Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεότερη Παγκόσμια Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νεότερη Παγκόσμια Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

Η πρώτη μάχη του Μόντε Κασσίνο. Λυσσαλέες συγκρούσεις στη «γραμμή Γουσταύου» .

Η συμμαχική προέλαση ως την πόλη.

Στις 13 Οκτωβρίου του προηγούμενου έτους, το 1943,τα συμμαχικά στρατεύματα διέσχισαν την αμυντική γραμμή Volturno, 65 χιλιόμετρα νότια της γραμμής Γουσταύου. «Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη σε αυτήν την πολύ ισχυρή φυσική αμυντική θέση» έγραψε ο επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα, Άλμπερτ Κέσσερλινγκ, όσον αφορά την επόμενη αμυντική γραμμή, τη γραμμή Χειμώνα «και ήλπιζα, κρατώντας την για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ίσως μέχρι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να μπορέσω να ενισχύσω τη γραμμή Γουσταύου, ιδίως στο πίσω μέρος της ώστε οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί να σπάσουν τα δόντια τους». Σύμφωνα με τον Ρόμελ, η Ιταλία έπρεπε να υπερασπιστεί στα Απέννινα όρη κατά μήκος της γοτθικής γραμμής, στο βόρειο τμήμα .Ο Κεσσερλινγκ, από την άλλη πλευρά, σκόπευε να αντισταθεί όπου υπήρχε η ευκαιρία και αυτό έπραξε με μεγάλη επιτυχία. Στις 21 Νοεμβρίου 1943, ο Αδόλφος Χίτλερ ικανοποίησε τα αιτήματα του Κέσσελρινγκ και τον διόρισε «ανώτατο διοικητή του ΝΔ τομέα - Ομάδα Στρατιων C» ( Oberbefehlshabers Süd - Heeresgruppe C ), ενώ ο Ρόμελ στάλθηκε στη Γαλλία ως επόπτης του Ατλαντικού Τείχους. 

Πυροβολικό της 5ης Στρατιάς σε δράση,
ανοίγει την αυλαία της μάχης
 κατά την επίθεση της 17ης-18ης Ιανουαρίου.


Τα φυσικά αμυντικά πλεονεκτήματα του ορεινού εδάφους γύρω από το Κασσίνο είχαν ενισχυθεί από τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν αφαιρέσει κτίρια και δέντρα για να δημιουργήσουν ιδανικά πεδία βολής, δημιούργησαν οχυρωμένες και διευρυμένες σπηλιές, δημιουργώντας υπόγεια καταφύγια που συνδέονταν με σήραγγες. Η γραμμή Γουσταύος δεν ήταν στην πραγματικότητα μια ενιαία γραμμή, αλλά ένα σύμπλεγμα πολλών αμυντικών στρωμάτων με θέσεις προετοιμασμένες για άμεσες αντεπιθέσεις σε περίπτωση που μία ή περισσότερες θέσεις έπεφταν στα χέρια των αντιπάλων. Ένα άλλο πλεονέκτημα για το Κέσσερλινγκ ήταν η παρουσία των Απενίνων όρων που ανάγκαζαν τους συμμάχους να πολεμουν σε δύο τομείς, τους Αμερικανούς στα δυτικά και τους Βρετανούς στα ανατολικά των βουνών. Οι ενέργειές τους δεν μπορούσαν να αλληλοσυμπληρώνονται και επομένως οι Γερμανοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις από τη μία πλευρά και στη συνέχεια να μεταφέρουν τα στρατεύματά τους στην άλλη. 

Καμουφλάζ ενός άρματος μάχης Panzer III στο ιταλικό μέτωπο.


Μετά από έναν μήνα συνεχών μαχών, στα τέλη Νοεμβρίου 1943, η τελευταία γραμμή προ του Κασσίνο Bernhardt είχε σπάσει στο κέντρο και βόρεια του Βενάφρο, αλλά χρειάστηκαν άλλες 2 εβδομάδες περίπου για να διατηρηθεί πλήρως και να μεταβούν όλες οι γερμανικές δυνάμεις στη γραμμή Γουσταύου. Στις 31 Δεκεμβρίου, η γερμανική διοίκηση σημείωσε με ικανοποίηση ότι η προέλαση των Συμμάχων προς τη Ρώμη αποδείχθηκε πολύ αργή, μόλις «δέκα χιλιομέτρων το μήνα». Η λάσπη, το τραχύ έδαφος, η έλλειψη δρόμων κατάλληλων για τις τεράστιες εφοδιοπομπές, η κακοκαιρία και η συστηματική καταστροφή που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί είχαν αποκλείσει σχεδόν πλήρως τους συμμαχικούς στρατούς στην Ιταλία και η γερμανική αντίσταση δημιούργησε ένα πεδίο μάχης παρόμοιο με τον πόλεμο φθοράς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Για τους Συμμάχους, η πτώση της γραμμής Γουσταύου είχε γίνει πλέον ο πιο επείγων ΑΝΣΚ. Από τον Νοέμβριο του 1943 σχεδιαζοταν μια απόβαση πίσω από τις γερμανικές γραμμές στο Αντζιο, ακριβώς νότια της Ρώμης στα νώτα της γραμμής. Γι'  αυτό είχαν συγκεντρώσει 240.000 άνδρες της 5ης Αμερικανικής Στρατιάς και της 8ης Βρετανικής, 1.900 άρματα μάχης και 4.000 αεροσκάφη. Απέναντί τους, βρίσκονταν εξόχως οχυρωμένοι και οργανωμένοι 140.000 Γερμανοί της 10ης Στρατιάς.

Η κατάσταση στο μέτωπο του Κασσίνο πριν τη μάχη για την
κατάκτηση της πόλης.



Η πρώτη επίθεση.

Η μάχη στον ποταμό Γκαριλιάνο.

Η βρετανική επίθεση ξεκίνησε στις 17 Ιανουαρίου, αρκετά ομαλά και αιφνιδίασε τη γερμανική 94η μεραρχία. Παρά τις δυσκολίες  λόγω του ισχυρού ρεύματος, το επόμενο πρωί το 10ο Σώμα Στρατού  είχε μεταφέρει δέκα τάγματα στην απέναντι όχθη και οι μηχανικοί εργάζονταν για να επιτρέψουν τη διέλευση και σε αντιαρματικά όπλα και βαριά οχήματα. Κατά τη διάρκεια της 18ης Ιανουαρίου, και τα δύο τμήματα επέκτειναν το προγεφύρωμα τους, παρά το γεγονός ότι η 5η Μεραρχία (10 Βρετανικό ΣΣ) επιβραδύνθηκε εν μέρει από τεράστια ναρκοπέδια. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας των μαχών, 18 Ιανουαρίου 1944, η 56η Μεραρχία βρισκόταν στο υπερυψωμένο έδαφος και στις δύο πλευρές του Castelforte, ενώ στις 19 του μήνα, η 5η κατάφερε να μπει στο Minturno και τα γαλλικά τμήματα του Γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος ( Corps Expéditionnaire Français, CEF) πίεζαν συνεχώς βορείως της πόλης. Χάρη στις ενισχύσεις του 14ου ΤΘ Σώματος Γρεναδιέρων (29η και 90η Μεραρχία), οι Γερμανοί πραγματοποίησαν αντεπιθέσεις: στις 21 η Castelforte ανακαταλήφθηκε και στις 23 η Colle Damiano (ένας λόφος στα μισά του δρόμου μεταξύ Minturo και Castelforte, που κατέλαβαν οι Σύμμαχοι την πρώτη νύχτα των μαχών). Οι Βρετανοί αντέδρασαν αποφασιστικά σε μια σειρά σκληρών συγκρούσεων, οι οποίες συνεχίστηκαν με διακυμάνσεις έντασης έως τις 9 Φεβρουαρίου. Στη βρετανική αποτίμηση της πρώτης σύγκρουσης υπήρχε ικανοποίηση που διέβησαν τον ποταμό και δημιούργησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα και κυρίως διότι αγκίστρωσαν δύο γερμανικές μεραρχίες στο μέτωπο του Κασσίνο, τα οποία, διαφορετικά, θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην επικείμενη απόβαση στο Άντζιο. Ωστόσο, απογοητεύτηκαν εντελώς από τη δράση της 46ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), η οποία υπέστη βαριές απώλειες (περίπου 4.000) σε σημείο ο διοικητής, στρατηγός Χόκσγουορθ, να αναστείλει κάθε επιθετική ενέργεια.

Η διέλευση του Γκαριλιάνο από ένα M4 Sherman,
20 Ιανουαρίου 1944.

Μάχη του ποταμού Ραπίντο.

Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες στην αμερικανική ιστορία έστω και σε τοπική και περιορισμένη κλίμακα. Η μάχη διεξήχθη κατά τις 20 με 22 Ιανουαρίου 1944, στην πραγματικότητα στον ποταμό Γκάρι. Ο Αμερικανός στρατηγός Μαρκ Γουέιν Κλάρ, ο «αμερικανικός αετός» όπως ήταν το παρατσούκλι του, εκπόνησε ένα σχέδιο το οποίο περιελάμβανε τη δημιουργία δύο προγεφυρωμάτων κατά μήκος του ποταμού Γκάρι , (που λανθασμένα εξέλαβαν ως τον ποταμό Ραπίντο) κοντά στο Σαίντ Άντζελο στη Θεοδίκη , ένα χωριουδάκι του Κασσίνο. 

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 21 Ιανουαρίου, οι πρώτοι Αμερικανοί του 1ου τάγματος του 141ου και 143ου συνταγμάτων πεζικού (ΣΠ) της 36ης Μεραρχίας του ταξίαρχου Γουόλκερ κατάφεραν να επιβιβαστούν σε βάρκες και λέμβους, αλλά μόνο περίπου εκατό από αυτούς διέσχισαν τον ποταμό φτάνοντας στη δυτική όχθη. Οι Γερμανοί στην απέναντι ακτή, δημιούργησαν μια κόλαση πυρός. Πολυβόλα, όλμοι και κάθε λογής ατομικό τυφέκιο από τους Γρεναδιέρους του 71ου ΤΘΣ της 15ης Μεραρχίας στόχευε τους Αμερικανούς. Σε αυτό το πανδαιμόνιο ήρθαν να προστεθούν και τα εύστοχα πυρά του πυροβολικού που κομμάτιαζαν τα συμμαχικά σκάφη μαζί με τους επιβαίνοντες, αλλά παράλληλα χτυπούσαν και τις αμερικανικές μονάδες που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή. Σαφώς καλύτερη «τύχη» αλλά αποτυχία στον ΑΝΣΚ της είχε και η βρετανική 46η ΜΠ, που δρούσε παράλληλα στο χωριό Σαίντ Αμπρότζιο πλησίον, η οποία δεν αιφνιδιάστηκε από τα εχθρικά πυρά, αλλά από το ισχυρό ρεύμα του ποταμού που παρέσυρε τα μικρά σκάφη που επέβαιναν οι στρατιώτες.

