Ιστορία

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Νικηφόρος Γρηγοράς, μια εξέχουσα φυσιογνωμία του Βυζαντίου τον 14ο αιώνα

Ο Νικηφόρος Γρηγοράς γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου με τους ιστορικούς να προσδιορίζουν την γέννησή τους ανάμεσα στα έτη 1292 έως 1295. Αποτελεί μια από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Εξαιρετικά φιλομαθής, μας άφησε πλούσιο έργο ενώ διέπρεψε ως ιστοριογράφος, θεολόγος και εμβάθυνε στους τομείς της φιλοσοφίας, αστρονομίας, ρητορικής και στα μαθηματικά. Έχασε τους γονείς του σε πολύ μικρή ηλικία, όταν ήταν μόλις 10 ετών, είχε όμως την τύχη να σταθεί δίπλα σε εξαιρετικούς δασκάλους που τον ανέθρεψαν ενσταλάζοντάς τον, την αγάπη προς τον πνευματικό τομέα και να εξελιχθεί ταχύτατα. Συνέγραψε ρητορικούς εγκωμιαστικούς λόγους, ενώ αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του ήταν οι παρατηρήσεις των ουράνιων και φυσικών φαινομένων καθώς και η μίμηση των Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων δημιουργώντας μια έξοχη εικόνα του ήθους αυτών των προσωπικοτήτων και έναν προσανατολισμό στην ιστορία του πολιτισμού. Η επιστολογραφία του με σημαίνοντες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Νικηφόρος Χούμνος αλλά και άλλους, πέρα από τις σημαντικές πληροφορίες που προσφέρει για τα πολιτικά και όχι μόνο δρώμενα, παρουσιάζει τη συγκροτημένη εικόνα αρχαιογνωσίας που έχει αποκομίσει.
Όταν απεβίωσαν οι γονείς του, την ανατροφή του ανέλαβε αρχικά ο θείος του Ιωάννης Μητροπολίτης Ηράκλειας, ο οποίος του δίδαξε πλατωνικά κείμενα και του ερμήνευσε την πλατωνική θεωρία. Το 1316 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου θα ξεκινήσει τις σπουδές του και θα γνωρίσει τον Ιωάννη ΙΓ’ Γλυκύ, ο οποίος διετέλεσε πατριάρχης την περίοδο 1315-1319 και του δίδαξε την αριστοτέλεια λογική και ρητορική. Έπειτα τον σύστησε στον Μεγάλο Λογοθέτη Θεόδωρο Μετοχίτη, οποίος θα προσφέρει στον νεαρό Νικηφόρο την γνώση της Αστρονομίας. Το 1321 εκφώνησε τον εγκωμιαστικό λόγο προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’, που είχε μια ιδιαίτερη αγάπη προς τον πνευματικό κόσμο και τις τέχνες, ο οποίος εντυπωσιάζεται από την ευγλωττία και τις ρητορικές ικανότητες του νέου Νικηφόρου και του προσφέρει κοινωνικό αξίωμα, αυτό του χαρτοφύλακα. Ο Γρηγοράς θα αρνηθεί την προσφορά αναφερόμενος στο νεαρό της ηλικίας του και την απειρία του. Το 1326, αναλαμβάνει διπλωματική αποστολή στην Σέρβικη αυλή του Στέφανου Γ’ Ουρέση, προκειμένου να τον πείσει να επιστρέψει την κόρη του Μετοχίτη, Ειρήνη, που ήταν και πεθερά του Στέφανου. Η πτώση του Ανδρόνικου Β’ το 1328 μετά τον πολυετή και καταστροφικό εμφύλιο με τον Ανδρόνικο Γ’, θα οδηγήσει τον Γρηγορά σε δυσμένεια και τελικά σε εξορία στο Διδυμότειχο. Εκεί θα αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία με τον Ιωάννη Καντακουζηνό.
Το 1331 αντικρούει με επιτυχία τις απόψεις του θιασώτη της αριστοτέλειας φιλοσοφίας, Βαρλαάμ Καλαβρού, κάτι που θα αυξήσει το κύρος του, ενώ το 1332 ιδρύει ιδιωτικό σχολείο στη Μονή της Χώρας και πλέον αποτελεί ηγετική μορφή στον πνευματικό κόσμο της Κωνσταντινούπολης. Το επόμενο έτος εκφωνεί παραμυθητικό λόγο στον αυτοκράτορα, μετά τον θάνατο της μητέρας του Ανδρονίκου Γ’, Ξένης. Θα στραφεί κατά των Λατίνων εκπροσώπων του πάπα Βενέδικτου ΙΒ’ και της ένωσης των Εκκλησιών το 1334, πείθοντας τα μέλη της συνόδου να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις με τους Λατίνους, ενώ στον νέο εμφύλιο που ξέσπασε μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και της αντιβασιλείας του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου(1341-1347) θα ταχθεί υπέρ του πρώτου. Το 1346 η αυτοκράτειρα Άννα τον παροτρύνει να πραγματοποιήσει την πρώτη του δημόσια δήλωση με μια αντιπαλαμική πραγματεία. Όντας σφοδρός πολέμιος του ησυχασμού, με τον θάνατο του Ακίνδυνου θα αποτελέσει αυτός πλέον τον ηγέτη των αντιησυχαστών. Το καλοκαίρι του 1351 όπου συγκάλεσε σύνοδο ο αυτοκράτορας πλέον Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός μαζί με τον πατριάρχη Κάλλιστο, ο Γρηγοράς θα επιμείνει με σθένος στις αντιπαλαμικές θέσεις του, προσφωνώντας ανάλογους λόγους όπου μεταξύ άλλων προέβλεψε και την καταστροφή της Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να διαταχθεί ο εγκλεισμός του στη Μονή της Χώρας. Στις 15/8/1351,  αποφασίζεται η πλήρης αποδοχή του παλαμισμού και η προσφώνηση αυτής της αποδοχής τρις από τον πατριάρχη Κάλλιστο. Το αποτέλεσμα της συνόδου δεν θα τον εμποδίσει να αφοσιωθεί στην αποδόμηση της «αιρετικής» -όπως θεωρούσε- διδασκαλίας του ησυχασμού, στην καταγγελία της αιρέσεώς του και στο να εκθέσει τα κακουργήματα των παλαμικών σε πραγματείες και φυλλάδια. Αυτή η εμμονική σχεδόν συμπεριφορά, αποτέλεσε την αιτία διακοπής της φιλίας του με τον Ιωάννη Καντακουζηνό.
Αυτοκράτορας Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός.
Η αρχική φιλία του με τον Γρηγορά
οδηγήθηκε σε ρήξη από τις θρησκευτικές
έριδες. Παρ' όλα αυτά διατήρησε την επαφή
μαζί του και ζητούσε τακτικά τη γνώμη του.
Ο εγκλεισμός του Γρηγορά θα λήξει τον Νοέμβριο του 1354 όταν και ο Ιωάννης Ε’ θα εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη και θα ανατρέψει οριστικά τον Ιωάννη ΣΤ’. Έπειτα θα διεξαγάγει μια ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση με τον Γρηγόριο Παλαμά το 1355 αλλά και με τον Ιωάννη Καντακουζηνό, από τις οποίες όμως δεν εξήχθησαν συγκεκριμένα αποτελέσματα. Συμπερασματικά, το πολυσχιδές έργο του γεννήθηκε από τη ζύμωση των πλούσιων γνώσεων του στον Ελληνικό λόγο και τη Θεολογία, δημιουργώντας μια μεγάλη προσφορά στον πνευματικό κόσμο. Η χρονολογία θανάτου του, όπως και αυτή της γέννησής του, αποτελεί σημείο διχογνωμιών μεταξύ των ιστορικών με το εύρος αυτής να βρίσκεται στα έτη 1359 έως 1361.
Πηγή: Π. Βλαχάκος, Ο Βυζαντινός λόγιος Νικηφόρος Γρηγοράς, η προσωπικότητα και το έργο ενός επιστήμονα και διανοούμενου στο Βυζάντιο του 14ου αιώνα, Εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2008.

