι Πορτογάλοι αιφνιδιάζουν τους αντάρτες του FRELIMO στη Μοζαμβίκη, επιχείρηση «Ζέτα» 7-11 Ιουνίου 1969.

Κατά τη διάρκεια του δεκαετούς πολέμου της ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης ή Αποικιακού Πολέμου των Πορτογάλων (1964-1974), τα στρατεύματα της Πορτογαλίας και του Απελευθερωτικού Μετώπου της Μοζαμβίκης (FRELIMO) επιδόθηκαν σε ένα κύκλο σκληρών συγκρούσεων. Οι στρατιώτες του FRELIMO, με υλικοτεχνική υποστήριξη από τον τοπικό πληθυσμό, πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε διοικητικές θέσεις κυρίως στην επαρχία, χρησιμοποιώντας συμβατικές αντάρτικες τεχνικές: ενέδρες σε περιπολίες, σαμποτάρισμα επικοινωνιών σε σιδηροδρομικές γραμμές και μικρές επιθέσεις σε αποικιακούς σταθμούς. Οι 250 άνδρες που είχαν αρχικά έφτασαν τους 8.000 το 1967 και παρά τις απώλειες, οι γραμμές τους πύκνωναν.


Η κατάσταση αυτή, οδήγησε την πορτογαλική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις προκειμένου να εξαλειφθούν οι αντάρτικοι θύλακες. Μια από αυτές ήταν η «Επιχείρηση Ζέτα» στις 7 με 11 Ιουνίου 1969. Σκοπός της αποστολής ήταν η καταστροφή των βάσεων του FRELIMO του οροπεδίου Μακόντε και νότια του ποταμού Μεσσάλο καθώς και η αποκοπή διαδρόμων διείσδυσης από τις βάσεις Νατσινγκουέα και Μτουάρα στην Τανζανία.

Οι υψηλές απαιτήσεις απαιτούσαν τη συντονισμένη δράση μεταξύ της διοίκησης του στρατιωτικού τομέα της Μουέντα, της διοίκησης των αλεξιπτωτιστών και της Πολεμικής Αεροπορίας της Πορτογαλίας, για να εξαπολυθεί μία από τις καλύτερα οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του πορτογαλικού αποικιακού πολέμου στη Μοζαμβίκη. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά δύσβατη, με βάλτο, πολλά βράχια και γκρεμούς, χαμηλούς θάμνους και ποτάμια. Τις δυνάμεις των Πορτογάλων αποτελούσαν ο 10ος Λόχος Διοίκησης, 2 λόχοι Ιππικού (ρόλο τεθωρακισμένου πεζικού), 2 λόχοι από 32ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών (Νατσάλα), 1 λόχος από το 31ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών και 30 με 40 περίπου οχήματα.

Δύο λόχοι αλεξιπτωτιστών θα έπεφταν στα προκαθορισμένα σημεία για να δημιουργήσουν προγεφυρώματα. Ενώ οι αλεξιπτωτιστές απέφευγαν τα στροβιλιζόμενα νερά του ποταμού και την άμμο όπου λάμβανε μέρος η προσγείωση, σύντομα οι ομάδες οργανώθηκαν με σκοπό την άμυνα της ζώνης. Στη συνέχεια, οι περισσότεροι από διακόσιοι αλεξιπτωτιστές με το στοιχείο του αιφνιδιασμού ακόμα αφού ο εχθρός δεν τους είχε αντιληφθεί, επιτέθηκαν στα φρούρια του FRELIMO. Οι αντάρτες δεν είχαν κανένα περιθώριο για αντίσταση. Πολλοί εξ αυτών δεν άγγιξαν καν τα όπλα τους και άρχισαν να τρέχουν στην αντίθετη κατεύθυνση από τα εχθρικά πυρά. Οι Πορτογάλοι εξουδετέρωσαν αρκετές δεκάδες ανταρτών κατά τη διάρκεια των πρώτων μαχών, κατέλαβαν μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και ολόκληρη σχεδόν την περιοχή του εχθρού. Σε τρεις ημέρες επιχειρήσεων, οι αλεξιπτωτιστές ασφάλισαν τις θέσεις τους με τα υπόλοιπα τμήματα, προχώρησαν μεταξύ του ποταμού Ροβούμα και της βάσης Λιμπόπο στο Μπαλάντε, νότια του βάλτου, ερεύνησαν και εξουδετέρωσαν νάρκες και παγίδες του FRELIMO και απέκτησαν επαφή με τις ομάδες του στρατού που βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά του ποταμού Ροβούμα. Εκείνο το διάστημα τέθηκε υπό τον πορτογαλικό έλεγχο , το στρατόπεδο εφοδιασμού από τους αντάρτες, νότια του βάλτου. Ο λόχος 2376 του Ιππικού έφτασε κοντά στη λίμνη Λιντέν και στην κοιλάδα του ποταμού Νάντζε και επιτέθηκε σε ένα αντάρτικο νοσοκομείο, συλλέγοντας πλούσιο πολεμικό υλικό και έγγραφα, συλλαμβάνοντας στοιχεία του εχθρού και μερικά άτομα από τον ντόπιο πληθυσμό που βοηθούσε τους αντάρτες. Ο έτερος λόχος 2375 από το Μοτσιμπόα ντο Ροβούμα προωθήθηκε στα εδάφη δυτικά του βάλτου και ενήργησε υποστηρικτά στους αλεξιπτωτιστές.