Η διαφορά των Βρετανών με τους Αμερικανούς ήταν ότι οι πρώτοι είχαν τη διάυγεια να ακυρώσουν την επιχείρηση και να αποχωρήσουν. Οι δε Αμερικανοί,  συνέχισαν τις προσπάθειες παρόλο που δεν άλλαξε τίποτα απολύτως στην έκβαση της μάχης παρά μόνο μεγάλωναν οι απώλειες και στις δύο όχθες του ποταμού που δέχονταν τα φονικά πυρά. Σα να μην έφτανε αυτό, αποφάσισαν και την επόμενη ημέρα (22 Ιανουαρίου)  να φτιάξουν μια γέφυρα τύπου «Baily» αλλά κατέστη αδύνατο κάτω από τέτοια έκθεση στο εχθρικό πυρ. Οι δε δυνάμεις στη δυτική όχθη ήταν τελείως αποκλεισμένες και δέχονταν γερμανικές επιθέσεις. Μόνο εκείνη την ημέρα είχαν 700 απώλειες εκ των οποίων οι 240 νεκροί. Η αντίσταση των αποκομμένων τμημάτων κάμφθηκε τελικά στις 23 και οι τελευταίοι θύλακες εξαλείφθηκαν στις 24 Ιανουαρίου. Το αποτέλεσμα ήταν μια μεγάλη τοπική νίκη για τα γερμανικά όπλα. Με απώλειες μόλις 274 ανδρών (94 νεκροί και 179 τραυματίες) προκάλεσαν 2.783 στους Αμερικανούς , 934 νεκρούς, 1089 τραυματίες και 770 αιχμαλώτους. (1) Μεταπολεμικά, αυτή η αποτυχία αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας του Κογκρέσου.

Γερμανικό πλήρωμα προσπαθεί να επαναφέρει σε λειτουργική
κατάσταση ένα Panzer IV εν μέσω εχθρικών πυρών.


Η επίθεση στον ορεινό όγκο του Κασσίνο από τους Αμερικανούς και Γάλλους. (24 Ιανουαρίου-11 Φεβρουαρίου 1944).




Με την απόβαση στο Άντζιο από τις 22 Ιανουαρίου στα νώτα της γερμανικής άμυνας, ο στρατηγός Κλαρκ αποφάσισε  να επαναλάβει τις επιθέσεις στις 24 Ιανουαρίου, χρησιμοποιώντας την 34η Μεραρχία, τους «Κόκκινους Ταύρους» του ταγματάρχη Τσαρλς Ράιντερ, που έμελλε να δώσουν έναν από τους πιο σκληρούς αγώνες στην αμερικανική στρατιωτική ιστορία. Το σχέδιο προέβλεπε την επίθεση της 34ης Μεραρχίας εναντίον του βόρειου τμήματος της πόλης του Κασσίνο, ταυτόχρονα με την άμεση επίθεση εναντίον του ορεινού όγκου Κασσίνο ακόμα βορειότερα, που ανατέθηκε στους Γάλλους. Απέναντί τους βρίσκονταν βετεράνοι του Ανατολικού Μετώπου, στον τομέα του Στάλινγκραντ, της 44ης Μεραρχίας αλλά ήταν αρκετά υποστελεχωμένη.

Ενώ το έργο της διέλευσης του ποταμού ήταν ευκολότερο απ' ότι στον Ραπίντο, η πλημμύρα έκανε την κίνηση των τμημάτων πολύ δύσκολη, για τα άρματα δε τιτάνια. Βραχώδη όρη, απότομες πλαγιές, τεράστιοι ογκόλιθοι και χαράδρες αποτελούσαν από μόνα τους δυσκολίες στην κίνηση, πόσο μάλλον κάτω από το εχθρικό πυρ και τα ναρκοπέδια, συρματοπλέγματα και κάθε λογής εμπόδια που τοποθετήθηκαν.

Η απόδοση της 34ης Μεραρχίας σε αυτήν τη σύγκρουση θεωρείται ως μια από τις καλύτερες των Αμερικανών στρατιωτών κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Β' ΠΠ. Με αργό αλλά σταθερό ρυθμό έφτασαν σε απόσταση 1.5 χιλιομέτρου από το δεσπόζον αββαείο του Κασσίνο. Δύο πολύ σημαντικά σημεία, το Colle Sant'Angelo και το ύψωμα 593 (που ονομάστηκε «κεφάλι του φιδιού») καταλήφθηκαν και χάθηκαν ξανά λόγω του αριστοτεχνικού συντονισμού των αμυντικών ενεργειών από τον φον Σένγκερ: απέσυρε την 44η Μεραρχία και την αντικατέστησε με την 90η ΤΘ που μόλις είχε απαγκιστρωθεί. Στις 7 Φεβρουαρίου, οι Αμερικανοί κατάφεραν να πάρουν το ύψωμα 445, στον οικισμό Άγιο Ονόφριο, μόλις 400 μέτρα από το αββαείο. Ωστόσο εκεί σταμάτησαν. Κάθε προσπάθεια για περεταίρω προέλαση ήταν αδύνατη και μετά από ακόαμ 4 ημέρες άκαρπων επιθέσεων σταμάτησαν. Οι απώλειες τρομακτικές. Περίπου 7 στους 10 από τους συμμετέχοντες στα τάγματα πεζικού που εφόρμησαν, 2.200 άνδρες, ήταν νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι/αιχμάλωτοι και 840 παρέμεναν ακόμα όρθιοι. Οι αμερικανικές μονάδες αντικαταστάθηκαν από τους Νεοζηλανδούς της 2ης Μεραρχίας και τους Ινδούς της 4ης Μεραρχίας με διοικητή τον Αντιστράτηγο Σερ Μπέρναρντ Φράιμπεργκ.

Οι Γερμανοί βρίσκονταν κι αυτοί στα όριά τους. Αιμορραγούσαν κατά ένα τάγμα την ημέρα και τελευταία στιγμή δεν αποχώρησαν : στις 12 Φεβρουαρίου, ο Σένγκερ είχε προτείνει στον Κέσσερλινγκ την αποδέσμευση από το Κασσίνο και την υποχώρηση στη λεγόμενη «Γραμμή C», που βρισκόταν πίσω από το προγεφύρωμα του Άντζιο, αλλά είδαν ότι εκείνη την ημέρα οι Σύμμαχοι ανέστειλαν τις επιθέσεις τους στο σημείο.

Πιο βόρεια, οι Γάλλοι στις 24 Ιανουαρίου, με τα αποικιακά στρατεύματα της 3ης Μεραρχίας Πεζικού της Αλγερίας διέσχισε το Σέτσο, ξεπέρασε τα ναρκοπέδια και έσπασε τις άμυνες της 44ης Μεραρχίας, συνέλαβε 1.200 άνδρες του Άξονα, και με σκληρό αγώνα έφτασε στο Μπελβεντέρε. Ο Γερμανός στρατηγός φον Σένγκερ παρατήρησε ότι «..τα αποικιακά στρατεύματα πολέμησαν εδώ, όπως και αλλού, με εξαιρετική μανία και αδιαφορούσαν για τις απώλειες..». Οι Αλγερινοί με αιχμή τους Τυνήσιους του 4ου Συντάγματος τυφεκιοφόρων προσπάθησαν να προωθηθούν κι άλλο, στο Colle Abate (ύψωμα 915) αλλά αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες, περίπου 2.500 άνδρες. Τη δράση αυτών εξαίρει και ο Ντε Γκωλ στα απομνημονεύματά του σε αυτήν τη μάχη. Νέες προσπάθειες έφεραν αποτέλεσμα και την κατάληψη του υψώματος αλλά μόνο βραχυπρόθεσμα: γερμανική αντεπίθεση με 2 νέα συντάγματα τους οδήγησε στις προηγούμενες θέσεις τους.




Η πρώτη μάχη για την κατάληψη της πόλης αποτελούσε μια μερική επιτυχία για τη γερμανική πλευρά που σε γενικές γραμμές κατάφερε να συγκρατήσει και να απορροφήσει το μεγαλύτερο τμήμα των συμμαχικών επιθέσεων. 


Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

Επιχείρηση «Σαμίλ», 1942. Οι Γερμανοί κομμάντο στα βάθη της Τσετσενίας.



Η Επιχείρηση «Σαμίλ» αποτελούσε σχέδιο των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων για την κατάληψη των πόλεων Μάικοπ και Γκρόζνι. Η επιχείρηση προέβλεπε τη ρίψη τμημάτων ειδικών δυνάμεων στα μετόπισθεν του εχθρού, τα οποία θα καταλαμβαναν καίρια σημεία, ενώ ο κύριος όγκος θα πραγματοποιούσε προέλαση για να τις φτάσει. Η επιχείρηση που έλαβε το όνομά της από τον Ιμαμ Σαμίλ, αποτελούσε τμήμα της θερινής επίθεσης του Γερμανικού Στρατού, της Ομάδας Στρατιών Α, το 1942 με βασικό ΑΝΣΚ την κατάληψη των τεραστίων ποσοτήτων παραγωγής πετρελαίου πόλεις Μάικοπ και με τελικό στόχος αυτές κυρίως Μπακού.

Για την εφαρμογή του σχεδίου κλήθηκε η μονάδα ειδικών επιχειρήσεων του αντισυνταγματάρχη Paul Haehling von Lanzenauer, «Σύνταγμα Βρανδεμβούργων zBV 800». Επρόκειτο για μια μονάδα στην οποία «..η πρώτη προϋπόθεση για την ένταξη κάποιου ήταν ο εθελοντισμός, μετά η ευκινησία και η ικανότητα γρήγορης αντίδρασης, η ικανότητα αυτοσχεδιασμού, ένας μεγάλος βαθμός πρωτοβουλίας σε συνδυασμό με το έντονο αίσθημα συντροφικότητας. Ακόμη, μια ορισμένη αλλά πειθαρχημένη δίψα για περιπέτεια, τακτ στην αντιμετώπιση των ξένων λαών και φυσικά η τελική απόδοση. Οπωσδήποτε ήταν επιθυμητή η αξιοπρεπής εξωτερική παρουσία και οι γλωσσικές δεξιότητες θα έκαναν έναν άνδρα να μπορεί να εμφανιστεί πειστικά ως Βρετανός αξιωματικός ή στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού..».


 Οι διερμηνείς μάχης ήταν σχεδόν πάντα ντόπιοι από την περιοχή της επιχείρησης, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν υποβληθεί σε στρατιωτική εκπαίδευση στις χώρες καταγωγής τους και διέθεταν τις περισσότερες φορές υψηλά προσόντα. Ιδίως στη συγκεκριμένη, αποτελούσαν την πλειοψηφία της αποστολής αφού αναλυτικά ήταν 15 Γερμανοί, 21 Οσετιανοί, 16 Ινγκουσετιανοί, 13 Τσετσένοι, 5 Νταγκεστανοί , 3 Κιρκάσιοι, ένας Ρώσος και ένας Κοζάκος. Αποτελεί γεγονός σχετικό με την πειθαρχία και την ποιότητα των στρατιωτών ότι δεν υπάρχει κανένα επίσημο στοιχείο ή αναφορά για εγκλήματα πολέμου ακόμα κι όταν οι άνδρες αυτοί έδρασαν σε περιοχές με έντονο αντάρτικο όπου η φύση του πολέμου ήταν ιδιαίτερα σκληρή και οδηγούσε πάντα σχεδόν τις δύο πλευρές σε εκτεταμένες ακρότητες.
Ο λοχαγός Grabert Siegfried, ο οποίος συμμετείχε στην επιχείρηση 
και του απονεμήθηκαν τα φύλλα δρυός στον Σιδηρού Σταυρό στις 
6 Νοεμβρίου 1943 τον οποίο ήδη κατείχε από τον Ιούνιο του 1941.





Η μονάδα θα πραγματοποιούσε ρίψη σε αρκετά προπορευόμενο σημείο από την προελάνουσα 1η Στρατιά Πάντσερ. Εκεί θα αποκτούσε επαφή με δυνάμεις των τοπικών άτακτων φίλιων δυνάμεων, θα καταλάμβανε με το στοιχείο του αιφνιδιασμού τις πετρελαιοπηγές και θα τις υπερασπιζε από τυχόν φθορές ή καταστροφή από τον υποχωρούντα Κόκκινο Στρατό. Όπως όμως κάθε σχέδιο «βγαίνει από το παράθυρο» μόλις ξεκινά η επιχείρηση, έτσι εξελίχθηκε και η συγκεκριμένη.

