Ιστορία

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800.


Ο πάπας Λέων Γ’ (795-816) είχε ως βασικό και ζωτικό μέλημα της θέσης του την διατήρηση της συμμαχίας με τους Φράγκους του Καρόλου(Καρλομάγνος). Για να γίνει αντιληπτή η λεπτή ισορροπία της συμμαχίας αποτελεί χαρακτηριστικό γεγονός ότι ο Λέων εκλέχτηκε την ίδια μέρα που ο προκάτοχός του, ο Ανδριανός Α’ θάφτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 795. Η τάχιστη αυτή αναπλήρωση της παπικής θέσης πιθανότατα οφείλεται στην επιθυμία των Ρωμαίων να προλάβουν οποιαδήποτε παρέμβαση των Φράγκων στην εκλογή του πάπα. Η πρώτη του κίνηση είναι να ενημερώσει με επιστολή τον Κάρολο  ότι είχε εκλεγεί ομόφωνα πάπας, και να του στείλει τα κλειδιά της εξομολόγησης του Αγίου Πέτρου. Σαφέστατα αυτό μεταφράζεται στην επιθυμία να διατηρεί τον Φράγκο βασιλιά ως προστάτη της Αγίας Έδρας αλλά και να δηλώσει τη κοσμική του θέση.

Καρλομάγνος. Ο πίνακας ανήκει στα
 
Πορτρέτα των Βασιλέων της Γαλλίας , μια σειρά πορτρέτων
που ανατέθηκαν μεταξύ 1837 και 1838
από τον 
Louis Philippe I και ζωγράφισαν
διάφοροι καλλιτέχνες για το Μουσείο Ιστορίας
Βερσαλλιών.

            Ο Λέων Γ’ είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικές δυσκολίες καθώς ένα μεγάλο τμήμα του ρωμαϊκού κλήρου έτρεφε μίσος και ζηλοφθονία προς το πρόσωπό του. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο  πάπας έλαβε από τον Κάρολο, ως απάντηση στην παραπάνω επιστολή, μεγάλο μέρος του θησαυρού από τις επιτυχείς εκστρατείες των Φράγκων απέναντι στους Άβαρους.[1] Η απόκτηση αυτού του πλούτου επέτρεψε στον Λέοντα να είναι μεγάλος ευεργέτης στις εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οι συνωμότες ήθελαν να καταστήσουν τον πάπα ανίκανο να κατέχει τη θέση του και  στις 25 Απριλίου 799, όταν ο πάπας πήγαινε προς τη Φλαμίνεια πύλη δέχθηκε επίθεση. Ο Λέων που κόντεψε να χάσει τα μάτια και τη γλώσσα του ξέφυγε μετά βίας αναίσθητος και τραυματίας από τη σωματοφυλακή του.
            Ο πάπας φυγαδεύτηκε με ασφάλεια στο Πάντερμπορν, της σημερινής ανατολικής Βεστφαλίας, όπου τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές ο Κάρολος. Η θέση του ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Οι αντίπαλοί του, του είχαν προσάψει κατηγορίες περί μοιχείας και ψευδορκίας και ζήτησαν από τον Κάρολο να μην πραγματοποιηθεί η επαναφορά του. Ο Φράγκος βασιλιάς λοιπόν βρέθηκε ενώπιον ενός διλήμματος, για το αν θα μπορούσε να κρίνει αυτός τον πάπα. Αναμφισβήτητα βρισκόταν από θέση ισχύος καθώς από αυτόν θα κρινόταν η επανατοποθέτησή του.
            Η τελική λύση ήταν ο συμβιβασμός. Βέβαια ήταν κατ’ όνομα συμβιβασμός αφού ο Κάρολος εισήλθε στην «αιώνια πόλη», συνόδευσε και επανατοποθέτησε τον πάπα, συγκάλεσε σύνοδο που υποτίθεται θα εξέταζε τις κατηγορίες και η οποία τελικώς αποφάνθηκε ότι δεν θα τολμούσε ποτέ να κρίνει την Αγία Έδρα. Η μοναδική υποχρέωση του Λέοντα ήταν να λάβει δημοσίως όρκο κάθαρσης ως τεκμήριο της αθωότητας του, όπως και το έπραξε στις 23 Δεκεμβρίου του έτους 800.[2]

