Ιστορία

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεσαιωνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεσαιωνική Ιστορία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

Η «Ιερή Ένωση» και η ναυμαχία στο Αδραμύττιο (1334).


Ιστορικό πλαίσιο. Η κατάρρευση της βυζαντινής δύναμης στη δυτική Ανατολία και το Αιγαίο στα τέλη του 13ου αιώνα καθώς και η κατάργηση του βυζαντινού ναυτικού το 1284 δημιούργησαν ένα κενό ισχύος, το οποίο γρήγορα εκμεταλλεύτηκαν τα Τουρκικά φύλα που κατέκλυζαν την περιοχή. Η παραμέληση της επικράτειας πέριξ της Νίκαιας, που αποτέλεσε πολιτική αρχής γενομένης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, σε συνδυασμό με την αρπακτικότητα του Καταλανικού εκστρατευτικού σώματος και των Αλανών μισθοφόρων τοποθέτησαν την οριστική «ταφόπλακα» του ελεύθερου Μικρασιατικού Ελληνισμού. Από την άλλη πλευρά, ο θανάσιμος αντίπαλος του Βυζαντίου, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, άρχισαν να καταρρέουν ιδίως μετά τη μογγολική εισβολή το 1243 και έτσι στη θέση τους δημιουργήθηκαν διάφορα τουρκικά εμιράτα. Δύο από τα πιο ισχυρά, το εμιράτο του Μεντεσέ που είχε έδρα στην περιοχή της Μιλήτου και το εμιράτο του Αϊδινίου στην περιοχή της Εφέσου και της Σμύρνης απέσπασαν την προσοχή των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Βενετίας που έδινε μεγάλη βάση στο διαμετακομιστικό εμπόριο.
Το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου που εκπροσωπεί
τον ευαγγελιστή Άγιο Μάρκο, σύμβολο της
Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, κρατά
την επιγραφή PAX TIBI MARCE EVANGELISTA MEVS
 (Ειρήνη μετά σου, Μάρκο Ευαγγελιστά μου ). Η Βενετία
είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάσχεση της
τουρκικής πειρατείας στο Αιγαίο.


Χρησιμοποιώντας την τεχνογνωσία και την εμπειρία των ντόπιων Ελλήνων ναυτικών, οι Τούρκοι άρχισαν να δραστηριοποιούνται ως πειρατές στην επικράτεια του Αιγαίου, στοχεύοντας ιδιαίτερα στο μωσαϊκό κρατιδίων και δουκάτων που είχε δημιουργηθεί. Η Κρήτη ήταν από το 1211 υπό Βενετική κατοχή διαμορφώνοντας το δουκάτο της Κάντια (Ηράκλειο), όπως και το δουκάτο της Νάξου (ή δουκάτο Αρχιπελάγους). Μάλιστα ο δούκας της Κρήτης είχε λάβει ανάθεση από τη Γερουσία της ρύθμισης των σχέσεων με τα προαναφερόμενα εμιράτα. Με μια διευρυμένη ελευθερία κινήσεων, έστελνε πρέσβεις, σύναπτε συνθήκες -μάλιστα το διάστημα 1331-1414 σύναψε 9 συνθήκες- και διόριζε πρόξενους. Στη Χαλκίδα της Εύβοιας δημιουργήθηκε μετά τη Δ’ Σταυροφορία η τριαρχία του Νεγροπόντε (Χαλκίδα, Κάρυστος και Ωρεός) που σταδιακά περιήλθε ολόκληρη στην επιρροή της Βενετίας. Η γενοβέζικη παρουσία με την οικογένεια Ζαχαρία είχε την ηγεμονία της Χίου, μέχρι το 1329 που ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, την ίδια στιγμή που στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι κατείχαν ακόμη το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Στην Αττική οι Καταλανοί διοικούσαν το δουκάτο των Αθηνών από το 1311, έχοντας θέσει την ηγεμονία τους υπό το στέμμα της Αραγωνίας, ενώ η Παλατινή κομητεία της Κεφαλονιάς και της Ζακύνθου βρισκόταν υπό τους Ανδεγαυούς από το 1325. Οι Ιωαννίτες ήταν εγκατεστημένοι πλέον στη Ρόδο από το 1310 έχοντας επεκταθεί και στα γύρω νησιά, ενώ τέλος η Κύπρος από το 1192 ήταν βασίλειο το οποίο κυβερνούσαν μέλη της δυναστείας των Λουζινιανών. Οι δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών εντάθηκαν εκμεταλλευόμενοι τις διαμάχες μεταξύ των δύο μεγάλων ναυτιλιακών κρατών, της Βενετίας και της Γένοβας. 