Μια μικρή ομάδα έπεσε πίσω από τις σοβιετικές γραμμές και προσγειώθηκε στις 25 Αυγούστου κοντά στο Ντούμπα-Γιούρτ, στην περιοχή του φαραγγιού του ποταμού Αργκούν στα νότια του Γκρόζνι, στην περιοχή που κατοικούνταν από Τσετσένους. Η ομάδα κινήθηκε προς τα βορειοδυτικά προς τις αιχμές του δόρατος των γερμανικών δυνάμεων που προωθούνταν. Στο δρόμο της, η μονάδα προσπάθησε να ξεσηκώσει τους, σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικούς λαούς, του Καυκάσου, όπως οι τσετσενικές ομάδες με επικεφαλής τον Χασάν Ισραΐλοφ, σε επιθέσεις στα νώτα των σοβιετικών στρατευμάτων ή σε τοπικές εξεγέρσεις. Ως μέρος αυτού, οι Τσετσένοι και οι σύμβουλοι των Γερμανών ειδικών δυνάμεών τους έπρεπε να καταλάβουν στρατηγικά σημεία και να αποτρέψουν την κίνηση σοβιετικών στρατευμάτων και το κατάφεραν. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης και μετά από σύντομες μάχες οι πετρελαιοπηγές του Γκρόζνυ ήταν σε γερμανικά χέρια.

Λίγο μετά τη ρίψη, η ομάδα «Βρανδεμβούργων» ενεπλάκη σε συμπλοκές με τις σοβιετικές δυνάμεις και μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου αναγκάστηκε να υποχωρήσει, λόγω της αντίστασης της σοβιετικής πολιτοφυλακής και των μονάδων NKVD, προς τα νότια προς το χωριό Μπορζόι, όπου υπήρχε μια φίλια δύναμη τσετσενικών αντιστασιακών μαχητών. Ένας άλλος λόγος ήταν και ο μικρός αριθμός των μαχητών, αφού μόλις 57 άνδρες αποτελούσαν το σύνολο όσων ρίφθηκαν το διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου και άλλοι 20 σε δεύτερο χρόνο. Αφού συνέχισε στο χωριό Oschnoi, ακόμα βαθύτερα στον Καύκασο, η ομάδα εκ νέου συγκεντρώθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου για να ξεκινήσει την πορεία της προς τα βορειοδυτικά προς τις γερμανικές γραμμές και σε αυτή τη φάση της επιχείρησης κατάφερε σε τρεις περιπτώσεις να αποφύγει την περικύκλωση και καταστροφή από τις σοβιετικές δυνάμεις. Ήδη οι εκεί γερμανικές δυνάμεις είχαν σταματήσει την προέλασή τους φτάνοντας μέχρι 55 μίλια (89 χιλιόμετρα) έξω από το Γκρόζνυ.


Ίσως ο μοναδικός σωζόμενος χάρτης της
«Επιχείρησης Schamil (Σαμίλ)»  (1942).

Στον χάρτη: 

Μπλε κύκλος: γερμανικό σημείο ρίψης

Μπλε βέλος: γερμανική διαδρομή 

Μικρά ορθογώνια: διανυκτερεύσεις

Διασταυρώμενα ξίφη: μάχες/συμπλοκές

Κόκκινο βέλος: εχθρική προώθηση 

Κόκκινοι κύκλοι: προσπάθειες περικυκλωσης από τις εχθρικές δυνάμεις

Κόκκινο «T» με τέλειες: εχθρικές φωλέες πολυβολων

Κόκκινη καμπύλη : εχθρική θέση πυροβολικού

Κόκκινος κύκλος με γραμμές: περιοχή αναζήτησης από τους Σοβιετικούς

Γκρι κύκλοι:  θέση ομάδων αντίστασης με ένδειξη της δύναμής τους.


Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η γερμανική διοίκηση ήταν σε επαφή με δύο τσετσενικές αντιστασιακές ομάδες, οι άντρες των οποίων ήταν κάτι περισσότερο από πρόθυμοι να πολεμήσουν τους Σοβιετικούς, αλλά το συγκεκριμένο σκέλος της «Σαμίλ» απέτυχε όχι λόγω κάποιας έλλειψης βούλησης για συνεργασία μεταξύ των Γερμανών και των Τσετσενών, αλλά του φτωχού εξοπλισμού των τελευταίων και συνεπώς των μειωμένων αντικειμενικά δυνατοτήτων. Ως εκ τούτου είχε αποτύχει και αυτό το σκέλος της επιχείρησης. Τελικά τα μαχόμενα σε ξένο έδαφος γερμανικά τμήματα επί 3.5 μήνες, μετά από 4 μάχες/συμπλοκές, αποφεύγοντας κάθε εχθρική παγίδα και προσπάθεια περικύκλωσης και διανύοντας 550 χιλιόμετρα μέσα από τις σοβιετικές γραμμές, στις 10 Δεκεμβρίου η μονάδα  «Brandenburger» απέκτησε τη λυτρωτική επαφή τελικά με άλλες γερμανικές δυνάμεις στο χωριό Verchny Kurp.

Η μυστική αστυνομία NKVD έμαθε σύντομα λεπτομέρειες για το σχέδιο «Σαμίλ» και αυτό ήταν ένας από τους λόγους για την απέλαση ολόκληρου του πληθυσμού των Τσετσενών και Ινγκουσετιανών στην κεντρική Ασία και τη διάλυση της αυτόνομης δημοκρατίας Τσετσενίας-Ινγκουσετίας ως μέρος της ΕΣΣΔ στις 7 Μαρτίου 1944.

H μονάδα μετονομάστηκε από τις 20 Νοεμβρίου 1942 σε «Sonderverband Brandenburg» και από την 1η Απριλίου 1943 σε «Μεραρχία Brandenburg».

Πηγές : 

https://www.axishistory.com/books/154-germany-heer/heer-regimenter/4476-lehr-regiment-brandenburg-zbv-800

https://www.bundesarchiv.de/DE/Content/Virtuelle-Ausstellungen/Die-Brandenburger-Kommandotruppe-Und-Frontverband/die-brandenburger-kommandotruppe-und-frontverband.html

https://portal.ehri-project.eu/units/de-002525-rh_26_1002

https://de.wikipedia.org/wiki/Brandenburg_(Spezialeinheit)

https://codenames.info/operation/schamil/

Twitter/Caucasus Archives.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Οι Πορτογάλοι αιφνιδιάζουν τους αντάρτες του FRELIMO στη Μοζαμβίκη, επιχείρηση «Ζέτα» 7-11 Ιουνίου 1969.

Κατά τη διάρκεια του δεκαετούς πολέμου της ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης ή Αποικιακού Πολέμου των Πορτογάλων (1964-1974), τα στρατεύματα της Πορτογαλίας και του Απελευθερωτικού Μετώπου της Μοζαμβίκης (FRELIMO) επιδόθηκαν σε ένα κύκλο σκληρών συγκρούσεων. Οι στρατιώτες του FRELIMO, με υλικοτεχνική υποστήριξη από τον τοπικό πληθυσμό, πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε διοικητικές θέσεις κυρίως στην επαρχία, χρησιμοποιώντας συμβατικές αντάρτικες τεχνικές: ενέδρες σε περιπολίες, σαμποτάρισμα επικοινωνιών σε σιδηροδρομικές γραμμές και μικρές επιθέσεις σε αποικιακούς σταθμούς. Οι 250 άνδρες που είχαν αρχικά έφτασαν τους 8.000 το 1967 και παρά τις απώλειες, οι γραμμές τους πύκνωναν.


Η κατάσταση αυτή, οδήγησε την πορτογαλική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις προκειμένου να εξαλειφθούν οι αντάρτικοι θύλακες. Μια από αυτές ήταν η «Επιχείρηση Ζέτα» στις 7 με 11 Ιουνίου 1969. Σκοπός της αποστολής ήταν η καταστροφή των βάσεων του FRELIMO του οροπεδίου Μακόντε και νότια του ποταμού Μεσσάλο καθώς και η αποκοπή διαδρόμων διείσδυσης από τις βάσεις Νατσινγκουέα και Μτουάρα στην Τανζανία.

Οι υψηλές απαιτήσεις απαιτούσαν τη συντονισμένη δράση μεταξύ της διοίκησης του στρατιωτικού τομέα της Μουέντα, της διοίκησης των αλεξιπτωτιστών και της Πολεμικής Αεροπορίας της Πορτογαλίας, για να εξαπολυθεί μία από τις καλύτερα οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις του πορτογαλικού αποικιακού πολέμου στη Μοζαμβίκη. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά δύσβατη, με βάλτο, πολλά βράχια και γκρεμούς, χαμηλούς θάμνους και ποτάμια. Τις δυνάμεις των Πορτογάλων αποτελούσαν ο 10ος Λόχος Διοίκησης, 2 λόχοι Ιππικού (ρόλο τεθωρακισμένου πεζικού), 2 λόχοι από 32ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών (Νατσάλα), 1 λόχος από το 31ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών και 30 με 40 περίπου οχήματα.

Δύο λόχοι αλεξιπτωτιστών θα έπεφταν στα προκαθορισμένα σημεία για να δημιουργήσουν προγεφυρώματα. Ενώ οι αλεξιπτωτιστές απέφευγαν τα στροβιλιζόμενα νερά του ποταμού και την άμμο όπου λάμβανε μέρος η προσγείωση, σύντομα οι ομάδες οργανώθηκαν με σκοπό την άμυνα της ζώνης. Στη συνέχεια, οι περισσότεροι από διακόσιοι αλεξιπτωτιστές με το στοιχείο του αιφνιδιασμού ακόμα αφού ο εχθρός δεν τους είχε αντιληφθεί, επιτέθηκαν στα φρούρια του FRELIMO. Οι αντάρτες δεν είχαν κανένα περιθώριο για αντίσταση. Πολλοί εξ αυτών δεν άγγιξαν καν τα όπλα τους και άρχισαν να τρέχουν στην αντίθετη κατεύθυνση από τα εχθρικά πυρά. Οι Πορτογάλοι εξουδετέρωσαν αρκετές δεκάδες ανταρτών κατά τη διάρκεια των πρώτων μαχών, κατέλαβαν μεγάλες ποσότητες πολεμικού υλικού και ολόκληρη σχεδόν την περιοχή του εχθρού. Σε τρεις ημέρες επιχειρήσεων, οι αλεξιπτωτιστές ασφάλισαν τις θέσεις τους με τα υπόλοιπα τμήματα, προχώρησαν μεταξύ του ποταμού Ροβούμα και της βάσης Λιμπόπο στο Μπαλάντε, νότια του βάλτου, ερεύνησαν και εξουδετέρωσαν νάρκες και παγίδες του FRELIMO και απέκτησαν επαφή με τις ομάδες του στρατού που βρίσκονταν ανατολικά και δυτικά του ποταμού Ροβούμα. Εκείνο το διάστημα τέθηκε υπό τον πορτογαλικό έλεγχο , το στρατόπεδο εφοδιασμού από τους αντάρτες, νότια του βάλτου. Ο λόχος 2376 του Ιππικού έφτασε κοντά στη λίμνη Λιντέν και στην κοιλάδα του ποταμού Νάντζε και επιτέθηκε σε ένα αντάρτικο νοσοκομείο, συλλέγοντας πλούσιο πολεμικό υλικό και έγγραφα, συλλαμβάνοντας στοιχεία του εχθρού και μερικά άτομα από τον ντόπιο πληθυσμό που βοηθούσε τους αντάρτες. Ο έτερος λόχος 2375 από το Μοτσιμπόα ντο Ροβούμα προωθήθηκε στα εδάφη δυτικά του βάλτου και ενήργησε υποστηρικτά στους αλεξιπτωτιστές.