*
Το κίνημα του Ησυχασμού αφορούσε τις πρακτικές μιας μικρής ομάδας μοναχών κυρίως του Άγιου Όρους, των οποίων η επιρροή ήταν αντίστροφα ανάλογη του αριθμού τους, που επεδίωκαν την αποθέωση μέσα από την αδιάκοπη προσευχή και αυτοσυγκέντρωση σε ερημικούς συνήθως τόπους , μακριά από τα εγκόσμια. D.Nicol, Τελευταίοι αιώνες, σελ.333-334.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Η πολιορκία της Σμύρνης (1402). Οι Ιωαννίτες αντιμετωπίζουν τον Ταμερλάνο.



Ο Οθωμανός σουλτάνος, επονομαζόμενος «κεραυνός», Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια, και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν. Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. Ο ασταμάτητος Βαγιαζήτ είχε όμως να αντιμετωπίσει έναν ακόμη, τρομερό αντίπαλο. Οι τουρκο-μογγόλοι Τιμουρίδες υπό τον Τιμούρ ή αλλιώς Ταμερλάνο απάντησαν στις εκκλήσεις των Τούρκων εμίρηδων για βοήθεια. Εκστράτευσαν λοιπόν, κατέλαβαν τη Σεβάστεια και συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στρατό στην Άγκυρα. Στην τρομερή μάχη που διεξήχθη οι Οθωμανοί νικήθηκαν και ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίσθηκε.