Η τελετουργία.
Η είσοδος του Καρόλου στη Ρώμη και στον ναό του Αγίου Πέτρου είχε ως αποτέλεσμα μετά από μια τυπική διαδικασία την επανατοποθέτηση του Λέοντα Γ’. Μετά από δύο ημέρες, ανήμερα των Χριστουγέννων του 800, ο πάπας έστεψε τον Κάρολο ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
            Αποτελεί και σήμερα σημείο τριβής η σημειολογία, η ουσία, οι σκοποί και οι προθέσεις της στέψης. Στη διάθεσή μας έχουμε δυο διαφορετικές εκδοχές με το πράγματι κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός.
            Ο Εϊνάρδος, ο βιογράφος του Φράγκου βασιλιά αναφέρει ότι αν ο Κάρολος γνώριζε τι θα έπραττε ο πάπας δεν θα παρευρισκόταν στην τελετή.[3] Εάν αυτό δεν αποτελεί μια ακριβή παρατήρηση των γεγονότων αλλά απλά μια ανάδειξη της ταπεινότητας του Φράγκου βασιλιά, μπορεί να αντικατοπτρίζει τις αμφιβολίες του Καρόλου για τον ρόλο του πάπα, σε συνάρτηση με την ίδια την ανάδειξη. Το τυπικό της διαδικασίας περιελάμβανε την τοποθέτηση από μέρος του Καρόλου των regalia δίπλα του, δηλαδή το στέμμα, το σκήπτρο, τον μανδύα και το ξίφος και μόλις εγειρόταν θα τα ξαναφορούσε ενώ δεχόταν τα επιφωνήματα των υπηκόων του. Η περιγραφή της στέψης από τη μεριά των Φράγκων, τα Βασιλικά χρονικά, αφήνει τα εννοηθεί ότι η μόνη διαφορά ήταν η τοποθέτηση του στέμματος από τον Λέοντα και η αναφώνηση ενός νέου τίτλου, αυτού του Αυτοκράτορα.[4]
            Από την άλλη πλευρά όμως, η παπική περιγραφή (Liber Pontificalis), τονίζει συνεχώς και ρητά την αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία που είχαν οι ενέργειες του πάπα. Σύμφωνα με το χρονικό λοιπόν, ο πάπας «έστεψε» και δεν «τοποθέτησε» απλώς το στέμμα, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα ότι η αναγόρευση του αυτοκρατορικού τίτλου έγινε χάρις σε αυτήν την ενέργεια. Προστίθεται ακόμη, για να ξεθωριάσουν και τα όποια περιθώρια αμφιβολίας, ότι αυτό έγινε σύμφωνα με θέληση του Θεού και του Αγίου Πέτρου, λόγω της πίστης του Καρόλου προς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία.Αποτελούσε ένα μονόπλευρο εγχείρημα, από την πλευρά του πάπα προκειμένου να έχει έναν ρόλο και λόγο στην αναγνώριση του τίτλου, με τους δικούς του όρους στην αναπτυσσόμενη υπερδύναμη της Δύσης.[5]
Προφανέστατα από μεριάς των Φράγκων επιχειρείται μια υποβάθμιση των ενεργειών που παρέκκλιναν από το τυπικό της στέψης. Ο Κάρολος, ο ακατάβλητος υπερασπιστής της χριστιανοσύνης, ήταν ο de facto αυτοκράτορας στη Δύση. Ενδυόταν την επίσημη αυτοκρατορική πορφύρα, χρησιμοποιούσε πορφυρή μελάνη, ενώ τηρούσε και τον αυτοκρατορικό τυπικό. Είχε εγείρει το παλάτι του στο Άαχεν, ενώ και τυπικά αναγνωριζόταν ως αυτοκράτορας και είχε αποδυθεί την ιδιοσυγκρασία ενός βάρβαρου βασιλιά.