Πορτογάλοι στρατιώτες κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία απεικονίζει τον βετεράνο του πολέμου
και παρόντα στις επιχειρήσεις Jose Carlos Galo, που τη δημοσιοποίησε.
Έχοντας καταλάβει ένα χωριό από τους αντάρτες διαβάζει
ένα εγχειρίδιο του Μάο Τσε Τούνγκ που προμήθευαν οι
κομμουνιστές στον FRELIMO.

Καθ' όλη τη διάρκεια της επιχείρησης Ζέτα, η αεροπορική υποστήριξη ήταν σημαντική, με ένα Dornier Do 27, ένα ελικόπτερο οπλισμένο με πολυβόλα, οκτώ αεροσκάφη T6 που επιτέθηκαν σε εχθρικές ομάδες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους Πορτογάλους, δύο βομβαρδιστικά PV2, τέσσερα μεταγωγικά  Nordatlas και τρία Ντακότα κατά την έναρξη, στην άφεση αλεξιπτωτιστών. Ο βομβαρδισμός των υποχωρούντων ομάδων βοήθησε να διαλύσει τη μαχητική διάθεση των ανταρτών και να αποθαρρύνει κάθε σκέψη για αντεπίθεση.


Λάφυρα της επιχείρησης.

Λόγω της λεπτομερούς συλλογής πληροφοριών, των προσεκτικών δοκιμών και της οργάνωσης, η επιχείρηση Zέτα είναι μία από τις σημαντικότερες στρατιωτικές αποστολές που πραγματοποιήθηκαν στη Μοζαμβίκη και θεωρείται από αρκετούς υπόδειγμα επιχείρησης(1). Τα αποτελέσματα μαρτυρούν την επιτυχία των στρατευμάτων της Πορτογαλίας, των οποίων ο συντονισμός έχει ξεπεράσει τις καλύτερες προοπτικές, δεδομένης της αδυναμίας πρόσβασης σε μια περιοχή που ελέγχεται από τον εχθρό, των αποστάσεων από οποιοδήποτε σημείο στήριξης και το δυσχερές του πεδίου. Η συντονισμένη δράση περίπου 680 αποφασισμένων ανδρών, δεκαοχτώ αεροπλάνων και 40 περίπου οχημάτων έφτασαν για να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν περισσότερους από διακόσιους αντάρτες, καταστρέφοντας τα καταφύγια τους και αποσυντονίζοντας τη δράση τους για αρκετό χρονικό διάστημα στην περιοχή. Ο σχετικά μικρός αριθμός οφείλεται στην άμεση και άτακτη φυγή των ανταρτών που προέβαλαν μηδαμινή αντίσταση. Κατασχέθηκαν 3 όλμοι των 82 χλστ, τμήματα μερικών άλλων και 1.816 βλήματά τους, 279 τυφέκια, 20 πολυβόλα και οπλοπολυβόλα, πάνω από 100 χειροβομβίδες και 21 ΑΕΜ (Αυτοσχέδιος Εκρηκτικός Μηχανισμός).

Χαλάστρας Κωνσταντίνος

Σημείωση

(1) Flight Plan Africa: Portuguese Airpower in Counterinsurgency, 1961-1974, σελ 307-308.



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Οι Παλαιστίνοι του PLO στον Λίβανο, «κράτος εν κράτει» και το ξέσπασμα του εμφυλίου.

Η απαρχή της παρουσίας του PLO στον Λίβανο ανάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μετά τον πόλεμο των έξι ημερών του 1967 . Ήδη σε μεγάλες περιοχές του Λιβάνου υπήρχαν παλαιστινιακές εξόριστες κοινότητες που αντιστοιχούσαν στο 12% του συνολικού πληθυσμού. Ο οργανισμός ομπρέλα, ο Οργανισμός Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (PLO) - ήταν αναμφίβολα η πιο ισχυρή δύναμη του Λιβάνου εκείνη την εποχή αλλά ήταν κάτι περισσότερο από μια χαλαρή συνομοσπονδία όπου ο αρχηγός του, Γιασέρ Αραφάτ της συνιστώσας του PLO, Φατάχ, έλεγχε όλες τις υπόλοιπες ομάδες με βασικότερες το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και το τμήμα που αποκόπηκε από αυτό, το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (DFLP). Σε αντίθεση όμως με τους Λιβανέζους, οι Παλαιστίνιοι δεν ήταν σεχταριστικοί. Οι χριστιανοί Παλαιστίνιοι υποστήριξαν τον αραβικό εθνικισμό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο και πολέμησαν ενάντια στις πολιτοφυλακές των Μαρωνιτών.



Αρχικά, πολλοί Σιίτες του Λιβάνου είχαν συμπάθεια για τους Παλαιστινίους αλλά μετά τον «Μαύρο Σεπτέμβρη» του 1970 στην Ιορδανία όπου οι Παλαιστίνοι προσπάθησαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση, υπήρξε ξαφνική εισροή ένοπλων Παλαιστινίων στις περιοχές των Σιιτών. Το παλαιστινιακό κίνημα έχασε γρήγορα την επιρροή του, καθώς οι ριζοσπαστικές φατρίες κυβερνούσαν με τη δύναμη των όπλων ένα μεγάλο μέρος του νότιου Λιβάνου, όπου τα στρατόπεδα προσφύγων συγκεντρώνονταν, και ο PLO αποδείχθηκε είτε απρόθυμος είτε ανίκανος να τους ελέγξει.

Ο Γιασέρ Αραφάτ ευθυγραμμίστηκε πλήρως με το Λιβανέζικο
Εθνικό Κίνημα, την παναραβική/νασσερική/αριστερή πτέρυγα.

Ακόμη, οι Σιίτες δεν ήθελαν να πληρώσουν το τίμημα για τις επιθέσεις πυραύλων του PLO από τον Νότιο Λίβανο. Το PLO δημιούργησε κυριολεκτικά «ένα κράτος εν κράτει», ότι ακριβώς έκαναν και στην Ιορδανία. Το κράτος του Λιβάνου, που πάντα απέφευγε να προκαλεί το Ισραήλ, απλώς εγκατέλειψε τον νότιο Λίβανο και οι κάτοικοι έγιναν μετανάστες μέσα στην πατρίδα τους. Πολλοί από τους Σιίτες μετανάστευσαν στα προάστια της Βηρυτού, τα οποία έγιναν γνωστά ως «ζώνες φτώχειας». Ο PLO είχε καταλάβει τα κέντρα της Σιδώνας και της Τύρου και στον νότιο Λιβάνο ο σιιτικός πληθυσμός έπρεπε να υποστεί την ταπείνωση να περνά «με άδεια» από τα σημεία ελέγχου του PLO. Η Παλαιστινιακή οργάνωση το έκανε αυτό με τη βοήθεια των περίφημων εθελοντών από τη Λιβύη και την Αλγερία καθώς και μια ομάδα από σουνίτικες Λιβανέζικες ομάδες. Ωστόσο, όπως διευκρινίζει ο Rex Brynen στη δημοσίευσή του για τον PLO, αυτές οι πολιτοφυλακές δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένοπλες συμμορίες χωρίς ιδεολογικές βάσεις και χωρίς οργανικό λόγο για την ύπαρξή τους, εκτός από το γεγονός ότι λάμβαναν μισθοδοσία από τον PLO / Φατάχ.

Κάθε δράση φέρνει και αντίδραση και έτσι οι Σιίτες δημιούργησαν το κίνημα Αμάλ του οποίου οι ένοπλες τάξεις αυξήθηκαν ραγδαία και πολέμησε κατά του PLO στις πρώτες φάσεις του εμφυλίου. Αργότερα, μια πιο σκληροπυρηνική ομάδα μέσα στο κίνημα θα αποσχιστεί και θα σχηματίσει τη γνωστή οργάνωση Χεζμπολάχ.


Τα δύο στρατόπεδα πολέμησαν με ιδιαίτερη σκληρότητα. Στην Καραντίνα της Βηρυτού στις 18 Ιανουαρίου 1976 οι χριστιανοί του Λιβανέζικου Μετώπου και ιδιαίτερα οι Φαλαγγίτες της Καταέμπ, έσπασαν τις γραμμές του PLO και επιδόθηκαν σε σφαγές που άφησαν 1.500 νεκρούς. Ως αντίποινα, η χριστιανική πόλη Νατμού, 20χλμ νότια της Βηρυτού δέχθηκε την επίθεση του Σουνιτικού Εθνικού Κινήματος του Λιβάνου μαζί με τον PLO και σκότωσαν περίπου 500 άτομα. «Ήταν μια αποκάλυψη», είπε ο ιερέας Μανσούρ Λαμπάκι, ένας χριστιανός Μαρωνίτης που επέζησε της σφαγής. «Ήρθαν, χιλιάδες και χιλιάδες, φωνάζοντας« Αλλάχ ου Άκμπαρ! (Ο Θεός είναι μεγάλος!) Ας τους επιτεθούμε για τους Άραβες, ας προσφέρουμε ένα ολοκαύτωμα στον Μωάμεθ! » και σφαγιάζαν όλους στο δρόμο τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.» 

Θρησκευτική κατανομή των κατοίκων του
Λιβάνου.

Μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου έτους οι Παλαιστίνιοι αποχώρησαν και από το στρατόπεδο Τελ αλ Ζαατάρ (ΝΑ της Βηρυτού) με βαριές απώλειες στις τάξεις της Φατάχ του Αραφάτ. Τον Οκτώβριο του 1976 στην πόλη Αϊσίγια του νότιου Λιβάνου μαχητές της Φατάχ και της Αλ Σαΐκα έσφαξαν 70 χριστιανούς και άφησαν τραυματίες πάνω από 100. Το κράτος ήταν τώρα ουσιαστικά διχοτομημένο, με το νότιο Λίβανο και το δυτικό μισό της Βηρυτού να έχουν γίνει βάσεις για τις πολιτοφυλακές του PLO και των υπόλοιπων μουσουλμάνων, και τους χριστιανούς να ελέγχουν την Ανατολική Βηρυτό και το χριστιανικό τμήμα του Λιβάνου. Η κύρια γραμμή αντιπαράθεσης στη διαιρεμένη Βηρυτό ήταν γνωστή ως η Πράσινη Γραμμή.

Στο εξαιρετικά πολύπλοκο σκηνικό ήρθε να προστεθεί και η συριακή επέμβαση. Στις 22 Ιανουαρίου 1976, ο Πρόεδρος της Συρίας Χαφέζ αλ Άσσαντ μεσολάβησε προκειμένου να επιτευχθεί ανακωχή μεταξύ των δύο πλευρών, ενώ άρχισε κρυφά να μετακινεί Συριακά στρατεύματα στα σύνορα με τον Λίβανο με το πρόσχημα της παρουσίας του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Στρατού , ενώ ήθελε να φέρει τον PLO ξανά υπό τη Συριακή επιρροή και να αποτρέψει την αποσύνθεση του Λιβάνου. Οι σχέσεις μεταξύ της διοίκησης του Λιβανέζικου Μετώπου και της Δαμασκού είχαν ήδη ψυχρανθεί ως συνέπεια της αυξανόμενης απροθυμίας του Συριακού Σώματος είτε να καταστείλει εντελώς τις σουνιτικές δυνάμεις των LNM-PLO στη δυτική Βηρυτό ή να επιτρέψει στις χριστιανικές πολιτοφυλακές να το πράξουν. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στη σύγκρουση το 1978, στην έναρξη του «Πολέμου των 100 ημερών», στην οριστική διάσπαση της συμμαχίας με τη Συρία αλλά και την ήττα της τελευταίας στην ανατολική Βηρυτό.