Ο αρχηγός των Τιμουρίδων έχοντας να αντιμετωπίσει στα μετόπισθεν στην Κίνα την δυναστεία των Μίνγκ, ήταν σε δίλημμα να αποφασίσει αν θα συνέχιζε την πορεία του στη Μικρά Ασία για λίγο ακόμη. Τελικά, προκειμένου να γίνει «ο αληθινός υιός του Παραδείσου», ένας γαζής μαχητής της πίστης, ο Τιμούρ επέλεξε να επιτεθεί στη Σμύρνη διότι έτσι συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους από τους ευσεβείς μουσουλμάνους που τον κατηγορούσαν ότι με την αποδυνάμωση των Οθωμανών, προκάλεσε ένα θανατηφόρο χτύπημα στις ισλαμικές κατακτήσεις. Όντας ικανότατος διπλωμάτης, ο Τίμουρ μετέτρεψε την εκστρατεία της Ανατολίας σε έναν ιερό πόλεμο εναντίων των Χριστιανών, να κατακτήσει τη Σμύρνη και να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι Οθωμανοί.
Περσική μικρογραφία που απεικονίζει την
 πολιορκία της Σμύρνης του 1402,
από ένα χειρόγραφο της Ζαφαρανάμα
 (1467), μια βιογραφία του Τιμούρ. 

Τέλη του Οκτωβρίου του 1402, οι Ιωαννίτες συζητούσαν στη Ρόδο εάν θα έπρεπε να ρίξουν το κύριο βάρος τους στη Σμύρνη ή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αποφάσισαν ότι η άμυνα της Ρόδου και της Σμύρνης θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα και ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις του τάγματος δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για άλλες επιχειρήσεις, εκτός και αν περίσσευαν χρήματα από τις ανάγκες της Ρόδου και της Σμύρνης, το τελευταίο χριστιανικό κάστρο στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Όπλα, προμήθειες, χρήματα και ενισχύσεις έφταναν συνεχώς στο λιμάνι ενώ το ηθικό της φρουράς ήταν σε υψηλό επίπεδο. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο μοναχός και Ιωαννίτης ιππότης Ινίγκο ντε Αλφάρο με καταγωγή από την Αραγονία, έχοντας δίπλα του μόλις 200 ιππότες του τάγματος και τους κατοίκους της Σμύρνης.

Αποχωρώντας από την Κιουτάχεια ο Τιμούρ συνέχισε την πορεία του, ενισχυόμενος καθ’ οδόν από τους εμίρηδες Αμίρ Σουλεϊμάν και Σουντζούκ και κατέλαβε αμέσως το Αλτιντάς, νότια της Κιουτάχειας. Με τον Γκιουζέλ Χισάρ του Αϊδινίου βάδισε προς την Έφεσο την οποία κατέλαβε και στρατοπέδευσε στην πόλη Μεντερές, ανάμεσα από την αρχαία πόλη του Κολοφώνα και τη Σμύρνη. Επιθυμώντας να αποφύγει τους κινδύνους μιας πιθανής μακράς πολιορκίας έστειλε πρέσβη να καλέσει τους ιππότες να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ και να του αποτίσουν φόρο. Φυσικά, οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, αποφασισμένοι να αμυνθούν μέχρι το τέλος και έτσι, προχώρησε και έφτασε με όλες τις δυνάμεις του στην πόλη στις 2 Δεκεμβρίου 1402. Αποφάσισε να πραγματοποιηθεί γενική επίθεση από την αρχή.
Ιωαννίτες ιππότες μάχονται με Σαρακηνους.
Στη Σμύρνη πολέμησαν με το γνωστό πολεμικό μένος
αλλά ήταν απελπιστικά ολιγάριθμοι.

Οι καταπέλτες έριχναν λίθινους ογκόλιθους ακατάπαυστα την ίδια στιγμή που τα στρατεύματά του πραγματοποιούσαν εφόδους και οι σκαπανείς έσκαβαν λαγούμια για να υπονομεύσουν τα τείχη. Ο Τιμούρ διέταξε να χτιστεί μια σταθερή πλατφόρμα με ξύλα, προκειμένου να μπλοκάρει την είσοδο και έξοδο των σταυροφόρων από το λιμάνι, μια διαδικασία που διήρκησε 3 μέρες. Μετά από μερικές μέρες πολιορκίας κατά τη διάρκεια της οποίας διεξήχθησαν σκληρές μάχες στα τείχη της πόλης, κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τον Τιμούρ από τους, Πέρσες στην καταγωγή, σουλτάνο Μοχάμεντ και σάχη Μιράν. Νέες επιθέσεις στα τείχη της πόλης αποκρούστηκαν από τους λιγοστούς  ταλαιπωρημένους υπερασπιστές της Σμύρνης. 