            Η δε, στρατιωτική και πολιτική του, ανωτερότητα ήταν αναμφισβήτητη. Οι ιταλικές εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Λομβαρδικού βασιλείου, οι αιματηρές μάχες και το πρόγραμμα εκχριστιανισμού στα άνω Πυρηναία, οι συγκρούσεις με τους «άπιστους» Μαυριτανούς σε Κορσική και Σαρδηνία και οι νικηφόρες εκστρατείες απέναντι σε Σάξονες, Άβαρους και Σλάβους ήταν δικά του κατορθώματα που δεν δέχονταν κάποιου είδους «καπηλεία». Δεν επιθυμούσε και δε χρειαζόταν λοιπόν σε καμία περίπτωση την απόδοση του τίτλου από τον πάπα, σε αυτόν δηλαδή που του όφειλε τη θέση και ίσως τη σωματική του ακεραιότητα.
            Ο πάπας Λέοντας Γ’ από την άλλη, έχοντας επιστρέψει στη θέση του, επιθυμούσε την ολική επαναφορά του και στο κοσμικό στερέωμα. Θέλοντας να δώσει όσο δυνατόν μεγαλύτερη βαρύτητα στην τελετή έστεψε ο ίδιος τον Κάρολο προκειμένου να λάβει το αξίωμα από αυτόν και να αποκτήσει μια επίσημη θέση μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Φυσικά, δεν επιθυμούσε ούτε είχε την πολυτέλεια να φέρει τον προστάτη και σωτήρα του σε δυσχερή θέση. Η φυσική παρουσία του πάπα και η κρατική υπόσταση του κράτους οφείλονταν σε αυτόν. 




[1] Έναν θησαυρό σε δυσθεώρητα ύψη αν αναλογιστούμε την ετήσια καταβολή, για περίπου έναν αιώνα, 80 με 100 χιλιάδων χρυσών σόλιδων από το Βυζάντιο στον χαγάνο των Άβαρων.
[2] R.H.C. Davis,  Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, σελ.206
[3] Waitz, Karoli,σελ.28. «Quod primo in tantum aversatus est, ut adfirmaret se eo die, quamvis praecipua festivitas esset, ecclesiam non intraturum, si pontificis consilium praescire potuisset. Invidiam tamen suscepti nominis, Romanis imperatoribus super hoc indignantibus, magna tulit patientia.»
[4] R.H.C. Davis, Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, σελ. 207-208.
[5] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ. 435.