Μέλη του Νότιου Στρατού Λιβάνου με σημαίες
του Λιβάνου και του Ισραήλ.

Ο PLO προκάλεσε και την εισβολή ενός ακόμη κράτους στον Λίβανο, του Ισραήλ. Το τρομοκρατικό χτύπημα στις 11 Μαρτίου 1978 στον παραλιακό δρόμο του Ισραήλ που άφησε 39 νεκρούς και 71 τραυματίες είχε ως συνέπεια την εισβολή στον νότιο Λίβανο μετά από 3 ημέρες. Εκεί στις επιχειρήσεις διάρκειας μιας εβδομάδας ο Ισραηλινός Στρατός μαζί με τον Νότιο Στρατό Λιβάνου», μια χριστιανική οργάνωση, εκδίωξαν του Παλαιστινίους του PLO με την επιχείρηση «Λιτάνι», όπου 300 με 550 Παλαιστίνιοι σκοτώθηκαν. Ο εμφύλιος θα διαρκούσε ακόμη 12 έτη με αυξομειούμενες εντάσεις, εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αντιπάλων, αλλαγή στρατοπέδων και εξωτερικές αναμίξεις.

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Η ενέδρα της Χεζμπολάχ στον Ισραηλινό Στρατό, 12 Ιουλίου 2006, επιχείρηση «Αληθινή Υπόσχεση». Η πυροδότηση του δεύτερου πόλεμου του Λιβάνου.

Εν μέσω κλίματος σύγκρουσης, της επιμονής του Ισραήλ να διατηρήσει τους Άραβες κρατούμενους του Λιβάνου που είχε και της αποφασιστικότητας της Χεζμπολάχ  να πετύχει την απελευθέρωσή τους, ιδίως των σχεδόν 30 χρόνια φυλακισμένων ορισμένων ( όπως ο Σαμίρ Κούνταρ ) και μετά την αποτυχία έμμεσων διαπραγματεύσεων για την απελευθέρωσή του, η Χεζμπολάχ αποφάσισε να συλλάβει Ισραηλινούς στρατιώτες.

Η οργάνωση διατηρούσε ένα βαθύ υπόγειο κρυσφήγετο-αποθήκη σε μια συστάδα θάμνων ακριβώς κάτω από ένα σημείο περιπολίας των ισραηλινών οχημάτων. Ήταν εφοδιασμένο με τροφή, νερό, ραδιόφωνα, τυφέκια ΑΚ-47, αντιαρματικούς πυραύλους και διαγράμματα με λεπτομέρειες για τα διακριτικά και το μέγεθος των ισραηλινών στρατιωτικών μονάδων. Στις 9:00 π.μ. τοπική ώρα, στις 12 Ιουλίου 2006, η Χεζμπολάχ ξεκίνησε μια επίθεση αντιπερισπασμού (της επιχείρησης «Αληθινή Υπόσχεση») με πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών M-21OF των 122 χλστ σε ισραηλινές στρατιωτικές θέσεις και παραμεθόρια χωριά, όπου πέντε πολίτες τραυματίστηκαν.

Το σημείο της ενέδρας.

Μια ομάδα μαχητών της Χεζμπολάχ διέσχισε τα σύνορα, και χρησιμοποίησε κόφτες και εκρηκτικά για να περάσει το φράχτη. Ένας από τους μαχητές , ο οποίος κρυβόταν ανάμεσα σε θάμνους με RPG, εντοπίστηκε από έναν κοντινό πύργο παρατήρησης των Ισραηλινών, αλλά ο πύργος προφανώς δεν μπόρεσε να μεταδώσει αυτές τις πληροφορίες λόγω προβλημάτων επικοινωνίας. Μια περιπολία δύο ισραηλινών θωρακισμένων Humvees που περιείχαν εφέδρους πέρασαν από το σημείο. Ο επικεφαλής της περιπολίας Εχούντ Γκόλντσεσερ ήταν στο πρώτο όχημα μαζί με άλλους 3 στρατιώτες ενώ το δεύτερο Humvee είχε τρεις στρατιώτες.

Οι άνδρες της Χεζμπολάχ συγκλίνουν σε ένα
χτυπημένο Humvee κατά την επίθεση. Εικόνα από βίντεο
που ανέβασε η Χεζμπολάχ. Οι μαχητές φέρουν πλήρη εξοπλισμό,
κράνη, αλεξίσφαιρα, γιλέκα μάχης και κινούνται σε σχηματισμό
πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στους τακτικούς αραβικούς στρατούς.

Καθώς τα Humvee προχωρούσαν, οι μαχητές της Χεζμπολάχ περίμεναν να φτάσουν στη στροφή και να εκτεθούν εντελώς. Τότε, η πρώτη ομάδα της Χεζμπολάχ επιτέθηκε στη συνοδεία εκτοξεύοντας RPG και με πυρά πολυβόλου.  Ο οδηγός του 2ου οχήματος σκοτώθηκε ακαριαία ενώ οι άλλοι 2 στρατιώτες σκοτώθηκαν στην προσπάθεια διαφυγής. Δύο RPG εκτοξεύτηκαν και στο πρώτο Humvee από μικρή απόσταση. Ένας ελαφρά τραυματισμένος στρατιώτης έσυρε έναν συνάδελφό του στους παρακείμενους θάμνους και διέφυγαν. Οι άλλοι 2 μεταξύ των οποίων ήταν και ο επικεφαλής Γκόλντσεσερ αιχμαλωτίστηκαν αλλά υπέκυψαν στα τραύματά τους λίγο αργότερα. Η αποκόμιση αιχμαλώτων αποτελούσε τον ΑΝΣΚ της Χεζμπολάχ προκειμένου να προβεί σε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση κρατουμένων της. Όλο το περιστατικό δεν κράτησε περισσότερο από 10 λεπτά.

Ταυτόχρονα, μαχητές της Χεζμπολάχ έριχναν πυρά καταστρέφοντας τις παραπλήσιες κάμερες επιτήρησης και επικοινωνώντας με το κομβόι. Είκοσι λεπτά πέρασαν μέχρι οι αρχιλοχίες Γκόλντβάσερ  και Ρεγκέβ να επιβεβαιώσουν τους 2 αγνοούμενους. Επικαλέστηκε τότε την οδηγία «Αννίβας», μιας εντολής που δηλώνει ότι οι απαγωγές Ισραηλινών στρατιωτών πρέπει να αποφεύγονται με κάθε τρόπο και ξεκίνησε μια άμεση εναέρια επιτήρηση και αεροπορικές επιθέσεις στο Λίβανο για να περιορίσει την ικανότητα της Χεζμπολάχ να μετακινήσει τους στρατιώτες που είχε αιχμαλώτους. 

Ισραηλινοί στρατιώτες κατά τον πόλεμο
του Λιβάνου το 2006.

Ένα άρμα μάχης Merkava Mark II, έναν ΤΟΜΠ και ένα ελικόπτερο ήταν σε αναζήτηση. Διασχίζοντας τον Λίβανο, στράφηκαν σε δρόμο κοντά σε ένα γνωστό φυλάκιο της Χεζμπολάχ κατά μήκος των συνόρων. Όμως το άρμα μάχης διαλύθηκε κυριολεκτικά από Αυτοσχέδιο Εκρητκτικό Μηχανισμό με περίπου 200-300 κιλά εκρηκτικών, σκοτώνοντας το 4μελές πλήρωμα. Ακόμη, ενας στρατιώτης σκοτώθηκε και δύο τραυματίστηκαν ελαφρά από πυρά όλμων. Συνολικά 8 στρατιώτες κείτονταν νεκροί από την αρχή της επίθεσης, που μετά από λίγο θα γίνονταν 10 από τους δύο που υπέκυψαν, 1 άρμα μάχης και 2 τραυματίες. Η Χεζμπολάχ δεν υπέστη απώλειες.

Ο επικεφαλής της Βόρειας Διοίκησης υποστρατηγος Αδάμ προειδοποίησε προφητικά, μόνο μια ημέρα πριν από την ενέδρα, σε συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Όλμερτ και τον Υπουργό Άμυνας Αμίρ Πέρετζ: «Είμαστε στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης στα σύνορα του Λιβάνου ... Είναι ένας βάλτος εκεί κάτω. Εάν δεν προχωρήσουμε στο ζήτημα των αγροκτημάτων Σαμπάα και τους Λιβανέζους κρατουμένους, αυτή η ιστορία θα εκραγεί και θα μετατραπεί σε καταστροφή. »

Το περιστατικό αυτό πυροδότησε τον δεύτερο πόλεμο του Λιβάνου των 34 ημερών.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020

Επιχείρηση «Κάστωρ», η μεγαλύτερη αερομεταφερόμενη επιχείρηση μετά τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές απέναντι στους Βιετμίνχ.

Η επιχείρηση δημιούργησε έναν οχυρωμένο αεροδιάδρομο στην επαρχία Ντεν Μπιέν, στη βορειοδυτική γωνία του Βιετνάμ όπου διοικούσε ο ταξίαρχο Jean Gilles . Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 10:35 την 20η Νοεμβρίου 1953, με τις ενισχύσεις να πέφτουν τις επόμενες δύο ημέρες. Με την επίτευξη όλων των στόχων της, η επιχείρηση έληξε στις 22 Νοεμβρίου.

Απαιτήθηκαν 65 από τα 70 επιχειρησιακά αεροσκάφη C-47 Dakota καθώς και τα 12 αεροσκάφη μεταφοράς C-119 Flying Boxcar. Περίπου 4.560 Γάλλοι και Βιετναμέζοι αλεξιπτωτιστές θα λάμβαναν μέρος στην αποστολή. Η μυστικότητα τηρήθηκε αυστηρά: οι πιλότοι των αεροσκαφών δεν έμαθαν τον ακριβή προορισμό τους μέχρι την πτήση. Στο πρώτο κύμα συμμετείχαν στοιχεία του 17ου Αερομεταφερόμενου Μηχανικού Συντάγματος, του 1ου και 6ου Αποικιακού Τάγματος Αλεξιπτωτιστών, του 1ου Συντάγματος Κυνηγών Αλεξιπτωτιστών και του 35ου Σύνθετου Συντάγματος αερομεταφερόμενου ελαφρού πυροβολικού. Απέναντί τους είχαν τους Βιετμίνχ του Γκιάπ με το 910ο Τάγμα, το 148ο Σύνταγμα, έναν λόχο της 320ης Μεραρχίας και μια πυροβολαρχία της 351ης Μεραρχίας Πυροβολικού.



Οι μάχες της πρώτης ημέρας συνεχίστηκαν μέχρι το απόγευμα. Ο αιφνιδιασμός που υπέστησαν οι Βιετμίνχ ήταν απόλυτος και τα περιθώρια αντίδρασης μικρά. Όταν οι μονάδες των Βιετμίνχ είδαν τις απώλειές τους να πολλαπλασιάζονται τελικά αποσύρθηκαν νότια. Την επόμενη μέρα, η δεύτερη ομάδα αποτελούμενη από το 1ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών της Γαλλικής Λεγεώνας και του 8ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών μαζί με άλλα στοιχεία υποστήριξης και ολόκληρη την ομάδα διοίκησης υπό τον Ταξίαρχο Jean Gilles. Σε άλλη ζώνη πτώσης οι μηχανικοί άρχισαν γρήγορα την επισκευή και επιμήκυνση του αεροδρομίου. Οι Γάλλοι υπέστησαν 15-16 νεκρούς και 34 με 47 τραυματίες την ίδια στιγμή που οι αιφνιδιασμένοι Βιετμίνχ είχαν 115 νεκρούς, άγνωστο αριθμό τραυματιών και 4 αιχμαλώτους.