Οι Τούρκοι του Αϊδινίου διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Καταλανούς και η ανανέωση της συμμαχίας τους το 1325 επιδείνωσε τις σχέσεις που είχαν οι τελευταίοι με τους ανταγωνιστές τους Βενετούς. Το συγκεκριμένο εμιράτο που προηγουμένως είχε συνεργαστεί στενά με τον αναπληρωτή διοικητή του Δουκάτου Αθηνών, Αλφόνσο Φαντρίκουε, άρχισε να αποκτά αυξημένη ισχύ και σημαίνοντα ρόλο. Αυτό προκάλεσε την συσπείρωση των αντιπάλων σε ένα κοινό μέτωπο και έτσι ο Ανδεγαυός Ιωάννης της Γκραβίνα, ο άρχων της Χίου Μαρτίνος Ζαχαρίας και ο Νικολό Σανούντο του δουκάτου Νάξου μαζί με τους Βενετούς δημιούργησαν μια πρόσκαιρη συμμαχία. Οι επιθέσεις των Τούρκων σε Χαλκίδα και Νάξο ήταν αυτές που γέννησαν την ιδέα στους Βενετούς να συνασπίσουν μια ακόμα ευρύτερη αντιτουρκική συμμαχία. Νέες επιθέσεις στο φρούριο Δαμάλα της Χίου το 1327 και η αποβίβαση στρατευμάτων στη Χαλκίδα, ενέτειναν τις προσπάθειες των Βενετών να θέσουν Βυζαντινούς, Ιωαννίτες και τον Μαρτίνο Ζαχαρία στην από κοινού οργάνωση επιχειρήσεων εναντίον των Τούρκων. Ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Θηβών πήγε στη Βενετία για ζητήσει τη βοήθεια και άλλων δυνάμεων της Δύσης. Οι Βενετοί τον Απρίλιο του 1331 σύνηψαν συμμαχία με τους Καταλανούς και τον ίδιο μήνα ο Μαρίνο Μοροζίνι, δούκας της Κάντια, υπέγραψαν συνθήκη με τον επικεφαλή του εμιράτου του Μεντεσέ, Ορχάν. Οι δίαυλοι του εμπορίου που άνοιξαν ξανά στη Μικρά Ασία έδωσαν ενίσχυση στα σχέδια των Βενετών να αφοσιωθούν στην αντιμετώπιση του Αϊδινίου.
Ελαφρύ σκάφος στο Αιγαίο τον 14ο αιώνα. Στις ναυμαχίες
που έλαβαν μέρος εκείνον τον αιώνα τα μικρότερα σκάφη απάρτιζαν
μεγάλο μέρος των στόλων, ιδίως σε αυτούς των Τούρκων



Οι προετοιμασίες και η σύγκρουση. Η ιδέα για σταυροφορία που υπήρχε στα σκαριά το 1327 ενισχύθηκε περεταίρω όταν ο πάπας Ιωάννης ΚΒ’ πρότεινε στο Γάλλο βασιλιά Φίλιππο ΣΤ’ να οργανώσει μια με τη συμμετοχή και των άλλων ισχυρών κρατών της Δύσης. Οι Βενετοί πρότειναν την αποστολή 20.000 ιππέων και 50.000 πεζών που θεωρούσαν ως απαραίτητη δύναμη για την εξασφάλιση της επιτυχίας, ενώ η δικιά τους συνεισφορά θα ανερχόταν στα 100 πλοία, πολεμικών και ιππαγωγών. Προσπάθησαν να τραβήξουν την προσοχή του Γάλλου βασιλιά λέγοντάς του ότι η καταστροφή των Τούρκων ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Η άρνηση του Γάλλου βασιλιά έκανε τα σχέδια να ναυαγήσουν. Οι Τούρκοι συνέχισαν τις επιδρομές σε τέτοια ένταση ώστε τον Μάρτιο του 1332 ο δούκας της Νάξου, Νικολό Σανούντο, έκανε ξεχωριστή συνθήκη δίνοντας φόρο υποτελείας και το παράδειγμά του ακολούθησε και η Χαλκίδα. Η τακτική αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της τουρκικής επέκτασης. Η σχετικά χαλαρή υποτέλεια έδινε τη θέση της αργά ή γρήγορα στην απώλεια της ανεξαρτησίας με την προσάρτηση. 