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Καμικάζι. Η απέλπιδα προσπάθεια της Ιαπωνίας στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Τον Οκτώβριο του 1944 ο ναύαρχος Takijiro Ohnishi γνώριζε ότι οι ιαπωνικές αεροπορικές δυνάμεις σε ολόκληρη την περιοχή των Φιλιππίνων είχαν λιγότερα από 100 αεροπλάνα που βρίσκονταν ακόμη σε κατάσταση λειτουργίας και ότι οι ναυτικές δυνάμεις δεν ήταν επαρκείς για να αντισταθούν στην εισβολή, καθώς και ότι επερχόταν η απώλεια των Φιλιππίνων συνολικά και με αυτό το τέλος κάθε πραγματικής πιθανότητας υπεράσπισης της Ιαπωνίας. 
Ένας Καμικάζι(επίσημα Ειδική Επιθετική Μονάδα
- Tokubetsu Kοgekitai) της Ιαπωνικής Αυτοκρατορικής
Αεροπορίας καταρρίπτεται καθώς προσπαθούσε
να επιτεθεί σε μια ομάδα αεροπλανοφόρων,
κοντά στα νησιά Μαριάνες στον Ειρηνικό,
στις 13 Ιουνίου 1944 .Φωτογραφία που τραβήχτηκε από
το USS Kitkun Bay.
«Κατά τη γνώμη μου», ανέφερε αργότερα ένας από τους ανώτερους υπαλλήλους του,«υπάρχει μόνο ένας τρόπος να διασφαλίσουμε ότι η πενιχρή μας δύναμη θα είναι αποτελεσματική στο μέγιστο βαθμό. Αυτό είναι να οργανωθούν μονάδες επιθέσεων αυτοκτονίας αποτελούμενες από μαχητικά Zero οπλισμένα με βόμβες των 250 κιλών, με κάθε αεροπλάνο να πέφτει σε έναν εχθρικό στόχο..Τι νομίζετε;».
Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε επίσημα η Ιαπωνική Ναυτική Ειδική Επιθετική Δύναμη,(Tokubetsu Kοgekitai) . Ήταν μια στρατηγική που επινοήθηκε από τον υπολοχαγό Shoichi Ota και ξεκίνησε την επίσημη μεταφορά της στο πεδίο της μάχης. Η ιδέα παρουσιάστηκε αρχικά στους εναπομείνατες 23 νεαρούς άνδρες της 201ης μοίρας, που ήδη μειώθηκαν στο ένα τρίτο του αρχικού τους μεγέθους. Ήδη από τον αξιωματικό που ήταν ο διοικητής τους κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης  ειπώθηκε ότι «αυτοί οι νέοι πιλότοι αγκάλιασαν την ιδέα του ναύαρχου Ohnishi για αποστολές αυτοκτονίας σε μια φρενίτιδα συγκίνησης και χαράς». Η επιχείρηση, που σύντομα θα ονομαζόταν καμικάζι ή «θεϊκός άνεμος», ξεκίνησε μέσα σε λίγες μέρες. 
Χτύπημα του USS Columbia, 57 νεκροί και
τραυματίες.
Η λέξη Kamikaze μεταφράζεται κυριολεκτικά ως «Θεϊκός άνεμος». Αν και η φράση σχετίζεται κυρίως με τους  πιλότους αυτοκτονίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η προέλευσή της είναι πολύ παλαιότερη. Στην πραγματικότητα, η έννοια του Θεϊκού ανέμου προέρχεται από ένα τυφώνα του 13ου αιώνα που κατέστρεψε τον μογγολικό στόλο, σώζοντας την Ιαπωνία (1281).

Θεωρήθηκε τότε ως έργο των θεών, που είχε ακούσει και απάντησε στις προσευχές του Ιαπωνικού αυτοκράτορα.
Oi περισσότεροι από τους πιλότους-καμικάζι ήταν κάτω των 24 ετών και, κατά μέσο όρο, έλαβαν μόνο 40 έως 50 ώρες εκπαίδευσης. Αν και συνήθως συνοδεύονταν  από πιο έμπειρους πιλότους, εξακολουθεί να φαίνεται μια απίστευτα μικρή προετοιμασία πριν από ένα τόσο σημαντικό έργο. 

26 Μαΐου 1945. Ομάδα από 5 καμικάζι
της 72ης Μοίρας. Ο πιλότος που κρατά το κουτάβι, ο
Yukio Araki, εκτέλεσε αποστολή την επομένη
όντας μόλις 17 ετών.
«Δεν αποφεύγω τη θυσία. Δεν αρνούμαι να θυσιαστώ. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να δεχτώ τη μείωση του εαυτού μου στο μηδαμινό της διαδικασίας. Δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Η μαρτυρία ή η θυσία πρέπει να γίνει στο ύψος της αυτοπραγμάτωσης. Η θυσία στο τέλος της αυτοκαταστροφής, η διάλυση του εαυτού σε τίποτα, δεν έχει καμιά σημασία». (Ημερολόγιο Καμικάζι Hayashi Tadao, 22 ετών, 3 Ιανουαρίου 1944). «Χωρίς να ληφθεί υπόψη η ζωή ή το όνομα, ένας σαμουράι θα υπερασπιστεί την πατρίδα του». Καμικάζι Isao Matsuo της 701ης Μοίρας, 28 Οκτωβρίου 1944.


Περίπου 3.910 στρατιώτες του «θεϊκού ανέμου» έπεσαν στις αυτοκτονικές αποστολές τους, συμπαρασύροντας όμως στον υγρό τάφο 4.900 ναύτες των ΗΠΑ και τραυματίζοντας άλλους 4.800. Επίσης πάνω από 70 πολεμικά σκάφη καταστράφηκαν ολοσχερώς(η USAF αναφέρει 34 κατεστραμμένα και 368 με ζημιές).Μόλις το 14-19% των Καμικάζι επιβίωνε από τις αντιαεροπορικές ομπρέλες πριν πέσει στον εχθρό.