Αυτό ήταν και το προοίμιο της διάσημης μάχης του Ντιέν Μπιέν Φου που θα πραγματοποιηθεί στο ίδιο μέρος τέσσερις μήνες αργότερα. Θα αποτελέσει την τελευταία μεγάλη σύγκρουση του πολέμου της Ινδοκίνας, επειδή μετά από αυτήν την ήττα, η Γαλλία επιτάχυνε τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν στη Γενεύη για τη διευθέτηση της σύγκρουσης και εγκατέλειψε το βόρειο τμήμα του Βιετνάμ, μετά την υπογραφή αυτών των συμφωνιών τον Ιούλιο του 1954.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2020

Η πολιορκία της Δουνκέρκης και η τελευταία επιθετική ενέργεια των Γερμανών στη Γαλλία (Επιχείρηση «Μπλύχερ») τον Απρίλιο του 1945.

 Η κατάσταση και οι αντίπαλοι

Μετά την απόβαση στη Νορμανδία από τους Συμμάχους τον Ιούνιο του 1944 και το σταδιακό «ξήλωμα» των γερμανικών θέσεων, πολλά οχυρωμένα σημεία του Ατλαντικού Τείχους παρέμειναν υπό την κατοχή των Γερμανών. Με διαταγή του Χίτλερ στις 4 Σεπτεμβρίου 1944 ανακηρύχθηκαν ως οχυρά των οποίων οι φρουρές δεν θα παρέδιδαν στα σημαντικά λιμάνια/σημεία στον εχθρό. Γρήγορα οι πόλεις Διέππη, Οστένδη έπεσαν. Το Καλαί ακολούθησε την ίδια μοίρα στις 30 Σεπτεμβρίου μετά από 5ήμερη μάχη. Η γειτονική Δουνκέρκη, η πόλη-σύμβολο της επιτυχούς αποχώρησης των Συμμάχων το 1940 θα αποτελούσε ένα άπαρτο φρούριο που θα παρέμενε σε γερμανικά χέρια μέχρι τη λήξη του πολέμου.

Ο αποφασιστικός διοικητής αντιναύαρχος Φρίντριχ Φρίσιους ενέπνευσε τους 11.238 υπερασπιστές της Δουνκέρκης που προέρχονταν από διάφορες μονάδες, όπως των Μεραρχών 226, 346, 711, 49 της Βέρμαχτ, του Ναυτικού, της Αεροπορίας, εξασθενημένες από τις υποχωρητικές μάχες στη Γαλλία με 85 πυροβόλα διάφορων διαμετρημάτων, από 75 έως 200 χλστ. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και περίπου 2.000 άνδρες των Waffen-SS.Η δύναμη χωρίστηκε σε 5 τμήματα και δημιουργήθηκε περίμετρος μέχρι 10 μίλια στα διπλανά χωριά, από το Νιούπορτ στα ΒΑ και τα Λούν Πλαζ, Μπερτζούς και Σπάικερ Νότια και ΝΑ,οχυρώνοντας κάθε πιθανή είσοδο στην πόλη. Τα εφόδια και πολεμοφόδια έφταναν τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο του 1945. Τον ρόλο του πολιορκητή είχαν οι Καναδοί με εναλλαγές μονάδων την 5η Ταξιαρχία Πεζικού, την 4η Ταξιαρχία Ειδικών Επιχειρήσεων και την 154η Ταξιαρχία Πεζικού και αργότερα με την 1η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία Τσεχοσλοβάκων. Αποστολή είχαν την επιτήρηση, παρενόχληση και αναγνωριστικές επιθέσεις. Το σημείο της πόλης είχε προφανή πλεονεκτήματα για τους αμυνόμενους. Τα κανάλια χώριζαν την πόλη σε αμυνόμενους τομείς, δημιουργώντας φυσικά εμπόδια.Οι δρόμοι μπλοκαρίστηκαν από οδοφράγματα που δημιουργήθηκαν από τα συντρίμμια που ήταν τυπικά για κάθε πόλη που υπέστη αεροπορικό βομβαρδισμό. Δημιουργήθηκε ακόμη και στρατόπεδο αιχμαλώτων με 60 Βρετανούς, Καναδούς και Γάλλους αντιστασιακούς. Μέχρι τις 5 Οκτωβρίου ο άμαχος πληθυσμός είχε αποχωρήσει σχεδόν εξολοκλήρου.

Χάρτης της πόλης πριν την πολιορκία
Πηγή https://weaponsandwarfare.com/2020/06/05/operation-blucher-2/

Η πολιορκία

Από τις 7-8 Σεπτεμβρίου έως τις 15 του ίδιου μήνα στοιχεία της 2ης Καναδικής Μεραρχίας, επιχείρησαν επιθετικές ενέργειες περιορίζοντας τον θύλακα των αμυνόμενων καταλαμβάνοντας τα πέριξ χωριά/οικισμούς Μπουρμποργκ, Μπρέι Ντιούνς, Ντιβέλντ, Γκάιβελντ κ.α. και εισήλθαν και στην Μπερτζούς. Στο χωριό Λούν Πλάζ υπήρξε μεγάλη αντίσταση και αρκετές απώλειες εκατέρωθεν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τέλος κάθε συμμαχικός λόχος αριθμούσε περίπου 30 άνδρες. Οι επιτεθέμενοι είχαν τη δυσχέρεια να προωθούνται μέσα από πλημμυρισμένους δρόμους και ανοιχτά πεδία. Το Σπάικερ καταλήφθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου από μια διλοχία αλλά δέχθηκε αμέσως αντεπίθεση και πυκνά πυρά. Μερικά παράκτια πυροβόλα των Γερμανών γύρισαν 180 μοίρες και έβαλλαν και αυτά. Οι συμμαχικές δυνάμεις της Ταξιαρχίας εν τέλει υποχώρησαν και συγκεντρώθηκαν στο Μπουρμποργκ. Νυχτερινή επιδρομή των συμμάχων στις 15/9 ήταν επιτυχής και 25 Γερμανοί πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Όμως, προσπάθειες την ίδια ημέρα να περάσουν το κανάλι κατέληξαν σε αποτυχία. Οι Καναδικές απώλειες ανήλθαν σε πρίπου 300 συνολικά και αποφασίστηκε η πόλη να τεθεί υπό πολιορκία γιατί νέα έφοδος θα προκαλούσε πολλαπλάσιες απώλειες.

Η 4η, η 5η και η 6η Ταξιαρχία της 2ης Καναδικής Μεραρχίας στη συνέχεια διατάχθηκε να λάβει μέρος στη μάχη της Αμβέρσας και αντικαταστάθηκε με άλλες καναδικές μονάδες(154η Ταξιαρχία) και στις 6η Οκτωβρίου κατέφθασαν και οι δυνάμεις των Τσεχοσλοβάκων μαζί με άλλες βρετανικές (7ο Βασιλικό Σύνταγμα Τεθωρακισμένων) και γαλλικές δυνάμεις μαζί με πανσπερμία οχημάτων, αρμάτων μάχης και λοιπών όπλων.

Όμως η γερμανική άμυνα ήταν ενεργητική και εξαιρετικά δραστήρια υπό τον Φρίσιους. Ο τελευταίος αντιλήφθηκε τις συνεχείς εναλλαγές των μονάδων παρατήρησης και σε μια από τις επιδρομές/αντεπιθέσεις στη Γκάιβελντ και Μπρέυ Ντιούνς οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το κέντρο διοίκησης της 7ης Ταξιαρχίας Χάιλαντερς Άργκυλ και Σάδερλαντ. Στις 3 με 6 Οκτωβρίου 17.000 πολίτες, Βρετανοί αιχμάλωτοι και Γερμανοί τραυματίες αποχώρησαν από την πόλη μετά από σύντομη ανακωχή. Ο βασικός λόγος ήταν η παροχή περισσότερων εφοδίων για τους άνδρες του Φρίσιους. Οι Τσεχοσλοβάκοι συνέχισαν τις επιδρομές και τις επιθετικές επιχειρήσεις και σε μια από αυτές , στις 28 Οκτωβρίου αιχμαλώτισαν 300 Γερμανούς υφιστάμενοι περίπου 130 απώλειες. Οι θέσεις όμως των αμυνόμενων δεν άλλαξαν.

Ο Γερμανός διοικητής Φρίντριχ Φρίσιους

Επιχείρηση «Μπλύχερ».

Τον Απρίλιο του 1945 και ενώ το Γ' Ράιχ έπνεε τα λοίσθια και η Δουνκέρκη ήταν πλήρως απομονωμένη, ο Γερμανός διοικητής αποφάσισε την εκτέλεση μιας ισχυρής αντεπίθεσης. Η επίθεση ορίστηκε για την αυγή της 5ης Απριλίου 1945. 

Με ισχυρή κάλυψη πυροβολικού οι Γερμανοί κατέπεσαν πάνω στους ανυποψίαστους Τσέχους. Παρά τη σθεναρή αντίσταση η άμυνα κατέρρευσε από την επιθετική ορμή και γρήγορα ένα ένα τα σημεία καταλήφθηκαν.Οι Γερμανοί έφτασαν στο σημείο να ανακαταλάβουν ολόκληρη την παλαιά περίμετρο που είχαν καταφέρει να πάρουν οι Καναδοί τον Σεπτέμβριο του 1944. Όταν έφτασε η είδηση στο Βρετανικό Επιτελείο επικράτησε πανικός. Οι Καναδοί έσπευσαν να συνδράμουν τους υποχωρούντες Τσεχ/κους ενώ η RAF προσπαθούσε να συγκρατήσει τη γερμανική επίθεση με συνεχή χτυπήματα. Το μηχανικό άρχισε να ανατινάζει μια μια τις γέφυρες της περιμέτρου προκειμένου να σταματήσει την εχθρική προέλαση. Οι αναδιοργανωμένοι Τσεχ/κοι μαζί με τους Καναδούς επιχείρησαν αντεπίθεση με πλήρη αεροπορική κάλυψη αλλά χωρίς να ανακτήσουν τίποτα. Οι Τσεχ/κοι υπέστησαν απώλειες 768 ανδρών, 207 νεκροί και αγνοούμενοι και 461 τραυματίες σε αυτή τη μάχη. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τη διείσδυση των Γερμανών 15 χλμ μέσα στις συμμαχικές γραμμές. Οι Σύμμαχοι επιχείρησαν νέες αντεπιθέσεις χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τις 4 Μαΐου. Πέντε μέρες αργότερα η γερμανική δύναμη παραδόθηκε. 

Οι γερμανικές απώλειες κατά τη διάρκεια της 9μηνης πολιορκίας και της τελευταίας επίθεσης ανήλθαν σε περίπου 1.000 άνδρες. Οι συμμαχικές απώλειες δεν αναφέρονται στο σύνολό τους, οι Καναδοί κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Σεπτεμβρίου 1944 είχαν τουλάχιστον 300 απώλειες, οι Τσεχ/κοι κατά τη «Μπλύχερ» και στις 28 Οκτωβρίου είχαν 910 και των Βρετανών είναι άγνωστες. Στους τελευταίους πρέπει να υπολογίζονται και οι απώλειες κατά τη διάρκεια μικρότερων επιχειρήσεων, επιδρομών, πυρών πυροβολικού κλπ.

Τσεχ/κοι της 1ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας.


Πηγές: -άρθρο της ιστοσελίδας «Weapons and Warfare»

             -Βίντεο της Mark Felton Productions , https://www.youtube.com/watch?v=FXqg-6YKU7Q

             -http://www.nasenoviny.com/DunkirkEN1944_45.html

             - www.bbc.co.uk/ww2peopleswar/stories/95/a8553495.shtml#selection-295.15-295.45


Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Η μάχη της Ακόστα Νου (1869), τα παιδιά-στρατιώτες των Παραγουανών αμύνονται με απελπισία και κατασφάζονται.