Η αντίδραση της Βενετίας ήταν να αναζητήσει συμμάχους από τα τουρκικά μπεηλίκια και οι Τούρκοι από τα μπεηλίκια του Γκερμιγιάν, που είχαν έδρα στην Κιουτάχεια και του Μεντεσέ ανταποκρίθηκαν θετικά. Στον πόλεμο κατά των Τούρκων του Αϊδινίου επάνδρωσαν τον Νοέμβριο του 1333 10 γαλέες με επικεφαλή τον Μαρίνο Μοροζίνι. Ο χρονικογράφος του 14ου αιώνα Πέτρο Ιουστινιάνι αναφέρει ότι προκάλεσε αρκετές επιδρομές στους Τούρκους με ιδιαίτερη επιτυχία. Τα γεγονότα αυτά ενθουσίασαν τους Βενετούς που συγκρότησαν νέο στόλο από 10 γαλέες, 12 ιππαγωγά και άλλα μικρότερα σκάφη, αυτή τη φορά θέτοντας ως επικεφαλή του στόλου τον Πιέτρο Ζένο, μπαΐλο (πρέσβη) της Βενετίας. Αρχές Μαρτίου του 1334 ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Δ’ μπήκε επίσημα πλέον στη συμμαχία της «Ιερής Ένωσης» (Sancta Unio) με 6 γαλέες.
Οικόσημα του Βασιλείου της Κύπρου πάνω από την
εσωτερική πύλη του κάστρου. Αριστερά το οικόσημο
του οίκου Λουζινιάν.Το βασίλειο της Κύπρου επί
 βασιλείας Ούγου Δ’ συνέβαλε στις
 επιχειρήσεις κατά των Τούρκων (Κάστρο Κερύνειας, Κύπρος). 


Η προτεινόμενη εκστρατεία θεωρήθηκε ότι θα επείχε θέση ενός primum passagium (προκαταρκτικής εκστρατείας) που θα προετοίμαζε το έδαφος για μια πλήρως οργανωμένη σταυροφορία. Ακολούθησαν μικροσυμπλοκές στη Μονεμβασιά και νοτιοδυτικά του Μυστρά. Τα σημεία των αψιμαχιών δείχνουν καταφανώς πόσο ανεξέλεγκτοι είχαν γίνει οι Τούρκοι πειρατές που έφταναν ως τα σύνορα με το Ιόνιο. Η αντεπίθεση των Λατίνων τους ανάγκασε να επιστρέψουν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Εκεί τον Οκτώβριο του 1334, στον κόλπο του Αδραμυττίου που βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας στην περιοχή της Τρωάδας, συνάντησαν τον υπολογίσιμο στόλο από το Εμιράτο Περγάμου με επικεφαλή τον Σούτζα αλ Ντιν Γιαξή, το γιο του εμίρη, ο οποίος όπως μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός ασχολούταν συχνά με το δουλεμπόριο. Στη σφοδρή σύγκρουση που ακολούθησε οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος χάνοντας 100-150 γαλέες και μικρότερα πλοιάρια καθώς και 3.000-5.000 άνδρες. Οι επιζώντες και οι επικεφαλής των Τούρκων σφαγιάστηκαν. 




Μετά τη νίκη τους οι Βενετοί σχεδίασαν τις επόμενες κινήσεις τους. Ο θάνατος όμως του πάπα Ιωάννη ΚΒ’ ακύρωσε κάθε προετοιμασία. Ο διάδοχός του, ο Βενέδικτος ΙΒ’ δεν ήταν ένθερμος οπαδός των σταυροφοριών και έτσι οι οργανωμένες ενέργειες της «Ιερής Ένωσης» διακόπηκαν, αν και οι Βενετοί συνέχισαν τον πόλεμο με τους Τούρκους. Η πανωλεθρία στο Αδραμύττιο ανέκοψε τις ληστρικές επιδρομές των Τούρκων στο Αιγαίο και επέλεξαν να συμβιβαστούν υπογράφοντας μια νέα συνθήκη το 1337 με τη Βενετία. Αυτή τη φορά τα εμιράτα του Μεντεσέ και του Αϊδινίου συμφώνησαν με τον δούκα της Κάντια, Μαρίνο Μοροζίνι να μη συνεχιστούν οι επιδρομές των Βενετών στα παράλια των εμιράτων τους με πλούσια οικονομικά και εμπορικά ανταλλάγματα.

(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου του γραφόντα από το περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259,Οκτώβριος 2018)
Βιβλιογραφία
P.W. Edbury, ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ 1191-1374, μτφρ. Α. Νικολάου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2003.