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

Η μάχη του Νιδρουζίου, 1896.Οι αντάρτες της Εθνικής Εταιρείας απέναντι στους Οθωμανούς.


Η σφραγίδα της Εταιρείας. Κυκλική με ουράνιο σήμα 
ακτινοβολούντος σταυρού, την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»,
δύο διασταυρωμένα αμφίστομα ξίφη μεταξύ δυο «ΕΕ»,
τη χρονολογία ιδρύσεως και τέλος τη φράση «Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ».
 Το ερυθρό χρώμα ήταν συμβολικό της Αναστάσεως
Η Εθνική Εταιρεία εκφράζοντας το δημόσιο αίσθημα, το 1896, εξέγειρε το φρόνημα των Ελλήνων και ενέσπειρε την ιδέα της ενεργού αντίστασης. Η αποστολή της ήταν να εμψυχωθεί και να προστατευτεί ο Ελληνισμός από τη βουλγαρική Εξαρχία, να προκληθεί ένα γερό ράπισμα στα τουρκικά σώματα, να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός για το κρητικό ζήτημα και να διαδοθεί στην Ευρώπη το γεγονός ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας είχε ακμαίο το φρόνημά του και δεν επέτρεπε την παραγνώριση των εθνικών του δικαίων. Η απόφαση για τη συγκρότηση και την αποστολή των σωμάτων ελήφθη όταν διαδραματίζονταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα, στις 10 Απριλίου 1896 και απέστειλε ανταρτικά σώματα στον χώρο της Μακεδονίας.
Μετά από σκληρές μάχες που έδωσαν τα ελληνικά τμήματα το θέρος του 1896, η εντεταλμένη επιτροπή της Εθνικής Εταιρείας αποφάσισε την αποστολή ενός τελευταίου σώματος με επικεφαλή τον Γούλα Γκρούτα από την επαρχία Βοΐου Κοζάνης. Βετεράνος και αυτός της επανάστασης του 1878, πλέον 40 ετών, είχε επιδείξει πολλάκις την ανδρεία του, ενώ ένα αξιοσημείωτο γεγονός ήταν ότι καταδίκασε σε θάνατο τον αδελφό του επειδή έγινε καταδότης των επαναστατών στους Τούρκους. Η δύναμη που είχε ανερχόταν στους 43 άνδρες συμπεριλαμβανομένων των 7 ανδρών του Καρβέλα(αναφέρεται και ως Καρβελάς) που διασώθηκαν από την αποτυχημένη αποβίβαση του σώματος Βερβέρα. Έκαστος αντάρτης προμηθεύτηκε 350 φυσίγγια ενώ το τμήμα διέθετε σημαιοφόρο και σαλπιγκτή.
Ο επικεφαλής του τελευταίου σώματος Γούλας
Γκρούτας. (εφημ. «Άστυ», 28 Σεπτεμβρίου 1896).