Πορτογάλοι στρατιώτες κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία απεικονίζει τον βετεράνο του πολέμου
και παρόντα στις επιχειρήσεις Jose Carlos Galo, που τη δημοσιοποίησε.
Έχοντας καταλάβει ένα χωριό από τους αντάρτες διαβάζει
ένα εγχειρίδιο του Μάο Τσε Τούνγκ που προμήθευαν οι
κομμουνιστές στον FRELIMO.

Καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης Ζέτα, η αεροπορική υποστήριξη ήταν σημαντική, με ένα Dornier Do 27, ένα ελικόπτερο οπλισμένο με πολυβόλα, οκτώ αεροσκάφη T6 που επιτέθηκαν σε εχθρικές ομάδες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους Πορτογάλους, δύο βομβαρδιστικά PV2, τέσσερα μεταγωγικά  Nordatlas και τρία Ντακότα κατά την έναρξη, στην άφεση αλεξιπτωτιστών. Ο βομβαρδισμός των υποχωρούντων ομάδων βοήθησε να διαλύσει τη μαχητική διάθεση των ανταρτών και να αποθαρρύνει κάθε σκέψη για αντεπίθεση.


Λάφυρα της επιχείρησης.

Λόγω της λεπτομερούς συλλογής πληροφοριών, των προσεκτικών δοκιμών και της οργάνωσης, η επιχείρηση Zέτα είναι μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές αποστολές που πραγματοποιήθηκαν στη Μοζαμβίκη και θεωρείται από αρκετούς υπόδειγμα επιχείρησης(1). Τα αποτελέσματα μαρτυρούν την επιτυχία των στρατευμάτων της Πορτογαλίας, των οποίων ο συντονισμός έχει ξεπεράσει τις καλύτερες προοπτικές, δεδομένης της αδυναμίας πρόσβασης σε μια περιοχή που ελέγχεται από τον εχθρό, των αποστάσεων από οποιοδήποτε σημείο στήριξης και το δυσχερές του πεδίου. Η συντονισμένη δράση περίπου 680 αποφασισμένων ανδρών, δεκαοχτώ αεροπλάνων και 40 περίπου οχημάτων έφτασαν για να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν περισσότερους από διακόσιους αντάρτες, καταστρέφοντας τα καταφύγια τους και αποσυντονίζοντας τη δράση τους για αρκετό χρονικό διάστημα στην περιοχή. Ο σχετικά μικρός αριθμός οφείλεται στην άμεση και άτακτη φυγή των ανταρτών που προέβαλαν μηδαμινή αντίσταση. Κατασχέθηκαν 3 όλμοι των 82 χλστ, τμήματα μερικών άλλων και 1.816 βλήματά τους, 279 τυφέκια, 20 πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, πάνω από 100 χειροβομβίδες και 21 ΑΕΜ (Αυτοσχέδιος Εκρηκτικός Μηχανισμός).

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Σημείωση

(1) Flight Plan Africa: Portuguese Airpower in Counterinsurgency, 1961-1974, σελ 307-308.



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Οι Παλαιστίνοι του PLO στον Λίβανο, «κράτος εν κράτει» και το ξέσπασμα του εμφυλίου.