J. Harris,C. Holmes, E.Russel, BYZANTINES, LATINS AND TURKS IN THE EASTERN MEDITERRANENAN WORLD AFTER 1150,Oxford, 2012.
K.M. Setton, THE PAPACY AND THE LEVANT (1204-1571),vol.I, THE THIRTEEN AND FOURTEEN CENTURIES, American Philosophical Society, Philadelphia, 1976.
E. Zachariadou, TRADE AND CRUSADE, VENETIAN CRETE AND THE EMIRATES OF MENTESHE AND AYDIN (1300-1415), Venice, 1983.
L. Paul, L’ EMIRAT D’ AYDIN, BYZANCE ET L’ OCCIDENT, RECHERCHES SUR  LA GESTE D'UMUR PACHA, Presses universitaires de France, Paris, 1957.
A. Luttrell, THE HOSPITALLERS IN CYPRUS, RHODES, GREECE AND THE WEST 1291-1440, Great Britain and USA, 1979.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800.


Ο πάπας Λέων Γ’ (795-816) είχε ως βασικό και ζωτικό μέλημα της θέσης του την διατήρηση της συμμαχίας με τους Φράγκους του Καρόλου(Καρλομάγνος). Για να γίνει αντιληπτή η λεπτή ισορροπία της συμμαχίας αποτελεί χαρακτηριστικό γεγονός ότι ο Λέων εκλέχτηκε την ίδια μέρα που ο προκάτοχός του, ο Ανδριανός Α’ θάφτηκε στις 26 Δεκεμβρίου 795. Η τάχιστη αυτή αναπλήρωση της παπικής θέσης πιθανότατα οφείλεται στην επιθυμία των Ρωμαίων να προλάβουν οποιαδήποτε παρέμβαση των Φράγκων στην εκλογή του πάπα. Η πρώτη του κίνηση είναι να ενημερώσει με επιστολή τον Κάρολο  ότι είχε εκλεγεί ομόφωνα πάπας, και να του στείλει τα κλειδιά της εξομολόγησης του Αγίου Πέτρου. Σαφέστατα αυτό μεταφράζεται στην επιθυμία να διατηρεί τον Φράγκο βασιλιά ως προστάτη της Αγίας Έδρας αλλά και να δηλώσει τη κοσμική του θέση.

Καρλομάγνος. Ο πίνακας ανήκει στα
 
Πορτρέτα των Βασιλέων της Γαλλίας , μια σειρά πορτρέτων
που ανατέθηκαν μεταξύ 1837 και 1838
από τον 
Louis Philippe I και ζωγράφισαν
διάφοροι καλλιτέχνες για το Μουσείο Ιστορίας
Βερσαλλιών.

            Ο Λέων Γ’ είχε να αντιμετωπίσει εσωτερικές δυσκολίες καθώς ένα μεγάλο τμήμα του ρωμαϊκού κλήρου έτρεφε μίσος και ζηλοφθονία προς το πρόσωπό του. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο  πάπας έλαβε από τον Κάρολο, ως απάντηση στην παραπάνω επιστολή, μεγάλο μέρος του θησαυρού από τις επιτυχείς εκστρατείες των Φράγκων απέναντι στους Άβαρους.[1] Η απόκτηση αυτού του πλούτου επέτρεψε στον Λέοντα να είναι μεγάλος ευεργέτης στις εκκλησίες και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Οι συνωμότες ήθελαν να καταστήσουν τον πάπα ανίκανο να κατέχει τη θέση του και  στις 25 Απριλίου 799, όταν ο πάπας πήγαινε προς τη Φλαμίνεια πύλη δέχθηκε επίθεση. Ο Λέων που κόντεψε να χάσει τα μάτια και τη γλώσσα του ξέφυγε μετά βίας αναίσθητος και τραυματίας από τη σωματοφυλακή του.
            Ο πάπας φυγαδεύτηκε με ασφάλεια στο Πάντερμπορν, της σημερινής ανατολικής Βεστφαλίας, όπου τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές ο Κάρολος. Η θέση του ήταν εξαιρετικά επισφαλής. Οι αντίπαλοί του, του είχαν προσάψει κατηγορίες περί μοιχείας και ψευδορκίας και ζήτησαν από τον Κάρολο να μην πραγματοποιηθεί η επαναφορά του. Ο Φράγκος βασιλιάς λοιπόν βρέθηκε ενώπιον ενός διλήμματος, για το αν θα μπορούσε να κρίνει αυτός τον πάπα. Αναμφισβήτητα βρισκόταν από θέση ισχύος καθώς από αυτόν θα κρινόταν η επανατοποθέτησή του.
            Η τελική λύση ήταν ο συμβιβασμός. Βέβαια ήταν κατ’ όνομα συμβιβασμός αφού ο Κάρολος εισήλθε στην «αιώνια πόλη», συνόδευσε και επανατοποθέτησε τον πάπα, συγκάλεσε σύνοδο που υποτίθεται θα εξέταζε τις κατηγορίες και η οποία τελικώς αποφάνθηκε ότι δεν θα τολμούσε ποτέ να κρίνει την Αγία Έδρα. Η μοναδική υποχρέωση του Λέοντα ήταν να λάβει δημοσίως όρκο κάθαρσης ως τεκμήριο της αθωότητας του, όπως και το έπραξε στις 23 Δεκεμβρίου του έτους 800.[2]