Στη μάχη της Ακόστα Νου (16-8-1869) οι Παραγουανοί σε μια πρωτοφανή κίνηση απελπισίας έστειλαν 3.500 στρατιώτες, πολλοί από αυτούς παιδιά 8-15 ετών, απέναντι σε 20.000 βετεράνους Βραζιλιάνους.

Οι μικροί αυτοί στρατιώτες τοποθετήθηκαν σε ανοιχτό πεδίο, ιδανικό για να καταστούν στόχος από το πυροβολικό και να κατακοπούν από το ιππικό, όπως και έγινε. Η μάχη θα διαρκέσει οκτώ ώρες, με τους Παραγουανούς αρχικά να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Μετά τις πρώτες επιθέσεις, τα στρατεύματα του Παραγουανού στρατηγού Bernardino Caballero κατέβηκαν στην άλλη πλευρά του ποταμού Yukyry, όπου είχαν οκτώ πυροβόλα και τους παρείχαν κάλυψη . Έβαλαν επίσης φωτιά στο δάσος για να αποκρύψουν τις τακτικές τους κινήσεις με καπνό. Η φωτιά όμως ξέφυγε από τον έλεγχο και γρήγορα εξαπλώθηκε μέσα από το ξηρό χορτάρι.

Το συμμαχικό πεζικό ήταν το πρώτο που προσπάθησε να διασχίσει τον ποταμό, αλλά απωθήθηκε. Ο διοικητής ντ' Εού, λοιπόν, διέταξε το πυροβολικό του να ανοίξει πυρ, το οποίο προκάλεσε μεγάλες απώλειες στην πλευρά της Παραγουάης. Τότε, το ιππικό του Βραζιλίας είχε τελικά φτάσει στο πεδίο της μάχης και διέσχισε τον ποταμό και πραγματοποίησε μια σαρωτική επίθεση ενάντια στη θέση των Παραγουανών. Τα στρατεύματα του στρατηγού Caballero αμύνθηκαν χρησιμοποιώντας ένα κλασικό τετράγωνο σχηματισμό με ξιφολόγχη . Ωστόσο, τα στρατεύματά του υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Το συμμαχικό πεζικό επιτέθηκε ξανά με ξιφολόγχη, καταλαμβάνοντας τα οκτώ κανόνια και την παραγουανή θέση.

Τα παιδιά, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, έτρεχαν να προσκολληθούν στα πόδια των βραζιλιάνων στρατιωτών εν μέσω της ταραχώδους μάχης, παρακαλώντας για έλεος, μόνο και μόνο για να αποκεφαλιστούν χωρίς δισταγμό. 



Αργότερα, ο Βραζιλιάνος στρατηγός Dionísio Cerqueira, ο οποίος ήταν στη μάχη, έδωσε μια περιγραφή: «Τι φοβερός αγώνα μεταξύ της χριστιανικής ευσέβειας και του στρατιωτικού καθήκοντος! Οι στρατιώτες μας είπαν ότι δεν ήταν χαρά να μαχόμαστε ενάντια σε τέτοια παιδιά ».
«Το πεδίο ήταν γεμάτο νεκρούς και τραυματίες από τον εχθρό, μεταξύ των οποίων σε μεγάλο αριθμό, στρατιώτες , καλυμμένοι με αίμα, με σπασμένα τα πόδια, από τους οποίους δεν είχαν ακόμη φθάσει στην εφηβεία» πρόσθεσε.


Μόλις κατέρρευσε κάθε έννοια της άμυνας, τα τραυματισμένα παιδιά προσπάθησαν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης. Ωστόσο, ο βραζιλιάνος διοικητής, ο Κάουντ του Εού, διέταξε το ιππικό του να κόψει την υποχώρηση και να κατακάψει ό,τι βρει στον δρόμο του, συμπεριλαμβανομένου του πρόχειρου νοσοκομείου πλησίον του πεδίου της μάχης.

Εξαιτίας αυτών των ενεργειών οι Παραγουανοί διαλύθηκαν ολοσχερώς με 2.000 από αυτούς να κείτονται νεκροί ή τραυματίες και 1.500 να αιχμαλωτίζονται. Οι Βραζιλιάνοι είχαν 182 νεκρούς και 420 τραυματίες.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Αποστολή αυτοκτονίας στον Ειρηνικό, οι Ιάπωνες αλεξιπτωτιστές πραγματοποιούν επιδρομή στην Οκινάουα.

Στη φωτογραφία ο λοχαγός Okuyama και η 
μονάδα του αναχωρούν για την
τελευταία αποστολή 
τους.

Η Giretsu Kuteitai (που σημαίνει «ηρωικοί αλεξιπτωτιστές») ήταν αερομεταφερόμενη μονάδα ειδικών δυνάμεων του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού στρατού . Δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 1944 σε μια έσχατη προσπάθεια αποτροπής των στρατηγικών βομβαρδισμών των μητροπολίτικων εδαφών της Ιαπωνίας.

Από τη μονάδα ειδικών δυνάμεων Teishin Shudan (επιπέδου μεραρχίας) δημιουργήθηκε υπό τον λοχαγό Michiro Okuyama το 1ο Τάγμα Καταδρομών. Αυτός με 126 άνδρες, (τον 4ο Λόχο) δημιούργησε την ομάδα Giretsu. Αρχικά οργανώθηκε σε πέντε διμοιρίες και μία ανεξάρτητη ομάδα καθώς και από 8 πράκτορες.

Το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχέδιο απεμπλοκής της δύναμης, μαζί με την απόρριψη της παράδοσης στο ιαπωνικό στρατιωτικό δόγμα εκείνη την εποχή, σήμαινε ότι οι επιχειρήσεις Giretsu ήταν ουσιαστικά επιθέσεις αυτοκτονίας. Τα τελευταία λόγια του Okuyama πριν αναχωρήσει για την αποστολή ήταν τα εξής : «Αναχωρώ για την τελευταία μου εξόρμηση ως διοικητής της μοίρας, η πολυαναμενόμενη μέρα των μαχητών έφτασε τελικά. Η εκπαίδευση και ο ενθουσιασμός για τη συνάντηση με τον Αμερικανό εχθρό, είναι ο προάγγελος του τελικού μας σκοπού. Σήμερα λοιπόν.»

Τη νύχτα της 24ης Μαΐου 1945, 12 Ki-21-IIbs ξεκίνησαν έκαστο με 12 κομάντο προς τις βάσεις Γιομιτάν και Καντένα. Τέσσερα αεροσκάφη διέκοψαν την αποστολή καθώς παρουσίασαν πρόβλημα κινητήρα και άλλα τρία καταρρίφθηκαν, ωστόσο πέντε κατάφεραν να φθάσουν στο Αεροδρόμιο Γιοντάν με ένα μονάχα να προσγειώνεται με επιτυχία. Ήταν όμως αρκετό.

Περίπου 10 επιβιώσαντες επιδρομείς, οπλισμένοι με υποπολυβόλα και εκρηκτικά, σκόρπισαν το χάος. Έκαψαν 70.000 γαλόνια καυσίμου, κατέστρεψαν ή προκάλεσαν μεγάλες ζημιές σε 38 αεροσκάφη και σκότωσαν ή τραυμάτισαν 20 Αμερικανούς στρατιώτες. Από τα αμερικανικά αεροσκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς 3 μαχητικά Vought F4U Corsair , 4 μεταγωγικά C-47 και 2 βομβαρδιστικά PB4Y-2 Privateer ενώ προκλήθηκαν μεγάλες ζημιές σε 29 άλλα (2 βομβαρδιστικά PB4Y-2 , 3 μαχητικά F6F , 22 μαχητικά F4U, 2 μεταγωγικά C-47). Το αεροδρόμιο κατέστη μη επιχειρησιακό μέχρι τις 08:00 της επόμενης ημέρας.
Από την αποστολή επέζησε μόνο ένας μαχητής της μοίρας. Στη φωτογραφία
Αμερικανοί επεξεργάζονται νεκρούς Ιάπωνες των οποίων το αεροσκάφος
πραγματοποίησε αναγκαστική προσγείωση με αποτέλεσμα τον
θάνατο όλου του πληρώματος..

Μία ώρα μετά την έναρξη της μάχης, έφτασαν ενισχύσεις από Πεζοναύτες, εκκαθαρίζοντας τους επιβιώσαντες αλεξιπτωτιστές στο Yi Rong και η σύγχυση στο αεροδρόμιο σταδιακά υποχώρησε. Μέχρι τις 13:00 κάθε αντίσταση είχε σβήσει. Ένα μέλος της επιδρομής επιβίωσε και κατάφερε να διασχίσει το πεδίο της μάχης και να φτάσει στο αρχηγείο της 32ης Στρατιάς στην Οκινάουα στις 12 Ιουνίου.

Χαλάστρας Κωνσταντίνος 

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Η μάχη του Μαράς, 1920. Η έναρξη του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Χαλάστρας Κωνσταντίνος 
Στις 21 Ιανουαρίου 1920, ο Γάλλος στρατηγός Κιερέτ έκανε ένα θλιβερό απολογισμό της κατάστασης. Η τραγική έλλειψη σε εφόδια και η αδυναμία ασφαλούς ανεφοδιασμού δεν του άφηνε πολλά περιθώρια και σκεφτόταν σοβαρά την ιδέα εγκατάλειψης της πόλης. Την ίδια μέρα ακούστηκαν πυρά από την πλευρά που ήταν το γερμανικό νοσοκομείο. Η πολιορκία του Μαράς είχε αρχίσει. Οι κεμαλικοί ξεκίνησαν τον ένοπλο αγώνα ενάντια στους Γάλλους. 

Ομάδες ενόπλων, σε συνεννόηση με Τούρκους κατοίκους της πόλης, κατέλαβαν σπίτια σε καίρια σημεία σκοτώνοντας αρκετούς Γάλλους στρατιώτες και χριστιανούς αμάχους. Οι Γάλλοι απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πολυβόλων και σύντομα ξέσπασε σκληρή μάχη. Ο αντισυνταγματάρχης Τιμπόλτ εντυπωσιάστηκε από το άγριο και επιθετικό πνεύμα των Τούρκων. Κάθε χριστιανικό σπίτι που έπεφτε στα χέρια τους ήταν σίγουρο ότι δεν θα είχε κανέναν επιζώντα. Την επόμενη μέρα, πολλοί άμαχοι βρήκαν προστασία στα σχολεία και τις εκκλησίες, ενώ οι επικοινωνίες προς Άινταμπ και Άδανα είχαν κοπεί εντελώς. Ο Τούρκος ιστορικός Σαράλ περιγράφει τις σκληρές μάχες των τριών πρώτων ημερών με τα γαλλικά πυρά να καταστρέφουν πολλά σπίτια, τους Τούρκους να έχουν υποστεί πολλές απώλειες στα σημεία που οι υπερασπιστές ήταν Αρμένιοι αλλά «με την πλάστιγγα να γέρνει σταθερά προς την τουρκική πλευρά.» Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου 50 στρατιώτες με χιλιάδες αμάχους, εγκλωβίστηκαν σ’ ένα οικοδομικό τετράγωνο και σώθηκαν μόνο χάρις τις υπεράνθρωπες προσπάθειες ενός γαλλικού λόχου. Από τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους που έμειναν πίσω δεν επέζησε κανείς.
Η πόλη Μαράς στις φλόγες. Οι υλικές ζημιές και οι ανθρώπινες απώλειες των αμάχων ήταν τεράστιες
           