Η απαρχή της παρουσίας του PLO στον Λίβανο ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 . Ήδη σε μεγάλες περιοχές του Λιβάνου υπήρχαν παλαιστινιακές εξόριστες κοινότητες που αντιστοιχούσαν στο 12% του συνολικού πληθυσμού. Ο οργανισμός ομπρέλα, ο Οργανισμός Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO) - ήταν αναμφίβολα η πιο ισχυρή δύναμη του Λιβάνου εκείνη την εποχή αλλά ήταν κάτι περισσότερο από μια χαλαρή συνομοσπονδία όπου ο αρχηγός του, Γιασέρ Αραφάτ της συνιστώσας του PLO, Φατάχ, έλεγχε όλες τις υπόλοιπες ομάδες με βασικότερες το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και το τμήμα που αποκόπηκε από αυτό, το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (DFLP). Σε αντίθεση όμως με τους Λιβανέζους, οι Παλαιστίνιοι δεν ήταν σεχταριστικοί. Οι χριστιανοί Παλαιστίνιοι υποστήριξαν τον αραβικό εθνικισμό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο και πολέμησαν ενάντια στις πολιτοφυλακές των Μαρωνιτών.



Αρχικά, πολλοί Σιίτες του Λιβάνου είχαν συμπάθεια για τους Παλαιστινίους αλλά μετά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» του 1970 στην Ιορδανία όπου οι Παλαιστίνοι προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση, υπήρξε ξαφνική εισροή ένοπλων Παλαιστινίων στις περιοχές των Σιιτών. Το παλαιστινιακό κίνημα έχασε γρήγορα την επιρροή του, καθώς οι ριζοσπαστικές φατρίες κυβερνούσαν με τη δύναμη των όπλων ένα μεγάλο μέρος του νότιου Λιβάνου, όπου τα στρατόπεδα προσφύγων συγκεντρώνονταν, και ο PLO αποδείχθηκε είτε απρόθυμος είτε ανίκανος να τους ελέγξει.

Ο Γιασέρ Αραφάτ ευθυγραμμίστηκε πλήρως με το Λιβανέζικο
Εθνικό Κίνημα, την παναραβική/νασσερική/αριστερή πτέρυγα.

Ακόμη, οι Σιίτες δεν ήθελαν να πληρώσουν το τίμημα για τις επιθέσεις πυραύλων του PLO από τον Νότιο Λίβανο. Το PLO δημιούργησε κυριολεκτικά «ένα κράτος εν κράτει», ότι ακριβώς έκαναν και στην Ιορδανία. Το κράτος του Λιβάνου, που πάντα απέφευγε να προκαλεί το Ισραήλ, απλώς εγκατέλειψε τον νότιο Λίβανο και οι κάτοικοι έγιναν μετανάστες μέσα στην πατρίδα τους. Πολλοί από τους Σιίτες μετανάστευσαν στα προάστια της Βηρυτού, τα οποία έγιναν γνωστά ως «ζώνες φτώχειας». Ο PLO είχε καταλάβει τα κέντρα της Σιδώνας και της Τύρου και στον νότιο Λιβάνο ο σιιτικός πληθυσμός έπρεπε να υποστεί την ταπείνωση να περνά «με άδεια» από τα σημεία ελέγχου του PLO. Η Παλαιστινιακή οργάνωση το έκανε αυτό με τη βοήθεια των περίφημων εθελοντών από τη Λιβύη και την Αλγερία καθώς και μια ομάδα από σουνίτικες Λιβανέζικες ομάδες. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο Rex Brynen στη δημοσίευσή του για τον PLO, αυτές οι πολιτοφυλακές δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένοπλες συμμορίες χωρίς ιδεολογικές βάσεις και χωρίς οργανικό λόγο για την ύπαρξή τους, εκτός από το γεγονός ότι λάμβαναν μισθοδοσία από τον PLO / Φατάχ.

Κάθε δράση φέρνει και αντίδραση και έτσι οι Σιίτες δημιούργησαν το κίνημα Αμάλ του οποίου οι ένοπλες τάξεις αυξήθηκαν ραγδαία και πολέμησε κατά του PLO στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου. Αργότερα, μια πιο σκληροπυρηνική ομάδα μέσα στο κίνημα θα αποσχιστεί και θα σχηματίσει τη γνωστή οργάνωση Χεζμπολάχ.