Η τελετουργία.
Η είσοδος του Καρόλου στη Ρώμη και στον ναό του Αγίου Πέτρου είχε ως αποτέλεσμα μετά από μια τυπική διαδικασία την επανατοποθέτηση του Λέοντα Γ’. Μετά από δύο ημέρες, ανήμερα των Χριστουγέννων του 800, ο πάπας έστεψε τον Κάρολο ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
            Αποτελεί και σήμερα σημείο τριβής η σημειολογία, η ουσία, οι σκοποί και οι προθέσεις της στέψης. Στη διάθεσή μας έχουμε δυο διαφορετικές εκδοχές με το πράγματι κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός.
            Ο Εϊνάρδος, ο βιογράφος του Φράγκου βασιλιά αναφέρει ότι αν ο Κάρολος γνώριζε τι θα έπραττε ο πάπας δεν θα παρευρισκόταν στην τελετή.[3] Εάν αυτό δεν αποτελεί μια ακριβή παρατήρηση των γεγονότων αλλά απλά μια ανάδειξη της ταπεινότητας του Φράγκου βασιλιά, μπορεί να αντικατοπτρίζει τις αμφιβολίες του Καρόλου για τον ρόλο του πάπα, σε συνάρτηση με την ίδια την ανάδειξη. Το τυπικό της διαδικασίας περιελάμβανε την τοποθέτηση από μέρος του Καρόλου των regalia δίπλα του, δηλαδή το στέμμα, το σκήπτρο, τον μανδύα και το ξίφος και μόλις εγειρόταν θα τα ξαναφορούσε ενώ δεχόταν τα επιφωνήματα των υπηκόων του. Η περιγραφή της στέψης από τη μεριά των Φράγκων, τα Βασιλικά χρονικά, αφήνει τα εννοηθεί ότι η μόνη διαφορά ήταν η τοποθέτηση του στέμματος από τον Λέοντα και η αναφώνηση ενός νέου τίτλου, αυτού του Αυτοκράτορα.[4]
            Από την άλλη πλευρά όμως, η παπική περιγραφή (Liber Pontificalis), τονίζει συνεχώς και ρητά την αναμφισβήτητα μεγάλη σημασία που είχαν οι ενέργειες του πάπα. Σύμφωνα με το χρονικό λοιπόν, ο πάπας «έστεψε» και δεν «τοποθέτησε» απλώς το στέμμα, ενώ δηλώνεται ξεκάθαρα ότι η αναγόρευση του αυτοκρατορικού τίτλου έγινε χάρις σε αυτήν την ενέργεια. Προστίθεται ακόμη, για να ξεθωριάσουν και τα όποια περιθώρια αμφιβολίας, ότι αυτό έγινε σύμφωνα με θέληση του Θεού και του Αγίου Πέτρου, λόγω της πίστης του Καρόλου προς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία.Αποτελούσε ένα μονόπλευρο εγχείρημα, από την πλευρά του πάπα προκειμένου να έχει έναν ρόλο και λόγο στην αναγνώριση του τίτλου, με τους δικούς του όρους στην αναπτυσσόμενη υπερδύναμη της Δύσης.[5]
Προφανέστατα από μεριάς των Φράγκων επιχειρείται μια υποβάθμιση των ενεργειών που παρέκκλιναν από το τυπικό της στέψης. Ο Κάρολος, ο ακατάβλητος υπερασπιστής της χριστιανοσύνης, ήταν ο de facto αυτοκράτορας στη Δύση. Ενδυόταν την επίσημη αυτοκρατορική πορφύρα, χρησιμοποιούσε πορφυρή μελάνη, ενώ τηρούσε και τον αυτοκρατορικό τυπικό. Είχε εγείρει το παλάτι του στο Άαχεν, ενώ και τυπικά αναγνωριζόταν ως αυτοκράτορας και είχε αποδυθεί την ιδιοσυγκρασία ενός βάρβαρου βασιλιά.