Ο Πέρσης ιστορικός Σερίφ εντ Ντίν που ακολουθούσε τον Τιμούρ αναφέρει γλαφυρά τις σκηνές των μαχών που διαδραματίζονταν, με τους πολιορκητικούς κριούς να σφυροκοπούν τις πύλες, τους καταπέλτες να γκρεμίζουν τους πύργους, τις σκληρές μάχες σώμα με σώμα, τις πυκνές ανταλλαγές τοξευμάτων, τη χρήση υγρού πυρ, φλεγόμενων βελών ακόμα και βέλη με πυρίτιδα (προφανώς με τα πυραυλικά προωστικά της εποχής) χωρίς καμία ανάπαυση. Μια εξαιρετικά έντονη και συνεχή βροχόπτωση δημιούργησε ένα απόκοσμο πολεμικό σκηνικό. Την επόμενη μέρα οι ικανοί σκαπανείς των Τιμουρίδων υπονόμευσαν τα τείχη.Αμέσως πυροδοτήθηκαν οι δέσμες εκρηκτικών που τοποθετήθηκαν στο νευραλγικό σημείο. Τα τείχη ανασηκώθηκαν στον αέρα από την τρομερή έκρηξη, καλύπτοντας τους μαχητές στα ερείπια και οι αντίπαλοι εφόρμησαν αλαλάζοντας στα χαλάσματα και εισέβαλαν στην πόλη. Παρά τη σκληρή και απελπισμένη αντίσταση, οι ιππότες υποχώρησαν και αναζήτησαν σωτηρία στα πλοία που στάθμευαν στο λιμάνι. Ελάχιστοι από αυτούς τα κατάφεραν, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους Ινίγκο. Μερικά πλοία που έφτασαν για ενίσχυση έκαναν αναστροφή και αποχώρησαν. Ο χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος μάταια προσπάθησε να ξεφύγει, σφαγιάστηκε και η πόλη εκθεμελιώθηκε.

Βέλη με προωθητικά μέσα της εποχής.
Χρησιμοποιήθηκαν από τον Ταμερλάνο και στη Σμύρνη.
Ο Τιμούρ έκανε στροφή 180 μοιρών και έσπευσε προς Μεσοποταμία, την Περσία και από εκεί στη Σαμαρκάνδη όπου γιόρτασε 9 μήνες τις επιτυχίες του και προετοίμασε τον στρατό για νέες εκστρατείες σε Μογγολία και Κίνα. Οι Ιωαννίτες πλέον θα περιορίζονταν στις κτήσεις των Δωδεκανήσων όπου θα απέκρουαν τον 15ο αιώνα τις επιθέσεις των Μαμελούκων και Οθωμανών. Και τις δύο φορές αντιμετώπισαν επιτυχώς τον σουλτάνο της Αιγύπτου το 1444 και τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή το 1480. Το 1494 οι Ιωαννίτες δημιούργησαν ένα οχυρό στη χερσόνησο της Αλικαρνασσού και αποτέλεσαν έναν στόχο προτεραιότητας για τους Οθωμανούς. Το τέλος της κυριαρχίας τους στη Ρόδο ήρθε το 1522, όταν ένας τεράστιος στρατός του Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή πολιόρκησε επί 6 μήνες το κάστρο της Ρόδου. Μπροστά στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού κατέληξαν σε έντιμη συμφωνία αποχώρησης από το νησί και τους επετράπησαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα, τα τιμαλφή και τα θρησκευτικά κειμήλια που επιθυμούσαν.
*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259, Οκτώβριος 2018.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Οι «ελληνικές ωμότητες» στη Μικρασιατική εκστρατεία το θέρος του 1919