Οι επίσημες αναφορές της τουρκικής στρατιωτικής ιστορίας αποκαλύπτουν ότι η σύγκρουση στο Μαράς δεν ήταν απλώς μια τοπική εξέγερση στην πόλη αλλά αντιπροσώπευε την έναρξη του εθνικιστικού κινήματος στην Κιλικία με στόχο την εκδίωξη των Γάλλων και τον αφανισμό, που προφανώς δεν το αναφέρει, των Αρμενίων. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν συστηματικά να διαλύουν ολοσχερώς την αρμενική συνοικία βάζοντας φωτιές σε κάθε σπίτι. Περίπου 500 με 600 Αρμένιοι που βρήκαν καταφύγιο στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου και προέβαλλαν κάποια αντίσταση κάηκαν ζωντανοί όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να την περικυκλώσουν και να την κατακάψουν με κηροζίνη. Στη συνοικία Κουμπέτ και την εκκλησία του Αγίου Σαρκίς η αντίσταση ήταν μεγαλύτερη και προκάλεσε αρκετές απώλειες στους Τούρκους, αλλά οι υπερασπιστές μαζί με 3.000 Αρμένιους αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις νέες αφίξεις Τούρκων ατάκτων. 
Μια μαρτυρία του χειρούργου ιατρού Γκαζαριάν στο Γερμανικό νοσοκομείο της πόλης αναφέρει ότι μια ομάδα που έσφαξε περίπου 3.000 Αρμένιους αποτελούνταν από Τούρκους, Κούρδους και Τσερκέζους με επικεφαλή τον Βαγιαζήτ Ζαντέ Σουκρί. Στον ναό του Ασντβαντσατζίν 50 λεγεωνάριοι κράτησαν σθεναρή αντίσταση έως ότου οι Τούρκοι κατάφεραν να ανοίξουν δύο τρύπες και να ρίξουν κηροζίνη μέσα στον ναό. Από τους 50 ένοπλους και τους 2.000 χριστιανούς αμάχους που επιχείρησαν έξοδο ελάχιστοι επέζησαν. Στη συνοικία Τας Χαν οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να πλησιάσουν καθώς η γαλλική αντίσταση ήταν σθεναρή και μάλιστα έχασαν μια ολόκληρη ομάδα που επιχείρησε να βάλει φωτιά μαζί με τον επικεφαλή τους, Εβλιγιέ Εφέντι. Την πέμπτη μέρα της μάχης, στις 24 Ιανουαρίου 1920, το ηθικό στη γαλλοαρμενική πλευρά ήταν χαμηλό. Έβλεπαν μέρα με τη μέρα, τη μια συνοικία μετά την άλλη να πέφτουν σε τουρκικά χέρια και να λαμπαδιάζουν. Πολλοί Γάλλοι αξιωματικοί αρνήθηκαν να εμπλακούν στη διάσωση του χριστιανικού στοιχείου της πόλης. Οι προσπάθειες για επαφή με τις άλλες φρουρές κατέστη αδύνατη και οι αγγελιοφόροι θανατώνονταν καθοδόν από τους τσέτες.

Γαλλικό ορειβατικό πυροβόλο των 75 χλστ. σε πεδίο ασκήσεων. Τα πυροβόλα αυτού του τύπου έτυχαν ευρείας χρήσης στον γαλλοτουρκικό πόλεμο
            

Στο μεταξύ στη Βυρηττό, ο στρατηγός Γκουρόντ πληροφορήθηκε στις 8 Ιανουαρίου τις συγκρούσεις μεταξύ Γάλλων και Τούρκων. Θεώρησε ότι πρόκειται για μπλόφα και ότι μια μικρή αποστολή θα μπορούσε να επιτύχει μια φιλική συμφωνία. Για την αποστολή κάλεσε τον αντισυνταγματάρχη του μηχανικού Ρόμπερτ Νορμάντ. Του ανέθεσε να πάει στο Ντιάρμπεκιρ, στο Μαρντίν και στην Ούρφα μεταφέροντας μηνύματα καλής θελήσεως των Γάλλων για να αποκατασταθεί η τάξη. Προφανώς η γαλλική διοίκηση δεν είχε αντιληφθεί την κατάσταση στην Κιλικία. Όλως παραδόξως εκτέλεσε την αποστολή του και γύρισε πίσω ζωντανός. Ο Γκουρόντ πληροφορήθηκε για τη δυσχερή κατάσταση στην Ούρφα και έλαβε επίγνωση για το Μαράς. Οργάνωσε λοιπόν ένα εκστρατευτικό σώμα από τρία τάγματα αλγερινού πεζικού, τέσσερις ίλες ιππικού, δύο πυροβολαρχίες ορεινού πυροβολικού, μια νοσοκομειακή μονάδα και μια ομάδα με ασύρματο τηλέγραφο για να αποκατασταθεί η επικοινωνία. 
Σημειώθηκε μεγάλη καθυστέρηση καθώς η δύναμη ξεκίνησε μόλις στις 2 Φεβρουαρίου. Στην πορεία, στις 5 Φεβρουαρίου, 135 από τις 250 φορτωμένες καμήλες εξαφανίστηκαν καθώς οι Γάλλοι εμπιστεύτηκαν τη φύλαξή τους σε.. Τούρκους χωροφύλακες. Ένα τάγμα του Νορμάντ βρήκε μερικούς Αρμένιους λεγεωνάριους να πολιορκούνται στο Μπελ Πουνάρ, όπου φύλασσαν μια στρατιωτική αποθήκη, από 200 Τούρκους. Οι τελευταίοι εκδιώχθηκαν εύκολα από τους Γάλλους. Η φάλαγγα έφθασε στο Ακ Σου στις 7 Φεβρουαρίου όπου η εμπροσθοφυλακή απέκρουσε επίθεση από Τούρκους με στολές του τακτικού Οθωμανικού στρατού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφθασαν στην πόλη Μαράς. Η άφιξη των ενισχύσεων προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στις καταπονημένες δυνάμεις της φρουράς της πόλης. Νωρίς το πρωί της επομένης, το αλγερινό πεζικό μαζί με το ιππικό και κάθε στοιχείο του πυροβολικού παρέσυραν 250 Τούρκους που ήταν στα ορύγματά τους και πραγματοποίησαν μια θυελλώδη έφοδο. Μέχρι τις 09.00 οι Τούρκοι απωθήθηκαν και από δεύτερη γραμμή άμυνας ενώ η αναθαρρημένη φρουρά επιτέθηκε και κατέλαβε τα απολεσθέντα τμήματα της πόλης. 
Όμως η κατάσταση ήταν ακόμη κρίσιμη. Χωρίς τρόφιμα και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης αποστολής ενός κομβόι με εφόδια δεν υπήρχε άλλη επιλογή από την εκκένωση της πόλης. Ο στρατηγός Κιερέτ βρισκόταν σε δίλλημα. Ως ανώτερος αξιωματικός και διοικητής της φρουράς του Μαράς είχε την ευθύνη για το αν έπρεπε ή όχι να εγκαταλείψουν την πόλη Ο Νορμάντ έχοντας εκμηδενίσει την τουρκική αντίσταση μέσα στο Μαράς είχε το δικαίωμα να επιστρέψει στο Ισλαχιγιέ και εξήγησε τους λόγους που δεν μπορούσε να παραμείνει. Οι άνδρες του έτρωγαν τη μισή μερίδα συσσιτίου και υπέφεραν από τις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες –συνεχής χιονόπτωση και έως μείον 18 βαθμούς Κελσίου- χωρίς καταφύγιο. Τα μεταφορικά κτήνη δεν είχαν ζωοτροφή για πολλές μέρες και ήταν υποχρεωμένος να ενισχύσει τη φρουρά της Ούρφα. Τα πολεμοφόδια έφθαναν μόλις για 4 ημέρες και κάθε προσπάθεια να τα αναπληρώσει από το Άινταμπ ή το Μπελ Πουνάρ είχε αποτύχει. Το αποκορύφωμα ήταν η αποχώρηση του ταγματάρχη Κορνελούπ με 13 λόχους χωρίς καν να πάρει εξουσιοδότηση από τον ανώτερό του. 
Αναμφίβολα η προδιαγραφόμενη τύχη των Αρμένιων βάραινε τη συνείδηση του Γάλλου στρατηγού. Τελικά αποφάσισε να αποχωρήσει η γαλλική δύναμη μυστικά και να εγκαταλείψει τους πρόσφυγες, διότι θα δυσχέραιναν την επιστροφή. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Φεβρουαρίου οι Γάλλοι αποχώρησαν, όμως οι Αρμένιοι λεγεωνάριοι που ήταν μαζί τους, έντονα δυσαρεστημένοι από την ωμή εγκατάλειψη των ομόφυλών τους, ειδοποίησαν τους συμπατριώτες τους. Ο εξοπλισμός που δεν μπορούσε να μεταφερθεί, καταστράφηκε. Περίπου 4 με 5 χιλιάδες Αρμένιοι ακολούθησαν τη γαλλική φάλαγγα και πολλοί από αυτούς πέθαναν από την εξάντληση και τα κρυοπαγήματα στη διαδρομή έως το Ελ Ογλού όπου διανυκτέρευσαν. Ελάχιστοί είχαν υποδήματα για χειμερινή πορεία ενώ ξύπνησαν την επόμενη μέρα καλυμμένοι με 20 εκατοστά χιόνι. Μετά από 3 μέρες πορείας έφθασαν στο Ισλαχιγιέ.

Σενεγαλέζου στον Γαλλικό Στρατό, Ιανουάριος 1918. Συμμετείχαν στις περισσότερες
συγκρούσεις του Γαλλοτουρκικού πολέμου.


Η υποχώρηση προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο ηθικό των Γάλλων. Οι απώλειες των τελευταίων υπολογίζονται στους 1.200 άνδρες. Το έξοχο 412 Σύνταγμα είχε 223 απώλειες εκ των οποίων οι 122 νεκροί. Ο Νορμάντ ανέφερε μόνο 11 νεκρούς και 35 τραυματίες στρατιώτες από το τμήμα του αλλά είχε και 150 κρυοπαγημένους. Τα τμήματα των Σενεγαλέζων και Αλγερινών υπέστησαν απώλειες 630 ανδρών. Οι τουρκικές απώλειες έτσι όπως παρουσιάζονται στη γενική έκθεση του προσωπικού ήταν 200 νεκροί και 500 τραυματίες, αλλά πιθανότατα αυτοί οι αριθμοί αντιπροσωπεύουν τις απώλειες που υπέστησαν μονάχα τα τακτικά σώματα της 3ης Μεραρχίας Καυκάσου της 9ης Στρατιάς και δύο ιλών ιππικού. Ο τοπικός μουτασερίφης, ο κυβερνήτης της διοικητικής διαίρεσης ενός σαντζακίου, ανέφερε στις 29 Φεβρουαρίου 1920 ότι υπολόγιζε τους νεκρούς του Μαράς σε 6 με 8 χιλιάδες εκ των οποίων οι 4 χιλιάδες Αρμένιοι και οι υπόλοιποι Τούρκοι άτακτοι και άμαχοι. Το μεγαλύτερο φόρο αίματος πλήρωσαν οι Αρμένιοι άμαχοι. Πριν την πολιορκία η πόλη Μαράς είχε περίπου 24.000 Αρμένιους κάτοικους, ενώ μετά την αποχώρηση των Γάλλων στις 11 Φεβρουαρίου 1920 είχαν μείνει στην πόλη μόλις 9.700. Αν συνυπολογίσουμε και τους 1.000-1.200 από αυτούς που πέθαναν από τις κακουχίες της μετάβασης στο Ισλαχιγιέ φτάνουμε στον αριθμό των 12.700-13.700 επιζώντων από τον αρχικό αριθμό των 24 χιλιάδων ήτοι περίπου το μισό του αρχικού Αρμενικού πληθυσμού της πόλης.

Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 266, Μάιος 2019.
(