            Η δε, στρατιωτική και πολιτική του, ανωτερότητα ήταν αναμφισβήτητη. Οι ιταλικές εκστρατείες που οδήγησαν στην κατάλυση του Λομβαρδικού βασιλείου, οι αιματηρές μάχες και το πρόγραμμα εκχριστιανισμού στα άνω Πυρηναία, οι συγκρούσεις με τους «άπιστους» Μαυριτανούς σε Κορσική και Σαρδηνία και οι νικηφόρες εκστρατείες απέναντι σε Σάξονες, Άβαρους και Σλάβους ήταν δικά του κατορθώματα που δεν δέχονταν κάποιου είδους «καπηλεία». Δεν επιθυμούσε και δε χρειαζόταν λοιπόν σε καμία περίπτωση την απόδοση του τίτλου από τον πάπα, σε αυτόν δηλαδή που του όφειλε τη θέση και ίσως τη σωματική του ακεραιότητα.
            Ο πάπας Λέοντας Γ’ από την άλλη, έχοντας επιστρέψει στη θέση του, επιθυμούσε την ολική επαναφορά του και στο κοσμικό στερέωμα. Θέλοντας να δώσει όσο δυνατόν μεγαλύτερη βαρύτητα στην τελετή έστεψε ο ίδιος τον Κάρολο προκειμένου να λάβει το αξίωμα από αυτόν και να αποκτήσει μια επίσημη θέση μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Φυσικά, δεν επιθυμούσε ούτε είχε την πολυτέλεια να φέρει τον προστάτη και σωτήρα του σε δυσχερή θέση. Η φυσική παρουσία του πάπα και η κρατική υπόσταση του κράτους οφείλονταν σε αυτόν. 




[1] Έναν θησαυρό σε δυσθεώρητα ύψη αν αναλογιστούμε την ετήσια καταβολή, για περίπου έναν αιώνα, 80 με 100 χιλιάδων χρυσών σόλιδων από το Βυζάντιο στον χαγάνο των Άβαρων.
[2] R.H.C. Davis,  Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, σελ.206
[3] Waitz, Karoli,σελ.28. «Quod primo in tantum aversatus est, ut adfirmaret se eo die, quamvis praecipua festivitas esset, ecclesiam non intraturum, si pontificis consilium praescire potuisset. Invidiam tamen suscepti nominis, Romanis imperatoribus super hoc indignantibus, magna tulit patientia.»
[4] R.H.C. Davis, Ιστορία της Μεσαιωνικής Ευρώπης, σελ. 207-208.
[5] P.Brown, The Rise of Western Christendom, σελ. 435.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Η πολιορκία της Σμύρνης (1402). Οι Ιωαννίτες αντιμετωπίζουν τον Ταμερλάνο.



Ο Οθωμανός σουλτάνος, επονομαζόμενος «κεραυνός», Βαγιαζήτ Α’ εμφανίστηκε στην Ανατολία αμέσως μετά την αιματηρή μάχη του Κοσσυφοπεδίου και με μια θυελλώδη εκστρατεία (1389-1390) κατέλαβε την τελευταία βυζαντινή πόλη, τη Φιλαδέλφεια, και προσάρτησε διαδοχικά τα εμιράτα του Αϊδινίου, του Σαρουχάν, του Μεντεσέ, του Χαμίντ και του Γκερμιγάν. Λίγα έτη αργότερα, πριν εκπνεύσει ο 14ος αιώνας, θα γνώριζαν την ήττα οι Καραμανίδες και οι Ερετνίδες που βρίσκονταν στις περιοχές της Καισάρειας, της Σεβάστειας και της Αμάσειας, νοτίως της περιοχής του Πόντου. Ο ασταμάτητος Βαγιαζήτ είχε όμως να αντιμετωπίσει έναν ακόμη, τρομερό αντίπαλο. Οι τουρκο-μογγόλοι Τιμουρίδες υπό τον Τιμούρ ή αλλιώς Ταμερλάνο απάντησαν στις εκκλήσεις των Τούρκων εμίρηδων για βοήθεια. Εκστράτευσαν λοιπόν, κατέλαβαν τη Σεβάστεια και συγκρούστηκαν με τον οθωμανικό στρατό στην Άγκυρα. Στην τρομερή μάχη που διεξήχθη οι Οθωμανοί νικήθηκαν και ο Βαγιαζήτ αιχμαλωτίσθηκε.