Έχει γίνει πολλάκις αναφορά περί «ελληνικών μαζικών εγκλημάτων» κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας από διάφορους «ύποπτους» κύκλους. Αρχής γενομένης από αναφορές σε «συνωστισμούς» γίνεται μια προσπάθεια εξισορρόπησης των εγκλημάτων που προέβησαν οι Τούρκοι. Η αλήθεια είναι όμως εκ διαμέτρου αντίθετη.
Ο αριθμός των Ελλήνων στα εδάφη της Τουρκίας κυμαινόταν στους 2.400.000, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτού στα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη.[1] Εκμεταλλευόμενη λοιπόν τις περιστάσεις και τις συγκυρίες, η Ελληνική Κυβέρνηση με  εντολή πλέον από τους Συμμάχους, διατάζει τον Ελληνικό Στρατό να αποβιβασθεί στη Σμύρνη. 
Η αποβίβαση τελικά πραγματοποιείται στις 2/5/1919 μέσα σε μία εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα[2] και ελλιπώς σχεδιασμένη, καθώς τα ελληνικά τμήματα δεν απέκοψαν τις οδούς διαφυγής των Τούρκων που βρίσκονταν στην τουρκική συνοικία, ένα μέτρο που πιθανόν να τους αποθάρρυνε να προβάλλουν αντίσταση.[3] Την ώρα της αποβίβασης ενώ τα πλήθη των Ελλήνων πολιτών υποδεχόντουσαν τα στρατιωτικά τμήματα, Τούρκοι ακροβολιστές προσέβαλλαν τους Έλληνες στρατιώτες. Οι ελληνικές δυνάμεις απάντησαν, με αποτέλεσμα η συμπλοκή να εξελιχθεί σε κανονική μάχη. Οι Έλληνες είχαν 2 νεκρούς και 34 τραυματίες στρατιώτες και 9 ιδιώτες τραυματίες, οι Τούρκοι 5 νεκρούς και 16 τραυματίες, ενώ ιδιώτες διάφορων εθνοτήτων υπέστησαν 47 νεκρούς. 
Τα ελληνικά τμήματα επικράτησαν γρήγορα αλλά το αποτέλεσμα ήταν να συνοδευτεί η απόβαση από πικρόχολα σχόλια των Συμμάχων.[4] Ως πολιτικό γεγονός είχε ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία, και η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις. Παρ’ όλα αυτά οι όποιες αδικίες κι αν έγιναν, επανορθώθηκαν γρήγορα και εκτελέστηκαν υπαίτιοι κάτι που κανείς δεν έλαβε υπ όψιν.[5] [6] Τα τμήματα των Τούρκων που διέφυγαν, περίπου 3.000, ενώθηκαν με ένοπλους χωρικούς και απειλούσαν ότι θα σκοτώσουν τον ελληνικό πληθυσμό.

Το 4ο Σύνταγμα Πεζικού στη Σμύρνη μετά την απόβαση

            Μια ακόμα παράμετρος που θα προκαλούσε πολλά προβλήματα, κυρίως σε αυτή την πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ήταν το γεγονός ότι δεν επετράπη από την Διασυμμαχική Επιτροπή ο αφοπλισμός του τουρκικού πληθυσμού και ως εκ τούτου ο Ελληνικός Στρατός είχε πλέον να αντιμετωπίσει και τις ένοπλες ομάδες εντός της κατεχόμενης ζώνης.[7] Το μέτρο αυτό φυσικά δεν θα έλυνε το πρόβλημα των αντάρτικων ομάδων, καθώς πολλές ήταν εκτός της κατεχόμενης ζώνης, αλλά θα αποτελούσε δραστικό μέτρο για την αντιμετώπιση και την αποτροπή ενίσχυσης αυτών.
            Στις 2/6 η Πέργαμος δέχθηκε επίθεση από Τσέτες (άτακτα στρατιωτικά σώματα των Τούρκων), Τουρκαλβανούς χωροφύλακες και αποστρατευμένους στρατιώτες του οθωμανικού στρατού.[8] Ο διοικητής του σώματος (1/8 Τάγμα Κρητών), Συρμακέζης, υποχώρησε, παρά τις σημαντικές απώλειες των Τούρκων που ήταν περίπου 70,  με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός να υποστεί σφαγές. Με την ανακατάληψη της πόλης από τον Νίδερ στις 7/6, έγινε αντιληπτό το μέγεθος της σφαγής και αποκαλύφθηκαν οικτρές εικόνες κακοποιημένων πτωμάτων (86 σφαγιασθέντες με τοποθετημένα τα γεννητικά όργανα στο στόμα). Αυτό μοιραία οδήγησε σε αντίποινα από την πλευρά των Ελλήνων όταν νεαροί κυρίως στρατιώτες επηρεασμένοι από τα γεγονότα στην Πέργαμο, χωρίς αφορμή και με τους διοικητές τους να μην μπορούν να τους ελέγξουν, ξέσπασαν πάνω σε άμαχο πληθυσμό και άφησαν πίσω τους 200 νεκρούς.[9] [10] [11] Το βράδυ της 6ης Ιουνίου το τμήμα που κατείχε την πόλη Ναζιλί, αποχώρησε μετά από πληροφορίες για επικείμενη επίθεση και τις επόμενες ώρες, τουρκικά τμήματα λεηλάτησαν τις εκεί ελληνικές περιουσίες και σκότωσαν Έλληνες πολίτες.[12]           