            Οι αντάρτες λειτούργησαν και κοινώνησαν σ’ ένα μοναστήρι στο Κόρμποβο, πάνω από τα Τρίκαλα και αναχώρησαν στο παραμεθόριο χωριό Ασπροκλησιά. Την επομένη, στις 14 Σεπτεμβρίου, το σώμα βάδισε προς τα Χάσια  και έπειτα πέρασε έξω από το χωριό Πλέσσια (σμρ. Μελίσσι Αιμιλιανού Γρεβενών) που ήταν τσιφλίκι ενός Τούρκου μπέη. Οι κάτοικοι τον πληροφόρησαν ότι ο Αλβανός φύλακας του χωριού είχε διαπράξει πολλά εγκλήματα σε βάρος των Ελλήνων. Ο Γκρούτας έστειλε αντάρτες να τον συλλάβουν και τον πήρε μαζί του όταν αποχώρησε. Συγκρότησε ανταρτοδικείο το οποίο τον καταδίκασε σε θάνατο. Η εκτέλεσε πραγματοποιήθηκε με τσεκούρι για να μην προσελκύσουν τα πυρά τουρκικά αποσπάσματα. Συνέχισε την πορεία του στο εσωτερικό του σημερινού νομού Γρεβενών περνώντας έξω από αρκετά χωριά. Σε μια στάση κοντά στο χωριό Ανάβρυτα, δύο αντάρτες απομακρύνθηκαν καθώς μπήκαν σ’ ένα αμπέλι να φάνε σταφύλια. Ένας Αλβανός αγροφύλακας (δραγάτης) τους αντιλήφθηκε και ειδοποίησε το πλησιέστερο τουρκικό απόσπασμα. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο ένας αντάρτης διέφυγε και ο δεύτερος σκοτώθηκε αφού πρώτα όμως είχε σκοτώσει 2 στρατιώτες (νιζάμιδες) και έναν δεκανέα (ομπάση).
Αναφορά στη δράση του Π. Καρβέλα
στη μάχη Νιδρουζίου  (εξώφυλλο
 εφημερίδας «Εμπρός», 7 Δεκεμβρίου 1896).
            Ο Γκρούτας γνωρίζοντας ότι οι πυροβολισμοί θα είχαν ως αποτέλεσμα την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων έδωσε εντολή να πιάσουν οι αντάρτες τις δυο κορυφές του βουνού Νιδρουζίου και να ταμπουρωθούν. Σε απόσταση 1,5 χλμ υπήρχε τουρκικός σταθμός 80 ανδρών και 25 από αυτούς με έναν ανθυπολοχαγό έτρεξαν να στα υψώματα να παρατηρήσουν τι συμβαίνει. Οι αντάρτες τους υποδέχθηκαν με πυκνά πυρά και οι Οθωμανοί σκόρπισαν αιφνιδιαζόμενοι φωνάζοντας «τεσλίμ» (παραδίνομαι). Ο Γκρούτας έδωσε διαταγή για κατάπαυση πυρός, όμως δυο τρεις αντάρτες σε απομακρυσμένες θέσεις δεν το αντιλήφθηκαν. Οι Τούρκοι αμέσως ανέλαβαν ξανά τα όπλα τους και ο Γκρούτας που είχε εν τω μεταξύ βγει από το ταμπούρι του για να τους συλλάβει κραύγασε «Βαράτε τα σκυλιά!» πετυχαίνοντας τον ανθυπολοχαγό. Ο ακόλουθος του τελευταίου όμως ανταπέδωσε, πέτυχε τον Γκρούτα και έσπασε την αριστερή του κνήμη. Ο τελειόφοιτος της ιατρικής Σπυρόπουλος έδεσε πρόχειρα το τραύμα και τέσσερις συμπολεμιστές του τον μετέφεραν σε ασφαλές σημείο. Περίλυπος που αδυνατούσε να συνεχίσει τον αγώνα πήρε μαζί με τους τέσσερις αντάρτες τον δρόμο της επιστροφής. Οι κινήσεις τους όμως έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους οι οποίοι έστησαν ενέδρα. Σε αυτήν, δύο αντάρτες πρόλαβαν και διέφυγαν ενώ οι άλλοι δύο σκοτώθηκαν μαζί με τον αρχηγό τους αφού πρώτα ο τελευταίος σκότωσε δυο Τούρκους. Μετά το τέλος της μάχης το κομμένο κεφάλι του μεταφέρθηκε ως τρόπαιο στην πόλη των Γρεβενών.