Τα δύο στρατόπεδα πολέμησαν με ιδιαίτερη σκληρότητα. Στην Καραντίνα της Βηρυτού στις 18 Ιανουαρίου 1976 οι χριστιανοί του Λιβανέζικου Μετώπου και ιδιαίτερα οι Φαλαγγίτες της Καταέμπ, έσπασαν τις γραμμές του PLO και επιδόθηκαν σε σφαγές που άφησαν 1.500 νεκρούς. Ως αντίποινα, η χριστιανική πόλη Νατμού, 20χλμ νότια της Βηρυτού δέχθηκε την επίθεση του Σουνιτικού Εθνικού Κινήματος του Λιβάνου μαζί με τον PLO και σκότωσαν περίπου 500 άτομα. «Ήταν μια αποκάλυψη», είπε ο ιερέας Μανσούρ Λαμπάκι, ένας χριστιανός Μαρωνίτης που επέζησε της σφαγής. «Ήρθαν, χιλιάδες και χιλιάδες, φωνάζοντας« Αλλάχ ου Άκμπαρ! (Ο Θεός είναι μεγάλος!) Ας τους επιτεθούμε για τους Άραβες, ας προσφέρουμε ένα ολοκαύτωμα στον Μωάμεθ! » και σφαγιάζαν όλους στο δρόμο τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.» 

Θρησκευτική κατανομή των κατοίκων του
Λιβάνου.

Μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Παλαιστίνιοι αποχώρησαν και από το στρατόπεδο Τελ αλ Ζαατάρ (ΝΑ της Βηρυτού) με βαριές απώλειες στις τάξεις της Φατάχ του Αραφάτ. Τον Οκτώβριο του 1976 στην πόλη Αϊσίγια του νότιου Λιβάνου μαχητές της Φατάχ και της Αλ Σαΐκα έσφαξαν 70 χριστιανούς και άφησαν τραυματίες πάνω από 100. Το κράτος ήταν τώρα ουσιαστικά διχοτομημένο, με το νότιο Λίβανο και το δυτικό μισό της Βηρυτού να έχουν γίνει βάσεις για τις πολιτοφυλακές του PLO και των υπόλοιπων μουσουλμάνων, και τους χριστιανούς να ελέγχουν την Ανατολική Βηρυτό και το χριστιανικό τμήμα του Λιβάνου. Η κύρια γραμμή αντιπαράθεσης στη διαιρεμένη Βηρυτό ήταν γνωστή ως η Πράσινη Γραμμή.

Στο εξαιρετικά πολύπλοκο σκηνικό ήρθε να προστεθεί και η συριακή επέμβαση. Στις 22 Ιανουαρίου 1976, ο Πρόεδρος της Συρίας Χαφέζ αλ Άσσαντ μεσολάβησε προκειμένου να επιτευχθεί ανακωχή μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ άρχισε κρυφά να μετακινεί Συριακά στρατεύματα στα σύνορα με τον Λίβανο με το πρόσχημα της παρουσίας του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Στρατού , ενώ ήθελε να φέρει τον PLO ξανά υπό τη Συριακή επιρροή και να αποτρέψει την αποσύνθεση του Λιβάνου. Οι σχέσεις μεταξύ της διοίκησης του Λιβανέζικου Μετώπου και της Δαμασκού είχαν ήδη ψυχρανθεί ως συνέπεια της αυξανόμενης απροθυμίας του Συριακού Σώματος είτε να καταστείλει εντελώς τις σουνιτικές δυνάμεις των LNM-PLO στη δυτική Βηρυτό ή να επιτρέψει στις χριστιανικές πολιτοφυλακές να το πράξουν. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στη σύγκρουση το 1978, στην έναρξη του «Πολέμου των 100 ημερών», στην οριστική διάσπαση της συμμαχίας με τη Συρία αλλά και την ήττα της τελευταίας στην ανατολική Βηρυτό.

Μέλη του Νότιου Στρατού Λιβάνου με σημαίες
του Λιβάνου και του Ισραήλ.

Ο PLO προκάλεσε και την εισβολή ενός ακόμη κράτους στον Λίβανο, του Ισραήλ. Το τρομοκρατικό χτύπημα στις 11 Μαρτίου 1978 στον παραλιακό δρόμο του Ισραήλ που άφησε 39 νεκρούς και 71 τραυματίες είχε ως συνέπεια την εισβολή στον νότιο Λίβανο μετά από 3 ημέρες. Εκεί στις επιχειρήσεις διάρκειας μιας εβδομάδας ο Ισραηλινός Στρατός μαζί με τον Νότιο Στρατό Λιβάνου», μια χριστιανική οργάνωση, εκδίωξαν του Παλαιστινίους του PLO με την επιχείρηση «Λιτάνι», όπου 300 με 550 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν. Ο εμφύλιος θα διαρκούσε ακόμη 12 έτη με αυξομειούμενες εντάσεις, εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιπάλων, αλλαγή στρατοπέδων και εξωτερικές αναμίξεις.