Μετά από δύο ημέρες όμως τουρκική αντεπίθεση οργανωμένη από το έδαφος της Ιταλικής ζώνης κατοχής, κάτι που ο Horton θεωρεί «απόλυτα διασταυρωμένο» προσέβαλλε τις ελληνικές δυνάμεις στο Αϊδίνι.[13] [14] Καθ’ όλη την διάρκεια της εκστρατείας, υπήρχε μια συνεχή παροχή στρατιωτικής βοήθειας, σε εφόδια αλλά και σε επίπεδο πληροφοριών.[15] Ο Συνταγματάρχης Σχοινάς δεν διατήρησε την ψυχραιμία του στην σύγκρουση που ακολούθησε και υποχώρησε. Η πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων με επίλογο την τραγική τελευταία αντίσταση ευζώνων του 38ου Συντάγματος Ευζώνων και των Προσκόπων. Ο Βενιζέλος διέταξε την άμεση ανακατάληψη, διότι η πόλη αποτελούσε κομβικό σημείο και έτσι θα διακινδύνευε η κατοχή της πεδιάδας του Μαιάνδρου. Τελικά στις 20/6  η πόλη πέρασε ξανά στην κατοχή των ελληνικών δυνάμεων αλλά είχε υποστεί ήδη τρομερές καταστροφές. Οι μισές οικίες είχαν καεί ή καταστραφεί και όλες οι υπόλοιπες λεηλατήθηκαν. Εσφάγησαν εκατοντάδες ή χιλιάδες πολίτες με εκτιμήσεις για τους Έλληνες νεκρούς που ξεκινάνε από τους 900 νεκρούς και φτάνουν μέχρι τις 2000, με μεγάλο ποσοστό από γυναικόπαιδα και 4.000 πρόσφυγες ενώ από τη μήνη δεν ξέφυγαν ακόμη και οι Τούρκοι πολίτες που πλήρωσαν επίσης βαρύ τίμημα σε αίμα.[16]
Η απάντηση των ελληνικών δυνάμεων ήταν άμεση. Ο Κονδύλης αντεπιτέθηκε πέραν του ποταμού Μαιάνδρου, νικώντας  σώματα Τσετών αλλά ερχόμενος και σε αντιπαράθεση με τους Ιταλούς, καθώς διάβηκε  βιαίως τον ποταμό που φρουρούσαν οι εκεί ιταλικές δυνάμεις και προωθήθηκε μέχρι 20-30 χλμ βαθιά στην ζώνη τους για να καταστρέψει το στρατόπεδο της Τσίνας. Οι Ιταλοί περιορίστηκαν στην αποστολή παραπόνων για την ορμητική συμπεριφορά των Ελλήνων.[17]
            Εν γένει ο Έλληνας στρατιώτης στην πρώτη αυτή φάση των επιχειρήσεων υπήρξε πειθαρχημένος και πράγματι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία προσπάθησε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό που υπήρχε, δικαιολογημένα, στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού αλλά και στο ελληνικό στοιχείο των παραλίων της Μικράς Ασίας. Οι ενέργειες που έγιναν (Μενεμένη, Σμύρνη) αφορούσαν ή απάντηση σε επιθετική ενέργεια ή πράξεις αντεκδικήσεων σε φρικτά εγκλήματα πάνω σε μάχιμους και αμάχους. Άλλωστε δεν υπήρχε και σοβαρός λόγος για να διαπραχθούν ως μέτρο σταθεροποίησης μέσω τρομοκρατίας αφού η τουρκική αντίσταση συνθλιβόταν κατευθείαν, έστω και μετά από τις τοπικές αντεπιθέσεις. Επίσης, η εν γένει συμπεριφορά αποτελούσε και την μετουσίωση της πολιτικής του Βενιζέλου. Η Ελλάδα δεν είχε ακόμα κάποιο κεκτημένο, μια συνθήκη, αλλά μονάχα μια προφορική εντολή η οποία δόθηκε και πρόχειρα συνεπώς η κατάσταση ήταν εξαιρετικά εύθραυστη.
Έλληνας εύζωνας στη Μικρά Ασία. Η Μικρασιατική εκστρατεία
αποτέλεσε το ζενίθ της πολεμικής αρετής του Έλληνα στρατιώτη
 τα νεότερα χρόνια.
Η δεδομένη κατάσταση όμως, όπου δύο προαιώνιοι εχθροί έρχονται αντιμέτωποι με μια συγκλονιστική αντιστροφή σχέσης που ίσχυε για μισή χιλιετία, δεν μπορούσε να αφήσει πολλά περιθώρια. Ο αντικειμενικός σκοπός του Βενιζέλου να προσαρτήσει τα πιθανά εδάφη με την επικείμενη συνθήκη με όσο το δυνατόν λιγότερο αίμα -οι απώλειες μέχρι το τέλος του Ιουνίου ανέρχονταν στον μικρό σχετικά αριθμό των 722 αξιωματικών και οπλιτών-ήταν επιτυχημένος παρά την καυστική στάση των Συμμάχων.
Φυσικά οι πολυπληθείς κριτικές των τελευταίων για την Ελληνική διοίκηση εξυπηρετούσαν πολιτικές σκοπιμότητες ,κάτι που το παραδέχεται ο εκπρόσωπος του Κάλθροπ, Μόργκαν, αναγνωρίζοντας την αποτελεσματικό χειρισμό της Ελληνικής Χωροφυλακής.[18] [19]. 