Ο αρχηγός των Τιμουρίδων έχοντας να αντιμετωπίσει στα μετόπισθεν στην Κίνα την δυναστεία των Μίνγκ, ήταν σε δίλημμα να αποφασίσει αν θα συνέχιζε την πορεία του στη Μικρά Ασία για λίγο ακόμη. Τελικά, προκειμένου να γίνει «ο αληθινός υιός του Παραδείσου», ένας γαζής μαχητής της πίστης, ο Τιμούρ επέλεξε να επιτεθεί στη Σμύρνη διότι έτσι συνειδητοποίησε ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους από τους ευσεβείς μουσουλμάνους που τον κατηγορούσαν ότι με την αποδυνάμωση των Οθωμανών, προκάλεσε ένα θανατηφόρο χτύπημα στις ισλαμικές κατακτήσεις. Όντας ικανότατος διπλωμάτης, ο Τίμουρ μετέτρεψε την εκστρατεία της Ανατολίας σε έναν ιερό πόλεμο εναντίων των Χριστιανών, να κατακτήσει τη Σμύρνη και να πετύχει εκεί που απέτυχαν οι Οθωμανοί.
Περσική μικρογραφία που απεικονίζει την
 πολιορκία της Σμύρνης του 1402,
από ένα χειρόγραφο της Ζαφαρανάμα
 (1467), μια βιογραφία του Τιμούρ. 

Τέλη του Οκτωβρίου του 1402, οι Ιωαννίτες συζητούσαν στη Ρόδο εάν θα έπρεπε να ρίξουν το κύριο βάρος τους στη Σμύρνη ή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αποφάσισαν ότι η άμυνα της Ρόδου και της Σμύρνης θα έπρεπε να έχει προτεραιότητα και ότι οι διαθέσιμες δυνάμεις του τάγματος δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για άλλες επιχειρήσεις, εκτός και αν περίσσευαν χρήματα από τις ανάγκες της Ρόδου και της Σμύρνης, το τελευταίο χριστιανικό κάστρο στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Όπλα, προμήθειες, χρήματα και ενισχύσεις έφταναν συνεχώς στο λιμάνι ενώ το ηθικό της φρουράς ήταν σε υψηλό επίπεδο. Επικεφαλής της φρουράς ήταν ο μοναχός και Ιωαννίτης ιππότης Ινίγκο ντε Αλφάρο με καταγωγή από την Αραγονία, έχοντας δίπλα του μόλις 200 ιππότες του τάγματος και τους κατοίκους της Σμύρνης.

Αποχωρώντας από την Κιουτάχεια ο Τιμούρ συνέχισε την πορεία του, ενισχυόμενος καθ’ οδόν από τους εμίρηδες Αμίρ Σουλεϊμάν και Σουντζούκ και κατέλαβε αμέσως το Αλτιντάς, νότια της Κιουτάχειας. Με τον Γκιουζέλ Χισάρ του Αϊδινίου βάδισε προς την Έφεσο την οποία κατέλαβε και στρατοπέδευσε στην πόλη Μεντερές, ανάμεσα από την αρχαία πόλη του Κολοφώνα και τη Σμύρνη. Επιθυμώντας να αποφύγει τους κινδύνους μιας πιθανής μακράς πολιορκίας έστειλε πρέσβη να καλέσει τους ιππότες να προσηλυτιστούν στο Ισλάμ και να του αποτίσουν φόρο. Φυσικά, οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, αποφασισμένοι να αμυνθούν μέχρι το τέλος και έτσι, προχώρησε και έφτασε με όλες τις δυνάμεις του στην πόλη στις 2 Δεκεμβρίου 1402. Αποφάσισε να πραγματοποιηθεί γενική επίθεση από την αρχή.
Ιωαννίτες ιππότες μάχονται με Σαρακηνους.
Στη Σμύρνη πολέμησαν με το γνωστό πολεμικό μένος
αλλά ήταν απελπιστικά ολιγάριθμοι.