            Εν τω μεταξύ τη θέση του Γκρούτα ανέλαβε ο Καρβέλας. Οι αντάρτες διατήρησαν τις ισχυρές αμυντικές τους θέσεις προκαλώντας νέες απώλειες στο απόσπασμα που οπισθοχώρησε. Μετά από λίγη ώρα νέο τουρκικό απόσπασμα 150 ανδρών κατέφθασε. Οι Έλληνες το άφησαν να πλησιάσει στα 500 μ. και το υποδέχθηκαν με ομοβροντία. Γρήγορα οι Τούρκοι οπισθοχώρησαν για ακόμη μια φορά, θέλοντας να επαναλάβουν την επίθεση με ακόμα μεγαλύτερες δυνάμεις. Κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τις Οθωμανικές δυνάμεις από ένα τάγμα Αλβανών Γκέγκηδων με επικεφαλή τον συνταγματάρχη Ρετζέπ αγά. Οι Οθωμανικές δυνάμεις αναθάρρησαν και επανέλαβαν τη επίθεση με σάλπιγγες και αλαλαγμούς. Τότε με διαταγή του Καρβέλα, ο σημαιοφόρος ξεδίπλωσε τη σημαία του σώματος, την οποία μέχρι τότε έφερε στην κοιλιακή χώρα, και την έστησε στην κορυφή του λόφου, ενώ οι αντάρτες ζητωκραυγάζαν υπέρ της Μακεδονίας και του Ελληνισμού και υποδέχονταν τους Τουρκαλβανούς με εύστοχα πυρά. Οι επιθέσεις αποκρούστηκαν επανειλημμένως αλλά οι Οθωμανοί επέδειξαν μεγάλο πείσμα.
Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να περιφέρουν τα κομμένα κεφάλια
των ανταρτών με σκοπό να καταβαραθρώσουν το ηθικό
των υπόδουλων πληθυσμών. Στη φωτογραφία μια
ομάδα Τούρκων στρατιωτών, με τους επικεφαλής
των θυμάτων τους.
            Την κρίσιμη στιγμή και ενώ η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους αντάρτες, η αυτόνομη ομάδα του Ναούμ Σπανού από το Άργος Ορεστικό της Καστοριάς, που ήταν πλησίον άκουσε τους πυροβολισμούς και κατέφθασε να συνδράμει στον αγώνα. Με την άφιξή του, δεν κατέστη εφικτή η κύκλωση των ανταρτών που επιχείρησαν οι Τουρκαλβανοί, αφού πλευροκόπησε τους τελευταίους επιφέροντάς τους επιπρόσθετες απώλειες. Με την έλευση της νύχτας οι αντάρτες διέφυγαν προς τα δυτικά του Νιδρουζίου εγκαταλείποντας τις κάπες τους, τα μαχαίρια και ένα πρόχειρο φαρμακείο. Εξαίρεση αποτέλεσε ένας νεαρός αντάρτης 17 ετών, ο Γεώργιος Ζορμπάς που δεν απέρριψε τίποτα αλλά εξακολουθούσε να φέρει τον βαρύ σάκο με καλαμπόκια που είχε επωμιστεί για να θρέψει τους συμπολεμιστές του. Οι Τούρκοι υπέστησαν βαριές απώλειες, μεταξύ αυτών και δύο αξιωματικοί καθώς και ο συνταγματάρχης Ρετζέπ που απεβίωσε από τα τραύματά του τρείς μέρες μετά. Οι Έλληνες είχαν μόλις έναν νεκρό, έναν τραυματία και δυο αιχμαλώτους οι οποίοι κατόρθωσαν να δραπετεύσουν.
            Ο Καρβέλας συνέχισε την πορεία του με 19 αντάρτες αφού οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα. Δέχθηκαν όμως επίθεση τουρκικού αποσπάσματος μεταξύ Σαμαρίνας και Επταχωρίου που τους στοίχισε 5 νεκρούς και έναν αιχμάλωτο. Μετά από αυτό οι εναπομείναντες αντάρτες πήραν την κατεύθυνση προς τα σύνορα. Ο ηρωικός θάνατος τους Γκρούτα και η γενναιότητα με την οποία οι αντάρτες αντιμετώπισαν επιτυχώς τους δεκαπλάσιους Τουρκαλβανούς προκάλεσε συγκίνηση και θαυμασμό στους Έλληνες εντός και εκτός του ελληνικού κράτους.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 263,Φεβρουάριος 2019)