Όμως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της «αμερόληπτης» Διασυμμαχικής Επιτροπής είναι η αναφορά του Στεργιάδη, ο οποίος πολλάκις έχει κατηγορηθεί για μεροληψία υπέρ των Οθωμανών κατοίκων, στις 29 Αυγούστου 1919( ΙΑΥΕ/φακ. «Ανακριτική Επιτροπή Σμύρνης», Α5/VI,αρ.πρ. 8565). Σε αυτήν αναφέρεται η αναφορά του έφεδρου αξιωματικού Βρετανού Χόνδερ ο οποίος παρουσίασε τους 3.500-4.000 σφαγιασθέντες του Αϊδινίου ως..Τούρκους από τους Έλληνες όταν ακόμα και Γάλλος στρατηγός παραδέχθηκε ότι αυτές οι αναφορές ήταν κατάφωρα ψέμματα δικαιολογώντας ακόμα και την πυρπόληση εχθρικών οικιών αν από αυτές προβαλλόταν αντίσταση όπως θα έκανε κάθε στρατός. Επίσης, αναθεώρησε για τις σφαγές στο Ναζιλή, για την πυρκαγιά στην Οθωμανική συνοικία για να έρθει και το πρωτοφανές, ο Γάλλος στρατηγός να παραδέχεται από μόνος του(!) για άλλες πλαστές εκθέσεις Γαλλίδων καλογριών περί της πυρκαγιάς. Ο Στεργιάδης επίσης την 1η Ιουνίου 1919 σε τηλεγράφημά του είχε αναφέρει ότι «..πανταχού όπου εμείς κατέχομεν εντός σαντζακίον Σαρηχάν-Σμύρνη-Αϊδινίου επικρατεί τάξις παρά σοβαράς ραδιουργίας ξενικής προπαγάνδας..».[20] Η ιταλική προπαγάνδα ήταν συνήθως απροκάλυπτη και έντονη όπως και η παροχή πολεμικού υλικού.[21]