Οι καταπέλτες έριχναν λίθινους ογκόλιθους ακατάπαυστα την ίδια στιγμή που τα στρατεύματά του πραγματοποιούσαν εφόδους και οι σκαπανείς έσκαβαν λαγούμια για να υπονομεύσουν τα τείχη. Ο Τιμούρ διέταξε να χτιστεί μια σταθερή πλατφόρμα με ξύλα, προκειμένου να μπλοκάρει την είσοδο και έξοδο των σταυροφόρων από το λιμάνι, μια διαδικασία που διήρκησε 3 μέρες. Μετά από μερικές μέρες πολιορκίας κατά τη διάρκεια της οποίας διεξήχθησαν σκληρές μάχες στα τείχη της πόλης, κατέφθασαν νέες ενισχύσεις για τον Τιμούρ από τους, Πέρσες στην καταγωγή, σουλτάνο Μοχάμεντ και σάχη Μιράν. Νέες επιθέσεις στα τείχη της πόλης αποκρούστηκαν από τους λιγοστούς  ταλαιπωρημένους υπερασπιστές της Σμύρνης. 

Ο Πέρσης ιστορικός Σερίφ εντ Ντίν που ακολουθούσε τον Τιμούρ αναφέρει γλαφυρά τις σκηνές των μαχών που διαδραματίζονταν, με τους πολιορκητικούς κριούς να σφυροκοπούν τις πύλες, τους καταπέλτες να γκρεμίζουν τους πύργους, τις σκληρές μάχες σώμα με σώμα, τις πυκνές ανταλλαγές τοξευμάτων, τη χρήση υγρού πυρ, φλεγόμενων βελών ακόμα και βέλη με πυρίτιδα (προφανώς με τα πυραυλικά προωστικά της εποχής) χωρίς καμία ανάπαυση. Μια εξαιρετικά έντονη και συνεχή βροχόπτωση δημιούργησε ένα απόκοσμο πολεμικό σκηνικό. Την επόμενη μέρα οι ικανοί σκαπανείς των Τιμουρίδων υπονόμευσαν τα τείχη.Αμέσως πυροδοτήθηκαν οι δέσμες εκρηκτικών που τοποθετήθηκαν στο νευραλγικό σημείο. Τα τείχη ανασηκώθηκαν στον αέρα από την τρομερή έκρηξη, καλύπτοντας τους μαχητές στα ερείπια και οι αντίπαλοι εφόρμησαν αλαλάζοντας στα χαλάσματα και εισέβαλαν στην πόλη. Παρά τη σκληρή και απελπισμένη αντίσταση, οι ιππότες υποχώρησαν και αναζήτησαν σωτηρία στα πλοία που στάθμευαν στο λιμάνι. Ελάχιστοι από αυτούς τα κατάφεραν, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους Ινίγκο. Μερικά πλοία που έφτασαν για ενίσχυση έκαναν αναστροφή και αποχώρησαν. Ο χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος μάταια προσπάθησε να ξεφύγει, σφαγιάστηκε και η πόλη εκθεμελιώθηκε.

Βέλη με προωθητικά μέσα της εποχής.
Χρησιμοποιήθηκαν από τον Ταμερλάνο και στη Σμύρνη.
Ο Τιμούρ έκανε στροφή 180 μοιρών και έσπευσε προς Μεσοποταμία, την Περσία και από εκεί στη Σαμαρκάνδη όπου γιόρτασε 9 μήνες τις επιτυχίες του και προετοίμασε τον στρατό για νέες εκστρατείες σε Μογγολία και Κίνα. Οι Ιωαννίτες πλέον θα περιορίζονταν στις κτήσεις των Δωδεκανήσων όπου θα απέκρουαν τον 15ο αιώνα τις επιθέσεις των Μαμελούκων και Οθωμανών. Και τις δύο φορές αντιμετώπισαν επιτυχώς τον σουλτάνο της Αιγύπτου το 1444 και τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή το 1480. Το 1494 οι Ιωαννίτες δημιούργησαν ένα οχυρό στη χερσόνησο της Αλικαρνασσού και αποτέλεσαν έναν στόχο προτεραιότητας για τους Οθωμανούς. Το τέλος της κυριαρχίας τους στη Ρόδο ήρθε το 1522, όταν ένας τεράστιος στρατός του Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή πολιόρκησε επί 6 μήνες το κάστρο της Ρόδου. Μπροστά στη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού κατέληξαν σε έντιμη συμφωνία αποχώρησης από το νησί και τους επετράπησαν να πάρουν μαζί τους τα όπλα, τα τιμαλφή και τα θρησκευτικά κειμήλια που επιθυμούσαν.
*Το παρόν αποτελεί απόσπασμα άρθρου που δημοσιεύτηκε από τον γραφόντα στη Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 259, Οκτώβριος 2018.