Βιβλιογραφία: 
(1)   Κ.Βακαλόπουλος, Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (1894-1904), Εκδ. Μπαρμπουνάκης, Θεσσαλονίκη, 1986.

(2)   Γ. Λυριτζή, Η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΙΣ ΑΥΤΗΣ, Κοζάνη, 1970.
(3)   Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΥ ΤΟΥ «ΑΣΤΕΩΣ», Άστυ, Αθήνα, 1896.
(4)   D. Dakin, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1897-1913, Εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996.
(5)   Κ.Βακαλόπουλος, ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1894-1904), Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, Εκδ. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999.
(6)   ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897, Αθήνα, 1993.

Ο Θησαυρός του Παναγκιουρίστε. Η θρακική μικροτεχνία στο απόγειό της.

Μια εκπληκτική συλλογή 9 σκευών απο ατόφιο χρυσάφι βάρους 6,164 κιλών, η οποία χρονολογείται στα τέλη 4ου και αρχές 3ου αιώνα και άνηκε σε άρχοντα της θρακικής φυλής των Οδρυσών, πιθανότατα στον βασιλιά Σέυθη Γ'(331-300 π.Χ.)
Αποτελείται από μια φιάλη, έναν περίτεχνο αμφορέα, ανθρωπόμορφες οινοχόες και ζωόμορφα ρυτά. Ανακαλύφθηκαν τυχαία από 3 αδέλφια, τους Πάβελ, Πέτκο και Μιχαήλ Ντέικοφ στις 8 Δεκεμβρίου 1949 σε απόσταση 2 χλμ από την πόλη Παναγκιουρίστε(με ρίζα από την ελληνική λέξη «πανηγύρι»). Θεωρήθηκε από τον Χόφμαν Χέρμπερτ ως «ο πλουσιότερος θησαυρός που έχει ανακαλυφθεί στην Ευρώπη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο».
Στον αμφορέα διακρίνεται ο Ηρακλής να πνίγει τα δύο φίδια, ένας γενειοφόρος σάτυρος και ένοπλοι πολεμιστές να χορεύουν. Οι λαιμοί και των τριών οινοχόων που σχηματίζονται ως γυναικεία κεφάλια είναι επιμήκεις και ομοιόμορφοι και τελειώνουν με ένα πυθμένα που διευρύνεται στο κάτω άκρο και με σώματα σφιγκτήρων στα επάνω άκρα των λαβών . Τα γυναικεία στολίδια για τα μαλλιά, τα περιδέραια, καθώς και το κράνος σε μία από τις κεφαλές των Αμαζόνων έχει την αίσθηση «ανακούφισης».
Οι ρυτοί είναι εξαιρετικής τεχνοτροπίας και σ' αυτούς διακρίνονται θεοί του Ολύμπου όπως η Ήρα, ο Απόλλωνας, η Αθηνά, η Αφροδίτη και η Άρτεμη, αλλά και άλλα πρόσωπα από την ελληνική μυθολογία όπως ο Θησέας, ο Ηρακλής και μια Νίκη με ανοιχτά τα φτερά της. Τα ονόματα των θεών είναι χαραγμένα στο κεφάλι τους.Η εκπληκτική φιάλη έχει διάμετρο 25 εκ. και βάρος 0,846 κιλά. Υπάρχουν 4 ομόκεντροι κύκλοι με 24 διακοσμητικά στοιχεία γύρω από τον ομφαλό.














Υπάρχουν δύο βασικές υποθέσεις σχετικά με την προέλευση του Θησαυρού Παναγκιουρίστε.Βασίζονται στα σκαλισμένα γράμματα σε ορισμένα από τα σκεύη, τα οποία θεωρούνται ότι σημαίνουν τις μονάδες μέτρησης του χρυσού. Σύμφωνα με μια εκτεταμένη διατριβή, τα σημάδια ανήκουν στο μετρικό σύστημα που χρησιμοποιείται στη Μικρά Ασία, στην πόλη Λάμψακο. Άλλοι μελετητές όμως έχουν ανακαλύψει ότι ένα παρόμοιο σύστημα χρησιμοποιήθηκε στο εσωτερικό της Θράκης, οπότε το πιο πιθανό είναι η τοπική προέλευση του θησαυρού. Τα αντικείμενα ταξιδεύουν συνήθως ανά την υφήλιο στα σπουδαιότερα μουσεία και για τις ανάγκες των επισκεπτών έχουν δημιουργηθεί 2 σειρές από πιστά αντίγραφα.