Χαλάστρας Κωνσταντίνος





[1]   Ενδεικτικά, σύμφωνα με επίσημα Τουρκικά (1910) και Ελληνικά(1912) στοιχεία το Ελληνικό στοιχείο ανέρχονταν στο 43,71% ή 50,8% (Τουρκικά και Ελληνικά αντίστοιχα) στην Ανατολική Θράκη, στο 30% ή 28,2 στην Κωνσταντινούπολη, και στο σύνολο των Οθωμανικών εδαφών σε Ασία και Ευρώπη στους 2.400.000 με μεγάλα ποσοστά στις επαρχίες Αϊδινίου, Ισμίτ, Τραπεζούντας και  με συμπαγείς μικρότερους πληθυσμούς στην υπόλοιπη ενδοχώρα. Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919»,Θεσσαλονίκη 1978,Institude for Balkan Studies. σ.341-347
[2] Η προσμονή των Ελλήνων κατοίκων ήταν μεγάλη μήνες πριν. Την 16/1/1919 η Σμύρνη σημαιοστολίστηκε με πλήθος ελληνικών σημαιών χωρίς κανένα επεισόδιο. ΙΑΥΕ, φακ. Α/Α/5, αρ.πρ.634. Στο ίδιο αναφέρεται η δολοφονία ενός Έλληνα λόγω αυτού του γεγονότος και οι συστηματικές βιαιοπραγίες κατά αμάχων πληθυσμών, ΙΑΥΕ, Α/Α/5, αρ.πρ.3323.
[3] Κατά τη νύκτα της 1ης/2α Μαΐου οι φυλακές που βρίσκονταν πίσω από το διοικητήριο και είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο του Ιταλού ταγματάρχη Καροσσίνι άνοιξαν  και πολλοί  κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου , κυρίως Τούρκοι, εξοπλίστηκαν για την αντιμετώπιση της επικείμενης απόβασης. Καψής Ιωάννης,, «Χαμένες Πατρίδες», Αθήνα 1989,Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη σελ.14
[4] Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919», σ.235
[5] Horton George, «Αναφορικά με την Τουρκία,Προξενικά Ντοκουμέντα των Η.Π.Α.» σελ. 96,99
[6]   Ο Βενιζέλος απέστειλε αμέσως τηλεγράφημα στην Ελληνική Πρεσβεία στο Λονδίνο σχετικά με την καταδίκη σε θάνατο δύο Ελλήνων στρατιωτών.( Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου(ΑΕΒ), Φάκελος 019-151,Κρυπτογράφημα 16/06/1919 Αριθμ. 6352). Επίσης αποζημιώθηκαν και οι πολίτες ΑΕΒ, φακ. 019/32.
[7] ΔΙΣ/ΓΕΣ: Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922, Αθήναι 1967 σ.24
[8] Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΑΥΕ), φακ. Α/Α/Κ, 1919, τηλεγράφημα 22ας Ιουνίου 1919.
[9] United States Department of State / Papers relating to the foreign relations of the United States, The Paris Peace Conference, 1919. σελ.56. Την αναφορά αυτή την δίνει Γάλλος αξιωματικός που ερεύνησε την επομένη τα γεγονότα.
[10] Για το ίδιο περιστατικό υπάρχει  η αναφορά του Διευθυντή Δικαστικού Τμήματος Παπαγεωργίου (ΑΕΒ), Φάκελος 085-46-45,  προς τον αρχηγό Στρατού κατοχής Κ.Νίδερ όπου ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στους 40, ενώ αποκαταστάθηκαν αμέσως όλες οι αδικίες και επεστράφησαν τα κλοπιμαία.
[11] Τέλος  ο Φοίβος Γρηγοριάδης αναφέρει ότι διεπράχθησαν αγριότητες από τον αντισυνταγματάρχη Θεόφιλο Βουτσινά για τον οποίο ο ίδιος ο Βενιζέλος δίνει «διαταγή απελάσεως» .Γρηγοριάδη Φοίβου, « Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940,Διχασμός-Μικρά Ασία», Αθήνα 1971,εκδόσεις Κεδρηνός σ.286
[12] Ο Κακλκαμάνος έστειλε τηλεγραφικώς και τη δημοσίευση των «Times» για αυτές τις ωμότητες, ΑΕΒ 021/40.
[13] Horton George, «Αναφορικά με την Τουρκία,Προξενικά Ντοκουμέντα των Η.Π.Α.»,σ.208
[14] Το ίδιο υποστηρίζεται και στο Petsalis-Diomidis NGreece at the Paris Conference 1919» σ.218-219 καθώς και από την ΔΙΣ/ΓΕΣ: «Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922», Αθήναι 1967 σ.22
[15] ΙΑΥΕ, φακ. Ιταλοελληνικά επεισόδια στη Μικρά Ασία, εκθεση πληροφοριών αριθμ.81 Τ/ρχη Φιλίππου Ιωάννη.
[16]   United States Department of State / Papers relating to the foreign relations of the United States, The Paris Peace Conference, 1919. σελ. 54 Γάλλος Αξιωματικός που επιθεώρησε το σημείο αναφέρει 1500-2000 νεκρούς Έλληνες και 1200-1500 Μουσουλμάνους αναγνωρίζοντας ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των δεύτερων.
[17] ΑΕΒ, φακ. 021/106 Ανακοίνωση της ιταλικής πρεσβείας τηλεγραφήματος του αρχηγού των εκεί ιταλικών δυνάμεων.
[18] Petsalis-Diomidis N.«Greece at the Paris Conference 1919 σ. 316
[19] Η αποστολή δύναμης της χωροφυλακής είχε εγκριθεί από τη 1η Ιουνίου από τον Ε. Βενιζέλο. ΑΕΒ, φακ. 019/5
[20] ΑΕΒ,φακ. 019/1
[21] ΑΕΒ, φακ 019/13 «εξοπλιζομένων Τούρκων δια αυστριακών όπλων παρεχομένων υπό Ιταλών» Στεργιάδης προς ελληνική αποστολή.